ΖΑΒΔΙΗΛ (Ζαβδιήλ) [Ο Θεός Έχει Προικίσει]. 1. Πατέρας του Ιασωβεάμ, του επικεφαλής στην πρώτη μηνιαία υποδιαίρεση που διακονούσε τον Βασιλιά Δαβίδ.—1Χρ 27:2. 2. Εξέχων ιερέας που διορίστηκε επιβλέπων στην Ιερουσαλήμ μετά τη βαβυλωνιακή εξορία.—Νε 11:10, 14.