Έδειξα Ανταπόκριση στον Καιρό του Θερισμού
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Η ΓΟΥΙΝΙΦΡΕΝΤ ΡΕΜΙ
«Ο ΜΕΝ θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι». Ο Κύριός μας Ιησούς υποκινήθηκε να πει αυτά τα λόγια από τα βαθιά αισθήματα που έτρεφε για ανθρώπους οι οποίοι ήταν «εκλελυμένοι και εσκορπισμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Εγώ νιώθω επίσης αυτό το ίδιο αίσθημα, καθώς εδώ και 40 χρόνια προσπαθώ πάντοτε να ανταποκρίνομαι θετικά στην πρόσκληση του Κυρίου να εργαστώ στο θερισμό.—Ματθαίος 9:36, 37.
Γεννήθηκα στη δυτική Αφρική σε μια οικογένεια με εφτά παιδιά, όλα κορίτσια. Οι γονείς μας ήταν στοργικοί, αλλά και αυστηροί· ήταν επίσης πολύ θρησκευόμενοι. Η παρακολούθηση της εκκλησίας και του κατηχητικού κάθε εβδομάδα δεν επιδεχόταν καμιά αντίρρηση. Για εμένα αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα επειδή αγαπούσα τα πνευματικά πράγματα. Μάλιστα, σε ηλικία 12 χρονών, διορίστηκα να διδάσκω σε τάξεις του κατηχητικού.
Γάμος και Περιπέτεια
Το 1941, σε ηλικία 23 χρονών, παντρεύτηκα τον Λίτσφιλντ Ρέμι, ένα λογιστή στη γραμματεία της αποικίας. Από υλική άποψη ήμασταν ευκατάστατοι, αλλά η αγάπη μας για την περιπέτεια και η επιθυμία μας να συσσωρεύσουμε υλικά πλούτη μας οδήγησαν στη Λιβερία το 1944. Το σημείο στροφής στη ζωή του συζύγου μου, και τελικά και στη δική μου ζωή, ήταν το 1950 όταν συνάντησε τον Χόιλ Έρβιν, έναν ιεραπόστολο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ύστερα από μελέτη μόλις τριών εβδομάδων, ο σύζυγός μου άρχισε να συμμετέχει στο έργο κηρύγματος.
Αναστατώθηκα όταν ο σύζυγός μου σταμάτησε να πηγαίνει στην εκκλησία. Άλλωστε, ήταν πιστός Προτεστάντης ο οποίος μάλιστα νήστευε στη διάρκεια της Σαρακοστής. Την πρώτη φορά που τον είδα να πηγαίνει να κηρύξει, με την τσάντα στο χέρι, έγινα έξω φρενών. «Τι συμβαίνει μ’ εσένα;» απαίτησα να μάθω. «Ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος όπως εσύ πηγαίνει να κηρύξει μ’ αυτούς τους ανόητους ανθρώπους!» Ήταν ήρεμος και ατάραχος όση ώρα τον επέπληττα.
Την επόμενη μέρα, ο αδελφός Έρβιν μάς επισκέφτηκε για να μελετήσει με τον Λίτσφιλντ. Ως συνήθως, δεν συμμετείχα στη μελέτη. Ίσως γι’ αυτό ο αδελφός Έρβιν με ρώτησε αν ήμουν αναλφάβητη. Τι; Εγώ, αναλφάβητη; Τι προσβολή! Θα του έδειχνα πόσο μορφωμένη ήμουν! Θα ξεσκέπαζα αυτή την ψεύτικη θρησκεία!
Δέχομαι την Αλήθεια
Σύντομα έπειτα απ’ αυτό, πρόσεξα το βιβλίο Έστω ο Θεός Αληθής που βρισκόταν στο τραπέζι του καθιστικού. ‘Τι γελοίος τίτλος’, σκέφτηκα. ‘Ο Θεός ήταν πάντα αληθινός, έτσι δεν είναι;’ Καθώς ξεφύλλιζα το βιβλίο, γρήγορα βρήκα κι άλλη αιτία για γκρίνια. Έλεγε ότι ο άνθρωπος δεν έχει ψυχή, είναι ψυχή! Ακόμα και τα σκυλιά και οι γάτες είναι ψυχές! Αυτό πραγματικά με εξόργισε. ‘Τι ανόητη διδασκαλία!’ σκέφτηκα.
Όταν ο σύζυγός μου επέστρεψε στο σπίτι, του μίλησα θυμωμένα. «Αυτοί οι απατεώνες λένε ότι ο άνθρωπος δεν έχει ψυχή. Είναι ψευδοπροφήτες!» Ο σύζυγός μου δεν λογομάχησε μαζί μου· απεναντίας, απάντησε ήρεμα: «Γουίνι, όλα είναι στην Αγία Γραφή». Αργότερα, όταν ο αδελφός Έρβιν μού έδειξε με υπομονή από τη δική μου Αγία Γραφή ότι είμαστε ψυχές και ότι η ψυχή μας πεθαίνει, έμεινα κατάπληκτη. (Ιεζεκιήλ 18:4) Εκείνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το εδάφιο Γένεσις 2:7, το οποίο δηλώνει: «Έγεινεν ο άνθρωπος [Αδάμ] εις ψυχήν ζώσαν».
Πόσο λάθος έκανα! Ένιωθα ότι ο κλήρος με είχε εξαπατήσει και ποτέ δεν ξαναπήγα στην εκκλησία. Αντίθετα, άρχισα να παρακολουθώ τις Χριστιανικές συναθροίσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πόσο εντυπωσιακό ήταν να βλέπεις την αγάπη που υπήρχε ανάμεσά τους! Σίγουρα αυτή ήταν η αληθινή θρησκεία.
Θερισμός στο Ακρωτήριο Πάλμας
Περίπου τρεις μήνες αργότερα, ο σύζυγός μου είχε την ευκαιρία να κλέψει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από την εταιρία στην οποία εργαζόταν—αλλά δεν το έκανε. Οι συνάδελφοί του τον κορόιδευαν λέγοντας: «Ρέμι, θα πεθάνεις φτωχός».
Ωστόσο, λόγω της εντιμότητάς του, πήρε προαγωγή και τον έστειλαν στο ακρωτήριο Πάλμας για να ανοίξει εκεί ένα καινούριο γραφείο. Κηρύτταμε με ζήλο και έπειτα από δυο μόνο μήνες, είχαμε μια μικρή ομάδα η οποία ενδιαφερόταν ζωηρά για το άγγελμα της Αγίας Γραφής. Αργότερα, όταν ο Λίτσφιλντ πήγε στην πρωτεύουσα, τη Μονρόβια, να πάρει μερικές προμήθειες για το καινούριο γραφείο, βαφτίστηκε. Ζήτησε επίσης βοήθεια από την Εταιρία προκειμένου να φροντίσει για τα άτομα στο ακρωτήριο Πάλμας που έδειχναν ενδιαφέρον για την αλήθεια.
Η Εταιρία ανταποκρίθηκε στέλνοντας τον αδελφό και την αδελφή Φάουστ στο ακρωτήριο Πάλμας. Η αδελφή Φάουστ μού πρόσφερε ανεκτίμητη βοήθεια, και το Δεκέμβριο του 1951 συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά με το βάφτισμα. Τώρα, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, ήμουν αποφασισμένη να ‘συνάξω καρπό για αιώνια ζωή’. (Ιωάννης 4:35, 36) Τον Απρίλιο του 1952, ανέλαβα την ολοχρόνια διακονία ως σκαπάνισσα.
Οι προσπάθειές μου ευλογήθηκαν αμέσως από τον Ιεχωβά· μέσα σ’ ένα χρόνο, βοήθησα πέντε άτομα να αφιερωθούν και να βαφτιστούν. Ένα απ’ αυτά τα άτομα, η Λουίζα Μάκιντος, ήταν εξαδέλφη του τότε προέδρου της Λιβερίας, του Γ. Β. Σ. Τάμπμαν. Αυτή βαφτίστηκε, ανέλαβε την ολοχρόνια διακονία και παρέμεινε πιστή στον Θεό μέχρι το θάνατό της το 1984. Σε αρκετές περιπτώσεις έδωσε μαρτυρία στον πρόεδρο.
Στο Κάτω Μπιουκάναν
Το 1957, στη διάρκεια της επίσκεψης του επισκόπου περιφερείας, ο σύζυγός μου κι εγώ προσκληθήκαμε να γίνουμε ειδικοί σκαπανείς. Κατόπιν συζήτησης με προσευχή, δεχτήκαμε το διορισμό. Ο Λίτσφιλντ χρειαζόταν μερικούς μήνες για να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις της κοσμικής του εργασίας στο ακρωτήριο Πάλμας, κι έτσι εγώ πήγα πρώτη στο Κάτω Μπιουκάναν, έναν παρθένο τομέα, για να αρχίσω το έργο εκεί.
Όταν έφτασα, με φιλοξένησε η οικογένεια Μακλίν. Την επόμενη μέρα, σύμφωνα με τη συνήθεια, με πήγε στον υπαρχηγό της φυλής Πέλε. Ο φύλαρχος και η οικογένειά του με καλωσόρισαν θερμά, και έδωσα μαρτυρία σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που βρίσκονταν στο σπίτι του. Έξι τουλάχιστον από τα άτομα στα οποία μίλησα εκείνη τη μέρα, περιλαμβανομένου του υπαρχηγού και της συζύγου του, έγιναν τελικά Μάρτυρες.
Σύντομα έφτασα στο σημείο να διεξάγω τη μελέτη Σκοπιάς στην οποία ήταν παρόντα 20 και πλέον άτομα. Χρειαζόταν να στηρίζομαι εξ ολοκλήρου στον Ιεχωβά, και εκείνος μου έδωσε την απαιτούμενη δύναμη και ικανότητα για να φροντίσω τα πρόβατά του. Όταν αισθανόμουν κουρασμένη ή ανεπαρκής, θυμόμουν άτομα πίστης των αρχαίων χρόνων, ιδιαίτερα γυναίκες όπως η Δεβόρρα και η Όλδα, οι οποίες με αφοβιά έφερναν σε πέρας τις αποστολές που τους ανέθετε ο Ιεχωβά.—Κριταί 4:4-7, 14-16· 2 Βασιλέων 22:14-20.
Το Μάρτιο του 1958, αφού ήμουν μόνο τρεις μήνες στο Κάτω Μπιουκάναν, έλαβα ένα γράμμα που με πληροφορούσε για την επίσκεψη του επισκόπου περιοχής, του Τζον Τσάρουκ. Νοίκιασα το υπόγειο ενός σπιτιού το οποίο θα μπορούσε να χωρέσει ένα μεγάλο πλήθος. Κατόπιν πήγα στο Άνω Μπιουκάναν για να συναντήσω τον αδελφό Τσάρουκ, αλλά δεν ήρθε. Αφού περίμενα μέχρι το σούρουπο, επέστρεψα κουρασμένη στο Κάτω Μπιουκάναν.
Γύρω στα μεσάνυχτα, άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα. Καθώς άνοιξα, είδα όχι μόνο τον επίσκοπο περιοχής αλλά επίσης και το σύζυγό μου, του οποίου η απροσδόκητη άφιξη συνέπεσε τόσο ωραία με την άφιξη του αδελφού Τσάρουκ. Πώς βρήκαν πού έμενα; Είχαν συναντήσει έναν κυνηγό και τον ρώτησαν αν γνώριζε κάποια κυρία η οποία κήρυττε στους ανθρώπους για τον Ιεχωβά. «Ναι», τους απάντησε, και κατόπιν τους έδειξε το δρόμο για το μέρος όπου έμενα. Πόσο ευτυχισμένη ένιωθα που, μόνο μέσα σε τρεις μήνες που ήμουν στο Κάτω Μπιουκάναν, το φως μου έλαμπε τόσο έντονα!—Ματθαίος 5:14-16.
Απολαύσαμε ένα ανώτατο όριο 40 παρόντων στη διάρκεια της επίσκεψης του αδελφού Τσάρουκ. Με τον καιρό ιδρύθηκε μια ακμάζουσα εκκλησία, και μπορέσαμε να κατασκευάσουμε μια όμορφη Αίθουσα Βασιλείας. Ωστόσο, η ζωή δεν κυλούσε πάντα τόσο ομαλά. Για παράδειγμα, το 1963 ξέσπασε θρησκευτικός διωγμός στο Κόλαχουν, και ο σύζυγός μου συνελήφθη και φυλακίστηκε. Τον χτύπησαν τόσο άσχημα που έπρεπε να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο.
Λίγο μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, τον ίδιο εκείνο χρόνο, είχαμε μια συνέλευση στην Γκμπάρνγκα. Την τελευταία μέρα, στρατιώτες περικύκλωσαν όλους τους παρόντες και μας διέταξαν να χαιρετίσουμε τη σημαία. Όταν αρνηθήκαμε, οι στρατιώτες μάς ανάγκασαν να κρατάμε τα χέρια μας ψηλά και να κοιτάμε απευθείας τον ήλιο. Επίσης χτύπησαν μερικούς από εμάς με τους υποκόπανους των όπλων τους. Ως βοήθημα για να κρατήσω την ακεραιότητά μου στον Θεό, έψελνα από μέσα μου τον ύμνο της Βασιλείας «Μη Φοβηθήτε Αυτούς!» Ύστερα απ’ αυτό οι στρατιώτες μάς πέταξαν σε μια βρώμικη φυλακή. Τρεις μέρες αργότερα οι ξένοι Μάρτυρες αφέθηκαν ελεύθεροι, και τον Λίτσφιλντ κι εμένα μας απέλασαν στη Σιέρα Λεόνε. Οι τοπικοί Μάρτυρες ελευθερώθηκαν την επόμενη μέρα.
Επιπρόσθετα Προνόμια και Ανταμοιβές
Διοριστήκαμε να εργαστούμε με την Εκκλησία Μπο, στα νότια της Σιέρα Λεόνε. Υπηρετήσαμε εκεί επί οχτώ χρόνια πριν μεταφερθούμε στη Νιέλε. Ενώ ήμασταν στη Νιέλε ο σύζυγός μου διορίστηκε να υπηρετεί ως αναπληρωτής επίσκοπος περιοχής, και εγώ είχα το προνόμιο να τον συνοδεύω καθώς ενασχολούνταν σ’ αυτή την υπηρεσία. Κατόπιν, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, διοριστήκαμε ξανά στην Εκκλησία Ανατολική Φρίταουν.
Είχα την ανταμοιβή να δω πολλά άτομα με τα οποία μελετούσα την Αγία Γραφή να ασπάζονται την αληθινή λατρεία. Έχω 60 και πλέον πνευματικά παιδιά και εγγόνια σαν ‘συστατικές επιστολές’. (2 Κορινθίους 3:1) Μερικά απ’ αυτά έπρεπε να κάνουν δραστικές αλλαγές, όπως η Βικτόρια Ντάικ, η οποία ήταν προφήτισσα της αίρεσης Αλαντούρα. Αφού εξέτασε το εδάφιο 1 Ιωάννου 5:21, τελικά απαλλάχτηκε από τα πολλά φετίχ της και τα αντικείμενα στα οποία απέδιδε λατρευτικό σεβασμό. Συμβόλισε την αφιέρωσή της με το βάφτισμα και τελικά έγινε ειδική σκαπάνισσα, βοηθώντας πολλούς από τους συγγενείς της να δεχτούν την αλήθεια.
Τον Απρίλιο του 1985, έχασα το σύζυγό μου στο θάνατο, λίγους μόλις μήνες πριν από την 44η επέτειο του γάμου μας. Αλλά δεν έμεινα μόνη μου. Συνεχίζω να υπηρετώ τον Βοηθό μου, τον Ιεχωβά, ως ολοχρόνια διάκονος. Και έχω έναν ιδιαίτερο δεσμό με τα άτομα που έχω βοηθήσει να τον γνωρίσουν. Αποτελούν την οικογένειά μου μ’ έναν ειδικό τρόπο. Τους αγαπώ και με αγαπούν. Όταν είμαι άρρωστη, τρέχουν να με φροντίσουν και, φυσικά, τους βοηθάω κι εγώ.
Χωρίς καμιά αμφιβολία, αν έπρεπε να ξαναρχίσω τη ζωή μου, θα έπαιρνα με χαρά το δρεπάνι μου και θα συμμετείχα στο θερισμό ως συνεργάτρια του Ιεχωβά.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η Γουίνιφρεντ Ρέμι σήμερα