ΤΙΜΩΝ
(Τίμων) [παράγωγο του τιμάω].
Ένας από τους εφτά άντρες οι οποίοι ήταν “γεμάτοι πνεύμα και σοφία” και τους οποίους οι απόστολοι διόρισαν για να επιμελούνται την «καθημερινή διανομή» στη νεοσύστατη Χριστιανική εκκλησία. Παρά το ελληνικό του όνομα, μάλλον ήταν Ιουδαίος στην καταγωγή.—Πρ 6:1-6.