Δυο Κλασσικές Επιστολές Μεγάλης Σπουδαιότητος
Ο ΤΡΑΪΑΝΟΣ, ο άρχων της εκτεταμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, χρειάσθηκε ένα διοικητή για την επαρχία Βιθυνίας-Πόντου, στη Μικρά Ασία. Στη θέσι αυτή διώρισε τον έμπιστο φίλο του Γάιο Πλίνιο Καικίλιο Σεκούνδο, που τον ωνόμαζαν και Πλίνιο τον Νεώτερο. Στη Βιθυνία ο Πλίνιος έφθασε το 111 μ.Χ. και ύστερα από δυο χρόνια πέθανε. Αλλά στο διάστημα αυτό έγραψε πολλές επιστολές στον Τραϊανό για διάφορα ζητήματα. Μια απ’ τις επιστολές αυτές μαζί με την απάντησι του Τραϊανού αναφέρεται στους πρώτους Χριστιανούς και θεωρείται σαν ένα μεγάλης αξίας μνημειώδες έγγραφο της αρχαιότητος. Φανερώνει τη στάσι, τη διαγωγή και τις διαθέσεις των αφιερωμένων δούλων του Θεού, όπως φαίνονται μπροστά σε μη Χριστιανικά μάτια. Οι επιστολές αυτές (γραμμένες λίγο χρόνο ύστερα απ’ το θάνατο και του τελευταίου αποστόλου) έχουν τόση ιστορική σπουδαιότητα, ώστε τις παραθέτομε εδώ, όπως έχουν μεταφρασθή και δημοσιευθή στο έργο Κλασσικά του Χάρβαρτ, 1909, τόμ. 9, σελ. 425-428.
«Μεγαλειότατε: Έχω ως αμετάβλητο κανόνα να αναφέρομαι σε Σας για όλα τα ζητήματα που έχω αμφιβολίες, γιατί ποιος είναι ικανώτερος από Σας να εξαφανίζη τους ενδοιασμούς μου και να με διαφωτίζη στην άγνοιά μου; Επειδή δεν έχω παραστή ποτέ στις δίκες των ανθρώπων που ακολουθούν τον Χριστιανισμό, δεν γνωρίζω όχι μόνο τη φύσι των εγκλημάτων των ή το μέτρον της ποινής των, αλλά και κατά πόσο θα ήταν ορθό να διαταχθή μια ανάκρισις σχετικά μ’ αυτούς. Δεν ξέρω αν πρέπει να γίνεται διάκρισις μεταξύ ανηλίκων και ηλικιωμένων· αν η μετάνοιά τους πρέπει να τους δίνη το δικαίωμα της απαλλαγής· ή, αν εκείνος που έγινε Χριστιανός, είναι αδύνατον να εγκαταλείψη την πλάνη του· αν πρέπει να τιμωρήται κανείς όταν ομολογή απλώς τον Χριστιανισμό χωρίς να βαρύνεται με καμμιά εγκληματική πράξι, ή πρέπει να τιμωρούνται μόνο τα εγκλήματα που είναι συνυφασμένα με την πίστι αυτή. Σε όλα αυτά τα σημεία έχω μεγάλες αμφιβολίες. Στο μεταξύ, η μέθοδος που ακολούθησα απέναντι εκείνων που φέρθηκαν μπροστά μου γιατί ήσαν Χριστιανοί, είναι η εξής: Τους ρωτούσα αν είναι Χριστιανοί, και, αν ωμολογούσαν ότι είναι, επανελάμβανα την ερώτησι δυο φορές, και τους απειλούσα με τιμωρία· αν επέμεναν, διέτασσα να τιμωρηθούν αμέσως, γιατί είχα την πεποίθησι ότι οποιεσδήποτε ιδέες και αν είχαν, η ανένδοτη και αλύγιστη επιμονή τους άξιζε βέβαια να τιμωρηθή. Είχαν φερθή μπροστά μου και άλλοι που είχαν την ίδια λόξα, αλλά επειδή ήσαν Ρωμαίοι πολίται, έδωσα εντολή να σταλούν στη Ρώμη. Επειδή όμως το αδίκημα αυτό εξαπλώνεται (όπως συνήθως συμβαίνει), αν και είναι πραγματικά υπό διωγμόν, παρουσιάζονται πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Έλαβα μια ανώνυμη πληροφορία με κατηγορία εναντίον διαφόρων προσώπων, τα οποία στην ανάκρισι αρνήθηκαν ότι ήσαν Χριστιανοί ή ότι υπήρξαν ποτέ. Επανέλαβαν ύστερα από εμένα μια επίκλησι προς τους θεούς, και έκαμαν ιεροτελεστίες με κρασί και θυμίαμα μπροστά στο άγαλμά σας (το οποίον διέταξα να φερθή γι’ αυτόν τον σκοπό μαζί με τα αγάλματα των θεών) και εξύβρισαν ακόμη το όνομα του Χριστού, ενώ, όπως λέγεται, είναι αδύνατον οι πραγματικοί Χριστιανοί να εξαναγκασθούν σε συμμόρφωσι με τις απαιτήσεις αυτές. Εθεώρησα λοιπόν ορθόν να τους απαλλάξω. Μερικοί από εκείνους που κατηγορήθηκαν με την προσωπική παρουσία μάρτυρος, ωμολόγησαν αρχικά ότι ήσαν Χριστιανοί, αλλά ευθύς αμέσως το αρνήθηκαν. Οι υπόλοιποι ωμολόγησαν πραγματικά ότι υπήρξαν στην αρχή Χριστιανοί (άλλοι προ τριών ετών, άλλοι περισσότερο και λίγοι προ είκοσι ετών), αλλ’ ότι τώρα έχουν απαρνηθή αυτή την πλάνη. Όλοι αυτοί επροσκύνησαν το άγαλμά σας και τα αγάλματα των θεών, προφέροντας συγχρόνως κατάρες εναντίον του ονόματος του Χριστού. Ωμολόγησαν ότι όλη η ενοχή τους, η ή πλάνη τους, ήταν ότι συναθροίζονταν μια ωρισμένη ημέρα πριν φέξη, και ανέπεμπαν ένα τύπο προσευχής στον Χριστό, ως θεότητα, και έδιναν όρκο, όχι για πονηρούς σκοπούς, αλλά να μη διαπράττουν ποτέ δόλο, κλοπή ή μοιχεία, να μην αθετούν ποτέ τον λόγο τους, ούτε να προδίδουν την πίστι ή τους αδελφούς των. Ύστερα συνήθιζαν να αποχωρίζωνται και να συναθροίζονται πάλι για ένα κοινό φαγητό με ησυχία και αθωότητα. Πάντως, εσταμάτησαν τη συνήθειά τους αυτή ύστερα από τη δημοσίευσι της διαταγής μου με την οποία, σύμφωνα με τις εντολές σας, απηγορεύοντο όλες οι συγκεντρώσεις. Αφού άκουσα την κατάθεσι αυτή, έκρινα ότι ήταν απαραίτητο να προσπαθήσω με εκβιασμό να βρω την αλήθεια, παραδίνοντας σε βασανισμό δυο γυναίκες δούλες που κατηγορούντο ότι προσέφεραν υπηρεσία στις θρησκευτικές τους ιεροτελεστίες. Αλλά εκείνα που μπόρεσα να ανακαλύψω ήσαν μόνον αποδείξεις μιας παράλογης και ιδιότροπης δεισιδαιμονίας. Κατόπιν αυτού έκρινα σκόπιμο να αναβάλω όλες αυτές τις δίκες για να σας συμβουλευθώ, γιατί φαίνεται ότι το ζήτημα αυτό αξίζει πολύ να τύχη της προσοχής σας επειδή πολύς κόσμος πρόκειται να συμπεριληφθή στην ποινική αυτή δίωξι που έχει τώρα επεκταθή και είναι πιθανόν ότι θα συμπεριλάβη πρόσωπα όλων των τάξεων και ηλικιών, και εκ των δύο φύλων. Πραγματικά, η μεταδοτική αυτή δεισιδαιμονία δεν περιορίζεται μόνο στις πόλεις, αλλά μετέδωσε τη μόλυνσί της στα γειτονικά χωριά και στην ύπαιθρο. Πάντως, φαίνεται ότι είναι ακόμη δυνατόν να εμποδισθή η πρόοδός της. Οι ναοί, τουλάχιστον, που ήσαν άλλοτε σχεδόν έρημοι, αρχίζουν τώρα να συγκεντρώνουν κόσμο, και οι ιεροτελεστίες, ύστερα από μια μακρά διακοπή, αναζωογονήθηκαν πάλιν, ενώ παρατηρείται γενική ζήτησις ζώων προς θυσίαν τα οποία μέχρι τώρα εύρισκαν πολύ λίγους αγοραστάς. Απ’ όλα αυτά είναι εύκολο να συμπεράνη κανείς ότι πολύς κόσμος μπορεί να επιστρέψη αν δοθή μια γενική χάρις σε όσους μετανοήσουν από την πλάνη τους.»
Απαντώντας στην επιστολή αυτή του Πλινίου, ο Αυτοκράτωρ Τραϊανός έγραψε: «Ακολούθησες το σωστό δρόμο, αγαπητέ μου Σικούνδε, ερευνώντας τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών που παραπέμφθηκαν ενώπιόν σου. Δεν είναι δυνατόν να χαραχθή ένας γενικός κανών για όλες αυτές τις περιπτώσεις. Μην απομακρύνεσαι απ’ τη μέθοδο που ακολουθείς να εξετάξης κάθε περίπτωσι. Αν παραπεμφθούν ενώπιον σου και το αδίκημα αποδειχθή, πρέπει να τιμωρηθή ο ένοχος, με την επιφύλαξι, όμως, ότι αν αυτός αρνηθή ότι είναι Χριστιανός, και δώση αποδείξεις γι’ αυτό με το να επικαλεσθή τους θεούς μας, τότε (άσχετα με κάθε προηγούμενη υποψία) πρέπει να απαλλαγή αφού εδήλωσε μετάνοια. Ανώνυμες πληροφορίες δεν πρέπει καθόλου να λαμβάνονται υπ’ όψι για δίωξι κανενός. Έτσι θα εδημιουργείτο ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο, που είναι τελείως ξένο προς το πνεύμα του αιώνος μας.»
ΤΙ ΑΞΙΕΠΑΙΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ!
Μια ανάλυσις των επιστολών αυτών μας λέγει πολλά για τους πρώτους Χριστιανούς. Αν και ήσαν μια μικρή μειονότης «ανηλίκων και ηλικιωμένων», εν τούτοις κανένας κτηνώδης βασανισμός δεν κατώρθωνε να θραύση ή να λυγίση την πίστι των αληθινών εκείνων ακολούθων του Χριστού. Ο Πλίνιος ωνόμασε τη στάσι τους αυτή «αλύγιστη επιμονή». Αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα ευσεβές παράδειγμα ανιδιοτελούς αφοσιώσεως, τελείας πιστότητος και ακάμπτου αποφασιστικότητος στην εκτέλεσι των εντολών του Ιεχωβά, και στην άσκησι δικαιοσύνης, και όχι μια ιδιοτελής επίδειξις ισχυρογνωμοσύνης.
Και τι τρομερά εγκλήματα διέπρατταν οι Χριστιανοί εκείνοι; Ο Πλίνιος λέγει ότι προσηύχοντο στον Θεόν εν τω ονόματι του Χριστού και «έδιναν όρκο, όχι για πονηρούς σκοπούς,» αλλά μάλλον ωρκίζοντο «να μη διαπράττουν ποτέ δόλο, κλοπή ή μοιχεία, να μην αθετούν ποτέ τον λόγο τους, ούτε να προδίδουν την πίστι ή τους αδελφούς των», είχαν δε και την συνήθεια «να τρώγουν μαζί με ησυχία και αθωότητα». Πραγματικά, η αυτοκρατορία δεν είχε καλυτέρους, τιμιωτέρους και πιο επιθυμητούς πολίτας, και όμως αυτούς ακριβώς ο Πλίνιος ήταν πρόθυμος να θανατώση και να καταστρέψη!
Εν τούτοις, εκείνοι που φέρθηκαν μπροστά στον Πλίνιο δεν ήσαν όλοι πιστοί Χριστιανοί. Μερικοί αρνήθηκαν ότι υπήρξαν ποτέ τοιούτοι, και για να το αποδείξουν ελάτρευσαν ευχαρίστως τους ειδωλολατρικούς θεούς και «έκαμαν ιεροτελεστίες με κρασί και θυμίαμα» μπροστά στο άγαλμα του Τραϊανού «και εξύβρισαν ακόμη το όνομα του Χριστού.» Ο Πλίνιος ήταν ικανοποιημένος που αυτοί δεν ήσαν Χριστιανοί, ενώ, όπως γράφει, «είναι αδύνατον οι πραγματικοί Χριστιανοί να εξαναγκασθούν σε συμμόρφωσι με τις απαιτήσεις αυτές».
Μια τρίτη ομάς που φέρθηκε για δίκη μπροστά στον Πλίνιο ήταν σαν εκείνους που ανέφερεν ο Ιησούς, άτομα με καρδιά σκληρή σαν πέτρα όπου η αλήθεια δεν βρήκε βάθος να ριζώση και ξεράθηκε κάτω από το καύμα του διωγμού. (Ματθαίος 13:20, 21) Άπιστοι, χωρίς ακεραιότητα απέναντι του Ιεχωβά Θεού, συμβιβάσθηκαν με τους άρχοντας του σατανικού αυτού παλαιού κόσμου, «ελιποτάκτησαν» από την ιερή διαθήκη τους, εγκατέλειψαν τον ευσεβή τρόπον ζωής και τη συνάθροισι των δούλων του Κυρίου, και όλα αυτά γιατί δυο μικροί άνθρωποι σαν τον Πλίνιο και τον Τραϊανό ‘απηγόρευσαν όλες τις συγκεντρώσεις’. (Εβραίους 10:25) Σ’ αυτή την άπιστη και ανάξια τάξι των ανθρώπων ο Πλίνιος έδειξε έλεος και συγχωρητικότητα, στην ενέργεια δε αυτή ο Τραϊανός συνεφώνησε, και ο Διάβολος την είδε με ευχαρίστησι. Εν τούτοις, στα μάτια του Ιεχωβά εκείνοι οι παραβάται της συνθήκης ήσαν άξιοι θανάτου.—Εκκλησιαστής 5:4, 5· Ρωμαίους 1:31, 32.
Και όμως, ο διωγμός και η πτώσις μερικών δεν κατώρθωσε να σταματήση τη «μεταδοτική αυτή δεισιδαιμονία», όπως την ωνόμαζεν ο Πλίνιος. Πραγματικά, ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε «ενώ ήταν υπό διωγμόν» και πρόσωπα «όλων των τάξεων και ηλικιών, και εκ των δύο φύλων» δέχθηκαν την αλήθεια. Ο Πλίνιος θρηνούσε γιατί η εξάπλωσις αυτή του Χριστιανισμού «δεν περιωρίζετο μόνο στις πόλεις αλλά μετέδωσε τη μόλυνσί της στα γειτονικά χωριά και στην ύπαιθρο».