ΔΥΟΣΜΟΣ
[ελλ. κείμενο, ἡδύοσμον].
Πόα με δυνατό άρωμα, που αναφέρεται στην Αγία Γραφή μόνο σε συσχετισμό με τη σχολαστικότητα με την οποία οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι έδιναν το δέκατο από το δυόσμο, ενώ παράλληλα αδιαφορούσαν για τα πιο βαρυσήμαντα ζητήματα του Νόμου. (Ματ 23:23· Λου 11:42) Στην Παλαιστίνη και στη Συρία υπάρχουν αρκετές ποικιλίες δυόσμου, από τις οποίες η πιο κοινή είναι ο αγριόδυοσμος (μίνθη η μακρόφυλλος [Mentha longifolia]). Η λέξη ἡδύοσμον (κατά κυριολεξία, αυτό που αναδίδει γλυκιά οσμή) του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου πιθανόν να μην προσδιόριζε αποκλειστικά μία συγκεκριμένη ποικιλία, αλλά να περιλάμβανε τα διάφορα γνωστά είδη δυόσμου.
Οι βλαστοί των φυτών του δυόσμου είναι τετραγωνικοί, και τα φύλλα φύονται ανά δύο, το ένα απέναντι από το άλλο. Τα μικρά γαλαζωπά ή ροζ λουλούδια του είναι διατεταγμένα κατά ταξιανθίες, σχηματίζοντας είτε ξεχωριστούς σπονδύλους είτε στάχυες στο άκρο των βλαστών. Από την αρχαιότητα, ο δυόσμος χρησιμοποιείται στην ιατρική καθώς και στην καρύκευση διαφόρων τροφών. Αυτό οφείλεται στο αιθέριο έλαιο που περιέχεται στα φύλλα και στους βλαστούς του.