ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ
(Καππαδοκία).
Στις ημέρες των αποστόλων, η Καππαδοκία ήταν μια μεγάλη περιοχή στην ενδοχώρα της ανατολικής Μικράς Ασίας, με γενικά ψυχρό κλίμα και σχετικά λίγα δάση. Βρισκόταν σε ένα οροπέδιο, μεγάλο μέρος του οποίου είχε υψόμετρο 900 μ. Αν και στο διάβα της ιστορίας τα όριά της μεταβάλλονταν, κατά βάση τα όρια αυτά ήταν ο Πόντος στα Β, η Γαλατία και η Λυκαονία στα Δ, η Κιλικία και τα όρη του Ταύρου στα Ν, και η Αρμενία και ο άνω Ευφράτης στα Α. Διαδεδομένη ήταν η εκτροφή προβάτων, ενώ υπήρχαν επίσης σε αφθονία βοοειδή και καλά άλογα. Το σιτάρι ήταν το κυριότερο προϊόν από την κατηγορία των δημητριακών.
Η Καππαδοκία ενσωματώθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία υπό τον Κύρο, και από την αρχική περιοχή σχηματίστηκαν δύο σατραπείες: του Πόντου και της Καππαδοκίας. Τον καιρό της δυναστείας των Σελευκιδών, η οποία έδρευε στη Συρία, η διακυβέρνηση της περιοχής παραχωρήθηκε σε υποτελείς βασιλιάδες. Το 17 Κ.Χ. ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Τιβέριος έθεσε τέρμα σε αυτό και η Καππαδοκία έγινε ρωμαϊκή επαρχία, η οποία τελούσε υπό τη διοίκηση ενός αυτοκρατορικού επιτρόπου. Ο Βεσπασιανός διεύρυνε την επαρχία το 70 Κ.Χ., συνενώνοντάς την με την Αρμενία, με αποτέλεσμα το σχηματισμό μιας μεγάλης μεθόριας επαρχίας στην Ανατολή. Η Καππαδοκία ήταν σε στρατηγικό σημείο λόγω των διαφόρων οδών που διέσχιζαν την περιοχή, μια από τις οποίες ξεκινούσε από την Ταρσό στη Μεσόγειο, περνούσε μέσα από το άνοιγμα που υπήρχε στην οροσειρά του Ταύρου και το οποίο ήταν γνωστό ως Κιλίκιες Πύλες, και διέσχιζε την Καππαδοκία ως την επαρχία του Πόντου και τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας.
Οι αυτόχθονες κάτοικοι της Καππαδοκίας ήταν προφανώς Άριοι ιαφεθιτικής καταγωγής, αλλά μαρτυρούνται εκεί Ιουδαϊκοί οικισμοί από το δεύτερο αιώνα Π.Κ.Χ. Ιουδαίοι από την Καππαδοκία ήταν παρόντες στην Ιερουσαλήμ την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. (Πρ 2:9) Πιθανότατα λόγω αυτού, η Χριστιανοσύνη διαδόθηκε στην Καππαδοκία νωρίς, και οι Καππαδόκες Χριστιανοί συγκαταλέγονταν μεταξύ εκείνων στους οποίους απηύθυνε ο Πέτρος την πρώτη επιστολή του.—1Πε 1:1.