(Εζεκήλ) [Είθε να Ενισχύσει ο Θεός· Ο Θεός Έχει Ενισχύσει].
Ιερέας και επικεφαλής του πατρικού οίκου που κληρώθηκε ως η 20ή από τις 24 ομάδες στις οποίες είχε κατανείμει ο Δαβίδ τις ιερατικές υπηρεσίες και οι οποίες υπηρετούσαν εκ περιτροπής.—1Χρ 24:1, 3, 7, 16.