ΣΑΛΛΟΥ
(Σαλλού).
1. Βενιαμίτης κάτοικος της μεταιχμαλωσιακής Ιερουσαλήμ. Γιος του Μεσουλλάμ.—1Χρ 9:3, 7· Νε 11:7.
2. Κεφαλή ιερατικής οικογένειας που επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ. (Νε 12:1, 7) Στο εδάφιο Νεεμίας 12:20, σε έναν κατάλογο με μεταγενέστερους πατρικούς οίκους, εμφανίζεται το όνομα Σαλαΐ στο αντίστοιχο σημείο.