Πάντα Βρίσκω να Κάνω Κάτι για τον Ιεχωβά
Όπως το αφηγήθηκε ο Ζαν Κερουά
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ του 1939 ήταν περίφημο. Η εξοχή στα περίχωρα του Μαρτινί, που βρίσκεται στο ελβετικό καντόνι Βαλέ, λαμποκοπούσε κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο. Από πάνω μας υψώνονταν μερικές από τις ψηλότερες κορυφές των Άλπεων, όπως το χιονοσκέπαστο Γκραν Κομπέν, το οποίο φτάνει σε ύψος 4.314 μέτρα. Απολάμβανα τη φιλοξενία που μου πρόσφερε για μερικές μέρες κάποια οικογένεια Χριστιανών, και περνούσαμε μαζί πολλές ανέμελες ώρες τριγυρίζοντας στα μονοπάτια του βουνού. Ένιωθα σαν να βρισκόμουν ήδη στον Παράδεισο.
Πολύ γρήγορα έφτασε η ώρα να τους αποχαιρετίσω και να επιστρέψω στο Παρίσι. Αγόρασα μια εφημερίδα για να τη διαβάσω στο τρένο, και τα ανησυχητικά νέα με ξανάφεραν απότομα στην πραγματικότητα. Η παγκόσμια κατάσταση είχε επιδεινωθεί πολύ, και βρισκόμασταν στα πρόθυρα πολέμου.
Στο Παρίσι ξανάρχισα να εργάζομαι στο γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά, όπου υπηρετούσα ήδη για ένα και πλέον χρόνο. Αλλά ύστερα από μερικές μέρες, έλαβα μια κλήση από τη στρατολογία, με την οποία με διέταζαν να παρουσιαστώ στο στρατόπεδο του οχυρού Βενσέν, ακριβώς ανατολικά από το Παρίσι. Η ζωή μου επρόκειτο να αλλάξει ριζικά.
Ουδέτερη Στάση
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Παρουσιάστηκα στο Βενσέν και έλαβα τη στάση μου σχετικά με το ζήτημα της Χριστιανικής ουδετερότητας. Σύντομα μετά απ’ αυτό, βρέθηκα να κάθομαι στην πλαϊνή καρότσα μιας στρατιωτικής μοτοσικλέτας, την οποία οδηγούσε ένας νεαρός στρατιώτης που είχε διαταγές να με πάει στο κοντινό οχυρό Σαραντόν. Παρ’ όλο τον εκκωφαντικό θόρυβο που έκανε η μοτοσικλέτα, ο νεαρός στρατιώτης, που ήξερε γιατί με έστελναν εκεί, προσπάθησε να με ‘λογικέψει’. Με εκλιπαρούσε: «Κερουά, σε παρακαλώ μην το κάνεις αυτό. Μην αρνηθείς να πολεμήσεις, γιατί αλλιώς δεν θα τα πας καλά». Έσπευσα να τον διαβεβαιώσω ότι δεν φοβόμουν.
Κατόπιν έφτασε η πρώτη μου νύχτα στο κελί μιας φυλακής. Το κελί είχε διαστάσεις 2 μέτρα επί 1,5 μέτρο, και μέσα υπήρχαν μόνο δυο κουβέρτες και μια σανίδα, πάνω στην οποία θα κοιμόμουν. Δεν υπήρχε φως. Σκεφτόμουν τι μπορούσα να κάνω για τον Ιεχωβά στην κατάσταση που βρισκόμουν. Όταν ξύπνησα, διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε ούτε ένα μικροσκοπικό παράθυρο ώστε να μπορεί να μπει μια αχτίδα από το φως της μέρας. Για ένα τέταρτο της ώρας κάθε μέρα, μου επέτρεπαν να βγαίνω για να πλυθώ, ενώ με συνόδευαν ένας λοχίας με ρεβόλβερ και δυο στρατιώτες με τουφέκια. Μου φέρονταν σαν να ήμουν κάποιος επικίνδυνος εγκληματίας!
Διάφοροι στρατιώτες μού έφερναν το φαγητό μου. Η στάση μου τους παραξένευε, κι αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω κάτι για τον Ιεχωβά. Τους έδωσα καλή μαρτυρία, και πολύ σύντομα μερικοί απ’ αυτούς έγιναν πιο θερμοί μαζί μου και μου προμήθευαν σπίρτα, κεριά, ακόμη και επιπλέον φαγητό. Αρχικά, η Αγία Γραφή μου είχε κατασχεθεί, αλλά χάρη σ’ έναν αξιωματικό, μου επιστράφηκε. Πόσο απολάμβανα το διάβασμα των πολύτιμων λόγων της στο φως των κεριών!
Αργότερα με μετέφεραν σε μια στρατιωτική φυλακή που τώρα πια δεν υπάρχει, στην οδό Σερς-Μιντί, στο Παρίσι. Μια και με έβαλαν στην απομόνωση, είχα άφθονο χρόνο για να κάνω συλλογισμούς γύρω από την κατάστασή μου.
Ήμουν 27 χρονών και υπηρετούσα τον Ιεχωβά ολοχρόνια για δυο χρόνια. Η πρώτη επαφή της οικογένειάς μου με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά έγινε μέσω ραδιοφωνικών εκπομπών που μετέδιδε το Ράδιο Βιτούς, ένας ιδιωτικός σταθμός στο Παρίσι. Αυτό συνέβηκε το 1933. Πήρα τη θέση μου υπέρ της αλήθειας το 1935, αφού τέλειωσα την υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία. Βαφτίστηκα στη Λουκέρνη, στην Ελβετία, τον Αύγουστο του 1936.
Οι γονείς μου, ο αδελφός μου, η αδελφή μου κι εγώ ήμασταν συνταυτισμένοι με τη μοναδική εκκλησία που υπήρχε στο Παρίσι. Ο αδελφός Κνεχτ, που ήταν τότε υπεύθυνος για το έργο στη Γαλλία, ενθάρρυνε συνεχώς τους νεαρούς Μάρτυρες να μπουν στην ολοχρόνια υπηρεσία. Έτσι, τον Απρίλιο του 1938, ο αδελφός μου, η αδελφή μου κι εγώ αποφασίσαμε να γίνουμε σκαπανείς, δηλαδή ολοχρόνιοι διάκονοι. Ο διορισμός μας ήταν το Οσέρ, μια πόλη που βρίσκεται 154 περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από το Παρίσι. Η αδελφή μου, η Ζανέτ, έδινε μαρτυρία μέσα στην ίδια την πόλη, ενώ ο αδελφός μου, ο Μαρσέλ, κι εγώ επισκεπτόμασταν με το ποδήλατο τα γύρω χωριά σε μια ακτίνα 30 περίπου χιλιομέτρων. Τότε το έργο κηρύγματος περιλάμβανε κυρίως τη διανομή Γραφικών εντύπων, χωρίς τη διεξαγωγή επανεπισκέψεων. Θυμάμαι πόσο με ενοχλούσε αυτό.
Τον Ιούνιο του 1938, με προσκάλεσαν να εργαστώ στο γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά, στο Παρίσι. Εκείνη την εποχή το προσωπικό, δηλαδή η οικογένεια Μπέθελ, στη Γαλλία αριθμούσε δέκα περίπου μέλη, κι εγώ διορίστηκα να βοηθάω στο Τμήμα Αποστολής. Εκεί εργαζόμουν όταν με κάλεσαν για στρατιωτική υπηρεσία και έλαβα ένα «νέο διορισμό».
Ο Νέος Διορισμός μου—Η Φυλακή
Από την αρχή κατάλαβα ότι, αν δεν αναζητούσα τρόπους για να κάνω κάτι—όσο μικρό κι αν ήταν αυτό—για τον Ιεχωβά, ενόσω βρισκόμουν στη φυλακή, η πίστη μου θα εξασθενούσε γρήγορα. Αλλά γρήγορα μπόρεσα να δημιουργήσω ευκαιρίες για να μιλήσω σχετικά με την αλήθεια του Λόγου του Θεού. Μερικές βδομάδες αφότου έφτασα στη φυλακή Σερς-Μιντί, με μετέφεραν σ’ ένα θάλαμο με άλλους κρατούμενους. Εκεί συνάντησα ένα φοιτητή της νομικής που είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση, επειδή επέστρεψε από τη στρατιωτική του άδεια με καθυστέρηση μερικών ημερών. Υπήρχε επίσης ένας σπουδαστής κάποιου καθολικού σεμιναρίου, ο οποίος είχε καταδικαστεί για κλοπή. Οι τρεις μας κάναμε πολλές εκτενείς συζητήσεις σχετικά με την αλήθεια της Αγίας Γραφής.
Κάποια μέρα πρόσεξα έναν κρατούμενο που στεκόταν ολομόναχος στη γωνία του προαυλίου. Καθώς τον πλησίαζα, είδα ότι διάβαζε. Του μίλησα. Εκείνος γύρισε και μου έδειξε την Αγία Γραφή του. Φανταστείτε! Ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά! Ήταν πολωνικής καταγωγής, ονομαζόταν Σεγκλάρσκι και, όπως κι εγώ, βρισκόταν στη φυλακή λόγω της ουδετερότητάς του. Επιτέλους, είχα συναναστροφή με κάποιον Χριστιανό! Μπορείτε να φανταστείτε πόσο ενθουσιασμένοι ήμασταν κι οι δυο μας. Τώρα μπορούσαμε να περνάμε πολλές ώρες ευχάριστα, κάνοντας εποικοδομητικές συζητήσεις.
Σ’ αυτή τη φυλακή μάς επέτρεπαν να βγαίνουμε στο προαύλιο αρκετές ώρες τη μέρα, κι έτσι κατάφερνα να μιλάω σε μερικούς κρατούμενους που άκουγαν με ευχαρίστηση το άγγελμα της Αγίας Γραφής. Μερικές φορές έπαιρναν μέρος στις συζητήσεις μας ακόμη και ορισμένοι φρουροί. Είχα βρει να κάνω κάτι για τον Ιεχωβά. Στην πραγματικότητα, η φυλακή είχε γίνει ο νέος μου τομέας για να κηρύττω, και τώρα μπορούσα να κάνω τόσες ώρες όσες οι σκαπανείς, μολονότι δεν μπορούσα να τις αναφέρω σε δελτίο. Αλλά αυτό δεν με πείραζε.
Η Έξοδος
Οι μήνες περνούσαν χωρίς να υπάρξει σχεδόν κανένα σημαντικό γεγονός—η περίοδος αυτή ονομάστηκε Ψευτοπόλεμος. Αλλά αυτή η κατάσταση τερματίστηκε το Μάιο του 1940, όταν οι Γερμανοί επιτέθηκαν στη Γαλλία. Τον Ιούνιο οι γαλλικές αρχές άδειασαν όλες τις φυλακές στο Παρίσι, επειδή πλησίαζαν τα γερμανικά στρατεύματα. Μας φόρτωσαν σε στρατιωτικά φορτηγά και μας πήγαν στην Ορλεάνη, μια κωμόπολη που βρίσκεται 100 και πλέον χιλιόμετρα νότια από το Παρίσι. Ύστερα από μια σύντομη στάση, τόσο οι ποινικοί όσο και οι στρατιωτικοί κρατούμενοι χωρίστηκαν σε ομάδες και διατάχθηκαν να συνεχίσουν με τα πόδια προς τα νοτιοανατολικά, κατά μήκος της βόρειας όχθης του ποταμού Λουάρ. Οπλισμένοι φρουροί επιτηρούσαν τη φάλαγγα. Η πορεία ήταν δύσκολη κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιουνίου.
Ανάμεσά μας υπήρχαν εγκληματίες, και οι φρουροί είχαν λάβει οδηγίες να πυροβολήσουν οποιονδήποτε σταματούσε, έπεφτε ή δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο. Την τρίτη μέρα, ο αδελφός Σεγκλάρσκι άρχισε να υποφέρει από ηλίαση. Αν τον εγκατέλειπα, αυτό θα σήμαινε γι’ αυτόν βέβαιο θάνατο. Οι φρουροί μού επέτρεψαν να τον βάλω σε μια κουβέρτα, με τη βοήθεια μερικών άλλων κρατούμενων, και τον μεταφέραμε μέσα σ’ αυτήν. Την επόμενη μέρα εκείνος ένιωσε καλύτερα και μπόρεσε να συνεχίσει με τα πόδια.
Λίγο πριν φτάσουμε στο Μπριάρ, μια μικρή κωμόπολη χτισμένη στη βόρεια όχθη του Λουάρ, η ομάδα μας έπεσε πάνω σ’ ένα πλήθος ανθρώπων, φορτωμένων με όσα από τα υπάρχοντά τους μπορούσαν να κουβαλήσουν ή να μεταφέρουν με κάρο. Αυτοί έφευγαν προς τα νότια για να ξεφύγουν από τα γερμανικά στρατεύματα που προέλαυναν. Μπορέσαμε έτσι να αντιληφθούμε μέχρις ενός σημείου τις διαστάσεις της εξόδου των πολιτών, οι οποίοι έφευγαν κατά χιλιάδες για να σώσουν τη ζωή τους.
Κατόπιν ανακαλύψαμε ότι οι φρουροί μας είχαν εξαφανιστεί και ότι είχαμε μείνει μόνοι μας. Τι θα κάναμε τώρα; Ήταν αδύνατο να διασχίσουμε τον πλατύ ποταμό Λουάρ και να συνεχίσουμε την πορεία μας προς τα νότια, αφού όλες οι γέφυρες είχαν ανατιναχθεί. Η μικρή μας ομάδα (την οποία αποτελούσαν ο αδελφός Σεγκλάρσκι, δυο άλλοι κρατούμενοι κι εγώ) αποφάσισε να γυρίσουμε στο Παρίσι.
Βρήκαμε μερικά εγκαταλειμμένα άλογα, και τα σελώσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε. Το γόνατό μου ήταν πληγωμένο και δεν μπορούσα να λυγίσω το πόδι μου, έτσι λοιπόν οι σύντροφοί μου έπρεπε να με βοηθήσουν να ανέβω στην πλάτη του αλόγου. Μετά διαπιστώσαμε ότι και το άλογό μου ήταν κουτσό! Έτσι προχωρούσαμε αργά, καθώς το άλογό μου περπατούσε κουτσαίνοντας. Όπως και να είχε, η αποστολή μας έφτασε σύντομα σ’ ένα απότομο τέλος. Είχαμε καλύψει μερικά μόλις χιλιόμετρα, όταν βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ ένα γερμανικό στρατιωτικό απόσπασμα, κι ένας στρατονόμος μας διέταξε να αφιππεύσουμε. Το μόνο που είχαμε καταφέρει να κάνουμε ήταν να αλλάξουμε φρουρούς!
Αιχμάλωτος Πολέμου
Λίγο μετά τη σύλληψή μας, ο αδελφός Σεγκλάρσκι κι εγώ χωριστήκαμε, κι εκείνος έμεινε αιχμάλωτος των Γερμανών μέχρι το τέλος του πολέμου. Αφού πέρασα λίγους μήνες στη φυλακή του στρατοπέδου Ζουανί, στην κεντρική Γαλλία, με έστειλαν στο Στετίνο, ένα λιμάνι στην περιοχή που ονομαζόταν άλλοτε Ανατολική Πρωσία. Τώρα αυτό είναι το πολωνικό λιμάνι Στσέτσιν.
Αφού, όταν με συνέλαβαν οι Γερμανοί, βρισκόμουν τυπικά σε γαλλική στρατιωτική φυλακή, με έβαλαν σ’ ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, όπου η αυστηρότητα των συνθηκών δεν πλησίαζε καν εκείνη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Το στρατόπεδο ήταν ένα τεράστιο υπόστεγο που στέγαζε 500 κρατούμενους, τους οποίους επιτηρούσαν οπλισμένοι φρουροί. Οι κρατούμενοι εργάζονταν στη διάρκεια της μέρας σε διάφορες δουλειές στην πόλη και μεταφέρονταν πίσω στο στρατόπεδο το βράδυ. Πώς λοιπόν θα έβρισκα να κάνω κάτι για τον Ιεχωβά, αφού οι άντρες έλειπαν όλη τη μέρα;
Στο υπόστεγο υπήρχε ένας μεγάλος πίνακας, στον οποίο μπορούσαν να αναρτηθούν σημειώματα με πληροφορίες, κι εγώ πήρα την άδεια να χρησιμοποιώ ένα μικρό τμήμα του πίνακα. Έβρισκα λίγο χαρτί και, αφού το ίσιωνα προσεκτικά, έγραφα αρκετά μικρά κείμενα σχετικά με Γραφικά θέματα. Στο κάτω μέρος εξηγούσα πού και πότε μπορούσε να έρθει και να με δει οποιοσδήποτε ενδιαφερόταν για το άγγελμα της Βασιλείας του Θεού.
Κηρύττω σε Κάθε Είδους Ανθρώπους
Αυτή η μέθοδος έφερε καλά αποτελέσματα. Σύντομα μπορούσα να διεξάγω κάθε βράδυ μια μικρή συνάθροιση με έξι, οχτώ, μερικές φορές ακόμη και δέκα παρόντες. Οι συζητήσεις μας διαρκούσαν συχνά μια ώρα ή και περισσότερο, ανάλογα με τα ερωτήματα που ανέκυπταν. Πότε-πότε έπαιρνε μέρος και κάποιος Γερμανός φρουρός που μιλούσε γαλλικά.
Επειδή είχα μόνο μια Αγία Γραφή, έγραψα στον Ερυθρό Σταυρό στη Γενεύη και τους ζήτησα να μου στείλουν όσες Άγιες Γραφές μπορούσαν. Ο καιρός περνούσε, αλλά τελικά έλαβα το πρώτο μου δέμα με μεταχειρισμένες Άγιες Γραφές. Κάποια μέρα μου είπαν να πάω στο γραφείο του στρατοπέδου, επειδή ήθελε να με δει κάποιος επισκέπτης, ένας αντιπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού. Αποδείχτηκε ότι ήταν ένας Προτεστάντης ιερέας. Αυτός προφανώς νόμιζε ότι κι εγώ ήμουν Προτεστάντης. Απογοητεύτηκε λίγο όταν έμαθε ότι ήμουν Μάρτυρας του Ιεχωβά!
Εντούτοις, ήταν ευγενικός κι έφτασε στο σημείο να με συγχαρεί γι’ αυτό που έκανα. Με διαβεβαίωσε ότι μπορούσα να συνεχίσω να παραγγέλνω Άγιες Γραφές και ότι θα τις λάβαινα. Αυτό αποδείχτηκε αληθινό. Έτσι, μπόρεσα να διανείμω 300 σχεδόν Άγιες Γραφές, όσον καιρό έμεινα σ’ εκείνο το στρατόπεδο. Ύστερα από τον πόλεμο, πόσο χάρηκα όταν έμαθα ότι ένας Βέλγος κρατούμενος, που ονομαζόταν Βατιό και στον οποίο έδωσα μαρτυρία στο στρατόπεδο του Στετίνου, είχε πάρει τη θέση του υπέρ της αλήθειας!
Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας μου στη Γερμανία, είχα το προνόμιο να λαβαίνω δέματα με τρόφιμα από την οικογένειά μου. Σύντομα ανακάλυψα ότι κάθε δέμα έκρυβε επίσης άφθονη πολύτιμη πνευματική τροφή. Η αδελφή μου δακτυλογραφούσε άρθρα από τη Σκοπιά σε πολύ λεπτό χαρτί και τα έκρυβε σε πακέτα με μακαρόνια. Οι φρουροί δεν τα βρήκαν ποτέ. Μάλιστα σε κάποιο δέμα με τρόφιμα έλαβα ένα αντίτυπο του βιβλίου Children (Παιδιά). Αυτό αποδείχτηκε πάρα πολύ χρήσιμο στη διακονία μου.
Επεκτείνω τη Διακονία μου
Επειδή είμαι μηχανικός, μου ανέθεσαν τελικά εργασία σ’ ένα συνεργείο τρακτέρ. Εκεί εργάζονταν 20 περίπου Γερμανοί, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν πολύ μεγάλοι για να επιστρατευθούν. Έκανα λοιπόν προσπάθειες να μάθω λίγα Γερμανικά. Η εγκάρδια επιθυμία μου ήταν να επεκτείνω τη διακονία μου και να μην περιορίζω πια το κήρυγμά μου σε γαλλόφωνους κρατούμενους.
Έπρεπε ωστόσο να ενεργώ προσεκτικά, επειδή οι Γερμανοί εργάτες φοβούνταν να εκφράσουν τις απόψεις τους δημόσια. Έτσι μιλούσα στον καθένα ξεχωριστά. Κατά κανόνα ήξεραν την Αγία Γραφή αρκετά καλά και είχαν ακούσει για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μερικοί ήξεραν μάλιστα ότι πολλοί Μάρτυρες είχαν σταλθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Κάθε μέρα στο συνεργείο κατέληγα να μιλάω με τη σειρά στους συνεργάτες μου για την αλήθεια. Ορισμένοι έδειχναν ευνοϊκή διάθεση προς το άγγελμα, αλλά ο υπεύθυνος όχι. Αναμφίβολα κάποτε το παράκανα, γράφοντας με κιμωλία τις λέξεις Jehovas Zeugen (Μάρτυρες του Ιεχωβά) στον πάγκο που δούλευε, για να του δώσω να καταλάβει ποιος ήμουν. Ο άνθρωπος αυτός φάνηκε να φοβήθηκε όταν τις είδε και τις έσβησε γρήγορα. Αλλά δεν με τιμώρησε. Καθώς περνούσε ο καιρός, διάφοροι άλλοι εργάτες έγιναν φιλικοί. Μάλιστα, μου έφερναν τόσο πολύ φαγητό που μπορούσα να το μοιράζομαι με αρκετούς άλλους κρατούμενους πίσω στο στρατόπεδο.
Ιεχωβά, ένας Οχυρός Πύργος
Στα χρόνια που πέρασαν, έμαθα ότι πάντα μπορούμε να κάνουμε κάτι για τον Ιεχωβά και το συνάνθρωπό μας, όσο δύσκολες κι αν γίνουν οι περιστάσεις. Το Στετίνο βομβαρδίστηκε βαριά αρκετές φορές από τις Συμμαχικές δυνάμεις. Εμείς προσπαθούσαμε να βρούμε καταφύγιο σε χαρακώματα, καλυμμένα με σανίδες και χώμα. Αυτά πρόσφεραν μόνο μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, αφού δεκάδες κρατούμενοι έχασαν τη ζωή τους σε εκείνα τα χαρακώματα. Μερικές φορές, στη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών, ένιωθα κάποιο χέρι να με αρπάζει στο σκοτάδι και να μη με αφήνει, παρά μόνο μόλις τέλειωνε η επιδρομή. Ποτέ δεν έμαθα ποιος ήταν. Προφανώς, μερικοί κρατούμενοι πίστευαν ότι εγώ ήμουν ιδιαίτερα προστατευμένος, επειδή μιλούσα για τον Θεό.
Στη διάρκεια μιας επιδρομής, το στρατόπεδό μας έγινε στάχτη από τις εμπρηστικές βόμβες. Καθώς είχαμε μείνει μόνοι μας στους δρόμους της πόλης, γίναμε μάρτυρες πολλών σκηνών τρόμου. Οι πολίτες που υπέφεραν από βαριά εγκαύματα πηδούσαν στα κανάλια του ποταμού Όντερ, που διαρρέουν το Στετίνο. Όταν αυτά τα θύματα της φωτιάς έβγαιναν από το νερό, ο φωσφόρος εξακολουθούσε να καίει πάνω τους. Πολλοί πέθαναν.
Επειδή τα ρωσικά στρατεύματα πλησίαζαν, μας διέταξαν να φύγουμε από το Στετίνο και να προχωρήσουμε δυτικά προς το Νόιμπραντενμπουργκ και στη συνέχεια προς το Γκίστροβ. Σκαρφαλωμένοι σ’ ένα μεγάλο τρακτέρ, προχωρούσαμε σ’ ένα δρόμο, όπου πότε-πότε έπεφταν οι οβίδες των Σοβιετικών. Τελικά, τα ρωσικά τανκς μας πρόλαβαν στο Γκίστροβ. Οι σοβιετικές δυνάμεις κρούσης ήταν οι κύριοι της πόλης για μια βδομάδα. Τα βρετανικά στρατεύματα πλησίαζαν και, καθώς οι σοβιετικές αρχές περίμεναν να συναντηθούν οι στρατοί, χώρισαν τους στρατιωτικούς κρατούμενους από τους ποινικούς. Κράτησαν μερικούς κρατούμενους και παρέδωσαν τους υπόλοιπους (μαζί κι εμένα) στους Βρετανούς.
Αυτό ήταν το τέλος ενός εφιάλτη. Μερικές βδομάδες αργότερα, βρισκόμουν στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού Γκαρ ντου Νορ, στο Παρίσι. Μόλις χάραζε. Ήταν μέσα Μαΐου του 1945, και είχα επιτέλους επιστρέψει, ύστερα από 69 μήνες αιχμαλωσίας.
Βρίσκω να Κάνω Περισσότερα Πράγματα για τον Ιεχωβά
Το 1946, η Εταιρία με προσκάλεσε και πάλι να υπηρετήσω στο Μπέθελ, που βρισκόταν τότε στο Μονμορανσί, ένα προάστιο βόρεια από το Παρίσι. Μερικούς μήνες αργότερα ο αδελφός Πολ Ντόσμαν κι εγώ διοριστήκαμε να επισκεπτόμαστε τις εκκλησίες στη Γαλλία ως επίσκοποι περιοχής. Εκείνο τον καιρό υπήρχαν 2.000 όλοι κι όλοι Μάρτυρες σ’ ολόκληρη τη χώρα. Σήμερα, ύστερα από 40 και πλέον χρόνια, υπάρχουν πάνω από εκατό χιλιάδες ευαγγελιζόμενοι.
Αργότερα, με προσκάλεσαν πίσω στο Μπέθελ, που βρισκόταν τότε σε μια συνοικία στο Παρίσι. Το 1949, έπειτα από την ενθάρρυνση που μου έδωσαν δυο αδελφοί ιεραπόστολοι από την Αγγλία, άρχισα να μαθαίνω αγγλικά—με κάποια δυσκολία, πρέπει να ομολογήσω. Τον επόμενο χρόνο με προσκάλεσαν στη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς.
Όταν ξαναγύρισα στη Γαλλία, υπηρέτησα για λίγο στο έργο περιοχής, και κατόπιν η Εταιρία μου ζήτησε να υπηρετήσω ως ιεραπόστολος στην Αφρική. Στο μεταξύ είχα παντρευτεί την Τιτίκα, μια αδελφή ελληνικής καταγωγής. Μείναμε στη Σενεγάλη πέντε χρόνια και είχαμε το προνόμιο να δούμε την πρώτη εκκλησία να σχηματίζεται στο Ντακάρ. Αργότερα, αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε στη Γαλλία για λόγους υγείας.
Διανύω τώρα το 50ό μου έτος στην ολοχρόνια υπηρεσία και όλα αυτά τα χρόνια είχα τη χαρά να βοηθήσω εκατό και πλέον άτομα να πάρουν τη θέση τους υπέρ της αλήθειας. Πράγματι, ο Ιεχωβά υπήρξε συνέχεια καλός και γενναιόδωρος μαζί μου. Οι εμπειρίες της ζωής με δίδαξαν ότι, όποια κι αν είναι η κατάστασή μας, μπορούμε πάντα να βρίσκουμε κάποιο τρόπο για να αινούμε και να τιμούμε τον Θεό μας, τον Ιεχωβά.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο Ζαν Κερουά με τη γυναίκα του, την Τιτίκα