Με Εγκατέλειψαν οι Γονείς Μου—Με Αγάπησε ο Θεός
ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΕΡΝΑΝΤΕΤ ΦΙΝ
Πριν καλά καλά γίνω τεσσάρων χρονών, με εγκατέλειψαν σε ένα μοναστήρι, μαζί με άλλες τρεις μεγαλύτερες αδελφές μου. Η Μπράιντι, η Φίλις και η Άναμεϊ, που ήταν τότε 12, 8 και 7 χρονών αντίστοιχα, θυμούνται ότι φώναζα συνεχώς επί εβδομάδες ζητώντας τους γονείς μου. Γιατί μας εγκατέλειψαν εκεί;
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ σε μια μεγάλη οικογένεια Καθολικών στις 28 Μαΐου 1936. Εμείς τα παιδιά ζούσαμε με τους γονείς μας σε ένα μικρό σπίτι στο Ντανκόρμικ, στην κομητεία του Γουέξφορντ, στην Ιρλανδία. Ήμουν το όγδοο παιδί, και κοιμόμουν σε ένα μεγάλο κρεβάτι μαζί με εφτά μεγαλύτερους αδελφούς και αδελφές μου. Ένας αδελφός και μια αδελφή μου που γεννήθηκαν λίγο καιρό αργότερα κοιμούνταν στα συρτάρια ενός επίπλου.
Ο πατέρας μας εργαζόταν σκληρά ως αγρότης. Κέρδιζε πολύ λίγα χρήματα, και έτσι το φαγητό ήταν λιγοστό για την οικογένεια. Ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις στις οποίες η μητέρα μου μπορούσε να δώσει στα μεγαλύτερα αδέλφια μου λίγο κολατσιό για το σχολείο. Η κατάστασή μας επηρεαζόταν άμεσα από τη γενική φτώχεια που επικρατούσε στην Ιρλανδία καθώς και από την άσπλαχνη εξουσία την οποία ασκούσε εκείνον τον καιρό η Καθολική Εκκλησία.
Η οικογένειά μας πήγαινε τακτικά στην εκκλησία, αλλά η μητέρα μου δεν ενδιαφερόταν βαθιά για τα πνευματικά πράγματα. Οι αδελφές μου, όμως, θυμούνται ότι την έβλεπαν να διαβάζει κάποια θρησκευτικά έντυπα καθισμένη μπροστά στο τζάκι και ότι προσπαθούσε να μας εξηγήσει μερικά από αυτά που είχε διαβάσει.
«Πού Είναι η Μητέρα Μου;»
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που με πήγαν στο μοναστήρι. Οι γονείς μου στέκονταν στο διάδρομο μιλώντας σοβαρά με μια καλόγρια, και εγώ άρχισα να παίζω αμέριμνα με κάποια άλλα κορίτσια εκεί, χωρίς να έχω ιδέα για το τι συζητούσαν. Ξαφνικά κοίταξα γύρω μου και τρομοκρατήθηκα όταν δεν είδα πουθενά τον πατέρα και τη μητέρα μου. «Πού είναι η μητέρα μου;» φώναξα με όλη μου τη δύναμη. Όπως ανέφερα στην αρχή, αυτό συνεχίστηκε επί εβδομάδες.
Τουλάχιστον, είχα τις τρεις μεγαλύτερες αδελφές μου, και αυτό μου έδινε λίγη παρηγοριά. Αλλά δεν ερχόμουν συχνά σε επαφή μαζί τους επειδή βρίσκονταν σε ένα άλλο μέρος του μοναστηριού. Εφόσον έπεφταν για ύπνο δύο ώρες αργότερα από εμάς τις μικρότερες, εγώ έμενα ξύπνια μέχρι που τις άκουγα να πηγαίνουν στα κρεβάτια τους. Τότε, φεύγοντας κρυφά από το κρεβάτι μου, πήγαινα στο επάνω μέρος της σκάλας για να δω τις αδελφές μου που μου έκαναν νεύματα. Κάθε μέρα ζούσα για αυτή την πολύτιμη στιγμή.
Το μοναστήρι δεν φαινόταν να ενθαρρύνει την επαφή με τους γονείς, και γι’ αυτό σπάνια βλέπαμε τους δικούς μας. Αυτή η αποξένωση με επηρέασε βαθιά. Στην πραγματικότητα, τη μοναδική φορά που θυμάμαι ότι μας επισκέφτηκαν οι γονείς μας, ούτε εγώ τους πλησίασα ούτε εκείνοι πλησίασαν εμένα. Εντούτοις, οι μεγαλύτερες αδελφές μου θυμούνται και μερικές άλλες επισκέψεις.
Σιγά σιγά, άρχισα να θεωρώ το μοναστήρι ως την οικογένειά μου, το σπίτι μου, τον κόσμο μου. Στα 12 χρόνια που ήμουν εκεί, τόλμησα να βγω έξω μόνο δύο φορές. Αυτές οι εξορμήσεις στη γύρω ύπαιθρο ήταν πολύ συναρπαστικές, καθώς βλέπαμε δέντρα και ζώα. Κατά τα άλλα, εμείς τα κορίτσια δεν βλέπαμε ποτέ αυτοκίνητα, λεωφορεία ή καταστήματα, και συνεπώς σπάνια βλέπαμε άντρες, με εξαίρεση τον ιερέα.
Η Μοναστική Ζωή
Η ζωή στο μοναστήρι είχε πολλές πλευρές—μερικές θετικές, πολλές αρνητικές. Μια πολύ καλή νεαρή καλόγρια μας δίδασκε για τον Θεό όσο καλύτερα μπορούσε. Μας είπε πως ο Θεός είναι ένας στοργικός πατέρας. Αυτό μου άρεσε, και από εκείνη τη μέρα αποφάσισα ότι θα θεωρούσα τον Θεό πατέρα μου επειδή ήταν πιο στοργικός και πιο καλός από τον πραγματικό μου πατέρα. Έκτοτε μιλούσα πολύ στον Θεό με απλές, παιδικές προσευχές. Μου έλειψε αυτή η καλόγρια όταν έφυγε από το μοναστήρι.
Έλαβα ικανοποιητική βασική εκπαίδευση, και είμαι ευγνώμων για αυτό. Ωστόσο, θυμάμαι τις εξωτερικές μαθήτριες, οι οποίες λάβαιναν προνομιακή μεταχείριση όταν έρχονταν στο σχολείο του μοναστηριού. Ήταν από πλούσιες οικογένειες, και όταν έρχονταν, εμείς έπρεπε να φεύγουμε από τις τάξεις. Οι καλόγριες μας υπενθύμιζαν συχνά ότι εμείς ήμασταν ορφανές και έπρεπε να συμπεριφερόμαστε ανάλογα.
Υπήρχαν πολλοί κανόνες στο μοναστήρι. Μερικοί ήταν λογικοί, γι’ αυτό οι περισσότερες από εμάς καταλαβαίναμε το γιατί ήταν απαραίτητοι. Υπήρχαν ωφέλιμα μαθήματα σχετικά με τη συμπεριφορά, τους τρόπους και ούτω καθεξής. Ποτέ δεν τα ξέχασα αυτά και με έχουν ωφελήσει σε όλη μου τη ζωή. Αλλά μερικοί κανόνες ήταν ασήμαντοι και φαίνονταν άδικοι, ενώ άλλοι μας μπέρδευαν και μας καταρράκωναν. Ένας τέτοιος κανόνας έλεγε ότι έπρεπε να τιμωρηθούμε αν βρέχαμε το κρεβάτι μας τη νύχτα, και ένας άλλος έλεγε ότι έπρεπε να τιμωρηθούμε αν θέλαμε να πάμε τη νύχτα στην τουαλέτα.
Κάποια μέρα καθώς ανέβαινα τις σκάλες, άρχισα να μιλώ στο κορίτσι που ήταν δίπλα μου. Μια καλόγρια με φώναξε κοντά της και με τιμώρησε επειδή μιλούσα. Ποια ήταν η ποινή; Έπρεπε να φοράω καλοκαιρινά ρούχα μέσα στο σκληρό χειμώνα της Ιρλανδίας! Ήμουν φιλάσθενη και συχνά υπέφερα από άσθμα και αμυγδαλίτιδα. Αρρώστησα βαριά και έπαθα φυματίωση, όπως και πολλά κορίτσια στο μοναστήρι. Αν και μας έβαζαν σε ξεχωριστό κοιτώνα, δεν είχαμε ιατρική φροντίδα, και κάποιες πέθαναν—ανάμεσά τους και η καλύτερή μου φίλη.
Μερικές από εμάς μας ξυλοκοπούσαν άγρια για μικρές παραβιάσεις των κανόνων. Κάποια φορά που μας είχαν συγκεντρώσει όλες μαζί, παρακολουθούσαμε μια καλόγρια να δέρνει ένα κορίτσι επί δύο και πλέον ώρες. Όλες κλαίγαμε. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, δεν ήταν όλες οι καλόγριες τόσο κακές. Ωστόσο, αυτό που με προβληματίζει μέχρι σήμερα είναι το πώς μπορεί κανείς να φέρεται τόσο σκληρά σε ανυπεράσπιστα παιδιά. Αυτό δεν θα το καταλάβω ποτέ.
Αργότερα, η Μπράιντι και η Φίλις έφυγαν από το μοναστήρι, αφήνοντας πίσω την Άναμεϊ και εμένα. Θεωρούσαμε η μία την άλλη ό,τι πιο σημαντικό είχαμε στον κόσμο. Η Άναμεϊ με παρηγορούσε λέγοντάς μου ιστορίες ότι κάποια μέρα οι γονείς μας θα έρχονταν και θα μας έπαιρναν από το μοναστήρι και θα μας πήγαιναν σε ένα μέρος όπου δεν θα μας έβρισκαν ποτέ οι καλόγριες. Όταν έφυγε η Άναμεϊ από το μοναστήρι, η καρδιά μου ράγισε. Έμεινα εκεί άλλα τρία χρόνια.
Μαθαίνοντας να Ζω Έξω
Το να φύγω από το μοναστήρι στην ηλικία των 16 χρόνων ήταν τρομακτική εμπειρία. Δεν ήξερα τίποτα για τον κόσμο που υπήρχε πίσω από τους τοίχους του μοναστηριού, και αυτός ο κόσμος ήταν πραγματικό χάος. Όταν ανέβηκα σε ένα λεωφορείο, μου ζήτησαν εισιτήριο, αλλά εγώ δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Επειδή δεν είχα καθόλου χρήματα, με κατέβασαν αμέσως από το λεωφορείο και πήγα στον προορισμό μου με τα πόδια. Σε μια άλλη περίπτωση ήθελα να πάρω το λεωφορείο, αλλά δεν περνούσε κανένα. Δεν ήξερα ότι πρέπει κάποιος να πάει στη στάση για να το πάρει.
Ωστόσο, με λίγη παραπάνω τόλμη και προσποιητή αφέλεια, σιγά σιγά κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω. Κατάφερα να βρω μια απλή εργασία, αλλά αφού εργάστηκα μερικούς μήνες, αποφάσισα να επιστρέψω στο σπίτι για να δω τη μητέρα μου. Εκεί συνάντησα κάποια από τα νεότερα αδέλφια μου για πρώτη φορά—συνολικά είχα 14 αδελφούς και αδελφές. Εφόσον δεν υπήρχε χώρος για να μείνω μαζί τους, οι γονείς μου διευθέτησαν να πάω στην Ουαλία και να μείνω με την αδελφή μου, την Άναμεϊ. Ο πατέρας μου με συνόδευσε ως εκεί αλλά μετά έφυγε αμέσως.
Ήμουν σχεδόν άπορη, αλλά κατάφερα να επιβιώσω με διάφορους τρόπους. Αργότερα, το 1953, μετακόμισα στο Λονδίνο, όπου έγινα μέλος της Λεγεώνας της Μαρίας, ενός Ρωμαιοκαθολικού οργανισμού κοινωνικής πρόνοιας στον οποίο συμμετείχαν λαϊκοί. Ωστόσο, απογοητεύτηκα πολύ από τη συνεργασία μου μαζί τους επειδή πίστευα ότι θα περιλάμβανε και το πνευματικό στοιχείο. Μου άρεσε να μιλώ για πνευματικά πράγματα, αλλά η εργασία μου στη Λεγεώνα της Μαρίας δεν είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, και φαινόταν ότι δεν υπήρχε ποτέ χρόνος για πνευματικές συζητήσεις.
Όταν ζούσα στο Λονδίνο, γνώρισα τον Πάτρικ, έναν φίλο των αδελφών μου. Ερωτευτήκαμε ο ένας τον άλλον και παντρευτήκαμε το 1961. Τα πρώτα δύο παιδιά μας, η Άντζελα και ο Στίβεν, γεννήθηκαν εκεί. Αργότερα, το 1967, μεταναστεύσαμε στην Αυστραλία, όπου γεννήθηκε το τρίτο μας παιδί, ο Άντριου. Εγκατασταθήκαμε στην επαρχιακή πόλη Μπομπάλα στη Νέα Νότια Ουαλία.
Επιτέλους Πνευματική Τροφή
Λίγο καιρό μετά την άφιξή μας στην Αυστραλία, ένας νεαρός ονόματι Μπιλ Λόιντ μάς επισκέφτηκε στην Μπομπάλα για να μας μιλήσει σχετικά με την Αγία Γραφή. Με συγκίνησε το γεγονός ότι οι ερωτήσεις μου απαντήθηκαν απευθείας από τη Γραφή. Αλλά μολονότι αναγνώρισα ότι αυτά που μας έλεγε ο Μπιλ ήταν η αλήθεια, διαφώνησα μαζί του σε πολλά σημεία επειδή ήθελα να μείνει και να μας εξηγήσει περισσότερα πράγματα από τη Γραφή. Αργότερα, ο Μπιλ μού έφερε μια Γραφή και μερικά περιοδικά για να διαβάσω.
Μου άρεσαν πάρα πολύ τα περιοδικά, αλλά ένιωσα έκπληξη όταν κατάλαβα ότι αυτοί που τα εξέδιδαν δεν πίστευαν στην Τριάδα. Έτσι λοιπόν, έκρυψα τα περιοδικά για να μην τα διαβάσει ο Πάτρικ και κλονιστεί η πίστη του. Ήμουν αποφασισμένη να τα δώσω πίσω στον Μπιλ την επόμενη φορά που θα ερχόταν, αλλά όταν εκείνος ήρθε ξανά μου έδειξε ότι η δοξασία πως τρία πρόσωπα αποτελούν μία «Θεότητα» βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις Γραφικές διδασκαλίες. Σύντομα διέκρινα ξεκάθαρα ότι ο Ιησούς είναι ο Γιος του Θεού, ότι δημιουργήθηκε από τον Πατέρα του, τον Ιεχωβά Θεό—άρα, είχε αρχή—και ότι ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος από τον Ιησού.—Ματθαίος 16:16· Ιωάννης 14:28· Κολοσσαείς 1:15· Αποκάλυψη 3:14.
Δεν άργησα να μάθω ότι και άλλα πράγματα που είχα διδαχτεί ως Καθολική ήταν εσφαλμένα. Λόγου χάρη, η Γραφή δεν διδάσκει ότι οι άνθρωποι έχουν αθάνατη ψυχή ή ότι υπάρχει κάποια πύρινη κόλαση με βασανιστήρια. (Εκκλησιαστής 9:5, 10· Ιεζεκιήλ 18:4) Πόση ανακούφιση ένιωσα όταν τα έμαθα αυτά! Κάποια μέρα χόρευα στην κουζίνα κατενθουσιασμένη, επειδή τελικά είχα βρει τον Πατέρα που πάντοτε αγαπούσα αλλά ποτέ δεν είχα γνωρίσει. Η πνευματική μου πείνα άρχισε να ικανοποιείται. Το γεγονός ότι ο Πάτρικ ένιωθε τον ίδιο ενθουσιασμό για αυτές τις νέες πεποιθήσεις μεγάλωνε τη χαρά μου.
Ο Μπιλ μάς προσκάλεσε σε μια συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Τεμόρα, μια άλλη επαρχιακή πόλη. Μολονότι ήταν πολλά χιλιόμετρα μακριά, δεχτήκαμε με χαρά την πρόσκληση και φτάσαμε στην Τεμόρα νωρίς το βράδυ της Παρασκευής. Το πρωί του Σαββάτου, συγκεντρώθηκαν διάφοροι όμιλοι στην αίθουσα της συνέλευσης για να συμμετάσχουν στο κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι. Ο Πάτρικ και εγώ ενθουσιαστήκαμε με αυτή την προοπτική, καθώς αυτό ήταν και δική μας επιθυμία ήδη για κάποιο διάστημα. Ωστόσο, ο Μπιλ είπε ότι δεν μπορούσαμε να συμμετάσχουμε στο έργο κηρύγματος επειδή και οι δύο καπνίζαμε ακόμη. Αλλά όταν έφυγε ο Μπιλ, ο Πάτρικ και εγώ προσκολληθήκαμε σε έναν άλλον όμιλο. Εκείνοι υπέθεσαν ότι ήμασταν Μάρτυρες και έτσι μας πήραν μαζί τους.
Σύντομα μάθαμε ποιες είναι οι Γραφικές απαιτήσεις προκειμένου να έχει κάποιος τα προσόντα να συμμετέχει στο κήρυγμα των καλών νέων. (Ματθαίος 24:14) Τελικά κόψαμε το κάπνισμα και συμβολίσαμε την αφιέρωσή μας στον Ιεχωβά Θεό με το βάφτισμα τον Οκτώβριο του 1968.
Δοκιμασίες της Πίστης Μας
Καθώς η γνώση μας για τη Γραφή και η σχέση μας με τον Ιεχωβά βάθαιναν περισσότερο, η πίστη μας στις υποσχέσεις του Θεού απέκτησε σταθερά θεμέλια. Έπειτα από κάποιο διάστημα, ο Πάτρικ διορίστηκε πρεσβύτερος σε μια εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Καμπέρα, την πρωτεύουσα της Αυστραλίας. Κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε ώστε να αναθρέψουμε τα παιδιά μας σύμφωνα με τη νουθεσία του Ιεχωβά, αντιμετωπίζοντας όλες τις συνηθισμένες δυσκολίες που συνδέονται με την ανατροφή εφήβων.—Εφεσίους 6:4.
Δυστυχώς, ο γιος μας, ο Στίβεν, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα σε ηλικία 18 χρονών. Παρά τη θλίψη μας, το γεγονός ότι ο Στίβεν είχε γίνει λάτρης του Ιεχωβά ήταν πραγματική παρηγοριά για εμάς. Ποθούμε να τον δούμε πάλι όταν ο Ιεχωβά θα αναστήσει όσους είναι στα μνημεία. (Ιωάννης 5:28, 29) Τον επόμενο χρόνο, το 1983, άρχισα να συμμετέχω στην ολοχρόνια διακονία μαζί με την κόρη μας, την Άντζελα, και συνεχίζω αυτή τη διακονία μέχρι σήμερα. Το να μοιράζομαι με άλλους τη βασισμένη στη Γραφή ελπίδα μας με έχει βοηθήσει να έχω θετική στάση για τη ζωή, και έχει απαλύνει τον πόνο της καρδιάς μου. Πρόσφατα, ήταν τεράστια η χαρά μου όταν έμαθα ότι η αδελφή μου, η Άναμεϊ, άρχισε να μελετάει τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ουαλία.
Το 1984, ο Πάτρικ παρουσίασε κάποια παράξενη ασθένεια, όπως τουλάχιστον φάνηκε εκείνον τον καιρό. Αργότερα η διάγνωση έδειξε ότι έπασχε από σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μόνιμη εργασία του και παραιτήθηκε από την υπηρεσία του Χριστιανού πρεσβυτέρου. Ευτυχώς, ανέρρωσε κάπως, και τώρα υπηρετεί πάλι ως διορισμένος υπηρέτης στην εκκλησία.
Τα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας με δίδαξαν πειθαρχία και αυτοθυσία, και με έμαθαν πώς να ζω απλή ζωή και να είμαι ικανοποιημένη με λίγα πράγματα. Πάντοτε όμως είχα την απορία γιατί εμάς, τα 4 κορίτσια, μας πήγαν στο μοναστήρι ενώ τα άλλα 11 παιδιά έμειναν στο σπίτι. Παρηγορώ τον εαυτό μου με τη σκέψη ότι οι γονείς μου, που πέθαναν πριν από χρόνια, έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν κάτω από περιστάσεις τις οποίες εγώ πιθανώς δεν θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω πλήρως. Εκείνοι ήταν καιροί γεμάτοι αντιξοότητες και απαιτούσαν δύσκολες αποφάσεις. Παρ’ όλα αυτά, είμαι ευγνώμων στους γονείς μου για το δώρο της ζωής που μου έδωσαν και για το ότι με φρόντισαν με τον τρόπο που θεωρούσαν καλύτερο. Πάνω από όλα, ευχαριστώ τον Ιεχωβά για το πατρικό ενδιαφέρον του.
[Εικόνα στη σελίδα 22]
Όταν ήμασταν νιόπαντροι
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Όταν τα παιδιά μας ήταν μικρά
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Με τον Πάτρικ σήμερα