Πόσο Ανεκτίμητη η Φιλία σου, Θεέ!
Αφήγηση από τον Ντάνιελ Σίντλικ
Η ζωή για μένα άρχισε σ’ ένα αγρόκτημα κοντά στο Μπέλβιλ του Μίτσιγκαν, το Φεβρουάριο του 1919. Μια μαμή βοήθησε στη γέννησή μου, επειδή η μητέρα μου που ήταν μετανάστρια δεν νόμιζε ότι ήταν αναγκαίος ο γιατρός. «Γιατί να πάω στο νοσοκομείο; Δεν είμαι άρρωστη», έλεγε με τα σπασμένα της Αγγλικά σε όποιον τη ρωτούσε πού θα γεννούσε.
Τα χρόνια στο αγρόκτημα ήταν δύσκολα. Αναζητώντας μια καλύτερη ζωή η οικογένειά μου μετακόμισε στο Ντητρόιτ. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο πατέρας αρρώστησε και πέθανε όταν ήμουν περίπου τριών χρόνων. Ήταν ενεργά συνταυτισμένος με τους Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής, που είναι γνωστοί σήμερα σαν Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Η μητέρα τώρα είχε μείνει μόνη με έξι παιδιά και χρέη για να ξεπληρώσει. Είχε εναντιωθεί σκληρά στη θρησκεία του πατέρα, αλλά μετά το θάνατό του στράφηκε στη Βίβλο για να εξακριβώσει τι ήταν εκείνο που τον είχε τόσο συναρπάσει. Μετά από μερικά χρόνια έγινε και αυτή Μάρτυρας του Ιεχωβά.
Όταν πέθανε ο πατέρας, η μητέρα εργαζόταν σαν σερβιτόρα το βράδι και φρόντιζε για την οικογένεια τη μέρα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρις ότου ξαναπαντρεύτηκε μετά από αρκετά χρόνια. Ο θετός μου πατέρας υποστήριζε ότι ο καλύτερος τόπος για να μεγαλώσουν τα παιδιά ήταν η ύπαιθρος και όχι κάποια συνωστισμένη τσιμεντένια ζούγκλα.
Αγοράσαμε κοντά στο Κέιρο του Μίτσιγκαν ένα αγρόκτημα 220 στρεμμάτων (55 έηκερς). Όταν φτάσαμε εκεί την άνοιξη του 1927, οι κήποι ήταν ανθισμένοι. Ο αέρας ήταν ευχάριστος από την ευωδιά των αγριολούλουδων, και τα δέντρα ήταν ανθισμένα. Υπήρχαν νερόλακκοι για κολύμπι, δέντρα για να αναρριχηθείς, και ζώα για να παίξεις μαζί τους. Η ζωή εδώ ήταν θαυμάσια! Δεν έμοιαζε καθόλου με τη πόλη. Ωστόσο, η ζωή στην ύπαιθρο ήταν δύσκολη για τη μητέρα. Αποικισμός με όλες του τις δυσκολίες—δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, ούτε εσωτερικές υδραυλικές εγκαταστάσεις, ούτε ηλεκτρικό.
Οι χειμώνες ήταν μεγάλοι και δριμείς. Εμείς τα παιδιά κοιμόμαστε στη σοφίτα, όπου το χιόνι συχνά διαπερνούσε τις χαραμάδες και κάλυπτε κυριολεκτικά τα κρεβάτια μας. Το πρωί ήταν μεγάλο μαρτύριο να φοράς το παγωμένο παντελόνι που μερικές φορές ήταν τελείως κρυσταλλωμένο. Οι δουλειές στον αχυρώνα έπρεπε να γίνουν πριν από το πρόγευμα. Μετά έπρεπε να πάμε στο σχολείο με τα πόδια περνώντας μέσα από δάση, κι αυτό δεν είχε παρά μια μόνο αίθουσα όπου και οι οχτώ τάξεις είχαν τον ίδιο δάσκαλο.
Το Πνευματικό Ξεκίνημα
Η μητέρα είχε γνήσια αγάπη για τον Θεό και επηρέασε πολύ και εμάς τα παιδιά. Έλεγε στα Πολωνικά: «Ο Θεός μάς έδωσε μια όμορφη μέρα». Εμείς τα παιδιά βγαίναμε έξω για να διαπιστώσουμε αυτό που έλεγε—και διαπιστώναμε ότι έβρεχε. Η μητέρα σ’ όλα τα πράγματα περιλάμβανε με κάποιο τρόπο τον Θεό. Όταν γεννιόταν ένα μοσχαράκι ή όταν έκαναν αυγά τα κοτόπουλα ή όταν έπεφτε χιόνι, φρόντιζε να τα συνδέει όλα αυτά με τον Θεό. Ο Θεός ήταν υπεύθυνος με κάποιο τρόπο γι’ αυτά τα καλά πράγματα.
Η μητέρα πίστευε στην προσευχή. Στη διάρκεια των γευμάτων έπρεπε οπωσδήποτε να προσευχόμαστε. «Τα σκυλιά κουνάνε την ουρά τους όταν τα τρέφεις. Εμείς πρέπει να δείχνουμε λιγότερη εκτίμηση από τα σκυλιά;» έλεγε. Ήθελε επίσης να κάνουμε την προσευχή μας προτού πάμε για ύπνο. Επειδή κανένας μας δεν ήξερε την Κυριακή Προσευχή στα Αγγλικά, μας έβαζε να γονατίζουμε και να επαναλαμβάνουμε μετά απ’ αυτήν τα λόγια που έλεγε στα Πολωνικά.—Ματθαίος 6:9-13.
Αυτή η εποχή ήταν πολύ πριν από την εμφάνιση της τηλεόρασης. Μετά τη δύση του ήλιου, δεν υπήρχε τίποτα να κάνουμε παρά να πάμε για ύπνο. Η μητέρα μάς ενθάρρυνε να διαβάζουμε. Εκείνη διάβαζε τη Γραφή της με μια λάμπα πετρελαίου. Και μεις τα παιδιά διαβάζαμε τις εκδόσεις που παίρναμε από περιοδεύοντες διακόνους των Διεθνών Σπουδαστών της Γραφής, όπως ήταν Η Κιθάρα του Θεού, Η Δημιουργία, και Η Καταλλαγή. Έτσι άρχισε να καλλιεργείται μια φιλία με τον Θεό.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μας επισκέφθηκαν Σπουδαστές της Γραφής από το Σαγκινάω του Μίτσιγκαν, και μας ενθάρρυναν να κηρύττουμε σε άλλους. Αλλά επειδή δεν υπήρχε οργανωμένος όμιλος μελέτης της Βίβλου ή κάποια εκκλησία κοντά, οι προσπάθειές μας για το κήρυγμα ήταν αμελητέες. Η πνευματική μας ανάπτυξη βρισκόταν κυρίως σε αδράνεια.
Λόγω της οικονομικής ύφεσης στη δεκαετία του 1930, χρειάστηκε να φύγω από το σπίτι και να βρω δουλειά στο Ντητρόιτ. Το αγρόκτημα είχε μεγάλες δόσεις, και ήθελα να απαλλαγούμε απ’ αυτό το φορτίο. Το Ντητρόιτ, όμως, ήταν τότε μια πόλη ανέργων. Χιλιάδες άνθρωποι στέκονταν στις ουρές, μερικές φορές όλη τη νύχτα, συγκεντρωμένοι πάνω από φωτιές με ξύλα ή ξυλάνθρακες, κάνοντας ό,τι μπορούσαν για να ζεσταθούν μέχρις ότου ανοίξουν τις πόρτες τους τα γραφεία εργασίας. Εγώ ήμουν τυχερός, βρίσκοντας κάποια δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων.
Πνευματική Ανάπτυξη
Στο τελευταίο μέρος αυτής της δεκαετίας, όταν βρισκόμουν στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνιας, το πνευματικό μου ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε με παραγωγικό τρόπο. Μου έδωσαν μια πρόσκληση για μια δημόσια ομιλία. Εκείνη την Κυριακή παρακολούθησα την πρώτη μου συνάθροιση σε Αίθουσα Βασιλείας. Εκεί συνάντησα τους Όλιβ και Γουίλιαμ (Μπιλ) Πέρκινς, σωστούς ανθρώπους που είχαν μια πολύτιμη σχέση με τον Ιεχωβά Θεό.
Η Αδελφή Πέρκινς ήταν αξιόλογη δασκάλα του Λόγου του Θεού, χρησιμοποιώντας τόσο επιδέξια τη Γραφή της όπως ο χειρούργος χρησιμοποιεί το νυστέρι του. Έβαζε στο αριστερό της χέρι τη μεγάλη Γραφή της που ήταν η Μετάφραση του Βασιλέως Ιακώβου, σάλιωνε ελαφρά τον αντίχειρα του δεξιού της χεριού, και γύριζε τις σελίδες από εδάφιο σε εδάφιο. Οι άνθρωποι συναρπάζονταν από την επιδεξιότητά της και απ’ αυτά που μάθαιναν από τη Βίβλο. Συνέβαλε πολύ στο να κάνει πολλούς ανθρώπους να κατανοήσουν το σκοπό του Θεού. Η συνεργασία μαζί της στη διακονία ήταν μια έμπνευση. Με ενθάρρυνε να αναλάβω το ολοχρόνιο έργο σκαπανέα το Σεπτέμβριο του 1941.
Η Αδελφή Γουίλκοξ ήταν μια άλλη που με βοήθησε. Ήταν ψηλή, αξιοπρεπής, με άσπρα μαλλιά στα 70 της χρόνια και ήταν πάντα χτενισμένη κάνοντας τα μαλλιά της κότσο. Το ντύσιμό της πάντα κορυφωνόταν μ’ ένα όμορφο πλατύγυρο καπέλο. Με το καλοραμμένο φόρεμά της που έφτανε μέχρι τον αστράγαλο ήταν έκτακτη, σαν άτομο που συμβάδιζε με τη μόδα του 1880. Μαζί κηρύτταμε σε εμπορικούς τομείς του Λονγκ Μπιτς.
Οι διευθυντές εντυπωσιάζονταν αμέσως όταν έβλεπαν την Αδελφή Γουίλκοξ. Και με κάποιον ανήσυχο ενθουσιασμό την προσκαλούσαν στα γραφεία τους. Ακολουθούσα και εγώ. «Τι συμβαίνει;» ρωτούσαν με κάποια αίσθηση σεβασμού. «Μπορώ να σας βοηθήσω;»
Χωρίς δισταγμό η Αδελφή Γουίλκοξ με τα τέλεια Αγγλικά της σαν καθηγήτρια, απαντούσε: «Βρίσκομαι εδώ για να σας πω για την πόρνη της Αποκάλυψης που ιππεύει στο θηρίο». (Αποκάλυψις 17:1-5) Οι διευθυντές έκαναν κάποιο μορφασμό και κάθονταν καλά στις θέσεις τους, διερωτώμενοι τι θα επακολουθούσε. Αυτή τους παρουσίαζε μια ζωντανή εικόνα για το τέλος αυτού του συστήματος. Η αντίδραση ήταν σχεδόν πάντοτε αποφασιστική. Ζητούσαν να τους δώσει ό,τι είχε. Κάθε μέρα διέθετε, χωρίς υπερβολή ολόκληρες κούτες με έντυπα. Η δική μου δουλειά ήταν να βάζω να παίζει το γραμμόφωνο όταν το ζητούσε, και να είμαι όσο γινόταν άφοβος και θαρραλέος όταν εκείνη μιλούσε.
Νέοι Διορισμοί
Ένας φάκελος από την Εταιρία Σκοπιά πάντα με συγκινούσε. Έναν τέτοιο φάκελο έλαβα το 1942 που περιείχε ένα διορισμό για να υπηρετήσω σαν ειδικός σκαπανέας στο Σαν Πέντρο της Καλιφόρνιας. Εκεί οι Μπιλ και Μίλντρεντ Τέιλορ μου άνοιξαν το σπίτι τους. Χρειάστηκε μεγάλη αυτοπειθαρχία για να εργάζομαι μόνος μου στην υπηρεσία αγρού τη μια μέρα μετά την άλλη. Αλλά αυτό με έφερε κοντά στον Ιεχωβά και έτσι αισθάνθηκα πραγματικά τη φιλία του. Κατόπιν η Εταιρία έστειλε τους Τζιόρτζια και Άρτσι Μπόιντ, μαζί με το γιο τους και την κόρη τους, τον Ντόναλτ και τη Σούζαν, για να βοηθήσουν στο έργο της περιοχής. Οι Μπόιντ ζούσαν σ’ ένα τροχόσπιτο 5,5 μέτρων (18 ποδιών) έχοντας όλα τα εφόδια και τις αποσκευές τους.
Ένας άλλος φάκελος έφτασε σ’ εμάς από την Εταιρία! Κρύος ιδρώτας μας έλουσε όταν διαβάσαμε το νέο μας διορισμό—στο Ρίτσμοντ της Καλιφόρνιας ακριβώς στα βόρεια του Σαν Φραντσίσκο. Μολονότι φαινόταν αδύνατο να κάνει το ταξίδι αυτό το παλιό μας αυτοκίνητο και το τροχόσπιτο, τα μαζέψαμε και ξεκινήσαμε. Μοιάζαμε με τσιγγάνους σε κίνηση, επιδιορθώνοντας τη μηχανή και τα λάστιχα στο δρόμο. Όταν φτάσαμε στο Ρίτσμοντ, έριχνε καταρρακτώδη βροχή.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν τώρα σε πλήρη δράση. Τα ναυπηγεία του Κάιζερ κατασκεύαζαν σε ποσότητες τα «Πλοία Λίμπερτυ», όπως τα έλεγαν. Η δική μας δουλειά ήταν να κηρύξουμε στους ανθρώπους που συνέρρεαν εδώ για να εργαστούν. Από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδι μιλούσαμε για τη Βασιλεία, και επιστρέφαμε συχνά βραχνιασμένοι από την πολλή ομιλία. Πολλές Γραφικές μελέτες άρχισαν. Οι εργάτες των ναυπηγείων ήταν γενναιόδωροι και φιλόξενοι άνθρωποι παρέχοντάς μας ό,τι χρειαζόμαστε. Δεν χρειαζόταν να εργαζόμαστε για λίγες ώρες σε κοσμικές εργασίες, επειδή η περιοχή πραγματικά μας συντηρούσε.
Εμπειρίες στη Φυλακή
Οι νεαροί στρατολογούνταν στις ένοπλες δυνάμεις. Οι σαρκικοί αδελφοί μου οι οποίοι δεν ήταν Μάρτυρες, είχαν καταταγεί εθελοντικά και υπηρετούσαν στις ομάδες αλεξιπτωτιστών και σε μονάδες των μηχανικών. Εγώ έκανα αίτηση για απαλλαγή σαν διάκονος που αντιτάσσεται για λόγους συνείδησης στον πόλεμο. Το Συμβούλιο Επιλογής δεν αναγνώρισε την ιδιότητά μου σαν διακόνου. Με συνέλαβαν, με δίκασαν και, στις 17 Ιουλίου 1944 με καταδίκασαν σε τριετή καταναγκαστική εργασία στις Ομοσπονδιακές Κρατικές Φυλακές του ΜακΝείλ Άιλαντ στην Πολιτεία της Ουάσινγκτον. Στη φυλακή έμαθα ότι η φιλία του Ιεχωβά διαρκεί για πάντα.—Ψαλμός 138:8.
Για ένα μήνα ήμουν κρατούμενος στην κομητειακή φυλακή του Λος Άντζελες περιμένοντας να μεταφερθώ στο ΜακΝείλ Άιλαντ. Οι πρώτες εντυπώσεις από τη ζωή στη φυλακή είναι δύσκολο να ξεχαστούν, πώς οι φυλακισμένοι ξεστόμιζαν αισχρόλογα στους φύλακες και σε μας καθώς μπαίναμε μέσα. Ή πώς οι φύλακες διέταζαν: «Προσέξτε τις πύλες!» Ο κρότος από τις ηλεκτρικές πύλες που έκλειναν έμοιαζε με βροντές. Καθώς οι πύλες έκλειναν μια-μια, ο θόρυβος πλησίαζε όλο και πιο κοντά μέχρις ότου ο θόρυβος της πύλης του καθενός σ’ έκανε να ανατριχιάζεις και έκλεινε με μεγάλο πάταγο! Ένιωσα το αίσθημα ότι ήμουν παγιδευμένος και με κατέλαβε φόβος. Προσευχήθηκα αμέσως στον Ιεχωβά να με βοηθήσει, και σχεδόν την ίδια στιγμή ένα θερμό ειρηνικό αίσθημα ευεξίας με διαπέρασε, μια εμπειρία που ποτέ δεν θα ξεχάσω.
Στις 16 Αυγούστου μαζί με μια ομάδα άλλων φυλακισμένων, μας πέρασαν χειροπέδες και μας έδεσαν με αλυσίδες. Μετά, κάτω από την άγρυπνη παρακολούθηση της στρατιωτικής αστυνομίας, επιβιβαστήκαμε σ’ ένα λεωφορείο μέσα στο μεσημεριάτικο πλήθος του Λος Άντζελες και μεταφερθήκαμε σ’ ένα τρένο της φυλακής για το ΜακΝείλ Άιλαντ. Τα δεσμά της φυλακής με γέμισαν χαρά, γιατί με συνέδεαν με τη συντροφιά των αποστόλων του Χριστού οι οποίοι αλυσοδέθηκαν γιατί κρατούσαν την ακεραιότητά τους.—Πράξεις 12:6, 7· 21:33· Εφεσίους 6:20.
Καθώς με καταχωρούσαν στα βιβλία στη φυλακή ΜακΝείλ, ένας αρμόδιος πίσω από ένα γραφείο με ρώτησε: «Είσαι Μ.Ι.;» Αυτό με εξέπληξε, γιατί πρώτη φορά άκουγα το «Μ.Ι.» Αλλά σύντομα μου ήρθε μια ιδέα για το τι εννοούσε, και έτσι είπα, «Ναι!»
«Πήγαινε εκεί», είπε. Ένιωσα έκπληξη όταν τον άκουσα να ρωτάει και αυτόν που ήταν ακριβώς από πίσω μου την ίδια ερώτηση: «Είσαι Μ.Ι.;» Αυτός απάντησε αμέσως, «Ναι!»
«Είσαι μεγάλος ψεύτης!» είπε ο αξιωματικός, γελώντας. «Εσύ δεν ξέρεις ούτε τι είναι ένας Μ.Ι.» Αργότερα έμαθα ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας πωρωμένος εγκληματίας με πολύ φουσκωμένο μητρώο. Το «Μ.Ι.» σήμαινε φυσικά «Μάρτυρας του Ιεχωβά», και αυτός δεν ήταν.
Ήταν αργά, και ένας φύλακας με οδήγησε, περνώντας μέσα από το σκοτάδι, στο κρεβάτι μου. Ήταν δύσκολο να πιστέψω πως βρισκόμουν σε μια ομοσπονδιακή φυλακή χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι μου ή από τα άτομα που γνώριζα. Τότε είδα κάποιον να έρχεται δίπλα μου μέσα στο σκοτάδι. «Σςς!» είπε καθώς κάθησε πλάι στο κρεβάτι. «Είμαι αδελφός. Ακούστηκε ότι θα ερχόταν ένας Μάρτυρας». Συστήθηκε και είπε ενθαρρυντικά λόγια, λέγοντάς μου ότι επιτρεπόταν τα απογεύματα της Κυριακής να γίνεται μέσα στη φυλακή η μελέτη της Σκοπιάς. Επειδή ήταν παράνομο να λείπει κανείς από το κρεβάτι του μόλις σβήσουν τα φώτα, έμεινε μόνο λίγο. Αλλά μέσα σ’ αυτά τα λίγα λεπτά, ένιωσα την πολύτιμη σχέση του Ιεχωβά να εκδηλώνεται μέσω αυτού του αφιερωμένου δούλου του.
Τα κυριότερα σημεία από τη διαμονή μου στη φυλακή ήταν οι επισκέψεις που έκανε κατά καιρούς ο Α. Χ. Μακμίλλαν από τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλιν. Αυτός ήταν ένας «Βαρνάβας», ένα ενθαρρυντικό άτομο. Όταν ερχόταν μας επέτρεπαν να έχουμε την αίθουσα συσσίτιου, και όλοι εμείς οι Μάρτυρες και πολλοί άλλοι φυλακισμένοι συνωστιζόμαστε για να τον ακούσουμε. Ήταν καταπληκτικός ομιλητής, και μάλιστα οι αξιωματούχοι της φυλακής χαίρονταν να τον ακούνε.
Οργανώσαμε τα κελιά μας και τους κοιτώνες μας σε τομείς για κήρυγμα. Κηρύτταμε τακτικά τα καλά νέα της Βασιλείας σ’ αυτές τις περιοχές όπως κάναμε και στην πόλη προτού φυλακιστούμε. Η υποδοχή ήταν ανομοιόμορφη και δύσκολα μπορούσαμε να την προβλέψουμε. Αλλά υπήρχαν ευήκοα αυτιά. Ληστές τραπεζών και άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και φύλακες της φυλακής, στράφηκαν στον Ιεχωβά και βαφτίστηκαν. Χαίρομαι ακόμη όταν θυμάμαι αυτές τις εμπειρίες.
Μετακινήσεις που Διαμόρφωσαν τη Ζωή Μου
Στις αρχές του 1946, μετά τη λήξη του πολέμου, αποφυλακίστηκα. Με περίμενε ένας άλλος φάκελος από την Εταιρία! Ο επόμενος διορισμός μου σαν ειδικός σκαπανέας ήταν στο Χόλλυγουντ της Καλιφόρνιας! Στην πόλη της επιτήδευσης. Θα σας πω μερικές προκλήσεις! Υπήρξαν στιγμές που θα ήταν πιο εύκολο να πουλήσεις ψυγεία σε Εσκιμώους παρά να μελετήσεις τη Γραφή μ’ αυτά τα άτομα. Ωστόσο, σιγά-σιγά αλλά σταθερά, βρέθηκαν τα «πρόβατα» του Κυρίου.
Καθώς παρακολουθούσα τη διεθνή συνέλευση των «Ευφραινομένων Εθνών» στο Κλήβελαντ του Οχάιο, τον Αύγουστο του 1946 ο Μίλτον Χένσελ, ο γραμματέας του Νάθαν Νορρ, που ήταν τότε πρόεδρος στην Εταιρία Σκοπιά, με σταμάτησε και με ρώτησε: «Πότε θα έρθεις στο Μπέθελ, Νταν;» Του είπα ότι ήμουν ευτυχισμένος σαν σκαπανέας. «Σε χρειαζόμαστε όμως στο Μπέθελ», είπε. Μετά από λίγες ακόμη λέξεις, δεν έβρισκα δικαιολογίες για να πω. Μου άρεσε η Καλιφόρνια και τρόμαζα στη σκέψη ότι θα μπορούσα να ζήσω στη Νέα Υόρκη. Αλλά θυμάμαι που είπα στον εαυτό μου, ‘Νταν, αν ο Ιεχωβά σε θέλει στο Μπρούκλιν, τότε πρέπει να πας στο Μπρούκλιν’. Έτσι στις 20 Αυγούστου 1946 άρχισα την υπηρεσία μου στο Μπέθελ, στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν.
Για πολλά χρόνια εργάστηκα στο βιβλιοδετείο του εργοστασίου στο Μπρούκλιν κάνοντας εργασίες που απαιτούσαν δυνάμεις. Τελικά μ’ έστειλαν στο Τμήμα των Συνδρομών, όπου μου δόθηκε νέα κατεύθυνση. Μετά ήρθαν οι διανοητικές προκλήσεις, όπως το γράψιμο ραδιοφωνικών κειμένων και η μετάδοση για τον ραδιοφωνικό σταθμό της Εταιρίας WBBR. Εργάστηκα επίσης στο Τμήμα Συγγραφής για 20 χρόνια, προσπαθώντας να ανταποκριθώ στο υψηλό επίπεδό του. Στο μεταξύ, υπήρξαν διορισμοί στα σωματεία της Εταιρίας Σκοπιά στην Πενσυλβάνια και στη Νέα Υόρκη, προγράμματα ηχογράφησης για τα δράματα, διορισμοί ομιλιών σε περιφερειακές και διεθνείς συνελεύσεις, και πάρα πολλά άλλα προνόμια υπηρεσίας.
Έπειτα το Νοέμβριο του 1974, έφτασε ένας άλλος φάκελος. Αυτός περιείχε έναν απίστευτο, αδιανόητο διορισμό. Με προσκαλούσαν να υπηρετήσω σαν μέλος του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ένιωσα τελείως ανίκανος και ταπεινά ευγνώμων. Έχουν περάσει περίπου δέκα χρόνια από τον διορισμό αυτό, και τα αισθήματά μου εξακολουθούν να είναι τα ίδια.
Τα χρόνια που πέρασαν εμπλουτίστηκαν με τις ανθρώπινες σχέσεις αφιερωμένων και αφοσιωμένων ανθρώπων που αγάπησαν τον Ιεχωβά πιο πολύ από την ίδια τη ζωή τους—ανθρώπων όπως ήταν ο Δικαστής Ρόδερφορδ, τον οποίο είχα το προνόμιο να συναντήσω στο σπίτι του στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας. Ήταν επίσης προνόμιό μου να εργαστώ στο πλευρό και άλλων τέτοιων ανθρώπων, περιλαμβανομένων του Ούγκο Ρίμερ, του Νάθαν Νορρ, του Κλάους Τζένσεν, του Τζων Πέρρυ, του Μπερτ Κιούμμινγκ, και πάρα πολλών άλλων που ήταν πνευματικοί γίγαντες, ‘μεγάλα δέντρα δικαιοσύνης’.—Ησαΐας 61:3.
Και δεν είναι μικρή τιμή, που είχα το προνόμιο να δω την οργάνωση του Ιεχωβά να αυξάνει από μια χούφτα 50.000 ευαγγελιζόμενων της Βασιλείας σ’ όλο τον κόσμο σε τρία σχεδόν εκατομμύρια. Είναι συγκινητικό να έχω παραστεί μάρτυρας στην εξέλιξη της τυπογραφίας από τις λίγες μόνο τυπογραφικές εγκαταστάσεις που υπήρχαν σε δεκάδες εργοστάσια που συντηρούνται από τα 95 τμήματα που κηρύττουν τα καλά νέα σε 203 χώρες στη γη. Οι αλλαγές και οι προσαρμογές στην τεχνολογία και στον κόσμο των κομπιούτερ είναι οπωσδήποτε κάτι το φοβερό. Με το να σταθεί κανείς μάρτυρας σε όλα αυτά, δεν μπορεί παρά να επαναλάβει τα λόγια του εδαφίου Ματθαίος 21:42: «Παρά Κυρίου έγινε αυτή και είναι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών».
Το λιγότερο που μπορώ να πω είναι πως η ζωή μου ήταν πλούσια και ανταμειφτική. Κάποια στιγμή στη ζωή μου παντρεύτηκα μια όμορφη κοπέλα από το Χέμπορν της Αγγλίας. Η Μαρίνα, η σύζυγός μου, είναι μια σταλμένη από τον Θεό υποστήριξη. Πόσο αληθινά είναι τα λόγια των Παροιμιών 19:14: «Οίκος και πλούτη κληρονομούνται εκ των πατέρων· αλλ’ η φρόνιμος γυνή παρά Κυρίου δίδεται».
Σ’ όλες τις εμπειρίες της ζωής, η δύναμη της φιλίας του Θεού υπήρξε σαν ένα περιτοιχισμένο καταφύγιο, που πάντα σε υποστηρίζει. Ο στοχασμός πάνω στο Λόγο του Ιεχωβά, οι σκέψεις πάνω στη σημασία του, και η έρευνα για βάθος και κατανόηση γέμισαν τις ώρες μου με πνευματικά πλούτη και ευχαρίστηση. Ακόμη και αυτή ακριβώς την ώρα γεμίζω από χαρά όταν διαβάζω τα λόγια του ψαλμωδού: «Ευτυχισμένο το έθνος που έχει τον Ιεχωβά για Θεό του, ο λαός που αυτός έκλεξε σαν κληρονομιά του! Οι ψυχές μας προσμένουν τον Ιεχωβά· αυτός είναι η βοήθειά μας και η ασπίδα μας· γιατί οι καρδιές μας ευφραίνονται σ’ αυτόν επειδή έχουμε εμπιστοσύνη στο άγιο όνομά του. Ας είναι η φιλία σου πάνω μας, Ιεχωβά, καθώς αφήνουμε τις προσδοκίες μας σε σένα».—Ψαλμός 33:12, 20-22, Μπάινγκτον.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η Όλιβ Πέρκινς ήταν μια έμπνευση για μένα
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Η οικογένεια Μπόιντ βοήθησε στο έργο της περιοχής του Σαν Πέντρο της Καλιφόρνιας
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Στη συνέλευση του 1946 «Ευφραινομένων Εθνών», μαζί με άλλους Μάρτυρες πρόσφατα αποφυλακισθέντες από το ΜακΝείλ Άιλαντ
[Εικόνα στη σελίδα 26]
Μια Κυριακάτικη πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή από το WBBR