Γιατί Υπάρχουν Τόσο Πολλές θρησκείες που Όλες Ισχυρίζονται ότι Είναι Χριστιανικές;
ΤΟ ένα τέταρτο περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού λένε ότι είναι Χριστιανοί. Όλοι τους ομολογούν ότι ακολουθούν τον Ιησού Χριστό, αλλά είναι διασπασμένοι. Περίπου 580.000.000 λένε ότι είναι Ρωμαιο-Καθολικοί. Αλλά τώρα όμως έχουν διαιρεθεί σε Καθολικούς φιλελεύθερους και σε υποστηρικτές των Λατινικών παραδόσεων. Τα μέλη της Ανατολικής Ορθόδοξης θρησκείας, που υπολογίζονται σε 74.000.000, διαιρούνται σε πολλές εθνικές εκκλησίες, με διαφορετικές λειτουργικές τελετουργίες. Όσο για τους Προτεστάντες που υπερβαίνουν τα 343.000.000, είναι χωρισμένοι σε πολυάριθμες Επισκοπελιανές, Λουθηρανικές, Καλβινιστικές (Πρεσβυτεριανές, Μεταρρυθμιστικές), Βαπτιστικές, Μεθοδιστικές και άλλες εκκλησίες.
Όλες αυτές οι εκκλησίες πιστεύουν ότι είναι «καθιερωμένες», «ορθόδοξες», «σεβαστές» θρησκείες. Σ’ αυτές πρέπει να προστεθούν και οι εκατοντάδες λεγόμενες αιρέσεις, τις οποίες οι κύριες Καθολικές, Ορθόδοξες και Προτεσταντικές θρησκείες περιφρονούν.
«Ορθόδοξες» ή «Αιρετικές»;
Στην πραγματικότητα, όταν εξεταστούν στο φως της απροκατάληπτης ιστορίας, καμιά από τις παραδοσιακές «Χριστιανικές» εκκλησίες δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι η αρχική Χριστιανική θρησκεία. Όλες τους άρχισαν σαν παρακλάδια—αιρέσεις—ναι, ακόμη κι αυτή που ισχυρίζεται ότι είναι η πιο παλιά απ’ όλες, δηλαδή η Ρωμαιο-Καθολική Εκκλησία!
Από ιστορική άποψη, αρκετές πόλεις θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι αυτές, και όχι η Ρώμη, ήταν τα πρώτα κέντρα της Χριστιανοσύνης. Όταν ιδρύθηκε η Χριστιανοσύνη την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ., δεν υπήρχε ούτε ένας ακόλουθος του Χριστού στη Ρώμη. Η πρώτη έδρα της Χριστιανικής εκκλησίας χωρίς αμφιβολία ήταν στην Ιερουσαλήμ. Είναι αλήθεια πως στην Ιερουσαλήμ, στη διάρκεια της Πεντηκοστής, ήταν παρόντες Ιουδαίοι και προσήλυτοι από τη Ρώμη, και μερικοί απ’ αυτούς αναμφίβολα έγιναν Χριστιανοί και επέστρεψαν στη Ρώμη για να ιδρύσουν εκεί Χριστιανική εκκλησία. Αλλά αυτό αληθεύει και για πολλά άλλα μέρη που αναφέρονται στη Βίβλο. Στην πραγματικότητα, οι ταξιδιώτες που είχαν έρθει από τη Ρώμη μνημονεύονται αρκετά κάτω στον κατάλογο, στην τρίτη σειρά από το τέλος, ακριβώς πριν από τους Κρήτες και τους Άραβες.—Πράξεις 2:5-11.
Εκείνες τις πρώτες μέρες, δεν ήταν η Ρώμη η κεντρική έδρα για τη διοργάνωση των Χριστιανικών δραστηριοτήτων. Στην Αντιόχεια της Συρίας και όχι στη Ρώμη οι μαθητές του Ιησού πρωτονομάστηκαν Χριστιανοί. (Πράξεις 11:26) Και ο απόστολος Παύλος από την Αντιόχεια και όχι από τη Ρώμη ξεκίνησε για τα τρία ιεραποστολικά του ταξίδια. (Πράξεις 13:1-4· 14:26· 15:35, 36· 18:22, 23) Είναι αλήθεια, βέβαια, πως πιθανότατα ο Παύλος να εκτελέστηκε στη Ρώμη. Αλλά δεν ήταν ένας από τους 12 αποστόλους του Ιησού, γιατί ο Ιούδας ο Ισκαριώτης αντικαταστάθηκε από τον Ματθία. (Πράξεις 1:23-26) Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμιά απολύτως Βιβλική απόδειξη ότι κάποιος από τους 12 αποστόλους πήγε στη Ρώμη ή πέθανε εκεί. Ο τελευταίος από τους αποστόλους που πέθανε ήταν ο Ιωάννης, πιθανόν κοντά ή μέσα στην Έφεσο. Ο θάνατός του άφησε την πόρτα ανοιχτή για την εξέλιξη της αποστασίας.—1 Ιωάννου 2:18, 19· 2 Θεσσαλονικείς 2:3, 4.
Καθώς ο καιρός περνούσε, κι άλλες πόλεις απέκτησαν σπουδαιότητα σαν κέντρα της αποστατικής Χριστιανοσύνης. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν η Αλεξάνδρεια και η Καρχηδόνα, στη Βόρεια Αφρική, και το Βυζάντιο (που αργότερα ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη), στα σύνορα Ασίας και Ευρώπης. Στη Δύση, μια πλούσια και ισχυρή εκκλησία αναπτύχθηκε στη Ρώμη, στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.
Με το ξεκίνημα της αποστασίας, που προείπαν οι απόστολοι, αναπτύχθηκε και μια τάξη κληρικών. Εξέχοντες άντρες εγέρθηκαν ανάμεσα από το ποίμνιο και έγιναν οι λεγόμενοι επίσκοποι. Αυτοί συναγωνίστηκαν για εξουσία και έγιναν οι αρχηγοί επαναστατικών τάσεων ή αιρέσεων της αποστάτιδας Χριστιανοσύνης. Τον πρώτο καιρό καμιά απολύτως πόλη και κανένας επίσκοπος δεν δέσποζε σαφώς πάνω στους άλλους. Αλλά ένας αγώνας εξουσίας αναπτύχθηκε σχετικά με το ποια αίρεση ή ποιο αποστατικό παρακλάδι της αρχικής Βιβλικής Χριστιανοσύνης θα καθιερωνόταν σαν «ορθόδοξο,» κάνοντας έτσι τα άλλα «αιρετικά.»
Στην Αρχή Όλες Ήταν Αιρέσεις
Ένα από τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα έργα πάνω στο θέμα αυτό αναφέρει τα εξής: «Τι ήταν η Χριστιανική αίρεση; Και, επομένως τι ήταν η Εκκλησία; . . . Η [αποστάτιδα] Χριστιανοσύνη άρχισε με σύγχυση, αντιλογίες και σχίσματα, και μ’ αυτό τον τρόπο συνέχισε. Μια δεσπόζουσα ορθόδοξη Εκκλησία, με ευκολογνώριστη εκκλησιαστική διάρθρωση, παρουσιάστηκε πολύ-πολύ σταδιακά. . . . Και αυτός ο αγώνας όπως συμβαίνει με τέτοιους αγώνες, δεν ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητικός. . . . Η κεντρική και ανατολική Μεσόγειος τον πρώτο και δεύτερο αιώνα μ.Χ. ήταν γεμάτη από άπειρες θρησκευτικές ιδέες, που όλες τους προσπαθούσαν να επεκταθούν. . . . Από την αρχή, λοιπόν, υπήρχαν πολλές ποικιλίες Χριστιανοσύνης που είχαν λίγα πράγματα κοινά. . . . Είναι λάθος να μιλάμε για μια επικρατούσα τάση της Χριστιανοσύνης πριν από το τελευταίο μέρος του τρίτου αιώνα. Από αυτά που μπορούμε να κρίνουμε, από το τέλος του πρώτου αιώνα, και ουσιαστικά σε όλον τον δεύτερο, η πλειονότητα των Χριστιανών πίστευε σε ποικιλίες Χριστιανικού γνωστικισμού, ή ανήκε σε αιρέσεις που είχαν σκοπό την αναζωπύρωση και είχαν οργανωθεί γύρω από ανθρώπους οι οποίοι έλεγαν ότι είχαν χαρίσματα. . . . Η ορθοδοξία ήταν μια μόνο από τις διάφορες μορφές της Χριστιανοσύνης που υπήρχαν στη διάρκεια του τρίτου αιώνα, και πιθανόν να έγινε η επικρατούσα τον καιρό του Ευσέβιου [στις αρχές του 4ου αιώνα].»—Η Ιστορία της Χριστιανοσύνης, του Πωλ Τζώνσον.
Αυτή η στροφή των γεγονότων είχε προλεχθεί από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος έγραψε: «Διότι θέλει έλθει καιρός ότε δεν θέλουσιν υποφέρει την υγιαίνουσαν διδασκαλίαν, αλλά θέλουσιν επισωρεύσει εις εαυτούς διδασκάλους κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας, γαργαλιζόμενοι την ακοήν, και από μεν της αληθείας θέλουσιν αποστρέψει την ακοήν αυτών, εις δε τους μύθους θέλουσιν εκτραπή.»—2 Τιμόθεον 4:3, 4.
Μερικοί απ’ αυτούς τους αποστάτες δασκάλους έγιναν οι λεγόμενοι από τις εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου εκκλησιαστικοί πατέρες. Γενικά διαιρούνται σε πατέρες πριν από τη Σύνοδο της Νίκαιας και μετά τη Σύνοδο της Νίκαιας, γιατί στη Νίκαια της Μικράς Ασίας έγινε η λεγόμενη Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συγκαλέστηκε στην πόλη της Μικράς Ασίας από τον ειδωλολάτρη Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το 325 μ.Χ.
Προσπάθειες για να Καθιερωθούν τα Πρωτεία της Ρώμης
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των «πατέρων» του δεύτερου και τρίτου αιώνα δεν είχαν την έδρα τους στη Ρώμη, και έγραψαν στα Ελληνικά και όχι στα Λατινικά. Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα το βεβαιώνει αυτό λέγοντας: «Περίπου 250 Χριστιανοί ηγέτες της Δύσης μιλούσαν Ελληνικά και όχι Λατινικά (π.χ., ο Ειρηναίος και ο Ιππόλυτος). Η κύρια Λατινική θεολογία δεν ήρθε από τη Ρώμη αλλά από τη Βόρεια Αφρική (π.χ., ο Τερτυλλιανός και ο Κυπριανός).»
Σ’ εκείνους τους πρώτους αιώνες της αποστασίας, ποιες πόλεις ήταν τα μεγάλα κέντρα της λεγόμενης Χριστιανικής θεολογίας; Όχι η Ρώμη, αλλά η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια, η Καρχηδόνα, η Καισάρεια, η Ιερουσαλήμ και διάφορες άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας. Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια παραδέχεται: «Μολονότι η Ρώμη ήταν ισχυρή και σεβαστή στον δεύτερο αιώνα, . . . τους πρώτους αιώνες δεν γράφτηκε κανένα σύγγραμμα σ’ αυτή. Επομένως η Λατινική λογοτεχνία είναι . . . ουσιαστικά δυόμισι αιώνες μεταγενέστερη [από την Ελληνική]. Η μόνη εξαίρεση ήταν ο Τερτυλλιανός αλλά και αυτός έγινε αιρετικός. Μέχρι τα μέσα του τέταρτου αιώνα μόνο ένας Λατίνος Πατέρας εμφανίστηκε [ο Κυπριανός, της Καρχηδόνας, της Βόρειας Αφρικής]. . . . από τον Κυπριανό (που πέθανε το 258) μέχρι τον Ιλάριο [που πέθανε το 367 περίπου] . . . δεν υπήρχε καθόλου θεολογία.»
Πώς, λοιπόν, κατάφερε η εκκλησία της Ρώμης να καθιερώσει τα πρωτεία της σαν η πρώτη από τις εκκλησίες άλλων πόλεων που είχαν πιο πολλούς «εκκλησιαστικούς πατέρες»; Χωρίς αμφιβολία, ένας παράγοντας ήταν το γόητρο που είχε με το να βρίσκεται στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Ήταν μια πλούσια εκκλησία που έστελνε οικονομική βοήθεια στις φτωχότερες εκκλησίες των άλλων πόλεων, και αυτό έδινε εξουσία στον επίσκοπό της. Άρχισε να αξιεί το δικαίωμα να εξετάζει τις εφέσεις που γίνονταν ενάντια στις αποφάσεις που έπαιρναν τοπικοί επίσκοποι σε ζητήματα εκκλησιαστικής πειθαρχίας.
Ακόμη, όπως ακριβώς κατάλαβε ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την αποστάτιδα Χριστιανοσύνη για να στηρίξει την παρακμάζουσα Αυτοκρατορία, έτσι και ο επίσκοπος της Ρώμης διέκρινε ότι ο παγανισμός θα μπορούσε να προσελκύσει το λαό στο δικό του είδος αποστάτιδας Χριστιανοσύνης. Η Ρωμαϊκή εκκλησία υιοθέτησε την παγανιστική Κυριακή για να γιορτάζεται το Πάσχα, ενώ οι εκκλησίες των Ανατολικών πόλεων το γιόρταζαν οποιαδήποτε μέρα έπεφτε η 14η Νισάν του Ιουδαϊκού ημερολογίου. Επίσης, ενώ αρκετές Ανατολικές εκκλησίες είχαν την τάση να ακολουθούν τον Άρειο, ο οποίος αρνήθηκε τη διδασκαλία της Τριάδας, η Ρώμη υιοθέτησε αμέσως την παγανιστική ιδέα ενός τριαδικού θεού.
Και για τα δύο αυτά ζητήματα, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος τάχτηκε με το μέρος της Ρώμης. Το κατάφερε επειδή θέσπισε ένα νόμο για την τήρηση της Κυριακής το 321 μ.Χ. και επέβαλε την Τριάδα στη Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ. Συγχώνευσε την αποστάτιδα Χριστιανοσύνη με την παγανιστική Ρωμαϊκή θρησκεία και έκανε αυτή τη «διεθνή» ή καθολική» μορφή λατρείας, θρησκεία του κράτους.
Έπειτα, το 382 μ.Χ., ο Αυτοκράτορας Γρατιανός έκδωσε ένα καταστατικό χάρτη που χορηγούσε στον Δάμασο, επίσκοπο της Ρώμης, το δικαίωμα να εξετάζει τις προσφυγές άλλων επισκόπων, ακόμη και εκείνων που βρίσκονταν στις «πιο μακρινές περιοχές» της Αυτοκρατορίας. Μολονότι η απόφαση αυτή αμφισβητήθηκε από τους επισκόπους της Ανατολής, και μάλιστα και από μερικούς στη Δύση, χωρίς αμφιβολία έδωσε υπεροχή στον επίσκοπο της Ρώμης. Ο επίσκοπος Δάμασος δέχτηκε τα διακριτικά του Ποντίφικα Μάξιμου (Ύψιστου Ποντίφικα), έναν παγανιστικό τίτλο και αξίωμα που ο Αυτοκράτορας Γρατιανός τελικά είχε αποκηρύξει, επειδή τον θεωρούσε ακατάλληλο για ένα Χριστιανό! Ο Δάμασος δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς. Σύμφωνα με την Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, ο Ποντίφικας Μάξιμος θεωρείται ακόμη ότι είναι ένας από τους «πιο αξιόλογους τίτλους» που φέρνει ο πάπας. Στη Γαλλία ο πάπας ακόμη λέγεται λε σουβεραίν ποντίφ, ο ύψιστος ποντίφικας.
Σχίσματα, Διαφωνίες και Μεταρρύθμιση
Φυσιολογικά, αυτός ο τίτλος υπεροχής του επισκόπου της Ρώμης δεν πέρασε χωρίς αμφισβητήσεις. Οι ηγέτες της αποστάτιδας Χριστιανοσύνης στις ανατολικές πόλεις όπως ήταν η Αλεξάνδρεια, η Ιερουσαλήμ, η Αντιόχεια και ιδιαίτερα η Κωνσταντινούπολη, έθεσαν υπό αμφισβήτηση αυτή την ιδιοποίηση. Ωστόσο, μολονότι οι θρησκευτικοί ηγέτες αυτών των πόλεων ήταν ενωμένοι στην εναντίωσή τους στην κυριαρχία της Ρώμης, δεν συμφώνησαν απόλυτα στα δογματικά θέματα. Υπήρξαν ανταγωνιστικές σχολές για δοξασίες, σ’ αυτές και σ’ άλλες πόλεις, προκαλώντας διάφορες αιρέσεις, που όλες ισχυρίζονταν ότι ήταν Χριστιανικές.
Στην προσπάθεια να γεφυρωθεί το αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στις ανταγωνιστικές αποστατικές Χριστιανικές αιρέσεις των οποίων η έδρα βρισκόταν στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη και να στιγματίσουν σαν αιρετικούς αποστάτες Χριστιανούς δασκάλους άλλων πόλεων, οργανώθηκαν στο διάβα των αιώνων διάφορες «Οικουμενικές (Διεθνείς) Εκκλησιαστικές Σύνοδοι». Η πρώτη έγινε στη Νίκαια το 325 μ.Χ., για να καταδικάσει την αντι-Τριαδική «αίρεση» του Άρειου. Άλλες έγιναν στην Κωνσταντινούπολη (τέσσερις φορές), στην Έφεσο, στη Χαλκηδόνα (απέναντι ακριβώς από την Κωνσταντινούπολη κατά μήκος του Βοσπόρου), και πάλι στη Νίκαια. Αυτές οι πρώτες εφτά σύνοδοι αναγνωρίζονται και από τη Ρωμαιο-Καθολική και από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Σ’ αυτές τις συνόδους υιοθετήθηκαν ψεύτικες δοξασίες όπως είναι η Τριάδα, η πίστη στη Μαρία σαν τη «μητέρα του Θεού» και άλλες δοξασίες που δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τη Βιβλική Χριστιανοσύνη. Αυτές οι σύνοδοι της εκκλησίας καταδίκασαν επίσης διάφορες «αιρέσεις», συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ακόμη περισσότερων υπο-αιρέσεων της αποστάτιδας Χριστιανοσύνης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι καμιά απ’ αυτές τις «παγκόσμιες» εκκλησιαστικές συνόδους δεν έγινε στη Ρώμη, την πόλη που ισχυρίζεται ότι είναι η παγκόσμια έδρα της Χριστιανοσύνης. Μόνο το 1123 μ.Χ. έγινε στη Ρώμη η πρώτη λεγόμενη Οικουμενική Σύνοδος. Αλλά στο μεταξύ το «μεγάλο σχίσμα» είχε λάβει χώρα ανάμεσα στη Ρώμη και στις Ανατολικές εκκλησίες, το πρώτο σχίσμα είχε συμβεί το 867 μ.Χ., και το τελευταίο σχίσμα το 1054. Έτσι, από μια τελείως ιστορική άποψη, καμιά πραγματική οικουμενική ή παγκόσμιος σύνοδος δεν έγινε ποτέ στη Ρώμη.
Η Ανατολική μορφή της αποστάτιδας Χριστιανοσύνης που αποσπάστηκε από τη Ρώμη δεν ενώθηκε γύρω από κάποιον άλλο επίσκοπο που ισχυρίστηκε ότι ήταν ο βικάριος του Χριστού πάνω στη γη. Η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης (που ονομάστηκε επίσης Νέα Ρώμη) θα ήθελε να γίνει η «Ρώμη» της Ανατολικής Ορθόδοξης θρησκείας. Αλλά δεν τα κατάφερε. Με τον καιρό, η Ανατολική Ορθοδοξία διαχωρίστηκε σε 15 αυτοκυβερνούμενες εθνικές εκκλησίες που απλώς αναγνωρίζουν στον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, της σημερινής Ισταμπούλ τα πρωτεία. Επιπλέον, υπάρχουν αρκετές ανεξάρτητες ανατολικές εκκλησίες που δεν αναγνωρίζουν ούτε τη Ρώμη ούτε την Κωνσταντινούπολη. Σαφώς, η Ανατολική «Χριστιανοσύνη» είναι ένας διηρημένος οίκος.
Μετά το σχίσμα με την Ανατολή, η Ρωμαιο-Καθολική Εκκλησία, εκτός που έλπιζε ακόμη να ξαναφέρει πίσω στον ίσιο δρόμο τις Ανατολικές εκκλησίες, τουλάχιστον υπολόγιζε να γίνει η αναμφισβήτητη κυρίαρχος στο ίδιο της το σπίτι—τη Δύση. Αλλά τα προβλήματά της δεν τελείωσαν. Σύντομα άρχισαν να εμφανίζονται αποστάτες. Αυτό ήταν ανυπόφορο και δραστικά μέτρα λήφθηκαν ενάντια σ’ αυτούς τους «αιρετικούς». Θεσπίστηκε η Ιερά Εξέταση, αλλά η αποστασία συνέχιζε. Τον 16ο αιώνα ξέσπασε μια γενική επανάσταση, στην αρχή για θρησκευτικούς λόγους, και αργότερα για πολιτικούς.
Η επανάσταση αυτή, που ονομάστηκε Μεταρρύθμιση, δημιούργησε μια τρίτη ομάδα θρησκειών που κι αυτές ισχυρίζονταν ότι είναι Χριστιανικές. Αλλά αντί να αποκατασταθεί η αρχική ενότητα και οι δογματικές αλήθειες της Βιβλικής Χριστιανοσύνης, ο Προτεσταντισμός παρήγαγε μια σοδειά διηρημένων εκκλησιών και αιρέσεων.
Γιατί Τόσο Πολλές;
Αν ανήκετε σε μια εκκλησία ή αίρεση που ισχυρίζεται ότι είναι Χριστιανική, χωρίς αμφιβολία αναρωτιέστε γιατί υπάρχουν τόσο πολλές θρησκείες που ισχυρίζονται όλες ότι ακολουθούν τον Χριστό και τη Βίβλο. Ίσως να έχετε αγανακτήσει με τις πολλές διαιρέσεις, ιδιαίτερα όταν αυτές οδηγούν σε θρησκευτικό διωγμό και θρησκευτικούς πολέμους, όπως έχουν γίνει στο πέρασμα των αιώνων και εξακολουθούν να γίνονται. Γι’ αυτούς και για άλλους λόγους ίσως να έχετε πάψει να πηγαίνετε στην εκκλησία, μένοντας ευχαριστημένοι με τη δική σας άποψη για τη Χριστιανοσύνη. Όμως στην καρδιά σας γνωρίζετε ότι η Χριστιανοσύνη πρέπει να περιλαμβάνει πολύ περισσότερα. Ξέρετε από τη Βίβλο ότι οι πρώτοι Χριστιανοί αποτελούσαν μια ευτυχισμένη, ενωμένη πνευματική οικογένεια.—Ιωάννης 13:34, 35· Εφεσίους 4:1-6.
Σήμερα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούν μια τέτοια ευτυχισμένη οικογένεια Χριστιανών. Δεν είναι μια αίρεση, κι αυτό γιατί δεν είναι ακόλουθοι κάποιου ανθρώπινου δασκάλου ή ηγέτη ούτε είναι παρακλάδι κάποιας εκκλησίας ή αίρεσης. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά προέρχονται απ’ όλα τα στρώματα της ζωής. Δεν ακολουθούν κανέναν άνθρωπο αλλά μάλλον τον Θεό και τον Γιο Του τον Ιησού Χριστό. Σε απάντηση στο ερώτημά σας «Γιατί υπάρχουν τόσο πολλές θρησκείες που όλες ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανικές;» απαντούν: «Επειδή αυτές οι θρησκευτικές ομάδες έχουν ακολουθήσει ανθρώπους, και όχι τη Βίβλο.» Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά με χαρά θα μπορούσαν να σας βοηθήσουν να βρείτε την αληθινή Χριστιανοσύνη της Βίβλου. Γιαυτό μιλήστε στο άτομο που σας έδωσε αυτό το περιοδικό ή γράψτε στους εκδότες αυτού του περιοδικού.
[Χάρτης στη σελίδα 6]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Τα κύρια κέντρα της αποστάτιδας Χριστιανοσύνης
Καρχηδόνα
Ρώμη
Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη)
Νίκαια
Έφεσος
Αντιόχεια
Ιερουσαλήμ
Αλεξάνδρεια
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Οι εκκλησίες του λεγόμενου Χριστιανικού κόσμου—απελπιστικά διηρημένες!