Οι «Διαγγελείς της Βασιλείας» Οργώνουν τα Πολλά Νερά της Γουιάνας
ΓΟΥΙΑΝΑ.a Αυτή η λέξη στη γλώσσα των Αμερινδών σημαίνει «γη των νερών». Πόσο κατάλληλα περιγράφει αυτό το όνομα το έδαφος αυτής της χώρας, της μόνης αγγλόφωνης χώρας στη Νότια Αμερική. Πολλοί ποταμοί και οι παραπόταμοί τους διασχίζουν τη χώρα και ελίσσονται σαν φίδια μέσα από την τροπική ζούγκλα για να φτάσουν από τις ορεινές περιοχές της Γουιάνας στον Ατλαντικό Ωκεανό. Αυτοί οι ποταμοί είναι πολύ σημαντικοί για τη διατήρηση της ζωής στα πολλά χωριά και αγροκτήματα που είναι διασκορπισμένα στις όχθες τους.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Γουιάνα αντιλαμβάνονται ότι, όταν ο Ιησούς προείπε πως επρόκειτο να «κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη», αυτό θα περιλάμβανε το κήρυγμα των καλών νέων στους ανθρώπους που ζουν σε αυτές τις παραποτάμιες περιοχές. (Ματθαίος 24:14) Έτσι επί χρόνια, ομάδες Μαρτύρων, πολλοί από τους οποίους ήταν σκαπανείς, χρησιμοποιούν μεγάλες και μικρές βάρκες για να οργώσουν τα νερά της Γουιάνας και να φέρουν τα καλά νέα στους ανθρώπους.
Προκειμένου να βοηθήσει σε αυτό το έργο, η Εταιρία Σκοπιά στη Γουιάνα έχει μέχρι στιγμής χρησιμοποιήσει πέντε ξύλινα σκάφη με το όνομα Διαγγελέας της Βασιλείας Α΄ ως Διαγγελέας της Βασιλείας Ε΄. Αυτά είναι ξύλινες βάρκες, μήκους 7 μέτρων, ξεσκέπαστες, με καρίνα σε σχήμα V, οι οποίες ονομάζονται μπαλαχού και κατασκευάστηκαν και συντηρούνται από μια οικογένεια Μαρτύρων. Οι αρχικές δυο βάρκες, στις οποίες οι τοπικοί Μάρτυρες αναφέρονται χαϊδευτικά ως Διαγγελείς, αποσύρθηκαν έχοντας πίσω τους δεκαετίες υπηρεσίας. Ωστόσο, τα σκάφη Γ΄, Δ΄ και Ε΄ βρίσκονται ακόμη σε ενεργή υπηρεσία στους ποταμούς Πόμερουν, Μεχάικα και Ντεμεράρα.
Στον Ποταμό Ντεμεράρα
Στη Βρετανία και σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, η λέξη «ντεμεράρα» μπορεί να φέρνει στο νου την καστανόξανθη ζάχαρη ζαχαροκάλαμου, ιδιαίτερα αυτήν που προέρχεται από τις φυτείες που βρίσκονται κατά μήκος αυτού του θολού και γεμάτου λάσπη ποταμού. Στη δυτική όχθη, ο δρόμος που έρχεται από την ακτή τελειώνει εκεί που σταματάει η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου. Πέρα από αυτόν, οι Μάρτυρες βασίζονται στα σκάφη Διαγγελείς της Βασιλείας για να φέρνουν το γλυκό άγγελμα της Βασιλείας του Ιεχωβά στους κατοίκους των παραποτάμιων περιοχών—Ινδουιστές, Μουσουλμάνους και κατ’ όνομα Χριστιανούς.
Οι εκστρατείες κηρύγματος στον Ντεμεράρα μπορούν να είναι μονοήμερες εκδρομές ή να διαρκούν αρκετές εβδομάδες, πηγαίνοντας από αποβάθρα σε αποβάθρα, από το ξημέρωμα μέχρι το σούρουπο. Σε ταξίδια στα οποία περιλαμβάνονται και διανυκτερεύσεις, οι σκαπανείς, όχι μόνο μαγειρεύουν και τρώνε πάνω στη βάρκα, αλλά κοιμούνται επίσης σε αυτήν. Όταν πέφτει η νύχτα, δένουν το Διαγγελέα σε κάποιο δέντρο μαγκρόβια ή τον αγκυροβολούν δίπλα σε μια προβλήτα αν υπάρχει κάποια διαθέσιμη. Στήνουν δυο πασσάλους ύψους δυόμισι μέτρων στην πλώρη και στην πρύμνη. Τεντώνουν καλά ένα σκοινί από τη μια κορυφή ως την άλλη αυτών των κάθετων στύλων, και κρεμάνε από αυτό ένα μεγάλο μουσαμά για να σχηματίσει σκεπή ή στέγη. Αντί για κρεβάτια υπάρχουν σανίδες, και μια κουβέρτα και ένα σεντόνι χρησιμεύουν για στρώμα. Παρ’ όλα αυτά, ο ύπνος έρχεται εύκολα ύστερα από μια δύσκολη μέρα.
«Κάνετε μπάνιο στο λασπόνερο;» ρωτάει κάποιος τους σκαπανείς.
«Όχι, αν μπορούμε να το αποφύγουμε!» είναι η απάντηση. «Κάθε φορά που περνάμε από κάποιο ρυάκι με καθαρό νερό, γεμίζουμε τα δοχεία μας με νερό για να μαγειρεύουμε, να πίνουμε και να πλενόμαστε».
Η εγκαρτέρησή τους ανταμείβεται με πολλές θαυμάσιες εμπειρίες. Σε κάποια περίπτωση, ένας άντρας ήρθε στην αποβάθρα, στάθηκε με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια στη μέση, και μας παρακολουθούσε με ζωηρό ενδιαφέρον. «Διαγγελέας της Βασιλείας Ε΄»! Διάβασε δυνατά το όνομα που ήταν γραμμένο στην πλώρη της βάρκας. «Πρέπει να είστε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μόνο εσείς χρησιμοποιείτε τη λέξη ‘βασιλεία’ με αυτόν τον τρόπο. Έχετε την Αίθουσά σας Βασιλείας και τώρα έχετε και το Διαγγελέα της Βασιλείας».
Από τη Γαλαάδ στον Ποταμό Πόμερουν
Το έργο κατά μήκος του ποταμού Πόμερουν έχει έναν κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, όπως θυμάται ο Φρέντερικ Μακ Άλμαν. Ένα χρόνο μετά την αποφοίτησή του από τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς το 1970, έφτασε στο Τσάριτι, ένα επαρχιακό παραποτάμιο χωριό που βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Πόμερουν σε βάθος 34 χιλιομέτρων στην ενδοχώρα, όπου υπήρχε ένας μικρός όμιλος πέντε ευαγγελιζομένων της Βασιλείας.
«Επί πέντε ολόκληρα χρόνια, είχαμε την ‘ευχαρίστηση’ να κωπηλατούμε με το Διαγγελέα Β΄ πάνω-κάτω στον Πόμερουν, προτού πάρουμε μια μεταχειρισμένη εξωλέμβια μηχανή έξι ίππων», αφηγείται ο αδελφός Μακ Άλμαν. «Κωπηλατώντας στην κατεύθυνση του ρεύματος, κηρύτταμε κατά μήκος της ανατολικής όχθης μέχρι που φτάναμε στο Χάκνι, έντεκα χιλιόμετρα από την εκβολή του ποταμού. Εκεί, κοιμόμασταν άνετα το βράδυ στο σπίτι της αδελφής Ντεκάμπρα, η οποία εκείνον τον καιρό υπηρετούσε ως μαία στην περιοχή. Νωρίς το επόμενο πρωί, συνεχίζαμε κατεβαίνοντας μέχρι την εκβολή του ποταμού προτού περάσουμε απέναντι στη δυτική όχθη. Κατόπιν κάναμε το ταξίδι της επιστροφής, μια απόσταση 34 χιλιομέτρων ως το Τσάριτι».
Η μηχανή των έξι ίππων τούς εξυπηρέτησε καλά επί δέκα χρόνια. Κατόπιν, το 1986, αυτή αντικαταστάθηκε από ένα καινούριο μοντέλο 15 ίππων. Έπειτα από 21 και πλέον χρόνια πιστής υπηρεσίας στον Πόμερουν, ο αδελφός Μακ Άλμαν μπορεί να βλέπει με αίσθημα ικανοποίησης τη νεόχτιστη Αίθουσα Βασιλείας του Τσάριτι, η οποία χρησιμοποιείται τώρα από την εκκλησία των 43 ευαγγελιζομένων που έρχονται από το πάνω και το κάτω τμήμα του ποταμού. Ο μέσος όρος των παρόντων στις συναθροίσεις ξεπερνάει τα 60 άτομα, και στην Ανάμνηση του θανάτου του Ιησού Χριστού που διεξάχτηκε το 1992 συγκεντρώθηκε ένα πλήθος 190 ατόμων!
Έψαξε για τον «Άνθρωπο της Σκοπιάς»
Τις Δευτέρες γίνεται λαϊκή αγορά στο Τσάριτι. Συνεπώς, αυτός είναι κατάλληλος χρόνος για το κήρυγμα των καλών νέων, και οι Μάρτυρες βρίσκονται εκεί με τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! Μια μέρα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Μόνικα Φιτσάλαν, από το Γουαριμόρι, που βρίσκεται στον Μορούκα, ήρθε στην αγορά και πήρε δυο περιοδικά από τον αδελφό Μακ Άλμαν. Όταν όμως γύρισε στο σπίτι της, καταχώνιασε τα περιοδικά στον πάτο μιας κασέλας που είχε για τα ρούχα.
«Αυτά έμειναν εκεί επί δυο χρόνια χωρίς να τα έχω διαβάσει», αναπολεί η Μόνικα. «Κατόπιν αρρώστησα και ήμουν κατάκοιτη για αρκετό διάστημα. Καθώς βρισκόμουν στην ανάρρωση, άρχισα να διαβάζω προσεκτικά κάθε άρθρο από την αναγνωστική ύλη που υπήρχε στο σπίτι για να απασχολούμαι. Τελικά, θυμήθηκα τα δυο περιοδικά που βρίσκονταν στην κασέλα με τα ρούχα και άρχισα να τα εξετάζω». Αμέσως αναγνώρισε ότι αυτή ήταν η αλήθεια.
Όταν η Μόνικα ανέρρωσε, ζήτησε από το σύζυγό της, τον Γιουτζίν, να βρει δουλειά κατά μήκος του Πόμερουν για να μπορέσει εκείνη να εντοπίσει τον κύριο που της έδωσε τα περιοδικά. Ο Γιουτζίν συμφώνησε, αλλά η μόνη δουλειά που μπόρεσε να βρει ήταν σε ένα αγρόκτημα στην περιοχή του Πόμερουν για μια εβδομάδα, από τη Δευτέρα μέχρι το μεσημέρι του Σαββάτου.
Μέχρι εκείνο το Σάββατο, η Μόνικα δεν είχε βρει ακόμη τον άνθρωπο που της έδωσε τα περιοδικά. Κατά το μεσημέρι, ρώτησε το σύζυγό της αν το ρεύμα θα τους επέτρεπε να κωπηλατήσουν μέχρι το Τσάριτι για να βρει τον «άνθρωπο της Σκοπιάς». Μόλις σταμάτησε να μιλάει, άκουσαν βήματα στο μονοπάτι και είδαν το χαμογελαστό πρόσωπο μιας αδελφής η οποία ερχόταν να προσφέρει τα τελευταία αντίτυπα των περιοδικών. «Μήπως ανήκετε στους ανθρώπους της Σκοπιάς;» ρώτησε η Μόνικα. Ακολούθησαν τόσες ερωτήσεις, ώστε η αδελφή χρειάστηκε να γυρίσει πίσω στη βάρκα για να φέρει ενισχύσεις. Ποιος έτυχε να έρθει; Ποιος άλλος από τον αδελφό Μακ Άλμαν!
Διευθέτησαν να γίνεται μια Γραφική μελέτη μέσω αλληλογραφίας. Λίγο καιρό αργότερα, η Μόνικα έστειλε μια επιστολή με την οποία γνωστοποιούσε την αποχώρησή της από την Αγγλικανική Εκκλησία. Σε απάντηση έλαβε ένα σημείωμα από τον ιερέα: «Μην ακούς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έχουν επιφανειακή γνώση της Αγίας Γραφής. Θα έρθω να συζητήσουμε το ζήτημα». Μέχρι στιγμής, ο ιερέας δεν έχει εμφανιστεί. Στο μεταξύ, η Μόνικα βαφτίστηκε το 1975. Ένα χρόνο αργότερα, ο σύζυγός της, τον οποίο οι αδελφοί φωνάζουν τώρα χαϊδευτικά Θείο Γιουτζίν, βαφτίστηκε και αυτός αφού πρώτα εξέτασε προσεκτικά τις Γραφές. (Πράξεις 17:10, 11) Μολονότι ζουν σε απόσταση 12 ωρών με το κανό από την πλησιέστερη εκκλησία στο Τσάριτι, παραμένουν δραστήριοι ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας μέχρι σήμερα.
Ιεραποστολικά Ταξίδια στην Ενδοχώρα
Τα πρόσφατα χρόνια η Εταιρία Σκοπιά έχει υποστηρίξει τακτικές ιεραποστολικές εκστρατείες βαθιά μέσα στην ενδοχώρα. Χρησιμοποιώντας βάρκες που είναι εφοδιασμένες με εξωλέμβιες μηχανές, πρόθυμοι εθελοντές έχουν δοκιμάσει τη συγκίνηση του να φέρνουν τα καλά νέα σε ανθρώπους που ζουν στους καταυλισμούς των Αμερινδών καθώς και σε απομονωμένες κοινότητες ξυλοκόπων και αγροτών κατά μήκος μερικών ποταμών που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές της ενδοχώρας. Σκαπανείς με την πραγματική σημασία της λέξης, αυτοί έχουν το προνόμιο να φέρνουν για πρώτη φορά το ζωοσωτήριο ‘όνομα του Ιεχωβά’ σε αυτές τις απομακρυσμένες περιοχές. (Ρωμαίους 10:13-15) Οι αδελφοί χρειάζεται να υπομένουν πολλές δυσκολίες, μερικές φορές ταξιδεύοντας στους ποταμούς επί τρεις ολόκληρες μέρες και πλέον προκειμένου να φτάσουν σε μερικά από αυτά τα μέρη. Όμως οι ανταμοιβές αξίζουν τον κόπο.
Κάποιος νεαρός Πεντηκοστιανός, ο οποίος ζει κοντά στην κοινότητα ξυλοκόπων της Γκουαμπάνα στον ποταμό Γουάινι, δέχτηκε επίσκεψη στη διάρκεια του πρώτου ιεραποστολικού ταξιδιού που έγινε σε αυτή την περιοχή τον Ιούλιο του 1991. Στην επανεπίσκεψη που ακολούθησε τον Οκτώβριο, έγινε έναρξη Γραφικής μελέτης. Εκείνος είδε για πρώτη φορά από τη δική του Αγία Γραφή ότι το όνομα του Θεού είναι Ιεχωβά, ότι ο Ιησούς δεν είναι ο Παντοδύναμος και ότι η διδασκαλία της Τριάδας δεν είναι Γραφική. (Έξοδος 6:3· 1 Κορινθίους 11:3) Ήταν τόσο ενθουσιασμένος ώστε, αφού έφυγαν οι αδελφοί, συγκέντρωσε μερικούς από τους Πεντηκοστιανούς συντρόφους του και άρχισε να τους δείχνει μέσα από τις δικές τους Άγιες Γραφές την αλήθεια σχετικά με τον Ιεχωβά Θεό και τον Ιησού Χριστό. Όταν η πλειονότητα έστρεψε τα νώτα στην αλήθεια, εκείνος αποφάσισε ότι ήταν καιρός να αποχωρήσει και να βγει από τη ‘Βαβυλώνα τη Μεγάλη’. (Αποκάλυψις 18:2, 4) Όταν οι αδελφοί επέστρεψαν το Φεβρουάριο του 1992 για να τον δουν, αυτός τους είπε τι συνέβη και πρόσθεσε: «Θέλω να ενωθώ μαζί σας. Θέλω να γίνω Μάρτυρας του Ιεχωβά. Θέλω να διδάξω στους ανθρώπους την αλήθεια!»
Εμπειρίες σαν αυτή βοηθούν τους αδελφούς να συνεχίσουν να προχωρούν σε αυτό το δύσκολο έργο. Εκείνοι που πηγαίνουν στα ιεραποστολικά ταξίδια χρειάζεται να θυσιάζουν τις ανέσεις του σπιτιού, να εκτίθενται σε ασθένειες όπως είναι η ελονοσία και να υπομένουν τους κινδύνους της ζωής στη ζούγκλα. Όμως και εκείνοι που μένουν πίσω κάνουν θυσίες επίσης. Οικογένειες χάνουν τους προσφιλείς τους, σε μερικές περιπτώσεις επί εβδομάδες κάθε φορά. Εκκλησίες θα πρέπει να μείνουν χωρίς τους πρεσβυτέρους τους και άλλους νεαρούς άντρες καθώς, μερικές φορές, μόνο ένας αδελφός μένει πίσω για να φροντίσει για τις ανάγκες της εκκλησίας. Παρ’ όλα αυτά, πόση χαρά και ενθάρρυνση αποκομίζει η εκκλησία όταν εκείνοι επιστρέφουν και αφηγούνται τις ενθαρρυντικές εμπειρίες τους! Μπροστά σε αυτή τη χαρά οι θυσίες φαίνονται ασήμαντες.
Οι διαγγελείς της Βασιλείας οι οποίοι οργώνουν τα πολλά νερά της Γουιάνας διαδίδοντας τα καλά νέα απολαμβάνουν μια πραγματικά μοναδική εμπειρία. Μαζί με τους συνεργάτες τους σε όλο τον κόσμο, θαρραλέα και πρόθυμα, ‘αναφέρουν πάντοτε εις τον Θεόν θυσίαν αινέσεως, τουτέστι καρπόν χειλέων ομολογούντων το όνομα αυτού’.—Εβραίους 13:15.
[Υποσημειώσεις]
a Το όνομα της χώρας, το οποίο παλιά ήταν Βρετανική Γουιάνα, άλλαξε και έγινε Γουιάνα αφότου η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία το 1966.
[Χάρτες στη σελίδα 24]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΟΝΔΟΥΡΑ
ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ
ΚΟΣΤΑ ΡΙΚΑ
ΠΑΝΑΜΑΣ
ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ
ΚΟΛΟΜΒΙΑ
ΓΟΥΙΑΝΑ
ΣΟΥΡΙΝΑΜ
ΓΑΛΛΙΚΗ ΓΟΥΙΑΝΑ
ΒΡΑΖΙΛΙΑ
ΒΟΛΙΒΙΑ
ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
[Εικόνες στις σελίδες 26, 27]
Αριστερά: Επίδοση μαρτυρίας τη μέρα που γίνεται λαϊκή αγορά
Πάνω: Συζητώντας τα καλά νέα στον ποταμό Ντεμεράρα
Πάνω δεξιά: Ομάδα ιεραποστόλων επιστρέφει κωπηλατώντας στον καταυλισμό