Το Πιάνο—Ένα Εύστροφο και Εκφραστικό Όργανο
ΠΟΙΟ είναι το αγαπημένο σας μουσικό όργανο; Δεν θα εκπλαγή κανείς αν η απάντησίς σας είναι, Το πιάνο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και μόνο, είκοσι ένα και πλέον εκατομμύρια άνθρωποι παίζουν αυτό το όργανο. Και δεν απορεί κανείς, επειδή το πιάνο έχει πολλές ιδιότητες που το κάνουν ιδανικό ως μέσον μουσικής εκφράσεως, τόσο για τον ερασιτέχνη όσο και για τον επιδέξιο επαγγελματία.
Η έκτασις (κλίμαξ) του πιάνου, που αποτελείται από ογδόντα οκτώ νότες, είναι η μεγαλύτερη κλίμαξ που έχει οποιοδήποτε όργανο με βάσι. Οι νότες του μπορούν να φθάσουν υψηλότερα από τις νότες ενός πίκολο (μικρό φλάουτο) και χαμηλότερα από τις νότες ενός μπάσσου (βαθύφωνου) βιολιού. Λόγω του τρόπου με τον οποίον είναι κατασκευασμένο το πιάνο, ο πιανίστας μπορεί να παίζη και μελωδία και ‘ακομπανιαμέντα’ συγχρόνως. Στην πραγματικότητα, όταν παίζωνται κομμάτια για πιάνο (α-κατρ-μαίν), δύο πιανίστες μπορούν να χτυπούν είκοσι τέσσερις νότες συγχρόνως. Με το πιάνο μπορεί να παίξη κανείς πολλά διαφορετικά είδη μουσικής και ταιριάζει μ’ οποιονδήποτε σχεδόν συνδυασμό οργάνων. Ωστόσο, ακόμη και ο αρχάριος μπορεί σύντομα να μάθη να παίζη απλά κομμάτια χωρίς παραφωνίες. Χωρίς αμφιβολία, είσθε μεταξύ των εκατομμυρίων που χαίρονται ν’ ακούουν μουσική πιάνου, ή, ίσως, απολαμβάνετε τη χαρά να παίζετε ο ίδιος πιάνο.
Καθώς απολαμβάνετε τη μουσική πιάνου, έχετε αναρωτηθή ποτέ τι συμβαίνει μέσα στο μεγάλο ξύλινο κιβώτιο—τι κάνει αυτό τον χαριτωμένο μεταλλικό ήχο να βγαίνη όταν ο πιανίστας κτυπά τη μακρά σειρά των μαύρων και λευκών πλήκτρων; Πώς προήλθε το πιάνο;
Από απόψεως μουσικής ιστορίας, το πιάνο έκανε μάλλον πρόσφατα την εμφάνισί του. Μολονότι υπάρχουν πληροφορίες για όργανα με πλήκτρα που χρονολογούνται από τα μέσα του δεκάτου τετάρτου αιώνος, μόνο το 1700 περίπου ήλθε σε ύπαρξι το πρώτο πραγματικό πιάνο. Ήταν εφεύρεσις του Μπαρτολομέο Κριστοφόρι, ενός κατασκευαστού κλαβεσίνων (σπινέτων) στη Φλωρεντία της Ιταλίας. Το κλαβεσίνο ήταν το πιο γνωστό όργανο με πλήκτρα εκείνο τον καιρό, αλλά είχε το μειονέκτημα ότι μπορούσε να παράγη μουσική ουσιαστικά μόνο μιας εντάσεως, επειδή ο μηχανισμός απλώς ‘τσιμπούσε’ τις χορδές. Επετεύχθη ποικιλία με το να προσθέσουν διαφορετικές ομάδες χορδών, αλλ’ ακόμη ο παίκτης δεν μπορούσε ν’ αλλάξη τον ήχο σημαντικά με τον τρόπο που κτυπούσε τη νότα. Η εφεύρεσις του Κριστοφόρι εξ άλλου, έκανε χρήσι μικρών σφυριών που χτυπούσαν τις χορδές αντί να τις ‘τσιμπούν.’ Αυτή η καινοτομία καθιστούσε ικανό τον παίκτη να ελέγχη τον ήχο κάθε νότας, με τη δύναμι με την οποία κτυπούσε το πλήκτρο. Μπορούσε ν’ ανεβάση ωρισμένες νότες και είχε γι’ αυτό τον σκοπό στη διάθεσί του ολόκληρη την κλίμακα της εντάσεως, από το «πιάνο» (απαλοί ήχοι) μέχρι το «φόρτε» (δυνατοί ήχοι). Το νέο αυτό όργανο ωνομάσθηκε γραβιτσέμπαλο κολ πιάνο ε φόρτε («κλαβεσίνο με απαλούς και δυνατούς ήχους»), που αργότερα απλοποιήθηκε σε «πιανοφόρτε» και τελικά σε «πιάνο.»
Μολονότι το πιάνο υπέστη πολλές αλλαγές στα επόμενα χρόνια, το όργανο του Κριστοφόρι είχε τα απαραίτητα στοιχεία του συγχρόνου πιάνου: ατσάλινες χορδές, σφυράκια, κλειδιά, σιωπητήρες (μικρά κομμάτια από τσόχα που βρίσκονται ανάμεσα στα σφυράκια και στις χορδές για να σταματούν τον τόνο όταν σταματά ο πιανίστας να πατά το κλειδί ή πλήκτρο) και διαφυγές, ένα όργανο που κάνει το σφυράκι να πέφτη λίγο πιο μακρυά από τη χορδή, όσον χρόνο ο πιανίστας πατά το πλήκτρο. Το πιάνο του Κριστοφόρι, όμως, συνάντησε μικρή επιτυχία στην Ιταλία. Έτσι, ο Κριστοφόρι επέστρεψε πάλι στην κατασκευή κλαβεσίνων αφήνοντας την περαιτέρω ανάπτυξι του νέου οργάνου σε άλλους.
Οι Γερμανοί που ζούσαν στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Αγγλία και στην Αμερική συνέβαλαν περισσότερο στην ανάπτυξι του πιάνου στα χρόνια που ακολούθησαν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1700 ο Γκότφρηντ Σίλβερμαν, από το Φράιμπεργκ της ανατολικής Γερμανίας, εξοικειώθηκε με το σχέδιο του Κριστοφόρι και άρχισε να κατασκευάζη πιάνα. Αργότερα, ο μαθητής του, Γιόχαν Λ. Στάιν, άρχισε να κατασκευάζη πιάνα στο Άουξμπουργκ της νοτίου Γερμανίας.
Αλλά για να συνεχίση το πιάνο ν’ αναπτύσσεται, έπρεπε οι μουσικοί ν’ αγαπήσουν αυτό το όργανο και να υποκινηθούν να γράψουν μουσική για πιάνο. Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο μεγάλος Γερμανός συνθέτης, αναφέρεται ότι έπαιξε σε πιάνα Σίλμπερμαν, μολονότι ποτέ δεν είλκυσαν τη φαντασία του. Αλλά δύο από τους γυιους του Μπαχ, ο Καρλ Φιλίπ Εμανουέλ και ο Γιόχαν Κρίστιαν συνέβαλαν σημαντικά στο ν’ αποκτήση δημοτικότητα το πιάνο. Ο Καρλ Φιλίπ Εμανουέλ Μπαχ έγραψε τον πρώτο αξιόλογο οδηγό για δακτυλοθεσία στο πιάνο. Δοκίμιον για τα Όργανα με Πλήκτρα, καθώς επίσης και 210 διατάξεις των πλήκτρων. Ο νεώτερος αδελφός του, ο Γιόχαν Κρίστιαν, ήταν ο πρώτος που έκανε δημόσια εμφάνισι παίζοντας μουσικά κομμάτια στο πιάνο, στο Λονδίνο το 1777. Ο πρώτος συνθέτης που έγραψε κομμάτια αποκλειστικά για πιάνο ήταν ο Μούτζιο Κλεμέντι, ο οποίος δημοσίευσε τρεις σονάτες το 1773.
Ωστόσο, εκείνος που έγινε ο πιο γνωστός πιανίστας-συνθέτης των ημερών του και ο οποίος συνέβαλε περισσότερο στην ανάπτυξι της μουσικής για πιάνο από οποιονδήποτε άλλο συνθέτη του δεκάτου ογδόου αιώνος ήταν ο Αυστριακός Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Έγραψε το πρώτο του κονσέρτο για πιάνο σε ηλικία ένδεκα ετών και συνέθεσε πολλά περισσότερα στη διάρκεια της ζωής του. Προτιμούσε τα πιάνα των Γερμανών και Βιεννέζων κατασκευαστών, και ιδιαίτερα τα πιάνα του Γιόχαν Στάιν. Αυτά τα πιάνα έφθασαν στον κολοφώνα της αναπτύξεώς των προς το τέλος του δεκάτου ογδόου αιώνος. Είχαν μια καλά ισορροπημένη κλίμακα, που δεν ήταν ούτε μπάσσα ούτε πρίμα λόγω πολύ υψηλής εντάσεως, αλλά υπήρχε μια ισορροπία μεταξύ των δύο. Αυτά τα όργανα παρήγαν ένα ωραίο μελωδικό τόνο, αλλά χωρίς τη συνήθη έντασι των συγχρόνων πιάνων. Πολλοί πιστεύουν ότι οι συνθέσεις του Μότσαρτ αποδίδουν καλύτερα όταν παίζωνται σ’ αυτό το είδος πιάνου.
Το Πιάνο Αποκτά Οντότητα
Στη διάρκεια αυτού του καιρού, μια άλλη σχολή κατασκευής πιάνων ανεπτύσσετο στην Αγγλία, υπό την διεύθυνσι της Εταιρίας Μπρόντγουντ. Τα πιάνα αυτά ήσαν μεγαλύτερα, οι χορδές ήσαν πιο βαριές και, συνεπώς, παρήγαν μεγαλύτερο ήχο. Αυτό το είδος του πιάνου έδειχνε ότι η κατασκευή των πιάνων θα συνεχιζόταν με επιτυχία τον δέκατο ένατο αιώνα. Καθώς ανεπτύσσετο το παίξιμο στο πιάνο και οι μουσικές συνθέσεις, οι απαιτήσεις για την κατασκευή αυτού του οργάνου άρχισαν να γίνωνται μεγαλύτερες.
Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, ο οποίος εμφανίσθηκε παίζοντας ένα κονσέρτο στη Βιέννη το 1792 σε ηλικία είκοσι δύο ετών, είχε τρομερή τεχνική ικανότητα και ήταν επίσης γνωστός για το βάθος της εκφράσεως και της δυνάμεως του παιξίματός του. Η μουσική του ήταν πράγματι μουσική για πιάνο. Το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής που είχε κυκλοφορήσει πριν από τον Μπετόβεν, μπορούσε να παιχθή στα περισσότερα όργανα με πλήκτρα και, συχνά, παρουσιαζόταν ως μουσική «για κλαβεσίνο ή πιάνο.» Αλλά δεν μπορούσε να υπάρχη αμφιβολία για τη μουσική του Μπετόβεν. Ήταν μουσική για πιάνο, και απαιτούσε το καλύτερο τόσο από απόψεως εκτελεστού, όσο και από απόψεως πιάνου, απαιτούσε δηλαδή περισσότερο από αυτό που μπορούσαν να δώσουν τα πιάνα εκείνης της εποχής. Ο Μπετόβεν ήταν γνωστός για το ότι έπαιζε πιάνο με τέτοια δύναμι ώστε στη διάρκεια της εκτελέσεως, τα κλειδιά, τα σφυράκια και οι χορδές έσπαζαν.
Σε μια προσπάθεια ν’ αντιμετωπίσουν τις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις του πιανίστα, οι κατασκευασταί πιάνων έκαναν μεγαλύτερους και βαρύτερους σκελετούς οι οποίοι θα υποστήριζαν την επιθυμητή έντασι των χορδών. Η πραγματική λύσις του προβλήματος απεδείχθη ότι ήταν ο μονοκόμματος χαλύβδινος σκελετός. Το 1825, η ιδέα εφαρμόσθηκε στα «τετράγωνα πιάνα» (που έμοιαζαν με το κλαβίχορδο ή κλειδόχορδο) από τον Αμερικανό τεχνίτη Αλφέους Μπάμπκοκ, και εισήχθη στα μεγάλα πιάνα του Τζώνας Τσίκερινγκ από τη Βοστώνη. Αργότερα, η ιδέα αυτή υπέστη βελτιώσεις από την Εταιρία Στάινγουεη και Υιοί της Νέας Υόρκης· ο σκελετός των πιάνων αυτής της εταιρίας, ο οποίος ανεπτύχθη το 1855, υπήρξε το πρότυπο για όλα τα επόμενα πιάνα μέχρι σήμερα. Από πρακτικής απόψεως, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1800, το πιάνο ανεπτύχθη και έγινε το όργανο που γνωρίζομε σήμερα, μολονότι γίνονται ακόμη πολλές τροποποιήσεις.
Πώς Παράγει Μουσική το Πιάνο
Έτσι, όταν παρατηρήτε ένα σύγχρονο μεγάλο πιάνο, τι βλέπετε; Η προσοχή σας ελκύεται κατ’ αρχήν από το μεγάλο σιδερένιο σκελετό, ή κάσσα, που τον έχουν περάσει με ένα χρυσαφί μπρούντζο. Πάνω στον σκελετό αυτό έχουν τοποθετηθή περίπου 240 χαλύβδινες χορδές διαφόρου μήκους και διαμέτρου, οι βραχύτερες και λεπτότερες στο πρίμο ή δεξιό άκρο και οι μακρύτερες και βαρύτερες—οι μπάσσες χορδές—στο αριστερό άκρο. Οι μπάσσες χορδές είναι ντυμένες μ’ ένα ακόμη χάλκινο σπειροειδές για να είναι βαρύτερες και να μπορούν να δονούνται πιο αργά. Οι χορδές στερεώνονται με «καρφιά» ή σφήνες στην καμπυλωμένη πλευρά του σκελετού και είναι συνδεδεμένες με τα κλειδιά (σφήνες κουρδίσματος) κατά μήκος της εμπροσθίας πλευράς του πιάνου, ακριβώς μπροστά στον πιανίστα. Αυτά τα καρφιά ή σφήνες εισέρχονται σε οπές που υπάρχουν στον σκελετό και μέσα σε μια πολύ σκληρή ξύλινη «τράπεζα» πιάνου ή «σομιέ» πιάνου (από κόντρα πλακέ). Η «τράπεζα» είναι φτιαγμένη από σφένδαμνο ή κάποιο άλλο σκληρό ξύλο, και οι σφήνες στερεώνονται πολύ σφιχτά ώστε να μη ξεφύγουν. Οι χορδές ασκούν πίεσι είκοσι σχεδόν τόννων στον σκελετό.
Για να παράγη μουσική αυτό το όργανο, πρέπει να τεθούν σε κίνησι οι χορδές. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω «ενεργείας.» Το μόνο «ενεργητικό» μέρος που βλέπομε είναι τα πλήκτρα, αλλά όταν ο πιανίστας πατήση ένα πλήκτρο, τίθεται σε λειτουργία ένας θαυμάσια ισορροπημένος μηχανισμός που κάνει ένα μικρό σφυράκι, καλυμμένο με τσόχα, να κτυπήση μια χορδή. Το σφυράκι έρχεται σ’ επαφή με τη χορδή μόνο για 1/100ό του δευτερολέπτου και επιστρέφει πάλι στη θέσι του, ελεύθερο να χτυπηθή πάλι. Κάθε ένας απ’ αυτούς τους μικρούς μηχανισμούς ονομάζεται «διαφυγή,» και υπάρχουν ογδόντα οχτώ διαφυγές σ’ ένα πιάνο. Η ενέργεια αυτή περιλαμβάνει ένα σύνολο 8.000 και πλέον ξεχωριστών μερών. Το πλήκτρο κινεί επίσης τους «σιωπητήρες,» οι οποίοι είναι λωρίδες τσόχας προσηρμοσμένες σε ξύλινα πλαίσια που βρίσκονται στην κορυφή των χορδών. Όταν ο πιανίστας χτυπά το πλήκτρο, ανυψώνεται ο σιωπητήρ επιτρέποντας στη χορδή να δονήται ελεύθερα όσον χρόνο ο πιανίστας πιέζει το πλήκτρο. Όταν το πλήκτρο αφήνεται ελεύθερο, ο σιωπητήρ επιστρέφει στη θέσι του, σταματώντας έτσι τη δόνησι της χορδής.
Επίσης, όλοι οι σιωπητήρες του πιάνου μπορούν ν’ ανασηκωθούν συγχρόνως μέσω του πεντάλ των σιωπητήρων ή «μεγάλου πεντάλ,» το οποίο τίθεται σε λειτουργία από το δεξιό πόδι του πιανίστα. Για τις περισσότερες νότες, κάθε σφυράκι κτυπά τρεις χορδές που είναι ομόηχες· οι χαμηλότερες νότες έχουν μόνο δύο χορδές ή ακόμα και μία. Το πεντάλ που βρίσκεται στα αριστερά ονομάζεται «ούνα κόρντα» (μονόχορδο) ή «μικρό πεντάλ.» Μετατοπίζει ολόκληρη την ενέργεια στη μια πλευρά έτσι ώστε το σφυράκι χτυπά λιγώτερες χορδές κι έτσι επιτυγχάνεται πιο απαλός ήχος.
Ωστόσο, το να τεθούν απλώς σε κίνησι οι χορδές μέσω της ενεργείας δεν είναι αρκετό, διότι η δόνησις των λεπτών μετάλλινων χορδών δημιουργεί τόσο μικρά ηχητικά κύματα ώστε ο ήχος ακούεται πολύ λίγο. Γι’ αυτό τον λόγο, το πιάνο περιέχει ένα μηχανισμό τον οποίο έχουν όλα τα έγχορδα όργανα, το «ηχείο.» Το ηχείο είναι ένα κομμάτι από λεπτό ξύλο ελάτης που καλύπτει ολόκληρο το εσωτερικό του πιάνου (την πίσω πλευρά στα όρθια πιάνα). Για να μεταβιβασθούν οι δονήσεις από τη χορδή στο ηχείο, η χορδή συνδέεται με μια ξύλινη γέφυρα ή «καβαλέτο,» που είναι προσηρμοσμένη στο ηχείο. Οι δονήσεις περνούν μέσω της γέφυρας κι έτσι τίθεται σε κίνησι το ηχείο. Η ωραία έκτασις του ήχου που ακούτε, οφείλεται στην ενισχυμένη δόνησι των ηχητικών κυμάτων, η οποία επιτυγχάνεται μέσω του ηχείου.
Οι κατασκευασταί πιάνων κάνουν τα πιάνα ευχάριστα όχι μόνο στην ακοή, αλλ’ επίσης και στην όρασι, τοποθετώντας το όργανο μέσα σε μια κομψή θήκη ή κάσσα που χρησιμεύει επίσης και ως δεύτερο ηχείο. Πολλές κάσσες πιάνων έχουν μια ωραία επένδυσι από μαόνι, ξύλο καρυδιάς ή από άλλα ωραία ξύλα. Μερικοί πιανίστες προτιμούν την απλή κομψότητα του παραδοσιακού μαύρου εβένινου φινιρίσματος. Όταν είναι πλήρες, το σύγχρονο πιάνο περιέχει 12.000 και πλέον εξαρτήματα. Είναι θαύμα τεχνικής και σχεδίου και είναι το αποτέλεσμα 250 και πλέον ετών συνεχών εξελίξεων. Ως αποτέλεσμα, παράγει πλούσιο ήχο. Δεν είναι άξιον απορίας το γεγονός ότι οι συνθέτες γοητεύθηκαν από τις φαινομενικά ατελείωτες μουσικές του δυνατότητες και ότι οι πιανίστες δεν κουράζονται ποτέ να παίζουν πιάνο.
Μπορούμε να είμεθα ευγνώμονες που ο Δημιουργός του ανθρώπου έθεσε στον άνθρωπο τις ιδιότητες της διανοίας και της καρδιάς, που τον καθιστούν ικανό ν’ απολαμβάνη και να κάνη για τον εαυτό του και για άλλους τους ωραίους αυτούς μουσικούς ήχους. Μπορούμε να είμεθα ευγνώμονες, επίσης που Εκείνος έδωσε στον άνθρωπο την ικανότητα και την εφευρετικότητα να επινοή και να κατασκευάζη όργανα όπως το πιάνο.