Θαρραλέες Αποφάσεις Φέρνουν Ευλογίες στο Σουρινάμ
ΚΑΠΟΤΕ, το Σουρινάμ ήταν «ένα από τα πλουσιότερα κράτη της Καραϊβικής», ανέφερε το διεθνές ειδησεογραφικό περιοδικό South. Τα έσοδα από το βωξίτη, τις γαρίδες, το ρύζι, τις μπανάνες και το κοντραπλακέ, σε συνάρτηση με την οικονομική ενίσχυση που λάβαινε για διάφορα αναπτυξιακά έργα, εξασφάλιζαν στους 400.000 κατοίκους αυτής της πρώην ολλανδικής αποικίας μεγαλύτερη ευημερία από όση είχαν οι περισσότεροι γειτονικοί λαοί.
Εντούτοις, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η οικονομία κατέρρευσε. Η αφθονία έδωσε τη θέση της στις ελλείψεις και οι μακριές ουρές για αγορά τροφίμων έγιναν κοινό θέαμα. Το 1986 το ξέσπασμα του ανταρτοπόλεμου ανάγκασε περίπου δέκα χιλιάδες κατοίκους να φύγουν από το ανατολικό Σουρινάμ και να πάνε στη γειτονική Γαλλική Γουιάνα, για να αρχίσουν ένα νέο τρόπο ζωής στα προσφυγικά στρατόπεδα. Στο μεταξύ, μεγάλα τμήματα της ζούγκλας—τα οποία ήταν τόπος διαμονής για 50.000 περίπου Νέγρους και Αμερινδιάνους—περιήλθαν στον έλεγχο των ανταρτών, με αποτέλεσμα τα συνηθισμένα ταξίδια στην ενδοχώρα να γίνουν επικίνδυνα. Αυτές οι αλλαγές, σύμφωνα με τα σχόλια του περιοδικού South, παρέλυσαν τη χώρα.
Μήπως αυτές οι συνθήκες παρέλυσαν και τις δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά; Αντίθετα, συνέβαλαν στην πρόοδο του έργου τους. Για παράδειγμα, ο αριθμός των Μαρτύρων αυξήθηκε από 920 που ήταν το 1980 σε 1.400 και πλέον σήμερα. Τον Απρίλιο του 1989 υπήρχαν 338 βοηθητικοί σκαπανείς—σχεδόν το 25 τοις εκατό του τότε αριθμού των Μαρτύρων. Αλλά, αυτές οι ευλογίες ήρθαν μόνο ως αποτέλεσμα του θάρρους, της ακεραιότητας και της αγάπης που εκδήλωσαν οι Μάρτυρες κάτω από δοκιμασίες. Εδώ παρατίθενται μερικά πρόσφατα παραδείγματα που δείχνουν πώς οι θαρραλέες αποφάσεις έφεραν πλούσιες ευλογίες στο Σουρινάμ.
Μια Απόφαση που Έσωσε τη Ζωή Του
Ο Λούμεϊ Χούβερ, ένας γεροδεμένος σαραντάρης Μάρτυρας του Ιεχωβά που ήταν αξιωματικός της αστυνομίας, αποφάσισε να παραιτηθεί από τη δουλειά του παρά την κακή οικονομική κατάσταση. Γιατί; Ο Λούμεϊ εξηγεί:
«Από τότε που διάβασα ένα άρθρο στη Σκοπιά το οποίο μας εφιστούσε την προσοχή στους κινδύνους που σχετίζονται με την οπλοφορία, ήξερα ότι έπρεπε να παραιτηθώ απ’ αυτή τη δουλειά.a Όμως, δίσταζα γιατί είχα να φροντίσω γυναίκα και παιδιά. Αλλά όσο περισσότερο ανέβαλλα την απόφασή μου, τόσο περισσότερο με ενοχλούσε η συνείδησή μου. ‘Για να με παρακινεί η οργάνωση του Ιεχωβά να εξετάσω σοβαρά την καταλληλότητα αυτού του είδους εργασίας, πρέπει να υπάρχει σοβαρός λόγος’, υπενθύμιζα στον εαυτό μου. Έτσι τον Ιανουάριο του 1986, το αποφάσισα».
Αλλά ο αρχηγός της αστυνομίας δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει· του υποσχέθηκε μάλιστα να τον διορίσει στην Ταμανρέτζο, μια περιζήτητη θέση σ’ ένα τμήμα κοντά στην πρωτεύουσα. Αλλά ο Λούμεϊ ήταν αποφασισμένος. Έγραψε στον υπουργό δημόσιας τάξης, εξήγησε τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, και ζήτησε να αποχωρήσει από το σώμα. Τον Απρίλιο του 1986 ήρθε η απάντηση: ‘Το αίτημα έγινε δεκτό!’
Σύντομα ο Λούμεϊ βρήκε δουλειά στη Δασονομία. Ο μισθός δεν ήταν το ίδιο καλός, αλλά είχε περισσότερο χρόνο για να συνοδεύει την οικογένειά του στις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας. Πέρασαν δέκα μήνες. Κάποια μέρα, ο Λούμεϊ και ο αδελφός του, αφού εργάστηκαν ολόκληρη τη μέρα στο αγρόκτημα της οικογένειας, πήραν το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Ο ίδιος αφηγείται:
«Καθώς πλησιάζαμε στο σπίτι, παρατήρησα δυο άντρες με φθαρμένα ρούχα και με μαντήλια δεμένα στα κεφάλια τους. ‘Κον τζα (Έλα εδώ)’, μου φώναξαν στα σουριναμέζικα. Καθώς προχωρούσα προς το μέρος τους, εμφανίστηκε ένας τρίτος άντρας έχοντας μια καραμπίνα κρεμασμένη στον ώμο του. Μόνο τότε αντιλήφθηκα περί τίνος επρόκειτο: αντάρτες!
»Με κοίταξαν από την κορφή ως τα νύχια. Κατόπιν ένας απ’ αυτούς με το μαντήλι φώναξε: ‘Τον ξέρω εγώ αυτόν. Είναι αστυνομικός!’ Τα πρόσωπά τους αγρίεψαν. Για μερικά δευτερόλεπτα κοιταζόμασταν. Κρατούσα την αναπνοή μου. Έπειτα άκουσα ένα σιγανό ήχο. Κλικ, κλακ—ο τρίτος άντρας ετοίμασε το όπλο του. Αργά-αργά το σήκωσε και σημάδεψε το στήθος μου, έτοιμος να με εκτελέσει. ‘Μην πυροβολήσεις! Κάνετε λάθος. Δεν είμαι πια αστυνομικός’, φώναξα αυθόρμητα.
»Τότε είδα άλλους δώδεκα οπλισμένους αντάρτες πίσω από το σπίτι. Ένας απ’ αυτούς—ένας μυώδης άντρας ο οποίος φορούσε ένα κομμάτι ύφασμα κρεμασμένο από τη μέση του, είχε δυο φυσιγγιοθήκες περασμένες σταυρωτά στο γυμνό του στήθος και κρατούσε ένα αυτόματο στο χέρι—έκανε ένα βήμα μπροστά. ‘Λες ότι δεν είσαι πια αστυνομικός. Και γιατί δεν είσαι;’ ζήτησε να μάθει. Αμέσως είπα ότι είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά. ‘Οι Μάρτυρες δεν οπλοφορούν’, εξήγησα, ‘έτσι παραιτήθηκα από τη δουλειά του αστυνομικού και τώρα δουλεύω στη Δασονομία. Εμείς είμαστε ουδέτεροι στην πολιτική’, πρόσθεσα.
»Ακούγοντας ότι ήμουν Μάρτυρας, η έκφραση του προσώπου του μαλάκωσε κάπως. ‘Άραγε θα με πιστέψει;’ αναρωτιόμουν. Τότε έφτασε ο μικρότερος αδελφός μου. Ο άντρας με το αυτόματο, προφανώς ο αρχηγός, άρχισε να του κάνει ερωτήσεις. Αφού ο αδελφός μου επιβεβαίωσε όσα είχα πει, ο αρχηγός φάνηκε ικανοποιημένος. ‘Σάκα γιου γκον! (Χαμήλωσε το όπλο σου)’ πρόσταξε τον άλλο αντάρτη. Ένιωσα ανακούφιση. ‘Ευχαριστώ, Ιεχωβά, που με προστάτεψες!’ προσευχήθηκα».
Μερικές μέρες αργότερα, ο Λούμεϊ έμαθε κάτι που επίσης τον συγκλόνισε. Άγνωστοι οπλισμένοι άντρες εκτέλεσαν τρεις αξιωματικούς της αστυνομίας στο αστυνομικό τμήμα της Ταμανρέτζο, σ’ εκείνο ακριβώς το τμήμα που ο διοικητής του είχε προσφερθεί να τον διορίσει! «Αν είχα αγνοήσει τη συμβουλή από το άρθρο της Σκοπιάς, θα ήμουν νεκρός τώρα», λέει ο Λούμεϊ. Στη συνέχεια προσθέτει με ευγνωμοσύνη: «Ο Ιεχωβά αληθινά προστατεύει τους δούλους του».
Η Αγάπη τον Υποκίνησε να Διασώσει τους Αδελφούς Του
Όταν τον Οκτώβριο του 1986 ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών στρατευμάτων και των ανταρτών στην πόλη Μοένγκο όπου υπάρχουν ορυχεία βωξίτη, ο Φρανς Σαλαούμα, ένας Νέγρος γύρω στα σαράντα, έπρεπε να αποφασίσει τι θα κάνει. Τελικά, αυτός, η έγκυος γυναίκα του και οι εφτά γιοι του, μαζί με άλλα άτομα από την πόλη, πέρασαν μέσα από μονοπάτια της ζούγκλας και κατά μήκος του μεγάλου Ποταμού Μαρόνι και αναζήτησαν ασφάλεια στη Γαλλική Γουιάνα.
Όμως, ο Φρανς ανησυχούσε. Δεν βρήκε κανένα Μάρτυρα από την εκκλησία του μεταξύ των προσφύγων. ‘Πού να βρίσκονται; Να γυρίσω πίσω να τους βρω;’ αναρωτιόταν. Αλλά αυτό έκρυβε κινδύνους. Οι αντάρτες ήταν κυρίως Νέγροι. ‘Αν οι κυβερνητικοί στρατιώτες με ανακαλύψουν να διασχίζω κρυφά τη ζούγκλα, χάθηκα’, σκεφτόταν. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε να επιστρέψει για να βρει τους Χριστιανούς αδελφούς του. Είπε σε μερικούς Μάρτυρες στη Γαλλική Γουιάνα: «Την άλλη εβδομάδα, περάστε το ποτάμι για να με πάρετε».
Μετά από μια εβδομάδα εκείνοι πέρασαν απέναντι, αλλά ο Φρανς δεν ήταν εκεί. Περίμεναν ως την επόμενη μέρα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τον Φρανς. «Ας μείνουμε άλλη μια νύχτα», αποφάσισαν. Τότε ο Φρανς και μια ομάδα Μαρτύρων έκαναν την εμφάνισή τους. Τι είχε συμβεί;
«Μόλις βρήκα τους αδελφούς», αφηγείται ο Φρανς, «περάσαμε από το μέρος όπου μαίνονταν οι εχθροπραξίες, καταφέραμε να μπούμε στη ζούγκλα και κατευθυνθήκαμε προς τα σύνορα». Αλλά γιατί αργοπόρησαν; Ο Φρανς έδειξε τα τρία χαρτοκιβώτια που είχε φέρει μαζί του. Είχε πάει ως την πρωτεύουσα να προμηθευτεί Βιβλικά έντυπα για τους πρόσφυγες Μάρτυρες. Οι αδελφοί που τον περίμεναν χάρηκαν πολύ. Την ίδια μέρα, ο Φρανς, οι Μάρτυρες που διασώθηκαν και τα τρία χαρτοκιβώτια πέρασαν τα σύνορα σώοι και αβλαβείς.
Αργότερα ο Φρανς έκανε άλλο ένα ταξίδι για να βοηθήσει περισσότερους Μάρτυρες. Τελικά, 37 Μάρτυρες πέρασαν τα σύνορα κι εγκαταστάθηκαν σε προσφυγικά στρατόπεδα. Τον Φρανς τον έστειλαν σε μια πρώην αποικία λεπρών στη Γαλλική Γουιάνα, όπου οι πρόσφυγες δεν έχουν παρά να λικνίζονται στις αιώρες τους και να διώχνουν τα κουνούπια.
Μολαταύτα, ο Φρανς και η οικογένειά του δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Λίγο μετά την άφιξή του στο στρατόπεδο, ο Φρανς (ο οποίος τώρα είχε αποκτήσει και μια κόρη) κήρυττε δραστήρια τα καλά νέα της Βασιλείας στους δύστυχους που ήταν μαζεμένοι εκεί. Λόγω της καλής επιρροής του, του έδωσαν άδεια να ταξιδεύει με μοτοποδήλατο για να κηρύττει στα άλλα στρατόπεδα. Το αποτέλεσμα; Σήμερα διεξάγει 14 Γραφικές μελέτες με άλλους πρόσφυγες. Τρεις απ’ αυτούς έχουν ήδη βαφτιστεί!
Δεν Συμβιβάστηκε
«Θα γυρίσω πίσω σε δυο εβδομάδες με νέες προμήθειες», είπε ο Βίκτορ Βενς, ένας 58χρονος ειδικός σκαπανέας. Άφηνε πίσω του τη γυναίκα του και μερικά άτομα με τα οποία μελετούσε τη Γραφή σ’ ένα χωριό της ζούγκλας στο κεντρικό Σουρινάμ. Ήταν Ιούνιος του 1987 όταν αυτός ξεκίνησε το ταξίδι του για την πρωτεύουσα.
Όταν η γυναίκα τού Βίκτορ και οι άλλοι τον αποχαιρέτησαν, τα σακιά ρύζι που είχαν ήταν σχεδόν άδεια. Ο ανταρτοπόλεμος είχε αποκόψει τον ανεφοδιασμό σε τρόφιμα. Σύντομα θα ερχόταν πείνα. Από την άλλη, γνώριζαν ότι το ταξίδι του Βίκτορ με κανό ήταν επικίνδυνο. Θα μπορούσε να παγιδευτεί σε ανταλλαγές πυρών ή να τον περάσουν κατά λάθος για αντάρτη. ‘Θα επιστρέψει σώος;’ εκείνοι αναρωτιόνταν καθώς ο ήχος της μηχανής του κανό έσβηνε σιγά-σιγά.
Μετά από δυο εβδομάδες, η γυναίκα τού Βίκτορ άρχισε να πηγαίνει στον ποταμό και να κοιτάει μήπως τον δει, αλλά ο Βίκτορ δεν φαινόταν πουθενά. Πέρασαν μερικές ακόμα εβδομάδες. Τα τρόφιμα τελείωσαν κι εκείνη αρρώστησε. «Σε παρακαλώ, Ιεχωβά, φύλαξε τον άντρα μου», προσευχόταν. «Ας γυρίσει πίσω!» Τρεις μήνες πέρασαν. Ο Βίκτορ δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Τι δεν είχε πάει καλά;
«Μόλις έφτασα στην πρωτεύουσα», αφηγείται ο Βίκτορ αργότερα, «πήρα άδεια να αγοράσω ποσότητα τροφίμων και βενζίνης για έξι μήνες. Στη συνέχεια ζήτησα άδεια να γυρίσω σπίτι. Ο υπεύθυνος αξιωματούχος μου είπε: ‘Να πας, αλλά να βρεις πού κρύβονται οι αντάρτες και να επιστρέψεις να μας δώσεις πληροφορίες’. Ένιωσα απογοήτευση. ‘Δεν μπορώ να το κάνω αυτό’, είπα, ‘ο Ιεχωβά δεν θέλει να υποστηρίζουμε κάποια παράταξη στην πολιτική. Εμείς οι Μάρτυρες είμαστε ουδέτεροι’. Εκείνος απάντησε: ‘Αν είναι έτσι, τότε δεν θα πας σπίτι’.
»Κάθε εβδομάδα ξαναπήγαινα για να ζητήσω άδεια, αλλά η απάντηση παρέμενε η ίδια. Στο μεταξύ, άκουσα ότι η γυναίκα μου ήταν άρρωστη. Ήθελα να πάω σπίτι για να τη φροντίσω. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήθελα να συμβιβαστώ. Ένιωθα ανήμπορος.
»Όταν πήγα και πάλι, προς έκπληξή μου, απάντησαν ότι μπορούσα να φύγω. Εξήγησαν ότι είχαν δώσει άδεια σε μερικούς Πεντηκοστιανούς πάστορες από την περιοχή μου, για να γυρίσουν πίσω, και μπορούσα να πάω μαζί τους. Γεμάτος χαρά, άρχισα να κάνω ετοιμασίες ώσπου έμαθα από ένα φίλο μου ότι αυτοί οι κληρικοί είχαν συμφωνήσει να γίνουν κατάσκοποι. Επειδή δεν ήθελα να δώσω την εντύπωση ότι ήταν ανακατεμένοι και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σ’ αυτή την υπόθεση, ματαίωσα το ταξίδι. Ήμουν και πάλι καθηλωμένος».
Τελικά οι αξιωματούχοι κατάλαβαν ότι ο Βίκτορ δεν επρόκειτο να απαρνηθεί τις πεποιθήσεις του. Την επόμενη φορά που τους πλησίασε, του έδωσαν την άδεια.
Τελικά, τον Οκτώβριο του 1987, η μικρή ομάδα των Μαρτύρων άκουσαν το θόρυβο από τον εξωλέμβιο κινητήρα και είδαν ένα βαρυφορτωμένο κανό να ξεπροβάλλει. «Λυπήθηκα όταν είδα τη γυναίκα μου», αφηγείται ο Βίκτορ. «Ήταν πετσί και κόκαλο. Όμως, κι εκείνη ήταν ευτυχισμένη που δεν συμβιβάστηκα».
«Η θαρραλέα απόφαση του Βίκτορ ήταν ευλογία για μας», σχολιάζει ένας περιοδεύων διάκονος που κάνει έργο στην ενδοχώρα. «Οι αρχές και οι αντάρτες έμαθαν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι ουδέτεροι. Τώρα σέβονται την άποψή μας και το έργο μας σημειώνει πρόοδο».
Παντρεύτηκαν την Τετάρτη Βαφτίστηκαν το Σάββατο
«Μην είστε ανόητοι», τους πίεζαν οι συγγενείς. «Μην παντρευτείτε!» Οι έξι άντρες από τη φυλή των Αουκάνερ Νέγρων, στη νοτιοανατολική άκρη της χώρας, κατανοούσαν τα αισθήματα των συγγενών τους. Εξάλλου, τα έθιμα της φυλής υπαγορεύουν να μην παντρεύεται ο άντρας για να μπορεί να αφήσει τη γυναίκα όποτε θελήσει. Ωστόσο, αυτοί οι άντρες, έχοντας μάθει από τη Γραφική τους μελέτη την άποψη του Ιεχωβά για την πορνεία, έκαναν αλλαγές στον τρόπο σκέψης τους, αντιμετώπισαν την πίεση από το περιβάλλον τους και θαρραλέα αποφάσισαν να παντρευτούν όπως έπρεπε.
Αλλά υπήρχαν κι άλλα εμπόδια. Εξαιτίας της εμπόλεμης κατάστασης είχε κλείσει το Ληξιαρχείο στην ενδοχώρα και το ταξίδι στην πρωτεύουσα ήταν πραγματικά αδύνατο. Οι έξι μέλλουσες νύφες ήθελαν επίσης να φορέσουν αληθινά νυφικά τη μέρα του γάμου τους. Αυτό το γεγονός δείχνει πόση σημασία δίνουν οι ντόπιοι στο νυφικό, μολονότι αυτό δεν είναι πραγματικά αναγκαίο για τους Χριστιανούς.b ‘Πού να βρούμε νυφικά μέσα στο βροχερό δάσος;’ αναρωτιόνταν οι άντρες. Παρ’ όλα αυτά, οι θαρραλέες αποφάσεις που έλαβαν σε αρμονία με τις Βιβλικές αρχές έφεραν ευλογίες. Την Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 1987, έξι νύφες με υπέροχα νυφικά και έξι γαμπροί με κομψά κουστούμια παντρεύτηκαν. Πώς τα κατάφεραν;
«Το Σεπτέμβριο, διευθετήσαμε μια συνέλευση περιφερείας στο Σεν Λοράν της Γαλλικής Γουιάνας και ζητήσαμε από τους Μάρτυρες που ζούσαν στην ενδοχώρα να την παρακολουθήσουν», εξηγεί ο Ντάνιελ φαν Μαρλ, ένας από τους περιοδεύοντες διακόνους ο οποίος και έκανε τους γάμους. «Εκείνη η συνέλευση έδωσε σ’ αυτά τα άτομα την ευκαιρία να παντρευτούν».
Ο Σεσίλ Πίνας, ένα μέλος της Επιτροπής του Τμήματος που επιβλέπει το έργο στην ενδοχώρα, εξηγεί: «Επισκέφτηκα την οικογένεια Μπέθελ στην Ολλανδία στις αρχές αυτού του χρόνου και έκανα νύξη για τους γάμους που επρόκειτο να γίνουν. Αφού ανέφερα ότι χρησιμοποιούμε το ίδιο νυφικό ξανά και ξανά, μεταποιώντας το κάθε φορά ώστε να κάνει στην επόμενη νύφη, τέσσερις αδελφές από το Μπέθελ μου έδωσαν αυθόρμητα τα νυφικά τους ως δώρα για τις ‘αδελφές’ τους στο Σουρινάμ. Συγκινήθηκα πολύ. Αργότερα, σε μια συνέλευση στην Ολλανδία, μας δώρισαν κι άλλα νυφικά».
Το πρωί της μέρας του γάμου, έπρεπε να γίνουν ακόμα μερικές επιδιορθώσεις. «Στα γρήγορα φαρδύναμε τη μέση σε μερικά νυφικά και φτιάξαμε το μάκρος σε άλλα, αλλά τελειώσαμε έγκαιρα», λέει η Μαχρίετ φαν ντε Ρίεπ.
Όταν έγιναν οι γάμοι, πέντε από τους νιόπαντρους ήταν έτοιμοι να κάνουν άλλο ένα βήμα. Το Σάββατο την ίδια εβδομάδα, βαφτίστηκαν στον Ποταμό Μαρόνι. Δεν έβλεπαν την ώρα να επιστρέψουν ως αντρόγυνα στα χωριά τους στη ζούγκλα για να συμμετέχουν στο έργο κηρύγματος. Ευλόγησε ο Ιεχωβά την απόφασή τους;
«Αυτά τα ζευγάρια έδειξαν σε όλους εκεί ότι εμείς οι Μάρτυρες κάνουμε πράξη ό,τι κηρύττουμε», λέει ο Νελ Πίνας που άρχισε το έργο κηρύγματος σ’ αυτή την περιοχή το 1967. «Η απόφασή τους να παντρευτούν για να γίνουν αληθινοί Χριστιανοί έχει εγείρει το ενδιαφέρον σε μακρινά χωριά. Οι Μάρτυρες τώρα πηγαίνουν με τα κανό τους σε ποταμούς όπου δεν είχαμε κηρύξει ποτέ προηγουμένως, βρίσκοντας κι άλλα άτομα τα οποία είναι πρόθυμα να μάθουν για τον Ιεχωβά».
Πράγματι, οι θαρραλέες αποφάσεις του Λούμεϊ, του Φρανς, του Βίκτορ και πολλών άλλων έφεραν πλούσιες ευλογίες σ’ αυτούς και στους συγχριστιανούς τους, στο Σουρινάμ και αλλού. Εμπειρίες σαν κι αυτές αποδεικνύουν συνεχώς την αλήθεια της Βιβλικής παροιμίας: ‘Να εμπιστεύεσαι στον Ιεχωβά με όλη σου την καρδιά και να μη στηρίζεσαι στη δική σου κατανόηση. Να λαβαίνεις υπόψη σου τον Θεό σε κάθε σου βήμα και εκείνος θα ισιώσει το δρόμο σου’.—Παροιμίαι 3:5, 6, ΜΝΚ.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε το άρθρο «Ζητάτε Ειρήνη και Επιδιώκετέ Την», στη Σκοπιά 15 Νοεμβρίου 1983, σελίδες 21-26.
b Βλέπε «Χριστιανικές Γαμήλιες Τελετές Που Φέρνουν Χαρά», στη Σκοπιά 15 Αυγούστου 1984, σελίδες 11, 12.
[Χάρτες/Εικόνα στη σελίδα 24]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
ΓΟΥΙΑΝΑ
ΣΟΥΡΙΝΑΜ
ΠΑΡΑΜΑΡΙΜΠΟ
Ταμανρέτζο
Μοένγκο
Σεν Λοράν
Ποταμός Μαρόνι
ΓΑΛΛΙΚΗ ΓΟΥΙΑΝΑ
ΒΡΑΖΙΛΙΑ
300 χλμ.
200 μίλ.
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Δυο απόψεις μιας όμορφης Αίθουσας Βασιλείας σε μια απόμερη γωνιά της χώρας
[Εικόνα στη σελίδα 26]
Χαρακτηριστική πιρόγα στο Σουρινάμ