Έχω Δει Ζωές ν’ Αλλάζουν με Θαυμαστό Τρόπο
Όπως το αφηγείται ο Πέρσυ Ισλαούμπ
ΠΙΣΩ στο έτος 1949 ένας Ιαπωνέζος ονόματι Κιμιχίρο Νακάτα δολοφόνησε δυο ανθρώπους. Πληρώθηκε για να το κάνει αυτό. Εκείνα ήταν βίαια χρόνια. Εκατομμύρια ζωές είχαν αδικοχαθεί στα πεδία των μαχών, και για ένα διάστημα, η βία εκείνων των χρόνων είχε γεμίσει ακόμη και τα μεταπολεμικά χρόνια.
Η γυναίκα μου, Ίλμα, κι εγώ μόλις είχαμε έλθει στην Ιαπωνία σαν Ιεραπόστολοι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Κιμιχίρο ήταν τότε μόνο 18 χρόνων. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Αν ήταν λίγους μόνο μήνες νεώτερος, ίσως να μη του είχαν επιβάλει τη θανατική καταδίκη. Στάλθηκε στις φυλακές Φουκουόκα και τον έβαλαν στην πτέρυγα των μελλοθανάτων.
Στην Ιαπωνία δεν συνηθίζουν να λένε σ’ έναν κατάδικο πότε θα εκτελεσθεί. Ένα άτομο μπορεί να μείνει στην πτέρυγα των μελλοθανάτων για μια βδομάδα, ένα μήνα, ένα χρόνο, ή για πολλά χρόνια· ένας άνθρωπος έμεινε εκεί 30 ολόκληρα χρόνια. Στη φυλακή, ο Κιμιχίρο έγινε ένας ευέξαπτος και βίαιος άνθρωπος. Άρπαζε τα σίδερα του κελλιού και ξεφώνιζε: «Γιατί δεν με σκοτώνετε! Τελειώστε επί τέλους!» Αλλά τα χρόνια πέρασαν και δεν εκτελέσθηκε.
Με τον καιρό, ο Κιμιχίρο ενδιαφέρθηκε για τη θρησκεία. Πήρε μια Αγία Γραφή και άρχισε να τη διαβάζει μ’ ευχαρίστηση. Αλλά είχε ερωτήματα στα οποία δεν μπορούσε να πάρει απαντήσεις. Μια μέρα στα μέσα της δεκαετίας του 1950, έλαβε ένα αντίτυπο του περιοδικού Σκοπιά. Του το είχε στείλει ένας γνωστός που ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για το περιοδικό. Αυτό ακριβώς ήταν εκείνο που ζητούσε ο Κιμιχίρο. Έγραψε στην Εταιρία Σκοπιά για περισσότερες πληροφορίες, κι ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά στάλθηκε να τον επισκεφθεί. Ο Μάρτυρας έφθασε στη φυλακή κι εκεί στην πτέρυγα των μελλοθανάτων ο Κιμιχίρο άρχισε να μελετά τη Γραφή.
Εν τω μεταξύ, τον Σεπτέμβριο του 1957, ο ιεραποστολικός μας διορισμός άλλαξε και πήγαμε στην πόλη Φουκουόκα. Τον ίδιο καιρό, ο Μάρτυρας που μελετούσε με τον Κιμιχίρο μετακόμισε, και έτσι ανέλαβα εγώ τις εβδομαδιαίες μελέτες στην πτέρυγα των μελλοθανάτων. Ακριβώς πριν φθάσουμε στην Φουκουόκα, ο Κιμιχίρο είχε βαπτισθεί στο λουτρό της φυλακής.
Έτσι εδώ βρήκα ένα Χριστιανό αδελφό που η προσωπικότητά του είχε αλλάξει ριζικά. Ο Κιμιχίρο έγινε ακόμη πιο στενός μου φίλος και πιο αγαπητός καθώς οι εβδομαδιαίες επισκέψεις εξακολουθούσαν και οι μήνες περνούσαν. Καθώς γνωριστήκαμε καλά, μπορούσα να δω ομοιότητες στην προηγούμενη ζωή μας. Πραγματικά συχνά σκεπτόμουνα πως αν είχα συνεχίσει τον προηγούμενο τρόπο ζωής μου θα είχα καταλήξει και εγώ στη φυλακή.
ΜΙΑ ΑΛΗΤΙΚΗ ΖΩΗ
Σαν μαθητής που ανατράφηκα στην Ανατολική Κουήνσλαντ, στην Αυστραλία, άρχισα να καπνίζω και να πίνω. Αυτό μ’ έβαλε σε μπελάδες με την τοπική αστυνομία. Μεθυσοκαυγάδες συνέβαιναν κάθε βδομάδα στις ταβέρνες. Μια φορά έρριξα ένα μπουκάλι μπύρα στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που με πρόσβαλε. Επειδή οδηγούσα μεθυσμένος το αποτέλεσμα ήταν να καταστρέψω δύο αυτοκίνητα και μόλις να γλυτώσω από σοβαρό τραυματισμό όταν έκανα αγώνες με μοτοποδήλατα.
Το κάπνισμα και τα ποτά με οδήγησαν στο χαρτοπαίγνιο. Όταν η αστυνομία εισέβαλλε στη φωλιά που χαρτοπαίζαμε, τότε εμείς βρίσκαμε άλλο μέρος για να χαρτοπαίξουμε. Μια φορά, για να κερδίσω ένα στοίχημα, πήγα σε μια γεμάτη αίθουσα χορού τα μεσάνυχτα με τις πυτζάμες μου, μ’ ένα παγωτό στο ένα χέρι και με μια δέσμη από λουκάνικα γύρω από τον λαιμό μου. Κέρδισα το στοίχημα αλλά έχασα με την αστυνομία που με κατηγόρησε για απρεπή συμπεριφορά.
Ακόμη μπλέχτηκα και σε κλοπές και άρχισα τη δράση μου ληστεύοντας ένα ιδιωτικό σπίτι. Κατόπιν διέρρηξα έναν κινηματογράφο και πήρα χρήματα και τσιγάρα. Η δράση μου στις κλοπές μεγάλωσε όταν ένας σύντροφός μου και εγώ κλέψαμε μια μηχανή αυτοκινήτου και την τοποθετήσαμε σ’ ένα άλλο σασί. Το πουλήσαμε για κέρδος.
Το ράγκμπυ ήταν το αγαπημένο μου σπορ. Έπαιζα μέσος και παίζαμε για να κερδίσουμε· ‘Να καταφέρουμε τους άλλους’ ήταν το ρητό μας. Μια μέρα καθώς έρριχνα τη μπάλα οι αντίπαλοι με ‘κατάφεραν’ και κατέληξα με δυο σπασμένα πλευρά και ένα τραυματισμένο διάφραγμα.
ΚΑΠΟΙΑ ΑΙΣΘΗΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ
Συγχρόνως όμως φρόντιζα και για την οικογένειά μου. Όταν ο πατέρας μου και η μητέρα μου αρρώσταιναν και δεν μπορούσαν να εργαστούν, τότε άφηνα το σχολείο και έπιανα δουλειά σαν μηχανικός αυτοκινήτων για να βοηθήσω την οικογένειά μου. Ήμουν τότε μόνον 14 ετών. Ύστερα από δέκα χρόνια το 1940, ήμουν προϊστάμενος σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων, επιβλέποντας 17 μηχανικούς.
Μια κύρια ψυχαγωγία εκείνες τις ημέρες ήταν οι χοροί τα Σαββατόβραδα. Έπαιζα σε μια ορχήστρα μουσικής. Συχνά άφηνα την εργασία μου γύρω στο μεσημέρι το Σάββατο, ταξίδευα σε μια μακρυνή πόλη και έπαιζα ως αργά, και γύριζα στο σπίτι καθώς ανάτελλε ο ήλιος. Οι χοροί τα Σαββατόβραδα και το να βγαίνω έξω με κορίτσια ήταν το κυριώτερο μέρος της ζωής μου.
ΜΙΑ ΕΞΟΧΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
Όταν ήμουν 23 ετών συνάντησα την Ίλμα σ’ ένα χορό. Αρχίσαμε να βλεπόμαστε τακτικά, πρώτα στους χορούς. Αλλά κατόπιν αυτή ερχόταν σπίτι μου, και η μητέρα μου και αυτή έγιναν καλές φίλες. Γρήγορα της δήλωσα καθαρά ότι είχα σκοπό να την παντρευτώ. Τι αλλαγή είχε στη ζωή μου αυτή η σχέση!
Θα πρέπει να αναφέρω ότι πριν από μερικά χρόνια η μητέρα μου είχε γίνει μια Μάρτυς του Ιεχωβά. Ω, πόσο το μισούσα αυτό! Ντρεπόμουν που στεκόταν στους δρόμους και πρόσφερε στους περαστικούς Γραφικά έντυπα. Της έλεγα να τα εγκαταλείψει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Και της έκανα γνωστό ότι δεν ήθελα να μιλήσει στην Ίλμα γι’ αυτή την «τρελλοθρησκεία.»
Εν πάση περιπτώσει κάποιο βράδυ μετά το χορό η Ίλμα και εγώ συζητούσαμε για τον πόλεμο—ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μόλις είχε αρχίσει τον Σεπτέμβριο του 1939. Η συζήτησή μας έθιξε και τις παγκόσμιες συνθήκες, και η Ίλμα είπε: «Δεν θα ήθελες να δεις να εγκαθιδρύεται μια δίκαιη και σωστή κυβέρνηση που θα έφερνε ειρηνικές συνθήκες σε όλο το ανθρώπινο γένος;»
«Βεβαίως και θα ήθελα,» απάντησα, «αλλά ποιος όμως θα το πετύχει αυτό; Ο άνθρωπος προσπάθησε για πολλά χρόνια και πού βρισκόμαστε τώρα; Αρχίζουμε ένα παγκόσμιο πόλεμο!»
«Μα, ο Παντοδύναμος Θεός μπορεί να το κάνει αυτό, και θα το κάνει,» απάντησε η Ίλμα.
«Γιατί τότε, αυτός ο Παντοδύναμος δεν έκανε τίποτε ως τώρα; Δες τον πόλεμο και τα παθήματα παντού. Μπορείς να μου απαντήσεις σ’ αυτό, αγαπητή μου;»
Η Ίλμα πραγματικά απάντησε στην ερώτησή μου, αλλά όχι με τον τρόπο που περίμενα. Έβγαλε ένα μικρό βιβλίο, Κυβέρνησις και Ειρήνη και άρχισε να μου το διαβάζει: «Δεν μπορεί να υπάρξει διαρκής ειρήνη χωρίς μια δίκαιη και σωστή κυβέρνηση. Δεν μπορεί να υπάρξει δίκαιη και σωστή κυβέρνηση χωρίς ειρήνη.»
Συμφώνησα μ’ αυτό. «Αλλά πώς μπορεί να γίνει ένα τέτοιο πράγμα;» Ήθελα να μάθω. «Δείξε μου αυτό το βιβλιάριο.»
Μου το έδωσε. Γυρίζοντας το εξώφυλλο, είδα «ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΛΛΑΔΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΚΟΠΙΑ . . . Πρώτη Έκδοσις 10.000.000 αντίτυπα.» Έγινα έξω φρενών! «Και που το βρήκες αυτό;» ρώτησα.
«Μα, από τη μητέρα σου,» είπε, «και το διαβάζω και το πιστεύω.»
Αυτό με εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο· να μάθω ότι η Μητέρα μιλούσε για θρησκεία στην Ίλμα. Και αυτό συνέβη πριν μερικές βδομάδες όταν η Ίλμα είχε ρωτήσει τη Μητέρα κάποιο ερώτημα που την απασχολούσε. «Η εκκλησία μου διδάσκει ότι οι κακοί πηγαίνουν στην κόλαση και οι καλοί στον ουρανό,» άρχισε η Ίλμα. «Εγώ δεν νομίζω ότι είμαι αρκετά καλή για να πάω στον ουρανό, αλλά δεν είμαι και τόσο κακή για να πάω στην κόλαση. Έτσι πού θα με βάλουν;»
Ευτυχώς η μητέρα χρησιμοποίησε την ευκαιρία για να πει στην Ίλμα τον αρχικό σκοπό του Θεού να κάνει τη γη έναν παράδεισο, και πώς αυτός ο σκοπός του Θεού θα εκπληρωθεί κάτω από την κυβέρνηση της βασιλείας του. Της έδειξε εδάφια όπως Ψαλμός 37:11 και 29, που λένε: «Οι πραείς όμως θέλουσι κληρονομήσει την γην· και θέλουσι κατατρυφά εν πολλή ειρήνη. Οι δίκαιοι θέλουσι κληρονομήσει την γην, και επ’ αυτής θέλουσι κατοικεί εις τον αιώνα.» Και της εξήγησε ότι ο Ιησούς είχε επίσης υποσχεθεί στον κακοποιό που είχε πεθάνει δίπλα του ότι θα τον ξανάφερνε στη ζωή σ’ εκείνο τον επίγειο παράδεισο.—Λουκ. 23:43.
Έτσι όταν η Ίλμα ερχόταν σπίτι μας να μας επισκεφθεί τα Σαββατοκύριακα, η μητέρα μου με λεπτότητα μου ζητούσε να πάω στην αγορά και να πάρω μερικά πράγματα για το βραδυνό φαγητό. Όταν εγώ έλειπα, αυτή εξέταζε Βιβλικές διδασκαλίες με την Ίλμα.
Είπα στην Ίλμα ότι η μητέρα μου δεν θα έπρεπε να της μιλάει για τη θρησκεία της γιατί ήταν κάτι για το οποίο εγώ διαφωνούσα. Αλλά τότε η Ίλμα ρώτησε, «Δεν πιστεύεις στην ελευθερία;»
«Βεβαίως και πιστεύω!»
«Τότε δεν είσαι υποκριτής;» μου απάντησε.
Με είχαν αποκαλέσει χειρότερα πράγματα, αλλά αυτό ήταν διαφορετικό γιατί ερχόταν από την Ίλμα. «Είπες ότι θα ήταν ένα θαυμάσιο πράγμα αν υπήρχε μια ειρηνική κυβέρνηση,» συνέχισε. «Αλλά όταν έμαθες ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι εκείνοι που μιλούν για το πώς ο Θεός θα φέρει αυτά τα πράγματα τώρα δεν ενδιαφέρεσαι.»
Αυτό με έκανε να σκεφθώ και μουρμουρίζοντας, την άφησα και έφυγα. Πέρασε μια βδομάδα και τηλεφώνησα στην Ίλμα να δω αν θα μπορούσα να τη δω και πάλι. «Ναι, αν όμως είσαι λογικός και συζητήσουμε τα πράγματα για τα οποία μιλούσαμε το άλλο βράδυ,» μου είπε.
Έτσι την επισκέφθηκα και τη ρώτησα τι ακριβώς την έκαμε να πιστεύει στη «θρησκεία του Ρόδερφορδ,» όπως την αποκαλούσα. (Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ ήταν τότε ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά.) «Αυτή ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τόσο θαυμάσια πράγματα,» είπε. «Αυτό έχει νόημα για μένα. Όταν η μητέρα σου μου απάντησε στα ερωτήματά μου πήγα να χορέψω από τη χαρά μου. Γνώρισα ότι αυτή ήταν η αλήθεια από τη στιγμή που την άκουσα.»
Πρέπει να παραδεχθώ ότι δεν είχα διάθεση για χορό. Αλλά άκουσα μερικά εδάφια και συμφώνησα να εξετάσω περισσότερο. Έτσι, στις 8 Δεκεμβρίου 1939 παντρευτήκαμε.
ΠΩΣ ΑΛΛΑΞΕ ΘΕΑΜΑΤΙΚΑ Η ΖΩΗ ΜΟΥ
«Εν τάξει, θα φωνάξουμε κάποιον να μελετήσει μαζί μας τη Γραφή,» είπα στην Ίλμα. «Αλλά δεν θέλω τη μητέρα μου ή τις εβδομηντάρες φίλες της.» Πραγματικά νόμιζα ότι αυτή ήταν μια θρησκεία για γριές γυναίκες. Έτσι ήλθε ένα ζευγάρι ολοχρονίων διακόνων των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Στην αρχή λογομαχούσα μαζί τους αρκετά. Δεν μπορούσα να καταλάβω επί παραδείγματι, πώς ο πρώτος άνδρας Αδάμ θα μπορούσε να είχε αμαρτήσει αν ήταν τέλειος. Μου φαινόταν ότι ο Θεός δεν μπορούσε να είχε κάνει πολύ καλή εργασία δημιουργώντας τον εφόσον έγινε κακός. Αλλά, με τον καιρό, το κατάλαβα ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο ηθικό παράγοντα—όχι ρομπότ. Έτσι είχε την ικανότητα να εκλέγει να κάνει το σωστό ή το άδικο.
Καθώς οι μελέτες μας προχωρούσαν στον Φεβρουάριο και στον Μάρτιο, ενδιαφερόμουν περισσότερο. Μια μέρα είπα στην Ίλμα: «Ας πάμε στη συνέλευση στο Μπρίσμπέιν.» Ήταν τον Απρίλιο, ακριβώς τέσσερις μήνες μετά το γάμο μας. Έτσι πήγαμε. Τι εντύπωση μου έκανε! Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι υπήρχαν τόσο πολλοί νέοι άνθρωποι της ηλικίας μας που συναντήσαμε εκεί· αυτή ασφαλώς δεν ήταν μια θρησκεία μόνο για γέρους ανθρώπους.
Όταν γυρίσαμε σπίτι πήρα τις μελέτες μου ακόμη πιο σοβαρά και έγινα ζηλωτής στο κήρυγμα στους άλλους ανθρώπους. Σε μια γειτονική πόλη, ο Νόρμαν Μπελλόττι, ένας νεαρός που ανήκε σε μια αντίπαλη συμμορία, έγινε κι αυτός Μάρτυρας. Έτσι σαν σύντροφοι τώρα μάλλον παρά σαν ανταγωνιστές, αρχίσαμε να δίνουμε μαρτυρία. Στις μικρές μας πόλεις πολλοί μάς ήξεραν και δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν τα μάτια τους. Κάπνισμα, μεθύσια, καυγάδες, κλοπές, απρόσεκτο οδήγημα, χαρτοπαίγνιο, ανηθικότητες—όλ’ αυτά ήταν πράγματα του παρελθόντος. Γιατί;
Τα μάτια της κατανοήσεώς μου είχαν ανοιχθεί. Πραγματικά πίστευα με όλη μου την καρδιά ότι ο Ιεχωβά θα εγκαθίδρυε μια δίκαιη διακυβέρνηση, τη βασιλεία του για την οποία προσευχόμαστε. (Ματθ. 6:9, 10· Δαν. 2:44) Αυτή η γνώση και η εκτίμηση γι’ αυτή τη γνώση ήταν εκείνα που μ’ ώθησαν να κάνω αυτές τις θεαματικές αλλαγές στη ζωή μου. Ίσως αυτό να με έσωσε από μπελάδες σαν κι αυτούς, στους οποίους είχε μπλεχτεί ο Κιμιχίρο Νακάτα.
ΑΡΧΙΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ
Τον Ιούλιο του 1940, η Ίλμα και εγώ αποφασίσαμε να πάμε στη συνέλευση στο Σύδνεϋ και μετά ν’ αρχίσουμε ολοχρόνιο έργο κηρύγματος, ή έργο σκαπανέως όπως το έλεγαν. Εγκατάλειψα την εργασία μου σαν προϊστάμενος στο συνεργείο αυτοκινήτων, και πουλήσαμε όλα τα νεοαγορασμένα έπιπλά μας. Πήρα τηλέφωνο τον Νόρμαν και του είπα τα σχέδιά μας. «Περιμένετε και μένα! Περιμένετε και μένα! Θα έλθω κι εγώ επίσης!» είπε. Έτσι ο Νόρμαν και η αδελφή του Βεατρίκη ενώθηκαν μαζί μας.
Στη διάρκεια μιας συνελεύσεως που ενίσχυσε την πίστη μας συμβολίσαμε και οι τέσσερίς μας στις 24 Ιουλίου του 1940, την αφιέρωσή μας στον Θεό με το βάπτισμα στο νερό. Κατόπιν πήγαμε στο γραφείο της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά στο Σύδνεϋ και ζητήσαμε να μας δώσουν διορισμούς σκαπανέως. Μας έστειλαν στην πόλη Τάουνσβιλλ, στη Βόρειο Κουήνσλάντ.
Η νέα ζωή που αρχίσαμε δεν ήταν εύκολη. Αλλά ήμασταν ευτυχισμένοι γιατί είχαμε την πεποίθηση ότι κάναμε αυτό που ευαρεστεί τον Ιεχωβά.
Η εποχή των βροχών διαρκεί από τον Νοέμβρη ως τον Γενάρη στη Βόρειο Κουήνσλαντ. Κατά καιρούς έβρεχε (κατά τις μετεωρολογικές μετρήσεις) 39 εκατοστά (15 ίντσες) και περισσότερο, καθημερινά, και προκαλούσε πλημμύρες. Κάποτε απομονωθήκαμε για αρκετές μέρες μεταξύ δυο ξεχειλισμένων ποταμιών. Όταν τα φαγητά μας τελείωσαν τρώγαμε άγριες ντομάτες.
Καθώς ο παγκόσμιος πόλεμος προχωρούσε, η προκατάληψη ενάντια στους Μάρτυρες του Ιεχωβά μεγάλωνε. Τον Ιανουάριο του 1941 η κυβέρνηση έθεσε εκτός νόμου τη δράση μας στην Αυστραλία. Αλλά εμείς συνεχίσαμε το έργο του κηρύγματος. Ο Νόρμαν και εγώ ξεκινούσαμε τις Δευτέρες τα πρωινά για να εργαστούμε στις γύρω αγροτικές περιοχές. Φορτώναμε δύο κιβώτια βιβλία σ’ ένα ποδήλατο, και στο άλλο ποδήλατο κουβέρτες, ένα τηγάνι και ένα παγούρι για τσάι. Εν τω μεταξύ η Ίλμα και η Βεατρίκη έκαναν τη μαρτυρία τους στην πόλη ώσπου να γυρίσουμε την Παρασκευή το βράδυ.
Μερικές φορές τα τρόφιμά μας ήταν λιγοστά, και ο Νόρμαν και εγώ δεν είχαμε τίποτα να φάμε για μια ή δυο μέρες. Τότε ανταλλάσσαμε βιβλία με τρόφιμα. Ή, σε μερικές περιπτώσεις, κόβαμε ξύλα και τα δίναμε για να πάρουμε λίγο φαγητό. Τα βράδια μάς έβρισκαν να κοιμόμαστε κάτω από παλιές γέφυρες, ή πιο συχνά κάτω από κάποιο δέντρο. Για να κρατούμε τα πλήθη των κουνουπιών μακρυά, καίγαμε κοπριά από αγελάδια, ένα σωρό στο κάτω μέρος της κουβέρτας και άλλο ένα σωρό κοντά στο κεφάλι μας.
ΑΥΞΗΜΕΝΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Ύστερ’ από λίγους μήνες στο έργο σκαπανέως γυρίσαμε σπίτι μια μέρα και βρήκαμε ένα γράμμα από την Εταιρία Σκοπιά. Ήταν μια πρόσκληση να υπηρετήσουμε στο Μπέθελ, στα κεντρικά γραφεία του τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Σύδνεϋ. Ευτυχώς δεχτήκαμε. Αλλά μόλις αρχίσαμε να δουλεύουμε στο Μπέθελ η κυβέρνηση διέταξε όλα τα μέλη της οικογένειας του Μπέθελ να βγουν έξω από το κτίριο και κατάλαβε την περιουσία της Εταιρίας.
Η Ίλμα και εγώ διοριστήκαμε να εργαστούμε στη Μελβούρνη. Κατά τη διάρκεια της απαγορεύσεως κηρύτταμε μόνο με τις Γραφές μας, εργαζόμενοι μόνοι όσο κρυφά μπορούσαμε. Τα πράγματα ήταν καμιά φορά γεμάτα μοναξιά, αλλά υπήρχαν ευλογίες. Η Ίλμα το λέει ως εξής: «Μια μέρα ήμουν στο έργο και κήρυττα σε μια μεσόκοπη γυναίκα για τον παράδεισο στη γη. Αυτή αναγνώρισε τις Βιβλικές αλήθειες αμέσως. Μελέτησε και προχώρησε αμέσως μολονότι είμαστε κάτω από απαγόρευση τον καιρό εκείνο.» Η απαγόρευση έπαψε τον Ιούνιο του 1943.
Το έτος 1947 μάς βρήκε στο έργο περιοχής στη Νιου Σάουθ Γουέιλς, όπου υπηρετούσα τότε ως περιοδεύων εκπρόσωπος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Τώρα ένα νέο προνόμιο ανοιγόταν μπροστά μας—μια πρόσκληση να παρακολουθήσουμε τη Σχολή Γαλαάδ της Εταιρίας Σκοπιά, μια ιεραποστολική εκπαιδευτική σχολή στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Τι θα έπρεπε να κάνουμε;
Επειδή είχα αφήσει το σχολείο στα 14 μου χρόνια, ήμουνα διστακτικός, κι αισθανόμουν ακατάλληλος να παρακολουθήσω μια τέτοια σχολή. Αλλά βλέποντας την πρόσκληση σαν θέλημα του Θεού, η ανταπόκρισή μας ήταν όπως και του προφήτη Ησαΐα: «Ιδού εγώ απόστειλόν με.» (Ησ. 6:8) Έτσι τον Ιανουάριο του 1948, μαζί με 17 άλλους από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία—περιλαμβανομένου και του πρώην συντρόφου μου στο έργο σκαπανέως Νόρμαν Μπελλόττι—ξεκινήσαμε με πλοίο για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ύστερ’ από πέντε μήνες εντατικής Γραφικής εκπαιδεύσεως μάς έδωσαν τους διορισμούς μας ιεραποστόλου. Και οι δικοί μας ήταν στην Ιαπωνία.
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ
Ο πρώτος μας διορισμός ήταν στην πόλη Κόμπε. Ο ιεραποστολικός μας οίκος βρισκόταν σ’ ένα ψηλό λόφο που είχε μια θαυμάσια θέα προς την εσωτερική όμορφη θάλασσα, γεμάτη από πλοία όλων των σχημάτων και των μεγεθών που πηγαινοέρχονταν και όργωναν τη θάλασσα. Ένας φάρος που αναβόσβηνε πιστά μέρα και νύχτα οδηγούσε τους ναυτικούς να περνάνε τους ύφαλους στη θάλασσα.
Ένας ευγενικός γιατρός που ζούσε δίπλα σ’ εμάς υποκινήθηκε να πει: «Αυτός ο ιεραποστολικός οίκος θα γίνει πηγή πνευματικού φωτός στους ανθρώπους της περιοχής.» Πόσο αληθινά βγήκαν τα λόγια του! Τότε δεν υπήρχαν τοπικοί Μάρτυρες στην Πόλη Κόμπε, αλλά τώρα υπάρχουν 20 εκκλησίες εκεί με 1.400 σχεδόν διαγγελείς της Βασιλείας. Οι δύο κόρες του γιατρού βαπτίστηκαν περίπου 20 χρόνια αργότερα, στην περιοχή του Τόκιο.
Ο οίκος μας δεν είχε πολλά έπιπλα και χρειαζόταν ένα καλό καθάρισμα. Το γρασίδι του κήπου είχε ψηλώσει, και έτσι το κόψαμε και το απλώσαμε πάνω στο πάτωμα και κοιμόμαστε εκεί με τα ρούχα μας πάνω στο χορτάρι για τρεις βδομάδες ωσότου έφθασαν τα πράγματά μας.
Η εκμάθηση της γλώσσας ήταν αρκετά δύσκολο πράγμα για μας στην αρχή, ιδιαίτερα για μένα. Συνήθιζα να λέω στους αδελφούς πράγματα σαν κι αυτά, «τρώγω» (ταμπερού) τα πρόβατα αντί να λέγω τα «τρέφω» (ταμπεσασερού), ή υποστηρίξτε τις «χαζομάρες» (ουντόν) της Σκοπιάς αντί να λέγω υποστηρίξτε την «εκστρατεία» (ούντο) της Σκοπιάς. Εν τούτοις, οι αδελφοί στοργικά με βοήθαγαν να ξεπεράσω αυτά τα δύσκολα σημεία, και συνεχίσαμε.
ΑΛΛΑΓΜΕΝΕΣ ΖΩΕΣ—ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΠΡΑΓΜΑ
Η Ίλμα και εγώ είμαστε στην Ιαπωνία για πάνω από 31 χρόνια τώρα. Έχει γίνει το σπίτι μας. Όταν φθάσαμε υπήρχαν μόνο τρεις ντόπιοι Μάρτυρες σ’ όλη τη χώρα. Τώρα υπάρχουν πάνω από 85.400 αδελφοί μας και αδελφές μας που εξαγγέλλουν το ευαγγέλιο της Βασιλείας. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων έχω δει πολλές, πολλές ζωές ν’ αλλάζουν θαυμαστά—άτομα που ήταν ένοχα ύποπτων εργασιών σε επιχειρήσεις και άτομα που ζούσαν πολύ ακάθαρτες ζωές. Αλλά τότε οι καρδιές τους αγγίχθηκαν από τις αλήθειες του Λόγου του Θεού, και τι ωραίο πράγμα ήταν να βλέπει κανείς την αλλαγή!
Αλλά για μένα η πιο θεαματική αλλαγή σ’ οποιαδήποτε ζωή ήταν η αλλαγή του Κιμιχίρο Νακάτα, του ευέξαπτου, βίαιου μελλοθάνατου φυλακισμένου που είχε δολοφονήσει δύο άνδρες. Τι πράος, νεαρός είχε γίνει! Ήταν ένας από τους πιο ζηλωτές διαγγελείς της Βασιλείας που έχω γνωρίσει. «Όταν βλέπω τον γαλάζιο ουρανό μέσα από το παράθυρο του κελλιού μου,» έλεγε στους επισκέπτες, «πόσο θα επιθυμούσα να ήμουν έξω και να βοηθάω στο κήρυγμα!»
Ακόμη και μέσα απ’ τα κελλιά των μελλοθανάτων ο Κιμιχίρο βοήθησε πολλούς. Έγραψε στην οικογένεια των ανθρώπων που είχε σκοτώσει, και τους έδωσε μαρτυρία, και αυτοί εκδήλωσαν ενδιαφέρον. Επίσης έδωσε εκτεταμένη μαρτυρία στη δική του οικογένεια. Μελέτησε το σύστημα Μπράιγ για τους τυφλούς, και έγραψε το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής», το βιβλιάριο «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας» και άρθρα της Σκοπιάς και του Ξύπνα! στο σύστημα Μπράιγ. Αυτές οι δημοσιεύσεις διανεμήθηκαν σε διάφορα μέρη της Ιαπωνίας, περιλαμβανομένων και σχολείων για τους τυφλούς.
ΑΠΟΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ
Στις 10 Ιουνίου 1959 ένα αστυνομικό αυτοκίνητο έφτασε στον ιεραποστολικό μας οίκο. Ο Κιμιχίρο είχε ζητήσει την παρουσία μου κατά την εκτέλεσή του εκείνο το πρωί. Τα τελευταία του λόγια σ’ εμένα δεν πρόκειται να τα ξεχάσω «Σήμερα αισθάνομαι ισχυρή εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά, και στην απολυτρωτική θυσία και στην ελπίδα της αναστάσεως. Για λίγο θα κοιμηθώ, κι αν είναι το θέλημα του Θεού, θα σας συναντήσω όλους στον παράδεισο.» Ο Κιμιχίρο πέθανε για να ικανοποιήσει τη δικαιοσύνη, δίνοντας ‘ζωήν αντί ζωής.’ Αλλά πέθανε όχι σαν ένας απελπισμένος, πωρωμένος, κακοποιός αλλά σαν ένας αφιερωμένος, βαπτισμένος πιστός δούλος του Ιεχωβά.
Ναι, έχω δει ζωές ν’ αλλάζουν θαυμαστά—τη ζωή του Κιμιχίρο, και τη δική μου ζωή. Παρά την εξασθενημένη υγεία της, η Ίλμα είναι ακόμη η πιστή σύντροφός μου στην ολοχρόνια υπηρεσία, ένα προνόμιο που έχουμε απολαύσει πάνω από 40 χρόνια. Και των δυο μας η ευγνωμοσύνη πηγαίνει στον Ιεχωβά, τον Θεό που μπορεί ν’ αλλάξει τις ζωές.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 6]
Ίσως αυτό να με έσωσε από μπελάδες σαν κι αυτούς στους οποίους μπλέχτηκε ο Κιμιχίρο Νακάτα
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 7]
Τα βράδυα μας έβρισαν να κοιμόμαστε κάτω από παλιές γέφυρες, ή πιο συχνά κάτω από κάποιο δέντρο
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 8]
Ο Κιμιχίρο είχε ζητήσει την παρουσία μου κατά την εκτέλεσή του εκείνο το πρωί