ΙΑΣΩΒΕΑΜ
(Ιασωβεάμ) [πιθανώς, Ο Λαός Έχει Επιστρέψει].
1. Κορεΐτης πολεμιστής που συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Δαβίδ στη Σικλάγ. (1Χρ 12:1, 6) Πιθανώς το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 2.
2. Ο επικεφαλής των τριών πιο διακεκριμένων κραταιών αντρών του Δαβίδ. Ο Ιασωβεάμ νίκησε με το δόρυ του εκατοντάδες εχθρούς, και επίσης ήταν ένας από τους τρεις άντρες οι οποίοι εισέβαλαν στο στρατόπεδο των Φιλισταίων για να πάρουν νερό για τον Δαβίδ από τη στέρνα της Βηθλεέμ. (1Χρ 11:11, 15-19) Αργότερα, ο Ιασωβεάμ διορίστηκε επικεφαλής της πρώτης μηνιαίας υποδιαίρεσης που αποτελούνταν από 24.000 άντρες. (1Χρ 27:1, 2) Ήταν γιος του Ζαβδιήλ, Αχμονίτης. Το όνομά του εμφανίζεται ως Ιοσέβ-βασεβέθ στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 23:8.—Βλέπε ΙΟΣΕΒ-ΒΑΣΕΒΕΘ.