Διακήρυξις Ελευθερίας στη “Χώρα των Ελευθέρων”
«ΧΩΡΑ των Ελευθέρων»—αυτό ακριβώς σημαίνει Ταϋλάνδη. Πολλοί θυμούνται ακόμη αυτή τη χώρα ως «Σιάμ,» που εξυμνείται με άσματα σαν ένας από εκείνους τους «μακρυνούς τόπους»—σαν μια γραφική και εξωτική χώρα όπου βρίσκει κανείς μέγα μέρος των θέλγητρων της στον ευτυχισμένο και ήρεμο λαό της. Οι κάτοικοι της υπερηφανεύονται για τον εγχώριο πολιτισμό τους και για το γεγονός ότι ποτέ δεν έχουν υποστή υποδούλωσι σε άλλους, όπως στις ημέρες του «αυτοκρατορισμού,» όταν πολλές γειτονικές χώρες είχαν γίνει αποικίες της Βρεταννίας και της Γαλλίας.
Στον αφιλάγαθο σημερινό κόσμο, η Ταϋλάνδη αγωνίζεται να διατηρήση τις παραδοσιακές της ελευθερίες. Αλλά τώρα ένα νέο είδος ελευθερίας διακηρύσσεται εκεί. Περιλαμβάνει, όχι μόνο ελευθερία από τις καταθλιπτικές ανθρώπινες εξουσίες, αλλά και απαλλαγή από τη φτώχεια, την ασθένεια, ακόμη δε και από τον ίδιο τον θάνατο! Όλες αυτές οι ελευθερίες παρουσιάσθηκαν όταν ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του, «Θέλετε γνωρίσει την αλήθειαν, και η αλήθεια θέλει σας ελευθερώσει.»—Ιωάν. 8:32.
Αυτή η «αλήθεια» είναι το δυνατό άγγελμα που εκτίθεται στον Λόγο του Θεού στην Αγία Γραφή. Εν τούτοις, επί πολλά χρόνια αυτή η αλήθεια εφαίνετο να κάνη λίγη πρόοδο στη «Χώρα των Ελευθέρων,» ιδιαίτερα μεταξύ του Βουδδιστικού πληθυσμού που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος. Όχι βέβαια ότι αυτοί οι Βουδδισταί βίαια εναντιώνοντο στο άγγελμα της Αγίας Γραφής, όπως έκαμαν οι θρησκευτικοί Ιουδαίοι που επιζητούσαν να θανατώσουν τον Ιησού. (Ιωάν. 8:36, 37) Οι Βουδδισταί Τάι είναι εκ φύσεως ανεκτικοί· εκτιμούν αρκετά την ελευθερία ώστε να την παραχωρούν και στους άλλους, ιδιαίτερα σε ζητήματα θρησκείας. Έχουν ένα κοινό ρητό, «Όλες οι θρησκείες διδάσκουν τους ανθρώπους να κάνουν το καλό.» Έτσι, όπως θ’ ανεμένετο, υπάρχει πλήρης ελευθερία για το κήρυγμα της Γραφικής αληθείας στην Ταϋλάνδη και αυτό έχει ήδη αποδειχθή ότι αποτελεί ευλογία για πολλούς ειλικρινείς ανθρώπους.
Γιατί, λοιπόν, τα πρώτα χρόνια της διακηρύξεως της Γραφικής αληθείας σ’ αυτή τη χώρα δεν υπήρξε αξιόλογη πρόοδος; Αυτό πρέπει ν’ αποδοθή στο περιβάλλον και στο παρελθόν του ειρηνικού αυτού λαού. Επί πολλούς αιώνες οι άνθρωποι αυτοί σχεδόν δεν αναμίχθηκαν στις αναταραχές των εθνών. Αποτελούσαν ένα έθνος χωριστό από τον μεγάλο, ταραγμένο κόσμο. Ήσαν ευχαριστημένοι να ζουν ήρεμα μέσα στα κανάλια της χώρας τους, (κλονγκς, στην τοπική γλώσσα) απολαμβάνοντας την αφθονία του ρυζιού και των άλλων προϊόντων του γονίμου εδάφους των. Δεν ανέμεναν ένα Μεσσία και δεν είχαν συλλάβει την ιδέα της υπάρξεως ενός ομοίου με πατέρα Θεού στον οποίο θα μπορούσαν να προσεύχωνται. Ο «Κύριος» των, ο «Βούδδας,» όπως τον αποκαλούν με σεβασμό, ούτε τους εδίδαξε περί Θεού, ούτε αρνήθηκε την ύπαρξί του. Όταν ερωτώνται περί Θεού είναι σε θέσι ν’ απαντούν με κάθε ειλικρίνεια, «Μάι κόεϊ κιτ,» που σημαίνει «Ποτέ δεν το σκέφθηκα.» Η Ταϋλάνδη υπήρξε πραγματικά ένας ‘μακρυνός τόπος’ ως προς την αλήθεια της Αγίας Γραφής.
ΚΗΡΥΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΤΑΫΛΑΝΔΗ
Δεν συγκινηθήκατε σεις όταν διαβάσατε για την πίστι και την εγκαρτέρησι του αποστόλου Παύλου και των συντρόφων του που μετέφεραν την αλήθεια σε μακρυνά έθνη; Οι πρώτοι σύγχρονοι μάρτυρες του Ιεχωβά που εισήλθαν στη νοτιοανατολική Ασία είχαν ένα παρόμοιο έργο. Ήσαν πολύ λίγοι, αλλά διήνυσαν και καλλιέργησαν ένα πελώριο τμήμα της Ασιατικής ηπείρου στην προσπάθεια τους να διακηρύξουν τα αγαθά νέα. Πήγαν στην Ταϋλάνδη, στην Ινδοκίνα, στη Βιρμανία και από την Οδό της Βιρμανίας μετέβησαν στην Κίνα. Διέφεραν σε εθνικότητα, σε εμφάνισι και προσωπικότητα, αλλ’ ανεγνωρίζοντο εύκολα. Πώς; Όλοι κρατούσαν μεγάλες τσάντες. Τους ήσαν χρήσιμες. Αυτές οι τσάντες ήσαν γεμάτες βιβλία που περιείχαν το απελευθερωτικό άγγελμα του Ιεχωβά—σε πολλές γλώσσες. Ήσαν επίσης, επινοητικοί είτε για να προμηθευθούν τα αναγκαία, είτε για ν’ αποφύγουν τη χολέρα στη διάρκεια της επιδημίας, είτε για να τα καταφέρουν να κοιμηθούν τη νύχτα σε κάποιο κρεββάτι γεμάτο κοριούς. Εδάρησαν, ληστεύθηκαν, ακόμη δε και εγκατελείφθησαν επειδή θεωρήθηκαν νεκροί, αλλά συνέχισαν το έργο των. Αντιμετώπισαν επίσης πολλούς γλωσσικούς φραγμούς, λόγω των παράξενων γλωσσών. Αλλά υπέμειναν.
Ο πρώτος Μάρτυς του Ιεχωβά που ήλθε στην Ταϋλάνδη ήταν ο Κλαύδιος Γκούντμαν από την Αγγλία, ο οποίος πήγαινε στην Ινδία το 1931. Διέθεσε ακριβώς μια εβδομάδα πηγαίνοντας ατμοπλοϊκώς στην Μπανγκόκ, επισκεπτόμενος ανθρώπους στο εμπορικό τμήμα της πόλεως και αφήνοντας πολλά έντυπα στην Αγγλική γλώσσα. Μετά από πέντε χρόνια περίπου, ήλθε ο Φρανκ Ντιούαρ από τη Νέα Ζηλανδία και παρέμεινε εκεί ένα έτος, δίνοντας μαρτυρία στην Αγγλική γλώσσα, επίσης, και κατόπιν συναντήθηκε με τον Βίλλυ Ουγκλάουμπε από τη Γερμανία. Κατόπιν ήλθε ένας Αυστραλός, ο Τεντ Σιούελλ και άλλος ένας Γερμανός, ο Κουρτ Γκρούμπερ, ο οποίος κατέφυγε εκεί από το Πέναγκ για ν’ αποφύγη τη φυλάκισι όταν εξερράγη ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στο έτος 1939. Αλλ’ ακόμη δεν είχε γίνει πρόοδος μεταξύ του ιθαγενούς πληθυσμού της Ταϋλάνδης, ούτε υπήρχαν διαθέσιμα Γραφικά έντυπα στη γλώσσα Θάι.
Τότε συνέβη κάτι σημαντικό! Ο Κουρτ και ο Βίλλυ, που έκαναν έργο κηρύγματος στη βόρειο Ταϋλάνδη, εμφανίσθηκαν στο Τσιάνγκ Μάι με τις μεγάλες τσάντες των. Ένα βιβλίο, στην Αγγλική, έπεσε στα χέρια της Κομκάι, της νεαρής και ζηλώτριας διευθύντριας του Πρεσβυτεριανού παρθεναγωγείου εκείνης της πόλεως. Ήταν σαν ένα σπίρτο που έπεσε πάνω σ’ ένα ξερό καυσόξυλο. Η Κομκάι και 61 σύντροφοί της βγήκαν στην πόλι με τα ποδήλατα τους αναζητώντας αυτούς τους «δύο Μάρτυρας.» Τους βρήκαν σύντομα και κατόπιν πολλών ωρών συζητήσεως απηλλάγησαν από τις Βαβυλωνιακές δοξασίες, όπως είναι η δοξασία της Τριάδος και των πύρινων βασάνων. Μετά από λίγους μήνες, μια ομάς που περιελάμβανε την Κομκάι και τον πρώην διευθυντή του Πρεσβυτεριανού Σεμιναρίου, βαπτίσθηκαν κοντά σ’ ένα καταρράκτη. Η Κομκάι άρχισε να μεταφράζη τα Γραφικά έντυπα από την Αγγλική στη γλώσσα Θάι και μέχρι σήμερα συνεχίζει αυτό το έργο.
ΚΑΚΟΥΧΙΕΣ ΣΤΑ ΕΤΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Στο 1941, όλα εφαίνοντο κατάλληλα για ένα ευρύτερο έργο απελευθερώσεως, αλλά τότε ο κόσμος βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάστασι. Στις αρχές εκείνου του έτους, οι Ιάπωνες κατέλαβαν την Ταϋλάνδη. Πρώτοι φυλακίσθησαν οι Αυστραλιανοί Μάρτυρες για τέσσερα χρόνια επειδή η χώρα των ήταν σε πόλεμο με την Ιαπωνία. Αργότερα οι Γερμανοί συνελήφθησαν επειδή ήσαν Μάρτυρες του Ιεχωβά και επειδή εθεωρούντο ως εκτός νόμου από τις Δυνάμεις του Άξονος. Ο Βίλλυ Ουγκλάουμπε μόνο παρέμεινε ελεύθερος, «κάτω από την επιφάνεια» στην άνω χώρα (της βορείου Ταϋλάνδης) και έλαβε θαρραλέα υποστήριξι από νέους Μάρτυρες της περιοχής εκείνης. Μερικοί ιθαγενείς Ταϋλανδοί Μάρτυρες συνελήφθησαν επίσης, περιλαμβανομένης και της Κομκάι. Εν τούτοις, παρά την Ιαπωνική κατοχή, οι Ταϋλανδοί αξιωματούχοι έκαμαν με προθυμία ενέργειες για να αφήσουν ελευθέρους τον Γερμανό και τους Ταϋλανδούς Μάρτυρας.
Στο 1947, οι γραμμές επικοινωνίας άνοιξαν πάλι. Γραφικά έντυπα εισήχθησαν άφθονα στη χώρα και εμφανίσθηκε η πρώτη Σκοπιά στη γλώσσα Θάι—πολυγραφημένη και σε ποσότητα μόνο 200 αντιτύπων τον μήνα στην αρχή· αλλά πόσο πολύτιμη ήταν για κείνους που μπορούσαν να διαβάσουν μόνο τη γλώσσα Θάι! Τότε υπήρχαν εξήντα πέντε αφοσιωμένοι Μάρτυρες που διεκήρυτταν τα αγαθά νέα από θύρα σε θύρα στις πέντε εκκλησίες της χώρας. Εν τούτοις, σε μια χώρα με πληθυσμό δεκαπέντε εκατομμυρίων, αυτό αποτελούσε μόνο μια έναρξι. Το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής» εισήχθη τότε στη γλώσσα Θάι.
ΙΚΑΝΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ‘ΜΑΚΡΥΑ’
Οι πιστοί περιοδεύοντες σκαπανείς (ολοχρόνιοι εργάται) είχαν κάμει το έργο της σποράς σε όλο το μήκος και το πλάτος της χώρας. Αλλά τώρα εχρειάζετο ένα διαφορετικό είδος έργου. Ιεραπόστολοι από τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Εταιρίας Σκοπιά των Ηνωμένων Πολιτειών έφθασαν και έθεσαν το πρότυπο της διεξαγωγής Γραφικών μελετών στα σπίτια των ανθρώπων, και καθώς αυτοί οι εργάται που ήλθαν ‘από μακρυά’ έμαθαν οι ίδιοι την τοπική γλώσσα, το έργο των έγινε πιο αποδοτικό. Ιθαγενείς Ταϋλανδοί «ειδικοί σκαπανείς» πήγαιναν μαζί τους στην υπηρεσία, και στον κατάλληλο καιρό μια Σχολή Διακονίας της Βασιλείας, που λειτούργησε πρωτίστως για την εκπαίδευσι των τοπικών επισκόπων, εξυπηρέτησε έναν πολύ χρήσιμο σκοπό. Και άλλοι ιεραπόστολοι επίσης, ιθαγενείς Φιλιππινέζοι, ήλθαν κατ’ ευθείαν στην Ταϋλάνδη από τη δική τους χώρα και βοήθησαν για να προστεθή νέο πνεύμα στο έργο.
Ιδιαίτερα από το έτος 1967 και εμπρός, η διακήρυξις της Βιβλικής αληθείας έκανε σημαντικές προόδους στην Ταϋλάνδη. Οι Μάρτυρες που εκήρυτταν μ’ ένα σκοπό και ανέμεναν αποτελέσματα, δεν απογοητεύθηκαν. Πάνω από 40.000 βιβλία στη γλώσσα, Θάι «Έστω ο Θεός Αληθής» και Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο, διετέθησαν σε μεγάλη έκτασι σε όλη τη χώρα και τώρα οι ξένοι και οι ιθαγενείς ιεραπόστολοι άρχισαν να διδάσκουν, καθώς και να κηρύττουν, στη γλώσσα Θάι. Είναι επίσης αξιοσημείωτο το ότι μερικοί απ’ αυτούς που εκήρυτταν τη Γραφική αλήθεια είχαν Βουδδιστικό παρελθόν. Αυτοί ανταμείφθηκαν επειδή αναζητούσαν και ερευνούσαν να βρουν τον Θεό. (Πράξ. 17:27) Ήσαν εκεί, αραιά διασκορπισμένοι, αλλά πόσο πολύτιμοι ήσαν!
ΟΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΟΛΥΑΣΧΟΛΟΙ
Ένα άτομο από τα πρώτα άτομα που δέχθηκαν τη Γραφική αλήθεια ήταν ένα κορίτσι που έμενε κοντά στα σύνορα της Βιρμανίας. Είχε γεννηθή ως Βουδδίστρια, αλλά ζητούσε να γνωρίση τον Δημιουργό της. Όταν απέκτησε μια Αγία Γραφή κι ένα βιβλιάριο στη γλώσσα Θάι, ενθουσιάσθηκε από το άγγελμα που εδιάβασε και θέλησε να κηρύξη την αλήθεια που είχε μάθει. Με την οικογένεια της είχε ταυτισθή με την Πρεσβυτεριανή εκκλησία και εκεί είχε ζητήσει να εκπαιδευθή ως κήρυξ. Αλλά μόνο δικαιολογίες της έδιναν. Κατόπιν, μια μέρα ένας πρόθυμος «ειδικός σκαπανεύς» Μάρτυς εμφανίσθηκε στην πόρτα της. Αυτή είχε ήδη προειδοποιηθή ότι επρόκειτο για ‘ένα λύκο με ένδυμα προβάτου,’ αλλά επειδή αυτός της μίλησε για την Αγία Γραφή ήθελε ν’ ακούση και να λάβη απ’ αυτόν στη γλώσσα Θάι το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής.» Την επεσκέπτετο με υπομονή πολλές φορές και έκαμε ακριβώς εκείνο που αυτή επιθυμούσε—της δίδαξε την Αγία Γραφή και τον τρόπο για να γίνη κήρυξ των αγαθών νέων. Και αυτή επίσης έγινε μια «σκαπανεύς» Μάρτυς.
Στην Μπανγκόκ, ένας Ταϋλανδός «σκαπανεύς» εργάτης επεσκέφθη ένα νεαρό που ήταν μέλος μιας Κινεζικής οικογενείας που ήταν προσκολλημένη στην προγονολατρεία. Κι αυτός επίσης εκζητούσε την αλήθεια. Και πάλι, ο συνδυασμός μιας ειλικρινούς καρδιάς, του βιβλίου «Έστω ο Θεός Αληθής» και της υπομονητικής διδασκαλίας από τον Μάρτυρα έφερε αποτελέσματα. Παρά τη βίαιη εναντίωσι της μεγάλης εκείνης οικογενείας, κι αυτός επίσης δέχθηκε την κλήσι της απελευθερώσεως κι έγινε ένας «σκαπανεύς» Μάρτυς.
Στο Φιτσανουλόκ, στην κεντρική Ταϋλάνδη, ένας ειλικρινής άνθρωπος έγινε πρεσβύτερος και κήρυξ της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας. Επήλθε ένα ρήγμα και η εκκλησία του αποσχίσθηκε από το αρχικό σώμα, αλλ’ αυτός εξακολούθησε να διανύη περίπου δεκαπέντε μίλια (24 χιλιόμετρα) με ποδήλατο έως εκεί κάθε Κυριακή για να κηρύττη. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τον επλησίασαν και εμελέτησε την αλήθεια μ’ αυτούς. Σε λίγο επείσθη. Συνέχισε τα εβδομαδιαία του ταξίδια με ποδήλατο, αλλά τώρα για να κηρύττη τις αλήθειες της Αγίας Γραφής. Τα ψευδή θρησκευτικά σήματα αφαιρέθηκαν από το κτίριο της εκκλησίας και μετετράπη σ’ ένα πραγματικό κέντρο Γραφικών μελετών. Και διάφορα άλλα μέλη της εκκλησίας συμμελετούσαν μ’ αυτόν, και στον ωρισμένο καιρό και αυτοί επίσης βαπτίσθηκαν από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Μια Ταϋλανδή Μάρτυς που είχε μάθει το άγγελμα της Αγίας Γραφής στην Ολλανδία επέστρεψε με τον Ολλανδό σύζυγο της στη γενέτειρα χώρα της. Επεσκέφθη τους Βουδδιστάς συγγενείς της, που ήσαν πολύ διασκορπισμένοι σε μια περιφέρεια νοτίως του Φιτσανουλόκ. Τους προσεκάλεσε όλους σε μια οικογενειακή συγκέντρωσι, τους διετύπωσε τις Γραφικές αλήθειες και τους πήρε στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις του Φιτσανουλόκ. Πολλοί άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον, και έκαναν με τη σειρά το δύσκολο ταξίδι προς τις συναθροίσεις, διανύοντας τέσσερα μίλια (6 χιλιόμετρα) πεζή. Τους εστάλησαν ηχογραφημένες ομιλίες, περιλαμβανομένης και μιας ομιλίας του επισκόπου περιοχής με τίτλο «Τι Πιστεύουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.» Όταν «σκαπανείς» Μάρτυρες μπόρεσαν τελικά να τους επισκεφθούν, η χαρά που είχαν όταν έφθασαν εκεί εξουδετέρωσε την κόπωσί τους. Αυτοί οι ταπεινοί άνθρωποι έκαναν ήδη προσευχή σε κάθε γεύμα τους, και χρησιμοποιούσαν εκτενώς τις ηχογραφημένες ταινίες για να δίνουν μαρτυρία στην κοινότητα. Σε λίγο ο ‘άγαμος’ έως τότε πατέρας της οικογενείας πήρε μαζί του τα οκτώ παιδιά του και πήγε στον περιφερειακό διοικητή για την τέλεσι του νομίμου γάμου του με τη μητέρα τους. Και οι δύο εγκατέλειψαν αμέσως τη Βαβυλωνιακή θρησκεία και εσταμάτησαν το κάπνισμα.
Εν τω μεταξύ η Μάρτυς από την Ολλανδία είχε στείλει Γραφικά βοηθήματα σε άλλους συγγενείς της. Κι εκείνοι επίσης έδειξαν ενδιαφέρον και άλλαξαν σπίτι για να ενωθούν με την πρώτη ομάδα. Στην πραγματικότητα, η μετακόμισίς των δεν απετέλεσε πρόβλημα γι’ αυτούς. Τους ανέμενε μια ωραία νέα κατοικία ύστερα από λίγων ημερών εργασία με ινδοκάλαμο και φύλλα.
Σε απόστασι περίπου τριάντα μιλίων (48 χιλιομέτρων), ένας νεαρός Ισλαμικής καταγωγής είχε λάβει ένα αντίτυπο του βιβλίου Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο, στη γλώσσα Θάι. Το μελέτησε καλά στην απομονωμένη κατοικία του. Κατόπιν έκανε ένα ταξίδι στη Μπανγκόκ για να λάβη κι άλλα Γραφικά έντυπα, καθώς και για να συνταυτισθή και να εκπαιδευθή με τον λαό του Ιεχωβά. Όταν επέστρεψε στη σύζυγο του και στο αγρόκτημα του άρχισε να κηρύττη με μεγάλο ζήλο και θάρρος σε μια κατά το πλείστον Βουδδιστική κοινότητα. Επρόκειτο για μια άγρια περιφέρεια οπλοφόρων και καπνιστών μαριχουάνας που ήσαν εκτός νόμου. Ένας από τους εκεί «σκληρούς,» που του έκανε εντύπωσι η ήρεμη στάσις του νέου Μάρτυρος όταν τον επροκάλεσε ν’ αναμετρηθούν σε πάλη, έδειξε ενδιαφέρον. Και αυτός επίσης εγκατέλειψε το κάπνισμα και άρχισε να δίνη μαρτυρία για την αλήθεια στους άλλους. Ως αποτέλεσμα, έγινε στόχος των άλλοτε συντρόφων της συμμορίας του. Αυτοί, για να τον δοκιμάσουν, του έκλεψαν τα βουβάλια του και τελικά τον επυροβόλησαν και τον εσκότωσαν. Ο άλλος Μάρτυς, η σύζυγος του και άλλοι ενδιαφερόμενοι, για ν’ αποφύγουν μια πιθανή ‘βεντέττα’ εκ μέρους της συμμορίας μετώκησαν, για να συνδεθούν με τη γειτονική ομάδα άλλων Μαρτύρων του Ιεχωβά. Όλοι μαζί έκτισαν μια μικρή Αίθουσα Βασιλείας πάνω σ’ ένα λόφο και έστησαν τις κατοικίες των ολόγυρα της. Τώρα όλοι μπορούσαν να έχουν μαζί μια ειρηνική συναναστροφή και να στρέψουν την προσοχή τους στην απελευθέρωσι και άλλων ακόμη.
Στο πέρασμα των ετών αντιμετώπισαν προβλήματα για να πλησιάσουν αυτόν τον Βουδδιστικό πληθυσμό, αλλά η εγκαρτέρησις έχει την αμοιβή της. Από ένα σύνολο που υπερβαίνει τους 700 ζηλωτάς Μάρτυρας στην Ταϋλάνδη, 213 βαπτίσθηκαν τα περασμένα δύο χρόνια. Η στάσις του κοινού λαού αλλάζει και ο απαλός εκείνος τοίχος της ευγενικής διανοητικής αντιστάσεως αρχίζει να καταρρέη. Τα παγκόσμια γεγονότα, ακόμη και αυτά που συμβαίνουν μέσα στην ίδια την Ταϋλάνδη, κάνουν πολλούς να αμφιβάλλουν αν η φιλοσοφία των του Ταμ Ντε Ντάι Ντε (Κάμε Καλό—Λάβε Καλό) είναι αρκετά για το παρόν σύστημα πραγμάτων. Και η αλήθεια—η Γραφική αλήθεια—ενθαρρύνει πολλούς ν’ αναλάβουν μια πιο θετική ενέργεια δεχόμενοι τη βασιλεία του Ιεχωβά δια του Χριστού Ιησού, έτσι ώστε ‘να απελευθερωθούν’ πραγματικά με την προοπτική των αιωνίων ευλογιών σε μια παραδεισιακή γη.
[Χάρτης της Ταϋλάνδης στη σελίδα 69]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΤΣΙΑΝΓΚ ΜΑΪ
ΦΙΤΣΑΝΟΥΛΟΚ
ΜΠΑΝΓΚΟΚ