Χαρές, Δοκιμασίες και Ευλογίες στην Υπηρεσία του Θεού Ημών
Αφήγησις υπό Ρίτσαρντ Μπλύμελ
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ του 1918 η Γερμανία εμάχετο ένα απεγνωσμένο αγώνα, με τους άνδρες της διεσπαρμένους σε όλα τα μέτωπα. Πίσω από τις γραμμές γυναίκες και παιδιά λιμοκτονούσαν και πολλές χιλιάδες απέθνησκαν καθημερινά από υποσιτισμό και γρίππη. Πόσο τα πλήθη ποθούσαν τώρα την ειρήνη! Στις μεγάλες βιομηχανίες την περισσότερη εργασία την έκαναν οι γηραιότεροι άνδρες, γυναίκες και τα νεαρά παιδιά της χώρας. Ήμουν τότε δέκα οκτώ ετών κι εργαζόμουν σ’ ένα βιβλιοδετείο στη Λειψία, όπου μόλις είχα συμπληρώσει τον χρόνον της μαθητεύσεώς μου ως επιχρυσωτού και βιβλιοδέτου.
Σ’ αυτή την περίοδο ήταν που έλαβα για πρώτη φορά ένα άγγελμα ελπίδος. Μου ήλθε από μεσήλικα γυναίκα η οποία μιλούσε πολύ για τις πεποιθήσεις της σε άλλους. Μια μέρα μου μίλησε για ένα θαυμάσιο βιβλίο, Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων, και, βλέποντας το ζωηρό ενδιαφέρον μου, μου έδωσε ένα φυλλάδιο που έφερε τον τίτλο «Τριμηνιαία Παλαιά Θεολογία,» και περιείχε αποδείξεις ότι οι «καιροί των εθνών» είχαν λήξει. (Λουκ. 21:24) Το διάβασα επανειλημμένως, διότι βρήκα πολύ ελκυστικό αυτό το άγγελμα από τη Γραφή.
Αργότερα η ίδια αυτή κυρία μού μίλησε για εβδομαδιαίες συναθροίσεις όπου συνεζητούντο παρόμοια θέματα, έτσι δέχθηκα την πρόσκλησί της να παρευρεθώ. Την ωρισμένη ημέρα περίμενα στην είσοδο της αιθούσης συναυλιών της σχολής όπου εγίνοντο οι συναθροίσεις, και όταν ήλθε η κυρία με ωδήγησε μέσα. Πενήντα περίπου άτομα ήσαν παρόντα. Το θέμα της συζητήσεως ήταν ένα κεφάλαιο από το βιβλίο Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων, και το ενδιαφέρον μου είχε τώρα διεγερθή πλήρως. Απεφάσισα να προμηθευθώ το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω. Πραγματικά, τόσο απορροφήθηκα από τις σελίδες του κάθε μέρα ώστε οι γονείς μου άρχισαν ν’ ανησυχούν για μένα, και αναγκάσθηκα ν’ αναζητήσω ένα πιο ήσυχο τόπο για την ανάγνωσί μου. Πού θα εύρισκα πιο ήσυχο μέρος από το γειτονικό νεκροταφείο, όπου επίστευα ότι θα παρέμενα αόρατος και ήσυχος. Ήταν θαυμάσιο να μάθω από αυτό το βιβλίο ότι ο Θεός προεγνώριζε από πολύν καιρό και προείπε την άνοδο και την πτώσι των παγκοσμίων δυνάμεων και πώς θα έφθαναν όλες στο τέλος των.
Η γνώσις αυτής της συνταρακτικής πληροφορίας μού έφερε τόση χαρά και ικανοποίησι ώστε αισθάνθηκα την ανάγκη ν’ αρχίσω να ομιλώ σε άλλους γι’ αυτά. Φυσικά, οι γονείς μου ήσαν οι πρώτοι που άκουσαν από μένα, αλλά δεν έδειξαν ανταπόκρισι την εποχή εκείνη. Στις συναθροίσεις όπου παρευρισκόμουν προμηθεύθηκα μια ποσότητα φυλλαδίων και άρχισα να πηγαίνω από σπίτι σε σπίτι και να παρουσιάζω την Βιβλική προφητεία του Δανιήλ 2:44, στην οποία προλέγεται η εγκαθίδρυσις της βασιλείας του Θεού και η συντριβή όλων των βασιλειών του κόσμου. Κάποια μέρα συνέπεσε να επισκεφθώ ένα από τους συναδέλφους μου στο εργοστάσιο, και αυτός πολύ εξεπλάγη ακούοντας αυτά που έλεγα και ήταν περίεργος να μάθη πώς έφθασα να γίνω ένας κήρυξ του αγγέλματος της Γραφής.
Από τότε άρχισα να χρησιμοποιώ κατάλληλες ευκαιρίες για να ομιλώ σε άλλους υπαλλήλους στο εργοστάσιο και να τους προσκαλώ να παρακολουθήσουν τις τάξεις Γραφικής μελέτης ή τις ειδικές δημόσιες διαλέξεις για την Βιβλική χρονολογία που έχει σχέσι με την εποχή μας. Ως τον Οκτώβριο του 1918 είχα την ικανοποίησι να ιδώ μερικούς καρπούς από αυτούς τους κόπους, διότι πέντε από τους συναδέλφους μου ανταπεκρίθησαν και τελικά ακολούθησαν την ίδια πορεία μ’ εμένα, δηλαδή, αφιέρωσαν τη ζωή των στον Ιεχωβά Θεό και υπεβλήθησαν στο εν ύδατι βάπτισμα. Εφόσον ο πόλεμος εξακολουθούσε να μαίνεται, το βάπτισμά μου έπρεπε να διεξαχθή τελείως μυστικά.
Γρήγορα είχα εξετάσει προσεκτικά τους έξη τόμους των Γραφικών Μελετών που εξέδωσε η Εταιρία Σκοπιά καθώς και το βιβλιάριο Η Σκηνή Προσκίασις Καλυτέρων Θυσιών. Πόσο ευγνώμων ήμουν που απελάμβανα τέτοια πνευματική αφθονία σε μια εποχή κατά την οποίαν η πείνα για υλική όσο και πνευματική τροφή ήταν τόσο διαδεδομένη! Η επιθυμία μου να βοηθήσω πολλούς άλλους ν’ απολαύσουν αυτές τις ίδιες ευλογίες εξακολούθησε ν’ αυξάνη. Πρέπει, να λεχθή στους ανθρώπους για το τέλος όλων των ανθρωπίνων βασιλειών και για τη δικαία κυβέρνησι η οποία θα τις αντικαθιστούσε σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Θεού.
Το 1919 εξεδόθη στη Γερμανική ο έβδομος τόμος των Γραφικών Μελετών, που είχε εκτυπωθή σ’ ένα εμπορικό τυπογραφείο. Έφερε τον τίτλο Το Τετελεσμένον Μυστήριον κι εσχολίαζε την πτώσι της Βαβυλώνος όπως περιγράφεται στο δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο κεφάλαια της Αποκαλύψεως. Η 21η Αύγουστου ήταν η ημέρα που είχε καθορισθή για μια ευρεία διανομή αυτού του βιβλίου καθώς και φυλλαδίων με τον τίτλο «Η Πτώσις της Βαβυλώνος,» που θα εχρησιμοποιούντο για να το διαφημίσουν. Με μεγάλη προσδοκία αναμέναμε εκείνη την ημέρα. Πόσο ευτυχής ήμουν που είχα ήδη ακολουθήσει την εντολή που αναγράφεται στο εδάφιο Αποκάλυψις 18:4: «Εξέλθετε εξ αυτής, ο λαός μου, δια να μη συγκοινωνήσητε εις τας αμαρτίας αυτής, και να μη λάβητε εκ των πληγών αυτής.»
Καθώς μετέβαινα στον τομέα που μου είχε ανατεθή, σπρώχνοντας το χειράμαξό μου φορτωμένο με φυλλάδια Η Πτώσις της Βαβυλώνος, επέρασα κοντά σ’ ένα μνημείο που είχε στηθή για την ανάμνησι του Γουσταύου Αδόλφου, βασιλέως της Σουηδίας, υπερασπιστού του Προτεσταντισμού. Στην αναμνηστική πλάκα εδιάβασα: «Γουσταύος Αδόλφος, Χριστιανός και ήρως, με την μάχην του Μπράιτενφελντ διέσωσε την ελευθερία της θρησκείας για τον κόσμο.» Καθώς εκτελούσα τη διακονία μου, δεν μπορούσα ν’ αποφύγω τη σκέψι ότι ήμουν ένας από κάποιον όμιλο αγωνιστών της πραγματικής ελευθερίας. Αργότερα εκείνο το βράδυ, κουρασμένος αλλά ικανοποιημένος, επέστρεψα σπίτι μου με το καρροτσάκι μου κενό. Όλα τα φυλλάδιά μου είχαν διατεθή.
«ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΗΔΗ ΖΩΝΤΩΝ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΘΕΛΟΥΣΙΝ ΑΠΟΘΑΝΕΙ»
Το επόμενο έτος, 1920, εξηγγέλλετο στη Γερμανία καθώς και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου το θέμα «Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε Θέλουσιν Αποθάνει.» Το Γερμανικό βιβλιάριο που έφερε αυτό τον τίτλο παρουσιάζετο κι εδίδοντο δημόσιες διαλέξεις μ’ αυτό το θέμα οπουδήποτε μπορούσε να εξασφαλισθή χώρος. Ενθυμούμαι καλά πώς παρακολουθούσα τις διαλέξεις διαθέτοντας και το βιβλιάριο και κρατώντας σημείωσι των ανθρώπων που εξεδήλωναν ενδιαφέρον. Έντυπες αγγελίες και πινακίδες διεφήμιζαν τις ομιλίες. Μια νύχτα είχα το προνόμιο να επικολλώ αγγελίες στους στύλους σημάτων τροχαίας σ’ όλη τη Λειψία. Πόσο ικανοποιητικό ήταν να βλέπωμε το Αλμπερτχάλλε, την πιο μεγάλη αίθουσα διαλέξεων που μπορέσαμε να εξασφαλίσωμε, γεμάτη από ένα ακροατήριο 4.000, πολλοί από τους οποίους ήσαν υποχρεωμένοι να σταθούν όρθιοι!
Οι προσπάθειές μας να διαδώσωμε το άγγελμα της Βασιλείας δεν εσταμάτησαν με την λήξι του πολέμου. Μάλλον, αισθανθήκαμε την ώθησι να διπλασιάσωμε τις προσπάθειές μας όταν το περιοδικό Η Σκοπιά επέστησε την προσοχή στην σοβαρή υποχρέωσι που είχαμε υπό το φως της προφητείας του Ιησού ότι «δια τους εκλεκτούς . . . θέλουσι συντμηθή αι ημέραι εκείναι [της μεγάλης θλίψεως].» Διεκρίναμε ότι αποτελούσε ευθύνη του δούλων του Θεού στη γη να επιδώσουν μια ευρεία μαρτυρία για την Βασιλεία ώστε κάποια ‘σαρξ να σωθή.’—Ματθ. 24:21, 22.
Το 1921 η Τράπεζα της Δρέσδης στη Λειψία μού προσέφερε μια θέσι βιβλιοδέτου με ετήσιο εισόδημα $2.460. Αλλά άφηναν να εννοηθή ότι θα υπήρχαν ημέρες που θα ώφειλα να εργάζωμαι περισσότερο από τις συνήθεις οκτώμιση ώρες. Απέρριψα την προσφορά. Η πιο ειλικρινής μου επιθυμία ήταν να δίνω στην υπηρεσία του Θεού την πρώτη θέσι στη ζωή μου.
ΔΟΚΙΜΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΤΗΣ ΟΛΟΧΡΟΝΙΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Μια αγγελία στο περιοδικό Η Σκοπιά στις αρχές του 1923 προσκαλούσε εκείνους που είχαν πείρα βιβλιοδέτου ν’ απευθυνθούν για υπηρεσία στο γραφείο του τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά, που ήταν τότε στο Μπάρμεν. Ύστερ’ από εξέτασι των συνθηκών μου με προσευχή, απεφάσισα να δεχθώ και σύντομα έλαβα ένα τηλεγράφημα που έλεγε: «Παρακαλείσθε να έλθετε αμέσως.» Επώλησα μερικά από τα πράγματά μου, αγόρασα ένα εισιτήριο για το Μπάρμεν, κι έφθασα εκεί στις 11 Μαΐου 1923. Αυτή ήταν η αρχή μιας νέας ζωής για μένα, η πιο ευτυχισμένη περίοδος όλης της ζωής μου.
Το έτος εκείνο τα πιεστήρια της Εταιρίας άρχισαν να εκτυπώνουν τα περιοδικά Η Σκοπιά και Ο Χρυσούς Αιών (τώρα Ξύπνα!) για τη Γερμανία. Υπήρξε προνόμιό μου να χειρίζωμαι μια μικρή χειροκίνητη μηχανή καθαρισμού των μετάλλων. Γρήγορα το κτίριο και τα πιεστήρια ήσαν ανεπαρκή για τον αυξανόμενο όγκο του έργου. Ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά Ι. Φ. Ρόδερφορδ έκαμε διευθετήσεις ώστε ν’ αποκτήσωμε ένα μεγαλύτερο κτίριο σε μια πιο κεντρική τοποθεσία. Στις 19 Ιουνίου 1923, αρχίσαμε να μεταφέρουμε όλες τις εγκαταστάσεις μας σε νέο και μεγαλύτερο κτίριο στην πόλι του Μαγδεμβούργου.
Αλλά, και πάλι, η επέκτασις του έργου στη Γερμανία απαιτούσε περαιτέρω επέκτασι των χώρων μας. Ύστερ’ από μια επίσκεψι του προέδρου της Εταιρίας, έγινε διευθέτησις για ν’ αγορασθή το πρόσθετο οικόπεδο το παρακείμενο στα κεντρικά γραφεία της εταιρίας. Επάνω σ’ αυτό ανηγέρθη ένα πολύ μεγαλύτερο κτίριο, περιλαμβανομένης και μιας μεγάλης αιθούσης συνελεύσεων και βελτιωμένων εγκαταστάσεων για εκτύπωσι και βιβλιοδέτησι. Ήταν θαυμάσιο όταν εφθάσαμε στο σημείο να παράγωμε ημερησίως 7.000 δεμένους τόμους βοηθημάτων για τη μελέτη της Γραφής.
Το 1931 ήταν ένα αξιομνημόνευτο έτος, διότι τότε διεξήγοντο ειδικές συνελεύσεις του λαού του Ιεχωβά σ’ όλο τον κόσμο, και το όνομα «μάρτυρες του Ιεχωβά» ήλθε στο προσκήνιο. Είχα την ευχαρίστησι να παρευρεθώ στη συνέλευσι των Παρισίων το έτος εκείνο. Ήταν μια τελείως νέα πείρα για μένα να πηγαίνω από σπίτι σε σπίτι με μια έντυπη κάρτα που εξηγούσε την αποστολή μου. Δεν εγνώριζα, βλέπετε, καθόλου Γαλλικά. Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους ανέλαβα τη διακονία του βοηθητικού σκαπανέως, δηλαδή, μια διευθέτησι με την οποία δαπανούσα τον μισό χρόνο μου στο από σπίτι σε σπίτι κήρυγμα. Σκοπός μου ήταν να έχω μεγαλύτερη προσωπική συμμετοχή στη διάθεσι του βιβλιαρίου Η Βασιλεία, η Ελπίς του Κόσμου, που είχε κυκλοφορήσει το έτος εκείνο. Αρχίσαμε την προσπάθεια με το να σχηματίσωμε μια μακρά γραμμή και να βαδίσωμε στο κέντρον της πόλεως φέροντας πινακίδες που έδειχναν μια εικόνα του βιβλιαρίου σε μεγέθυνσι. Τα προσφέραμε στο λαό αμέσως στον δρόμο. Σε τέσσερες εβδομάδες ετέθησαν στα χέρια του λαού εκατομμύρια αντίτυπα.
Σε μια περίπτωσι με δυσκολία αποφύγαμε την οχλαγωγία από μια ομάδα Κομμουνιστών οι οποίοι μόλις είχαν τελειώσει μια συγκέντρωσι στην αίθουσά των. Καθώς ξεχύθηκαν στο δρόμο και είδαν τον όμιλό μας άρχισαν να μας απειλούν με ξυλοδαρμό. Αμέσως έφθασαν επί τόπου οι αστυνομικοί της αμέσου δράσεως κι εστάθησαν, με τα όπλα προτεταμένα, μεταξύ ημών και των Κομμουνιστών.
Η ΔΟΚΙΜΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΣ
Τον Απρίλιο του 1933 ο Χίτλερ ανεκοίνωσε ότι το έργο των Μαρτύρων είναι παράνομο και απηγόρευσε τις συναθροίσεις των για Γραφική μελέτη. Εν τούτοις, η λατρεία και η υπηρεσία μας στον Δημιουργό συνεχίσθη, αλλά κάτω από την επιφάνεια. Στις 9 Οκτωβρίου 1934, μια απόφασις είχε σταλή στον δικτάτορα που τον πληροφορούσε ότι είμεθα αποφασισμένοι να παραμείνωμε προσκολλημένοι στη λατρεία μας προς τον Ιεχωβά. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου δοκιμασίας ενθυμούμαι ότι απελάμβανα το προνόμιο να επισκέπτωμαι επτά μικρούς ομίλους Μαρτύρων κάθε εβδομάδα. Τελικά πολλοί από αυτούς τους τόπους συναθροίσεων ανεκαλύφθησαν, και κάποτε κι εγώ ήμουν ένας από τις χιλιάδες που είχαν συλληφθή απλώς επειδή ήσαν Μάρτυρες, εδιάβαζαν τη Γραφή κι έλεγαν στους άλλους το άγγελμά της.
Το 1937, ένα περίπου έτος ύστερ’ από τη σύλληψί μου, άρχισαν οι δίκες στα δικαστήρια. Εκατόν ογδόντα έξη από μας ανεφέροντο στο μακρύ κατηγορητήριο. Είκοσι περίπου βαριά ωπλισμένοι άνδρες είχαν τοποθετηθή στην αίθουσα του δικαστηρίου καθώς εισήρχετο η μακρά γραμμή ανδρών και γυναικών, πολλοί από τους οποίους ήσαν ηλικιωμένοι. Όλοι οι παρόντες εγνώριζαν καλά ότι αυτοί οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είχαν ποτέ βλάψει κανένα, κι εν τούτοις ήσαν αντικείμενα φόβου. Όταν το περιοδικό Η Σκοπιά είχε καταδικασθή αυστηρά ως μια πηγή πολιτικής αναταραχής, και μ’ ερώτησαν αργότερα αν είχα κάτι να πω, απήντησα: «Θεωρώ το περιοδικό Η Σκοπιά ως την αποκεκαλυμμένη αλήθεια από τον Ιεχωβά Θεό.» Οι περισσότεροι από εμάς κατεδικάσθησαν σε ποινές φυλακίσεως από δέκα μήνες ως πέντε έτη.
Στη διάρκεια της φυλακίσεώς μου, ωδηγήθηκα, σε μια περίπτωσι, ενώπιον των αξιωματούχων της φυλακής, οι οποίοι μ’ ερώτησαν τι γνώμη είχα για την άμυνα της χώρας, Απήντησα: «‘Πάντες όσοι πιάσωσι μάχαιραν, δια μαχαίρας θέλουσιν απολεσθή,’ όπως ακριβώς διεκήρυξε ο Ιησούς, και αν επρόκειτο να εγκαταλείψω ποτέ την ηγεσία του θα εγινόμουν ο πιο άθλιος άνθρωπος στη γη.» (Ματθ. 26:52) Μου είπαν ότι με μια τέτοια στάσι δεν θα με απέλυαν ποτέ. Σε απάντησι τους είπα: «Αυτό εξαρτάται από τη δύναμι κάποιου άλλου.» Και ευτυχώς συνέβη ώστε στις 7 Σεπτεμβρίου 1940, το στρατολογικό γραφείο με διέγραψε από τον κατάλογο των ικανών για στρατολογία.
ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ ΜΑΣ ΠΛΗΡΕΣ
Λίγο ύστερ’ από το τέλος του πολέμου η σύζυγός μου κι εγώ προσφέραμε τις υπηρεσίες μας στην Εταιρία Σκοπιά με οποιαδήποτε ιδιότητα μπορούσαμε να υπηρετήσωμε. Η απάντησις μάς έφερε μεγάλη χαρά, διότι την 1η Οκτωβρίου 1945, είχαμε το προνόμιο ν’ αναλάβωμε και πάλι την ολοχρόνια υπηρεσία. Είναι αλήθεια ότι την εποχή εκείνη το γραφείο του Μαγδεμβούργου είχε καταντήσει ένας έρημος τόπος, αλλά γρήγορα εθελοντικά χέρια προώθησαν μια θαυμασία αποκατάστασι. Εν πρώτοις, το χαρτί ήταν τόσο σπάνιο ώστε έπρεπε να κάνωμε δέματα από πεπιεσμένα παλαιά αποκόμματα για πώλησι και να τα μεταφέρωμε στα εργοστάσια χαρτοποιίας για να πάρωμε λίγο νέο χαρτί. Το ήμισυ της πόλεως του Μαγδεμβούργου είχε σαρωθή, και δεν ήταν καθόλου ασύνηθες να λάβη ένας έως οκτώ ολόκληρους δρόμους για προσωπικό τομέα στους οποίους να κηρύξη· τόσο λίγοι άνθρωποι υπήρχαν εκεί τώρα.
Τον Οκτώβριο του 1948 με προσκάλεσαν στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας, που ήσαν τώρα στο Βισμπάντεν, όπου είχα και πάλι το προνόμιο να υπηρετήσω στο τμήμα βιβλιοδεσίας, ενώ η σύζυγός μου υπηρετούσε στο γραφείο. Ως σήμερα απολαμβάνομε την χαρά της ολοχρονίου υπηρεσίας στα συμφέροντα της βασιλείας του Θεού, μια υπηρεσία που έχει γεμίσει τόσο πολύ τη ζωή μας με ικανοποίησι ώστε τα τελευταία είκοσι χρόνια φαίνονται σαν να έχουν πετάξει. Είναι γεγονός ότι δεν είμεθα τόσο νέοι και ακμαίοι όσο κάποτε. Είχαμε δοκιμασίες και στενοχώριες, αλλά είχαμε, επίσης, πολλές έξοχες χαρές και προνόμια. Είμεθα ευγνώμονες στον Ιεχωβά για την παρ’ αξίαν αγαθότητά του που μας επέτρεψε να συνεχίζωμε ως υπηρέται του, και να παριστάμεθα μάρτυρες της ευρείας επεκτάσεως του έργου του κηρύγματος της Βασιλείας σε όλη τη γη. Αποτελεί, επίσης, μια πηγή βαθιάς ικανοποιήσεως το να βλέπωμε πίσω στον καιρό της νεότητός μας και να είμεθα σε θέσι να πούμε ότι ακολουθήσαμε την σοφή συμβουλή: «Ενθυμού τον Πλάστην σου εν ταις ημέραις της νεότητός σου.»—Εκκλησ. 12:1.