ΠΡΟΧΟΡΟΣ
(Πρόχορος) [πιθανώς παράγωγο του προχορεύω, που σημαίνει «πηγαίνω μπροστά (ή χορεύω πρώτος) σε χορό»].
Ένας από τους εφτά αναγνωρισμένους άντρες οι οποίοι ήταν γεμάτοι πνεύμα και σοφία και οι οποίοι διορίστηκαν να εξασφαλίζουν ίση μεταχείριση κατά την καθημερινή διανομή τροφής στη Χριστιανική εκκλησία της Ιερουσαλήμ τον πρώτο αιώνα.—Πρ 6:1-6.