ΘΑΜΝΟΣ
[εβρ., σίαχ].
Χαμηλό φυτό με πυκνές διακλαδώσεις. Η εβραϊκή λέξη σίαχ εμφανίζεται μόνο τέσσερις φορές, στα εδάφια Γένεση 2:5· 21:15· Ιώβ 30:4, 7. Ορισμένα δέντρα στην περιοχή της Παλαιστίνης μπορούν να οριστούν ορθά ως θάμνοι, όπως για παράδειγμα η άρκευθος-νάνος, ο αγκαθωτός λωτός και το σπάρτο, ενώ άλλα, μολονότι μοιάζουν με θάμνους, είναι συχνά ή συνήθως μεγαλύτερα, όπως η αγριοκυδωνιά, η ακακία, το αλμυρίκι, η ιτιά και η μυρτιά.
Στην έρημο της Βηρ-σαβεέ, η απελπισμένη Άγαρ έριξε τον Ισμαήλ κάτω από έναν θάμνο (Γε 21:15), ο δε Ιώβ λέει σχετικά με κάποιους ανθρώπους που έμεναν σε άνυδρη περιοχή ότι «έκοβαν το αλατόχορτο κοντά στους θάμνους» και ότι κραύγαζαν μέσα από τους θάμνους.—Ιωβ 30:4, 7.