Οι Θυσίες Φέρνουν Πλούσιες Ανταμοιβές
‘Πολυαγαπημένη μου Λυνέτ,
‘Θέλησα να σου αφήσω αυτό το σημείωμα για να σ’ ευχαριστήσω που ήσουν μια τόσο γλυκιά και στοργική κόρη για μένα. Θα είναι δύσκολο για σένα χωρίς μητέρα, μωρό μου, μα θα ’χεις βοήθεια από άλλους, και ο μπαμπάς σου θα σε φροντίσει πάρα πολύ. Να παραστέκεσαι στις αδελφούλες σου—αν και ξέρω ότι θα το κάνεις—μια και τώρα θα στηρίζονται σ’ εσένα όλο και πιο πολύ. Θέλω να σ’ ευχαριστήσω, καρδούλα μου, για όλα όσα έκανες για μένα και για το ότι ήσουν πάντα ένα αξιαγάπητο, υπάκουο κοριτσάκι, που δεν με στενοχώρησε ποτέ. Προσεύχομαι να με θυμηθεί ο Ιεχωβά και να συναντηθούμε όλοι μαζί στο Νέο Κόσμο.
‘Με πολλή πολλή αγάπη η Μανούλα σου’.
ΉΜΟΥΝ μονάχα 13 χρονών όταν η μητέρα πέθανε από καρκίνο τον Ιανουάριο του 1963. Περίπου τρεις μήνες πριν από το θάνατό της, είπε σ’ εμένα και στις μικρότερες αδελφές μου, ότι θα πέθαινε. Ήμουν ευγνώμων που δεν το κράτησε κρυφό αλλά με στοργή μας εξήγησε την κατάσταση και μετά πήρε μέτρα για να μας προετοιμάσει για τις αλλαγές που θα ’ρχονταν.
Μολονότι ήταν κατάκοιτη, η μητέρα με έμαθε να μαγειρεύω και εγώ ετοίμαζα όλα τα γεύματα σύμφωνα με τις οδηγίες της. Με έμαθε επίσης, πώς να χρησιμοποιώ τη ραπτομηχανή, πώς να τους κουρεύω όλους στην οικογένεια, να ετοιμάζω τα πρόχειρα φαγητά για το σχολείο και να φέρνω σε πέρας διάφορες άλλες υποχρεώσεις. Εξήγησε ότι όταν δεν θα την είχα πια κοντά μου, θα χρειαζόταν να κάνω θυσίες για να παραστέκομαι στις μικρότερες αδελφές μου.
Θαύμαζα, θυμάμαι, το πόσο ατάραχη ήταν η μητέρα. Τώρα ξέρω ότι αυτό οφειλόταν στη βαθιά πίστη που είχε στην υποσχεμένη ανάσταση. Λίγες μέρες μετά το θάνατό της, ο πατέρας έδωσε στην καθεμιά μας από ένα γράμμα που μας είχε γράψει η μητέρα λίγο πριν πεθάνει. Μέρος του γράμματος που απευθυνόταν σ’ εμένα εμφανίζεται στο επάνω μέρος. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο έκλαψα διαβάζοντας εκείνο το γράμμα, όμως, ενισχύθηκα, και μ’ έκανε να νιώθω δυνατή πνευματικά παρά την τρυφερή μου ηλικία. Λίγους μήνες αργότερα, αφιερώθηκα στον Ιεχωβά και τον Αύγουστο του 1963 βαφτίστηκα.
Αναπτύσσοντας Πίστη
Οι γονείς μου έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1956, ένα χρόνο αφότου μετακομίσαμε από ένα μικρό αγρόκτημα παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων στο Σύντνεϋ της Αυστραλίας. Δυστυχώς, εγώ είχα αναπτύξει μια σκεπτικιστική, σχεδόν αθεϊστική διάθεση εξαιτίας του τρόπου που παρουσιάζονταν οι βιβλικές ιστορίες στο κατηχητικό. Στο μυαλό μου είχα κατατάξει τα βιβλικά πρόσωπα ανάμεσα στα παραμύθια και σε άλλους μύθους που ήξερα ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Είχα φτάσει μέχρι του σημείου να θεωρώ τον Θεό απλώς σαν ένα ακόμα μυθικό πρόσωπο. Όμως, άρχισα να εντυπωσιάζομαι από την ειλικρίνεια των Μαρτύρων και να σκέφτομαι ότι αν αυτοί και η μητέρα μου πίστευαν στον Θεό και στην Αγία Γραφή, τότε θα ’πρεπε να υπάρχει κάτι που να αξίζει.
Όταν ήμουν 11 χρονών, η εκκλησία άρχισε να μελετάει το βιβλίο «Γενηθήτω το Θέλημά Σου Επί της Γης»—που εξηγεί εδάφιο προς εδάφιο μέρη από το βιβλικό βιβλίο του Δανιήλ. Εντυπωσιάστηκα πολύ από τις προφητείες αυτές, όπως και από τον τρόπο που εκπληρώθηκαν μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Άλλες συναθροίσεις πραγματεύονταν την αρμονία που υπάρχει μεταξύ της Αγίας Γραφής και της αληθινής επιστήμης. Μερικές από τις αμφιβολίες μου άρχισαν να διαλύονται και σιγά-σιγά άρχισα να αποχτώ αληθινή πίστη στον Θεό.
Θυσίες Διαφορετικού Είδους
Όπως είχε πει η μητέρα, το να αναλαμβάνω οικογενειακές ευθύνες και το να παραστέκομαι σε δυο μικρότερες αδελφές δεν ήταν πάντα εύκολο πράγμα. Έχασα ένα μέρος από τα νιάτα μου. Παρ’ όλα αυτά, ο ιδιαίτερα στενός δεσμός που αναπτύξαμε μεταξύ μας εμείς, τα τρία κορίτσια, και η σιωπηλή εμπιστοσύνη που μου έδειχνε ο πατέρας, με αποζημίωσαν με το παραπάνω. Αλλά το μέλλον επιφύλασσε κάποιες άλλες θυσίες.
Από τα μαθητικά μου χρόνια, είχα αναπτύξει αγάπη για τη μουσική και το θέατρο. Ανήκα σε φιλόμουση οικογένεια. Εμείς τα παιδιά παίζαμε πιάνο, τραγουδούσαμε, χορεύαμε, και παίζαμε διάφορα κομμάτια από κονσέρτα μέχρι να εξαντληθούμε. Απ’ όταν ήμουν εφτά χρονών, έπαιρνα ρόλους πρωταγωνίστριας σε έργα που παίζονταν στο σχολείο. Οι δάσκαλοι με παρότρυναν να γραφτώ σε κάποια δραματική σχολή. Εγώ όμως θυμήθηκα τα λόγια ενός ύμνου από αυτούς που ψέλναμε στις συναθροίσεις: ‘Καθώς τα δώρα μας και τις ικανότητές μας φέρνουμε στο έργο Του’. Έτσι, μολονότι μου ήταν δύσκολο, δεν ακολούθησα τις παροτρύνσεις τους.
Επίσης, μου άρεσε πολύ το διάβασμα και, σαν αποτέλεσμα, ήμουν από τις καλύτερες μαθήτριες στο σχολείο. Ωστόσο, όταν πήρα την απόφαση να μη συνεχίσω για το πανεπιστήμιο, για να μπορώ να χρησιμοποιώ όλο μου το χρόνο στο έργο κηρύγματος, με φώναξε ο υπεύθυνος επαγγελματικού προσανατολισμού. «Μου φαίνεται ότι αφήνεις τον εαυτό σου να πάει χαμένος», μου είπε, στην προσπάθειά του να με πείσει να ακολουθήσω την ιατρική σταδιοδρομία. Όμως εγώ δεν μετάνιωσα ποτέ γι’ αυτή μου την απόφαση.
Όταν άφησα το σχολείο, δούλεψα για ενάμιση χρόνο στο καινούριο τμήμα ηλεκτρονικών υπολογιστών κάποιου υπουργείου. Όταν υπόβαλα την παραίτησή μου, μου πρόσφεραν το διπλό μισθό και μια υπεύθυνη θέση σ’ εκείνο το τμήμα. Ήταν μια δελεαστική προσφορά, ειδικά για μια 17χρονη! Εντούτοις, έμεινα σταθερή στο σκοπό μου και άρχισα την ολοχρόνια διακονία ως τακτική σκαπάνισσα την 1η Ιουνίου 1966.
Νέοι Διορισμοί
Τον επόμενο Απρίλιο, διορίστηκα ειδική σκαπάνισσα στην εκκλησία στην οποία ήδη ανήκαμε, στο Σύντνεϋ και αυτό ήταν κάτι που με γέμισε χαρά. Μου δινόταν έτσι η ευκαιρία να είμαι μαζί με τις αδελφές μου για λίγο καιρό ακόμα. Ήμουν ευγνώμων γι’ αυτό, επειδή έλπιζα να είμαι μαζί με την οικογένειά μου ή κάπως κοντά τους, ώσπου να παντρευτούν και να τακτοποιηθούν και οι δυο αδελφές μου.
Το 1969 διορίστηκα στην κοντινή Εκκλησία του Πίκχερστ μαζί με την Ίνιντ Μπένετ, η οποία ήταν συνεργάτης μου στο έργο ειδικού σκαπανέα εφτά χρόνια. Δυο χρόνια αργότερα, ο πατέρας μου μετακόμισε στη μικρή και γραφική κωμόπολη Τουμούτ, που ήταν σε κάποια απόσταση νοτιοδυτικά του Σύντνεϋ, για να υπηρετήσει εκεί ως πρεσβύτερος, επειδή υπήρχε ανάγκη. Η Εταιρία είχε την καλοσύνη να διορίσει εκεί κι εμένα μαζί με την Ίνιντ. Εκείνο τον καιρό, η μικρότερη αδελφή μου η Μπέβερλι άρχισε σκαπανικό και υπηρέτησε κι αυτή μαζί μας.
Μια Πίκρα Χειρότερη και από το Θάνατο
Τότε περίπου, συνέβηκε το πιο λυπηρό γεγονός της ζωής μου. Η αδελφή μου η Μάργκαρετ και ο αρραβωνιαστικός της αποκόπηκαν από τη χριστιανική εκκλησία. Ένιωσα την καρδιά μου να γίνεται χίλια κομμάτια, γιατί είχε κοπεί τώρα πια ο ιδιαίτερα στενός δεσμός που με έδενε με την Μάργκαρετ μετά το θάνατο της μητέρας μας. Ήξερα ότι η μητέρα βρισκόταν σε ένα πολύ ασφαλές μέρος, στη μνήμη του Ιεχωβά. Όμως, η αδελφή μου—προς το παρόν τουλάχιστον—είχε χάσει την επιδοκιμασία του Ιεχωβά. Χρειάστηκε να προσεύχομαι με επιμονή στον Ιεχωβά, παρακαλώντας τον να με βοηθήσει να υπερνικήσω τα συναισθήματα συντριβής που ένιωθα για να μπορώ να τον υπηρετώ με κάποιο βαθμό χαράς, και εκείνος απάντησε στις προσευχές μου.
Το κόψιμο κάθε επαφής με την Μάργκαρετ έθεσε σε δοκιμασία την οσιότητά μας στη διευθέτηση του Ιεχωβά. Μας έδωσε την ευκαιρία να δείξουμε σαν οικογένεια ότι πιστεύουμε αληθινά πως ο δρόμος του Ιεχωβά είναι ο καλύτερος. Δυο χρόνια αργότερα, προς μεγάλη μας χαρά, η Μάργκαρετ και ο σύζυγός της επανεντάχτηκαν στην εκκλησία. Ελάχιστα κατανοούσαμε την ισχυρή επίδραση που είχε σ’ αυτούς η ανυποχώρητη στάση μας, όπως έμαθα αργότερα από την Μάργκαρετ:
«Αν εσύ, ο μπαμπάς ή η Μπεβ είχατε πάρει ελαφρά την αποκοπή μας, είναι σίγουρο ότι δεν θα είχα κάνει βήματα για επανένταξη τόσο σύντομα. Το ότι ήμουν τελείως ξεκομμένη από αγαπημένα μου πρόσωπα και από τη στενή επαφή με την εκκλησία μού προξένησε μια ισχυρή τάση για μετάνοια. Μένοντας ολομόναχη, συνειδητοποίησα πόσο λάθος ήταν η πορεία που είχα πάρει και πόσο σοβαρό ήταν το ότι εγκατάλειψα τον Ιεχωβά».
Ευλογηθήκαμε ξανά με το να υπηρετούμε τον Ιεχωβά όλοι μαζί ως οικογένεια. Πόσο ευγνώμονες ήμασταν που η προσκόλλησή μας στις αρχές της Αγίας Γραφής είχε σαν αποτέλεσμα να απολαμβάνουμε τελικά τόσο μεγάλη ευτυχία!
Γάμος και Έργο Περιοχής
Αργότερα συνάντησα τον Άλαν, ένα σκαπανέα και χριστιανό πρεσβύτερο. Παντρευτήκαμε το Νοέμβριο του 1975, έξι μήνες μετά το γάμο της αδελφής μου, της Μπέβερλι. Αφού εργαστήκαμε ως σκαπανείς για δυο χρόνια, τον Ιανουάριο του 1978 μας κάλεσαν να συμμετάσχουμε στο έργο περιοχής, με το να επισκεπτόμαστε κάθε βδομάδα και μια διαφορετική εκκλησία, συμβάλλοντας στην πνευματική τους ενίσχυση. Από τον ήρεμο ρυθμό των πόλεων στο εσωτερικό του Κουίνσλαντ, οι διορισμοί μας μάς πήγαν στις γεμάτες φασαρία κοσμοπολίτικες περιοχές της Μελβούρνης και του Σύντνεϋ.
Το να είμαι συνέχεια με τις βαλίτσες και να μένω κάθε βδομάδα και σε διαφορετικό σπίτι ήταν για μένα μια δοκιμασία. Όμως, μετά σκέφτηκα: ‘Πρέπει να είμαι ευτυχισμένη που έχουμε βαλίτσες και πράγματα για να τις γεμίζουμε. Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν ούτε καν αυτά’. Το να στερούμαι τη συντροφιά του συζύγου μου, τις πολλές νύχτες που ασχολούνταν με εκκλησιαστικά καθήκοντα επίσης δεν ήταν εύκολο. Αλλά, και πολλές άλλες γυναίκες, συλλογίστηκα, στερούνται τη συντροφιά των συζύγων τους οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι απασχολημένοι στο έξοχο έργο του Κυρίου.
Ωστόσο, η κατάσταση που μου προξενούσε τις περισσότερες δυσκολίες ήταν η κακή μου υγεία. Από παιδί υπόφερα κάθε τόσο από φαρυγγίτιδα, προβλήματα στους μύες και στις αρθρώσεις, βρογχικές αρρώστιες, και γενικά αισθανόμουν αδυναμία. Οι γιατροί και οι φυσιοθεραπευτές δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν το πρόβλημα.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, τα παραπάνω συμπτώματα χειροτέρευαν, και συνοδεύονταν από συνεχείς πόνους στην πλάτη και στον αυχένα, ρίγη, υπερβολική κόπωση, εξανθήματα, πρησμένους αδένες, συνεχή ναυτία, και υποτροπιάζουσα κυστίτιδα. Άρχισα να σκέφτομαι ότι αυτές οι αδιαθεσίες ήταν ένα φυσικό μέρος της ζωής μου που θα ’πρεπε να το υπομείνω, κι έτσι δεν παραπονιόμουν.
Μια παρόμοια κατάσταση αναπτύχθηκε σύντομα μετά τον πρώτο διορισμό μας στο έργο περιοχής. Κάθε φορά που περπατούσα για περισσότερο από μια ώρα, μου ερχόταν αιμορραγία και αυτό συνεχιζόταν μέχρι να καθήσω κάπου. Αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσα να ανταποκριθώ στο πρόγραμμά μας που απαιτούσε να περπατάω σχεδόν τρεις ώρες κάθε πρωί κάνοντας έργο από σπίτι σε σπίτι. Προσευχήθηκα γι’ αυτό. Το αποτέλεσμα;
Όλα εκείνα τα πρωινά—για τρεις συνεχείς μήνες—με καλούσαν να περάσω μέσα στο σπίτι και να καθήσω. Όταν τα προβλήματα αυτά σταμάτησαν, σταμάτησαν και οι προσκλήσεις! Επειδή οι Αυστραλοί δεν συνηθίζουν να καλούν τους απρόσκλητους επισκέπτες μέσα στα σπίτια τους, νιώθω ότι αυτό ήταν κάτι περισσότερο από απλή σύμπτωση.
Η Υγεία μου Χειροτερεύει
Όταν κόντευα τα 30, και αφού είχα ασχοληθεί στο έργο περιοχής για μερικά χρόνια, η υγεία μου επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο. Μετά από μερικές μέρες παρακολούθησης των συνελεύσεων, χρειαζόμουν περίπου δυο βδομάδες για να συνέλθω. Αν αργούσα να κοιμηθώ για μια και μόνο νύχτα, αυτό δυσχέραινε το έργο μου για βδομάδες. Το να διαθέσω ένα πρωινό στο έργο μαρτυρίας μου φαινόταν βουνό. Μέχρι τις δέκα το πρωί, ένιωθα εξαντλημένη. Γύρω στις 11, ένιωθα μια ταραχή μέσα μου και μια ομίχλη τύλιγε το μυαλό μου. Κατά το μεσημέρι, έψαχνα σαν τρελή να καθήσω κάπου. Και είχα μπροστά μου και το απόγευμα. Άλλοι φαίνονταν ότι τα κατάφερναν με ευκολία και είχαν δυνάμεις και για περισσότερη δραστηριότητα. Γιατί όχι κι εγώ;
Έφτασα τα 42 κιλά και όταν δεν ήμουν στο κρεβάτι με γρίπη, είχα διαρκώς τα προκαταρκτικά συμπτώματα της γρίπης. Ήταν αδύνατο να κοιμηθώ τη νύχτα χωρίς να ξυπνήσω μέχρι και 20 φορές εξαιτίας των προβλημάτων που είχα στην ουροδόχο κύστη. Θα ’θελα να μπορούσα να κοιμάμαι ασταμάτητα! Πολλές φορές ικέτευα στην προσευχή μου: «Σε παρακαλώ, Ιεχωβά, ξέρω ότι δεν αξίζω τίποτα, αλλά αν θέλω να ’χω την υγειά μου είναι μονάχα για να σε υπηρετώ. Αν δεν γίνεται να με κατευθύνεις στο πρόβλημά μου, σε παρακαλώ βοήθησέ με να το αντέξω».
Ήμουν αποφασισμένη να μην εγκαταλείψω εύκολα την ολοχρόνια διακονία. Έτσι, παρακαλούσα τον Ιεχωβά να με βοηθήσει με συγκεκριμένους τρόπους, πρώτα απ’ όλα να αποχτήσουμε ένα τροχόσπιτο, επειδή αισθανόμουν τρομερή ανάγκη να μένω σ’ ένα δικό μας μέρος. Χωρίς να έχω αναφέρει στον Άλαν την παράκλησή μου αυτή, στην επόμενη ακριβώς συνάθροιση ένας αδελφός μάς πλησίασε και μας πρόσφερε το τροχόσπιτό του. Η επόμενη παράκλησή μου περιλάμβανε την αλλαγή του διορισμού μας για ένα ψυχρότερο μέρος, και σύντομα και αυτή η προσευχή απαντήθηκε, με το να μας διορίσουν στο Σύντνεϋ.
Θα το πιστεύατε αν σας έλεγα ότι αφότου φτάσαμε στο Σύντνεϋ, σε λιγότερο από δυο μήνες μου έδωσαν ένα βιβλίο που περίγραφε συμπτώματα ολόιδια με τα δικά μου; Προς μεγάλη μου έκπληξη, αυτό το βιβλίο το είχε γράψει ένας γιατρός που εξασκούσε το επάγγελμά του μέσα στην περιοχή που ήμασταν διορισμένοι. Μετά από πολλές εξετάσεις, έμαθα ότι είχα υπογλυκαιμία και ότι ήμουν αλλεργική σε πολλά πράγματα όπως η μούχλα, η ζύμη, οι οσμές ορισμένων χημικών ουσιών, οι γάτες, τα σκυλιά και πολλά φαγητά.
Για να προσδιοριστούν τα φαγητά που μου προξενούσαν αλλεργία, χρειάστηκαν οχτώ κουραστικοί μήνες κάτω από τη φροντίδα αυτού του γιατρού, μέχρις ότου εξαφανίστηκε και το τελευταίο σύμπτωμα. Δύσκολα μπορώ να περιγράψω το πώς αυτό επηρέασε τη σωματική μου υγεία και γενικά το πώς με έκανε να αντιμετωπίζω τη ζωή. Άρχισα πάλι να απολαμβάνω πραγματικά τη διακονία και τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις. Ένιωθα σαν να ήμουν πεθαμένη και να είχα αναστηθεί! Σύντομα κέρδισα βάρος και όσοι είχαν να με δουν καιρό έμεναν κατάπληκτοι από την αλλαγή.
Πλούσιες Ευλογίες
Πόσο γρήγορα πέρασαν 24 χρόνια από το θάνατο της μητέρας! Και πόσο ευγνώμων νιώθω που διάθεσα τα 21 από αυτά στην ολοχρόνια υπηρεσία! Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν δυσκολίες αλλά χωρίς αυτές δεν θα είχα αναπτύξει την εκτίμηση για την αγάπη του Ιεχωβά στο βαθμό που την έχω τώρα.
Άμα το σκεφτεί κανείς, οποιαδήποτε θυσία κι αν έκανα μοιάζει ασήμαντη σε σύγκριση με τις ανταμοιβές που έχω ήδη γευτεί. Μέσα σ’ αυτές συγκαταλέγεται και η πολύτιμη σχέση μου με τόσους πολλούς στοργικούς φίλους και ιδιαίτερα με την οικογένειά μου. Για παράδειγμα, η αδελφή μου η Μάργκαρετ μου έγραψε, σχεδόν αμέσως αφότου ο Άλαν κι εγώ αρχίσαμε την υπηρεσία μας στο έργο περιοχής:
«Σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό που είσαι. Νομίζω ότι δεν το έχω ξαναπεί αυτό ποτέ, και λυπάμαι γι’ αυτό, αλλά σ’ ευχαριστώ που έκανες το καλύτερο που μπορούσες για να αναθρέψεις εμένα και την Μπεβ και που στάθηκες στη θέση της μαμάς. Τώρα καταλαβαίνω ότι χρειάστηκε πολύ αγάπη, προσπάθεια και αυτοθυσία από μέρους σου. Συχνά σκέφτομαι αυτά τα χρόνια και προσεύχομαι να είσαι ευλογημένη. Και ξέρω ότι είσαι».
Υπάρχουν, επίσης, και οι μελλοντικές ανταμοιβές—ειδικά η πολύτιμη προοπτική της ανάστασης των αγαπημένων μας προσώπων που κοιμούνται στο θάνατο. Ναι, ακόμα κυλούν κάποια δάκρυα όταν ξαναδιαβάζω το αποχαιρετιστήριο γράμμα της μητέρας. Η προσευχή μου είναι η ίδια με τη δική της, «να [τη] θυμηθεί ο Ιεχωβά και να συναντηθούμε όλοι μαζί στο Νέο Κόσμο».—Όπως το αφηγήθηκε η Λυνέτ Σιγκ.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 13]
΄Ηξερα ότι η μητέρα βρισκόταν σε ένα πολύ ασφαλές μέρος, στη μνήμη του Ιεχωβά
[Εικόνα στη σελίδα 12]
Από αριστερά: η Λυνέτ, η Μάργκαρετ, και η Μπέβερλι, τρία χρόνια πριν από το θάνατο της μητέρας τους
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Η Λυνέτ και ο σύζυγός της Άλαν, που αυτόν τον καιρό υπηρετούν στην Αυστραλία