Ποια Είναι η Άποψις της Βίβλου;
Μπορεί ένας Τέλειος Νόμος να Έχη Λάθη;
Ο ΝΟΜΟΣ που έδωσε ο Θεός στους Ισραηλίτας ήταν τέλειος. Σχετικά μ’ αυτό τον Νόμο οι Γραφές λέγουν: «Ο . . . νόμος είναι άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή.» (Ρωμ. 7:12) Εντούτοις, μπορεί να ρωτήση κανείς, γιατί, λοιπόν, η Γραφή λέγει επίσης ότι η διαθήκη του Νόμου έχει κάποια αδυναμία, ένα λάθος;
Διαβάζομε: «Εάν η πρώτη εκείνη [διαθήκη] ήτο άμεμπτος, δεν ήθελε ζητείσθαι τόπος δια δευτέραν.» (Εβρ. 8:7) «Αθέτησις μεν γίνεται της προηγουμένης εντολής δια το ασθενές και το ανωφελές αυτής· επειδή ο νόμος ουδέν έφερεν εις το τέλειον.»—Εβρ. 7:18, 19.
Για να κατανοήσωμε πώς ένας τέλειος νόμος μπορεί να λεχθή ότι είναι ‘ασθενής’ και ‘ανωφελής,’ πρέπει να έχωμε υπ’ όψιν ότι η τελειότης μπορεί να είναι σχετική. Παραδείγματος χάριν, ένας τελείως στρογγυλός πάσσαλος είναι ακατάλληλος να καλύψη μια τετράγωνη τρύπα.
Ομοίως, στην περίπτωσι του Νόμου, ο Νόμος δεν μπορούσε να κάμη εκείνο για το οποίο δεν ήταν προωρισμένος. Ωστόσο, ήταν άγιος, δίκαιος και αγαθός, ήταν άμεμπτος εν σχέσει με τον σκοπό που είχε ο Θεός γι’ αυτόν. Ποιον σκοπό εξυπηρέτησε;
Απαντώντας σ’ αυτή την ερώτησι, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Εξ αιτίας των παραβάσεων προσετέθη [δια να κάμη τις παραβάσεις φανερές ΜΝΚ] εωσού έλθη το σπέρμα . . . ο Νόμος έγεινε παιδαγωγός ημών εις τον Χριστόν.» (Γαλ. 3:19, 24) ‘Ο νόμος έχει σκιάν των μελλόντων αγαθών, ουχί αυτήν την εικόνα των πραγμάτων.’—Εβρ 10:1.
Ο Νόμος εξεπλήρωσε τον σκοπό του στο να κάμη φανερές τις παραβάσεις. Έθετε όρια που τόνιζαν καθαρά τι απαιτούσε ο Ιεχωβά σχετικά με τη διαγωγή του λαού του. Επειδή οι Ισραηλίται ήσαν ατελείς, δεν μπόρεσαν να τηρήσουν αυτόν τον Νόμο στην εντέλεια. Συνεπώς έκαμε φανερές τις παραβάσεις των. Ο Νόμος έδειξε αναμφισβήτητα ότι οι Ισραηλίται είχαν ανάγκη να συγχωρηθούν οι αμαρτίες των, επίσης ότι χρειαζόταν μια θυσία που θα μπορούσε πραγματικά να εξιλεώση τις αμαρτίες των.
Ο Νόμος ως παιδαγωγός χρησίμευσε για να προετοιμάση τους Ισραηλίτας να δεχθούν τον Μεσσία, δηλαδή τον Χριστό. Τα παληά χρόνια ο παιδαγωγός δεν ήταν διδάσκαλος, όπως είναι ένας διδάσκαλος στο σχολείο. Η ευθύνη του ήταν να προφυλάσση το παιδί από σωματική και ηθική βλάβη. Μπορούσε να διαπαιδαγωγήση το παιδί και να του διδάξη ζητήματα διαγωγής, αλλά δεν παρείχε όλη την αναγκαία εκπαίδευσι. Ο παιδαγωγός συνώδευε το παιδί στο σχολείο και το παρέδιδε στον διδάσκαλο.
Ο Νόμος συνεπώς, ενήργησε σαν ένας αρχαίος παιδαγωγός. Οι διατάξεις του είχαν σκοπό να βοηθήσουν τους Ισραηλίτας να διατηρήσουν την καλή τους σχέσι με τον Ιεχωβά Θεό για να μη υποφέρουν. Ο νόμος τούς έλεγε: «Θέλετε περιπατεί εις πάσας τας οδούς, τας οποίας Ιεχωβά ο Θεός σας προσέταξεν εις εσάς· δια να ζήτε και να μακροημερεύητε εν τη γη, την οποίαν θέλετε κληρονομήσει.»—Δευτ. 5:33, ΜΝΚ.
Ο Νόμος επίσης ζητούσε αυστηρή πειθαρχία. Οι παραβάτες δεν έμειναν ατιμώρητοι. Σχετικά με σοβαρές παραβάσεις του Νόμου, όπως είναι η μοιχεία, ο φόνος, η απαγωγή, διαβάζομε: «Εάν τις αθετήση τον νόμον του Μωυσέως, επί δύο ή τριών μαρτύρων αποθνήσκει χωρίς έλεος.» (Εβρ. 10:28) Η γρήγορη εκτέλεσις των εσκεμένων παραβατών χρησίμευε για να εμφυτεύση στους παρατηρητάς υγιή φόβο και ενεργούσε σαν αναχαιτιστική δύναμις στην παρανομία.
Όταν ήλθε ο Μεσσίας, ένα Ιουδαϊκό υπόλοιπο γεμάτο μετάνοια τον δέχθηκε πρόθυμα ως τον διδάσκαλο του. Στην περίπτωσί τους, ο νόμος εξεπλήρωσε τον σκοπό του ως άμεμπτος παιδαγωγός.
Διάφορες απόψεις του Νόμου, περιλαμβανομένων των εορτών, της σκηνής και των θυσιών, αποτελούσαν σκιά που παρίστανε μεγαλύτερα μελλοντικά πράγματα. Η σκιά δίνει κάποια ιδέα για το γενικό σχήμα του πραγματικού αντικειμένου που την ρίχνει. Ομοίως οι σκιές του Νόμου βοήθησαν τους ειλικρινείς Ισραηλίτας ν’ αναγνωρίσουν τον Μεσσία, επειδή μπόρεσαν να ιδούν πώς ο Μεσσίας εξεπλήρωσε αυτές τις σκιές. Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Χριστιανούς των Κολοσσών, ετόνισε αυτό το γεγονός: «Το σώμα [δηλαδή η πραγματικότης] . . . είναι του Χριστού.»—Κολ. 2:17.
Μολονότι, όμως, ο Νόμος υπηρέτησε τέλεια τον σκοπό του Θεού, δεν μπορούσε να κάμη εκείνο για το οποίο δεν ήταν προωρισμένος. Χρειαζόταν κάτι άλλο για να επιτύχη μόνιμο καθαρισμό από την αμαρτία και να δώση στα άτομα μια καθαρή συνείδησι ενώπιον του Ιεχωβά Θεού. Γι’ αυτό, η νέα διαθήκη που έκαμε ο Θεός μέσω του Ιησού Χριστού, ήταν ανώτερη από την παλαιά διαθήκη του Νόμου. Η νέα διαθήκη έγινε έγκυρη όχι με θυσίες ζώων, αλλά με τη θυσία του τελείου ανθρώπου Ιησού Χριστού. Αυτή η τέλεια ανθρώπινη θυσία μπορεί να καθαρίση από τις αμαρτίες και να δώση καθαρή συνείδησι σ’ εκείνους που πιστεύουν στην εξιλεωτική της δύναμι.
Οι θυσίες των ζώων που προσεφέροντο σύμφωνα με τις διατάξεις του Μωσαϊκού νόμου προεσκίαζαν απλώς τη μια θυσία του Ιησού Χριστού. Αυτό γίνεται φανερό στην επιστολή προς Εβραίους 10:1-4: «Διότι ο νόμος . . . δεν δύναται ποτέ δια των αυτών θυσιών, τας οποίας προσφέρουσι κατ’ ενιαυτόν πάντοτε, να τελειοποιήση τους προσερχομένους· επειδή τότε δεν ήθελον παύσει να προσφέρονται, διότι οι λατρευταί άπαξ καθαρισθέντες, δεν ήθελον έχει πλέον ουδεμίαν συνείδησιν αμαρτιών· αλλ’ εν αυταίς γίνεται κατ’ ενιαυτόν ανάμνησις αμαρτιών διότι αδύνατον είναι αίμα ταύρων και τράγων να αφαιρή αμαρτίας.»
Εκτός από το γεγονός ότι οι θυσίες ζώων δεν μπορούσαν ν’ αφαιρέσουν αμαρτίες, ο Ιουδαίος αρχιερεύς ήταν κι αυτός άνθρωπος υποκείμενος στην αμαρτία και στον θάνατο. Συγκρίνοντας τη θέσι του Ιησού Χριστού ως αρχιερέως και τη θέσι του Ιουδαίου αρχιερέως από την οικογένεια του Ααρών, τα εδάφια Εβραίους 7:26-28 λέγουν: «Τοιούτος αρχιερεύς έπρεπεν εις ημάς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος, όστις δεν έχει καθ’ ημέραν ανάγκην, ως οι αρχιερείς, να προσφέρη πρότερον θυσίας υπέρ των ιδίων αυτού αμαρτιών, έπειτα υπέρ των του λαού· διότι άπαξ έκαμε τούτο, ότε προσέφερεν εαυτόν. Διότι ο νόμος καθιστά αρχιερείς ανθρώπους έχοντας αδυναμίαν· ο λόγος όμως της ορκωμοσίας της μετά τον νόμον κατέστησε τον Υιόν, όστις είναι τετελειωμένος εις τον αιώνα.»
Ο νόμος, λοιπόν, ήταν ‘ασθενής’ με την έννοια ότι το ιερατείο που αποτελείτο από θνητούς ανθρώπους και οι θυσίες ζώων δεν μπορούσαν να κάμουν τους Ισραηλίτας να μη έχουν τελείως καμμιά συνείδησι της αμαρτίας. Μόνον η τελεία θυσία του Ιησού Χριστού και το ανώτερο ιερατείο του μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό.
Έτσι, οι Άγιες Γραφές εξηγούν καθαρά ότι ο Νόμος που δόθηκε στον Ισραήλ ήταν τέλειος με μια σχετική έννοια. Δεν ήταν ατελής στην εκπλήρωσι του σκοπού για τον οποίον είχε δοθή. Έκανε φανερές τις παραβάσεις, προεσκίαζε μεγαλύτερη πραγματικότητα, έκαμε δυνατή την αναγνώρισι αυτής της πραγματικότητος και προετοίμασε ένα λαό για να δεχθή τον Μεσσία. Ο Νόμος, επειδή είχε ένα προκαταρκτικό ρόλο, αντικαταστάθηκε από την πραγματικότητα που συγκεντρώνεται στον Ιησού Χριστό. Ο Νόμος, αν συγκριθή μ’ αυτή την πραγματικότητα, ήταν ασθενής και ελλιπής. Αν εξετασθή όμως, από την άποψι του σκοπού, για τον οποίο είχε δοθή, ο Νόμος ήταν τέλειος, άμεμπτος.