Ιεραπόστολοι Φορείς Φωτός ή Σκοταδιού;—Μέρος 4ο
Πνευματικό Φως για τη «Σκοτεινή Ήπειρο»;
«ΔΕΝ έχουν περάσει ούτε 100 χρόνια από τότε που η Αφρική ονομαζόταν Σκοτεινή Ήπειρος επειδή μεγάλο μέρος της ήταν άγνωστο στους Ευρωπαίους». Λέγοντάς το αυτό Η Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια του Βιβλίου (The World Book Encyclopedia) δεν αναφέρεται στο αφρικανικό σκοτάδι αλλά, απεναντίας, στο ευρωπαϊκό σκοτάδι—στην έλλειψη γνώσης από μέρους της Ευρώπης για μια κατά μεγάλο μέρος ανεξερεύνητη ήπειρο. Έτσι, δεν αποτελεί αντίφαση το ότι η Αφρική πιθανότατα παίρνει το όνομά της από τη λατινική λέξη απρίκα, η οποία σημαίνει «ηλιόλουστη».
Ωστόσο, από μια άποψη, η Αφρική βρισκόταν στο σκοτάδι—στο σκοτάδι όσον αφορά τη Βιβλική αλήθεια. Ο Ντόναλντ Κόγκαν, πρώην Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι, αποκαλεί την Αφρική και την Ασία «δύο μεγάλες ηπείρους στις οποίες οι Εκκλησίες της Δύσης πρόσφεραν αφειδώς τους πόρους τους σε ανθρώπινο δυναμικό και χρήματα επί σχεδόν διακόσια χρόνια».
Πολλοί από τους ιεραποστόλους του Χριστιανικού κόσμου ήταν αναμφίβολα ειλικρινείς. Προσπαθώντας να φέρουν σε πέρας το έργο τους, μερικοί θυσίασαν ακόμα και τη ζωή τους. Η επίδραση που είχαν στη ζωή των Αφρικανών ήταν βαθιά. Αλλά ‘έριξαν φως μέσω των καλών νέων’, όπως είχε κάνει ο Χριστός, απαλλάσσοντας έτσι τη λεγόμενη Σκοτεινή Ήπειρο από το πνευματικό της σκοτάδι;—2 Τιμόθεο 1:10.
Ιθαγενείς Ιεραπόστολοι Ρίχνουν τις Πρώτες Αχτίδες Φωτός
Ο πρώτος Χριστιανός που καταγράφεται ότι κήρυξε στην Αφρική ήταν και ο ίδιος Αφρικανός, ο Αιθίοπας ευνούχος που αναφέρεται στην Αγία Γραφή, στο 8ο κεφάλαιο των Πράξεων. Αυτός ήταν Ιουδαίος προσήλυτος, και επέστρεφε στην πατρίδα του αφού είχε αποδώσει λατρεία στο ναό της Ιερουσαλήμ όταν ο Φίλιππος τον μετέστρεψε στη Χριστιανοσύνη. Χωρίς αμφιβολία, αν λάβουμε υπόψη μας το ζήλο των πρώτων Χριστιανών, αυτός ο Αιθίοπας στη συνέχεια κήρυξε δραστήρια τα καλά νέα που είχε ακούσει, και έγινε έτσι ιεραπόστολος στην ίδια του τη χώρα.
Οι ιστορικοί, ωστόσο, δεν συμφωνούν για το αν ήταν ή όχι αυτός ο τρόπος με τον οποίο εδραιώθηκε η Χριστιανοσύνη στην Αιθιοπία. Η Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται πως υπάρχει από τον τέταρτο αιώνα, όταν ένας Σύριος σπουδαστής φιλοσοφίας ονόματι Φρουμέντιος χειροτονήθηκε επίσκοπος στους Αιθίοπες «Χριστιανούς» από τον Αθανάσιο, επίσκοπο της Κοπτικής Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας.
Η Κοπτική Εκκλησία—η λέξη Κόπτης έχει τη ρίζα της στην ελληνική λέξη «Αιγύπτιος»—ισχυρίζεται ότι ιδρυτής και πρώτος πατριάρχης της ήταν ο Μάρκος ο Ευαγγελιστής. Σύμφωνα με την παράδοση, αυτός κήρυξε στην Αίγυπτο ακριβώς πριν από τα μέσα του πρώτου αιώνα. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η «Χριστιανοσύνη» εξαπλώθηκε στη Βόρεια Αφρική νωρίς, και άντρες όπως ο Ωριγένης και ο Αυγουστίνος έγιναν εξέχοντες. Μια κατηχητική σχολή στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έγινε φημισμένο κέντρο «Χριστιανικών» σπουδών και είχε ως πρώτο της διευθυντή τον Πάνταινο. Αλλά τον καιρό του Κλήμη του Αλεξανδρέα, διαδόχου του Πάνταινου, προφανώς η αποστασία είχε ήδη προξενήσει βλάβη. Η Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας (The Encyclopedia of Religion) αποκαλύπτει ότι ο Κλήμης «υποστήριζε το συμβιβασμό των Χριστιανικών δογμάτων και της Αγίας Γραφής με την ελληνική φιλοσοφία».
Η Κοπτική Εκκλησία συνέχισε την εντατική ιεραποστολική εκστρατεία, ιδιαίτερα στην ανατολική Λιβύη. Αρχαιολογικές ανασκαφές στη Νουβία και στο νότιο Σουδάν επίσης αποκαλύπτουν την ύπαρξη Κοπτικής επιρροής.
Φτάνουν Ευρωπαίοι Ιεραπόστολοι
Οι Ευρωπαίοι έκαναν λίγο ιεραποστολικό έργο στην Αφρική πριν από το 16ο έως το 18ο αιώνα, χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι Καθολικοί σημείωσαν κάποια επιτυχία. Οι Προτεσταντικές θρησκείες έφτασαν τελικά στην Αφρική στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η Σιέρα Λεόνε έγινε η πρώτη χώρα της δυτικής Αφρικής στην οποία έφτασαν οι ιεραπόστολοί τους. Αν και οι Προτεστάντες προσπάθησαν σκληρά να φτάσουν τους Καθολικούς, σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κάθε αφρικανική χώρα με πολυάριθμο «Χριστιανικό» πληθυσμό έχει περισσότερους Καθολικούς παρά Προτεστάντες.
Για παράδειγμα, το 96 τοις εκατό του πληθυσμού της Γκαμπόν αποτελείται από άτομα που ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί. Λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, ένας Λουθηρανός, ίδρυσε εκεί κάποιο νοσοκομείο σε ιεραποστολή και αργότερα πρόσθεσε έναν οικισμό λεπρών. Παρά τη μεγάλη επιρροή που είχε η 40χρονη και πλέον Προτεσταντική ιεραποστολική του δραστηριότητα στη χώρα, οι Καθολικοί εξακολουθούν να είναι περισσότεροι από τους Προτεστάντες σε αναλογία μεγαλύτερη από 3 προς 1.
Ωστόσο, χάρη στην αυξημένη Προτεσταντική συμμετοχή, επιταχύνθηκε η αφρικανική ιεραποστολική δραστηριότητα. Ο Έιντριαν Χέιστινγκς του Πανεπιστημίου του Λιντς εξηγεί ότι «η σπουδαία κληρονομιά αυτής της περιόδου [δεύτερο μισό του 19ου αιώνα] ήταν η αξιοσημείωτη έναρξη της μετάφρασης της Αγίας Γραφής σε δεκάδες αφρικανικές γλώσσες».
Οι μεταφράσεις της Αγίας Γραφής στην καθομιλουμένη παρείχαν μια βάση για την εξάπλωση της «Χριστιανοσύνης», βάση που προηγουμένως έλειπε. Πολλοί Αφρικανοί πίστευαν στα όνειρα και στα οράματα, θεωρούσαν ότι οι ασθένειες είχαν σχέση με μάγια και ήταν πολύγαμοι. Το ότι οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου είχαν την Αγία Γραφή στην καθομιλουμένη τούς παρείχε την ευκαιρία να ρίξουν Γραφικό φως σε αυτά τα θέματα. Όμως, σύμφωνα με τον Χέιστινγκς, «οι Αφρικανοί συχνά παρέμεναν αμετάπειστοι σε σχέση με αυτά τα ζητήματα». Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; «Από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα άρχισε να εμφανίζεται ένα πλήθος ανεξάρτητων εκκλησιών, πρώτα στη Νότια Αφρική και στη Νιγηρία, και κατόπιν σε πολλά άλλα μέρη της ηπείρου όπου υπήρχε ήδη αξιοσημείωτη ιεραποστολική παρουσία».
Μάλιστα, σήμερα υπάρχουν γύρω στα 7.000 καινούρια θρησκευτικά κινήματα, με 32.000.000 και πλέον οπαδούς σε περιοχές νότια της Σαχάρας στην Αφρική. Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας, «αυτά τα κινήματα εμφανίστηκαν πρωτίστως σε περιοχές όπου υπήρξε εντατική επαφή με τις προσπάθειες των Χριστιανών ιεραποστόλων». Προφανώς οι ιεραπόστολοι απέτυχαν να ενώσουν τους προσηλύτους τους στον ‘έναν Κύριο, στη μία πίστη, στο ένα βάφτισμα’, πράγμα για το οποίο μίλησε ο ιεραπόστολος Παύλος.—Εφεσίους 4:5.
Γιατί; Η πηγή που αναφέρθηκε παραπάνω εξηγεί ότι αυτό οφειλόταν «στην απογοήτευση των ντόπιων προσηλύτων από τις αρχές και τους καρπούς της Χριστιανοσύνης . . . , στις προφανείς διαιρέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στα θρησκεύματα της Χριστιανοσύνης και στην αποτυχία της να αντιμετωπίσει τις τοπικές ανάγκες, [καθώς και] στην αποτυχία της ιεραποστολικής Χριστιανοσύνης να καταρρίψει τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς φραγμούς και να δημιουργήσει ένα αίσθημα κοινωνικότητας».
Η ποσότητα του πνευματικού ‘φωτός’ που έριξαν οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου στη «Σκοτεινή Ήπειρο» ήταν πολύ λίγη. Συνεπώς αυτό ήταν πολύ αδύναμο για να μπορέσει να διαλύσει το σκοτάδι της Βιβλικής αμάθειας.
Πράκτορες της Αποικιοκρατίας;
Παρά το γεγονός ότι μερικοί ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου έκαναν καλό, Η Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας αναγκάζεται να παραδεχτεί: «Οι ιεραπόστολοι και υποστήριξαν και προώθησαν την ανάληψη της εξουσίας από τους αποίκους, έτσι ώστε η Χριστιανοσύνη και η αποικιακή κατάκτηση να μοιάζουν μερικές φορές σαν τις δύο όψεις ενός και μόνο νομίσματος. Η σύγχρονη αντιαποικιοκρατία έχει συχνά στιγματίσει τη Χριστιανοσύνη στην Αφρική, κατά κάποιον τρόπο δικαιολογημένα, ως συνεργό της αποικιοκρατίας».
Ο Άτλας Κόλινς της Παγκόσμιας Ιστορίας (The Collins Atlas of World History) παρέχει ενόραση σχετικά με το ζήτημα όταν εξηγεί ότι τα Δυτικά κράτη υποκινούνταν από την πεποίθηση ότι «ο αποικισμός θα έφερνε το φως της λογικής, τις δημοκρατικές αρχές και τα οφέλη της επιστήμης και της ιατρικής σε εκείνες τις φυλές της ενδοχώρας οι οποίες θεωρούνταν πρωτόγονες». Επίσης, Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The New Encyclopædia Britannica) δηλώνει: «Ήταν δύσκολο για τις Ρωμαιοκαθολικές ιεραποστολές να χωριστούν από την αποικιοκρατία, και πολλοί ιεραπόστολοι δεν ήθελαν αυτόν το χωρισμό».
Λογικά, λοιπόν, στο βαθμό που οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου υποστήριζαν τη δημοκρατία και εξυμνούσαν τα οφέλη της Δυτικής επιστημονικής και ιατρικής προόδου, έδιναν την εντύπωση ότι ήταν πράκτορες της αποικιοκρατίας. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι απογοητεύτηκαν με την οικονομική, πολιτική και κοινωνική διάρθρωση των αποικιακών δυνάμεων, έχασαν επίσης την πίστη τους και στις ευρωπαϊκές θρησκείες.
Κήρυγμα—Η Ύψιστη Προτεραιότητα;
Όποτε γίνεται κάποια νύξη για τους Προτεστάντες ιεραποστόλους στην Αφρική, γενικά αναφέρεται το όνομα Ντέιβιντ Λίβινγκστον. Γεννημένος στη Σκωτία το 1813, έγινε γιατρός-ιεραπόστολος και ταξίδεψε πολύ σε όλη την Αφρική. Η βαθιά του αγάπη για τη «Σκοτεινή Ήπειρο» και η επιθυμία για ανακαλύψεις τού παρείχαν επιπρόσθετα κίνητρα. Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα αναφέρεται στο «Χριστιανισμό, στο εμπόριο και στον πολιτισμό» ως «την τριάδα που εκείνος πίστευε ότι προοριζόταν να διανοίξει νέους ορίζοντες στην Αφρική».
Τα επιτεύγματα του Λίβινγκστον ήταν πολλά. Ωστόσο, η ύψιστη προτεραιότητά του προφανώς δεν ήταν το κήρυγμα του ευαγγελίου. Η Μπριτάνικα συνοψίζει τα 30 χρόνια τού ιεραποστολικού έργου του «στη νοτιότερη, στην κεντρική και στην ανατολική Αφρική—συχνά σε μέρη τα οποία κανείς Ευρωπαίος δεν είχε τολμήσει να επισκεφτεί ως τότε» ως εξής: «Ο Λίβινγκστον ίσως επηρέασε τη στάση της Δύσης έναντι της Αφρικής περισσότερο από οποιονδήποτε έζησε πριν ή έπειτα από αυτόν. Οι ανακαλύψεις του—γεωγραφικές, τεχνικές, ιατρικές και κοινωνικές—πρόσφεραν έναν πλούτο σύνθετων γνώσεων, οι οποίες ακόμη διερευνώνται. . . . Ο Λίβινγκστον πίστευε ολόψυχα στην ικανότητα των Αφρικανών να προοδεύσουν μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Ήταν, από αυτή την άποψη, ένας πρόδρομος όχι μόνο του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στην Αφρική αλλά και του αφρικανικού εθνικισμού». Ο Λίβινγκστον εκδήλωσε μεγάλη συμπόνια για τους Αφρικανούς.
Ενώ ορισμένοι ιεραπόστολοι υποστήριζαν ή τουλάχιστον παρέβλεπαν το δουλεμπόριο, θα ήταν άδικο να τους κατηγορήσουμε ότι το έκαναν αυτό ως ομάδα. Αλλά το αν η συμπόνια που πολλοί από αυτούς εκδήλωσαν υποκινούνταν από την επιθυμία τους να υποστηρίξουν τους κανόνες του Θεού σχετικά με την αμεροληψία και την ισότητα ή μάλλον υποκινούνταν από φυσιολογικά αισθήματα προσωπικού ενδιαφέροντος για την ευημερία των ανθρώπων είναι δύσκολο να καθοριστεί εκ των υστέρων.
Το τελευταίο, ωστόσο, θα ερχόταν σε συμφωνία με τις προτεραιότητες που έθεταν οι περισσότεροι ιεραπόστολοι. Το βιβλίο Η Χριστιανοσύνη στην Αφρική από την Άποψη των Αφρικανών (Christianity in Africa as Seen by Africans) αναγνωρίζει ότι κανένας δεν «μπορεί να συγκριθεί με το δικό τους υπόμνημα ανθρωπιστικών έργων». Αλλά η ίδρυση νοσοκομείων και σχολείων σήμαινε ότι έβαζαν τις ανθρώπινες φυσικές ανάγκες πάνω από το κήρυγμα του Λόγου του Θεού το οποίο θα προωθούσε τα θεϊκά συμφέροντα. Μερικοί ιεραπόστολοι άνοιξαν ακόμα και εμπορικά καταστήματα για να βοηθήσουν τους Αφρικανούς να απολαύσουν περισσότερα ευρωπαϊκά υλικά αγαθά και να βελτιώσουν έτσι το βιοτικό τους επίπεδο.
Δικαιολογημένα, πολλοί Αφρικανοί είναι σήμερα ευγνώμονες για τα υλικά οφέλη που έγιναν δυνατά μέσω των ιεραποστόλων του Χριστιανικού κόσμου. Ο Έιντριαν Χέιστινγκς παρατηρεί: «Ακόμα και όταν είναι πολύ επικριτικοί σε σχέση με τους ιεραποστόλους και τις εκκλησίες, οι Αφρικανοί πολιτικοί σπανίως δεν εκφράζουν ευγνωμοσύνη για τη συμβολή τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση».
‘Αν το Φως Μέσα σου Είναι Σκοτάδι . . .’
Σύμφωνα με τον Χέιστινγκς, μέχρι τους πρόσφατους αιώνες η Αφρική ήταν «μια ήπειρος στην οποία η Χριστιανοσύνη δεν έκανε διαρκή βήματα προόδου». Στην πραγματικότητα, στα μέσα του 18ου αιώνα, οι Καθολικές ιεραποστολές είχαν σχεδόν εξαφανιστεί, γεγονός που οδήγησε τον συγγραφέα Τζ. Χέρμπερτ Κέιν να αναρωτηθεί πώς ήταν δυνατόν να υπάρξει «τόσο μεγάλη αποτυχία». Ένας λόγος ήταν ότι το ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των ιεραποστόλων ήταν υψηλό. Ένας άλλος παράγοντας ήταν η ανάμειξη των Πορτογάλων στο δουλεμπόριο. Εφόσον όλοι οι Καθολικοί ιεραπόστολοι ήταν Πορτογάλοι, αυτό «δημιούργησε μια πολύ αρνητική εντύπωση για τη Χριστιανική θρησκεία». Αλλά «πιο ουσιαστικός και πιθανώς πιο καθοριστικός λόγος», προσθέτει ο Κέιν, «ήταν οι επιφανειακές ιεραποστολικές μέθοδοι, οι οποίες κατέληγαν σε βιαστικές ‘μεταστροφές’ και μαζικά βαφτίσματα».
Οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου απέτυχαν να δώσουν κάποιο κίνητρο στους Αφρικανούς ώστε να αντικαταστήσουν τις θρησκείες τους με τα δόγματα των ιεραποστόλων. Η μεταστροφή σήμαινε αλλαγή στη θρησκευτική ετικέτα, αλλά όχι απαραίτητα στα πιστεύω και στη διαγωγή. Η Έλενορ Μ. Πρέστον-Γουάιτ του Πανεπιστημίου του Νατάλ παρατηρεί: «Οι κοσμολογικές απόψεις των Ζουλού έχουν ενσωματωθεί στη Χριστιανική σκέψη των Ζουλού με αρκετούς ύπουλους τρόπους». Και η Μπενέτα Τζουλς-Ροζέτ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο λέει ότι οι σύγχρονες αφρικανικές θρησκείες «συνδυάζουν στοιχεία της αφρικανικής παραδοσιακής θρησκείας με στοιχεία των θρησκειών που έφεραν οι ιεραπόστολοι της Χριστιανοσύνης και του Ισλάμ».
Σύμφωνα με το εδάφιο Ψαλμός 119:130, ΜΝΚ, ‘η ίδια η φανέρωση των λόγων σου [του Θεού] δίνει φως, κάνει τους άπειρους να κατανοούν’. Εφόσον οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου απέτυχαν γενικά να δώσουν προτεραιότητα στη φανέρωση του Λόγου του Θεού, τι φως θα μπορούσαν να δώσουν; Οι άπειροι παρέμειναν χωρίς κατανόηση.
Το ‘φως’ που πρόσφεραν οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου στους περασμένους αιώνες, τα «καλά έργα» τους, προερχόταν από έναν κόσμο που βρισκόταν στο σκοτάδι. Παρά τους ισχυρισμούς τους, δεν έριχναν αληθινό φως. Ο Ιησούς είπε: «Αν στην πραγματικότητα το φως που είναι μέσα σου είναι σκοτάδι, πόσο μεγάλο είναι αυτό το σκοτάδι!»—Ματθαίος 6:23.
Στο μεταξύ, πώς τα πήγαιναν οι ιεραπόστολοι στην Αμερική, στο Νέο Κόσμο; Το πέμπτο μέρος της σειράς μας θα απαντήσει σε αυτό.
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Προσπαθώντας να φέρουν σε πέρας το έργο τους, μερικοί ιεραπόστολοι θυσίασαν ακόμα και τη ζωή τους
[Ευχαριστίες]
Από το βιβλίο Die Heiligkeit der Gesellschaft Jesu
[Εικόνα στη σελίδα 26]
Οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου, όπως ο Λίβινγκστον, δεν έδιναν πάντοτε ύψιστη προτεραιότητα στο κήρυγμα
[Ευχαριστίες]
Από το βιβλίο Geschichte des Christentums