Περιπατώντας στην Οδόν των Υπομνήσεων του Ιεχωβά
Αφήγησις υπό Ντον Μπερτ
ΤΟ ΠΕΡΟΥ είναι ο παρών διορισμός μου. Υπηρετώ εδώ από το φθινόπωρο του 1954. Ήταν και είναι ένας έξοχος τόπος για έργο. Ποτέ δεν με κούρασε αυτή η χώρα και φαίνεται ότι πάντοτε υπάρχει κάτι νέο. Όταν αναλογίζωμαι το παρελθόν μου, συχνά διερωτώμαι, Πώς έχεις φθάσει ν’ απολαμβάνης αυτό το προνόμιο να είσαι ένας ιεραποστολικός εκπρόσωπος της Εταιρίας Σκοπιά σ’ αυτή τη χώρα με τις ιεραποστολικές ευκαιρίες, το Περού;
Όλα άρχισαν περίπου το 1932, όταν η γιαγιά μου έστειλε στους Πρεσβυτεριανούς γονείς μου ένα βιβλίο με τον τίτλο «Ζωή,» ένα βιβλίο με κόκκινο κάλυμμα εκδόσεως της Εταιρίας Σκοπιά. Τότε ήμουν ηλικίας δέκα ετών, αλλά θυμούμαι πως η Μαμά πήρε το βιβλίο μαζί της στην εκκλησία και έδειξε στον λειτουργό ένα από τα πολλά Γραφικά εδάφιά του. Ήταν το εδάφιο που έλεγε ότι ο Θεός ‘δεν έκαμε τη γη ματαίως, αλλά διά να κατοικήται.’ (Ησ. 45:18) Η Μαμά απορούσε πώς αυτό μπορούσε να συμβιβασθή με τη διδασκαλία της εκκλησίας ότι η γη επρόκειτο να καταστραφή στη συντέλεια του κόσμου.
Ο κληρικός, αντί ν’ απαντήση στην ερώτησί της, είπε: «Πού το πήρες αυτό το βιβλίο; Πέταξέ το. Θα σου φέρη μόνο σύγχυσι.» Είναι βέβαιο ότι αυτό δεν έπρεπε να το είχε πη στη μητέρα μου, διότι αυτό έθεσε τέρμα στη σχέσι μας με την εκκλησία. Εν τω μεταξύ, η γιαγιά έγραφε και έκανε κι’ εμάς μετόχους των πραγμάτων που μάθαινε από τη Βίβλο. Ο Μπαμπάς και η Μαμά μελετούσαν αυτό το κόκκινο βιβλίο με τη Βίβλο των και ενημέρωναν κι’ εμάς τα παιδιά μ’ αυτά που μάθαιναν. Είχαμε πράγματι το αίσθημα ότι συμμετείχαμε κι’ εμείς σ’ αυτό που έκαναν.
Ζούσαμε τότε στο Λίβιτσμπουργκ, της πολιτείας Οχάιο, και δεν γνωρίζαμε κανέναν άλλο που εδιάβαζε τις εκδόσεις της Σκοπιάς σ’ όλη την περιοχή. Η μαμά αναρωτιόταν πάντα πότε κάποιος απ’ αυτούς—τους «Σπουδαστάς της Γραφής» όπως ήσαν τότε γνωστοί—θα ερχόταν στην πόρτα μας. Φαινόταν να είναι βεβαία ότι θα ερχόταν. Και όπως ήταν βέβαιο, τελικά ήλθε. Συστήθηκε και είπε ότι ερχόταν από το Νάιλς, της πολιτείας Οχάιο, και άρχισε ως εξής: «Σας επισκέπτομαι ως ένας Σπουδαστής των Γραφών και. . .» Προτού προχωρήση περισσότερο, η Μαμά τον εκάλεσε να περάση αμέσως μέσα. Εκείνος ο Σπουδαστής των Γραφών είχε έλθει σ’ επαφή με μια πρόθυμη οικογένεια, που όλα τα μέλη της ήσαν ανυπόμονα να μάθουν το άγγελμα της Βίβλου και να παρακολουθούν οποιαδήποτε συνάθροισι ήταν δυνατόν.
ΕΚΜΑΘΗΣΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΜΝΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Μολονότι σε λίγο μετοικήσαμε στο Λέικ Μίλτον, της πολιτείας Οχάιο, πολύ πιο μακρυά από το Νάιλς, αυτός ο διάκονος εξακολουθούσε να ταξιδεύη τα επί πλέον μίλια και να διεξάγη τη μελέτη στον οικογενειακό μας κύκλο. Τα βοηθήματα μελέτης της Γραφής που μελετήσαμε πλήρως τότε περιελάμβαναν τα βιβλία Εχθροί, Προφητεία, Καταλλαγή, και Προστασία. Οι γονείς μου ήσαν πάντοτε πολύ αυστηροί όσον αφορά το να καλούν εμάς τα παιδιά να εγκαταλείψωμε το παιχνίδι και να συμμετάσχωμε στη μελέτη. Μας εξεπαίδευαν επίσης να κάνωμε μικροδουλειές του σπιτιού.
Με τον καιρό μια εκκλησία του λαού του Ιεχωβά είχε σχηματισθή στο Νιούτον Φωλλς, του Οχάιο, και ο Μπαμπάς είχε διορισθή προεδρεύων διάκονος ή «υπηρέτης ομάδος» ενώ εγώ ήμουν «υπηρέτης του ήχου.» Αυτό εσήμαινε ότι είχα την ευθύνη να φροντίζω για τους φωνογράφους και τις ομιλίες σε δίσκους που χρησιμοποιούσαμε την εποχή εκείνη για να παρουσιάσουμε το άγγελμα της Βασιλείας στην από θύρα σε θύρα διακονία μας.
Αγαπούσα πολύ την ανάγνωσι, γι’ αυτό ο Μπαμπάς εφρόντισε να έχω το δικό μου αντίτυπο της Βίβλου, την οποία είχα διαβάσει ολόκληρη πολλές φορές. Έτσι, στη διάρκεια των ετών που φοιτούσα στο γυμνάσιο και στο λύκειο, οι υπομνήσεις του Ιεχωβά ήσαν πάντοτε εκεί για προστασία μου. (Ψαλμ. 119:9-16) Με είχαν προφυλάξει από κακές συνήθειες και από τον κοσμικό τρόπο σκέψεως που υποκινεί τους ανθρώπους «να ξεπεράσουν τον άλλο» και «πήγαινε να βρης μόνος σου μια θέσι στον κόσμο.» Έμαθα ότι ο Ιεχωβά ανέμενε από μας να λέμε αλήθεια και να πράττωμε δικαιοσύνη και έλεος.
Η ανακρίβεια του «Χριστουγεννιάτικου ψεύδους» και του φανταστικού «Σάντα Κλως» με αηδίασαν. Θυμούμαι τις κρυφές ματιές των πιο πτωχών παιδιών στα ωραία πράγματα που είχαν λάβει τα άλλα παιδιά. Τους είχαν πει ότι ο «Σάντα» έφερνε δώρα μόνο στα καλά παιδιά. Μεγάλωνα με μίσος για όλη αυτή την επαγγελματική υποκρισία, και οι συμμαθηταί μου εγνώριζαν τις πεποιθήσεις μου διότι μιλούσα ελεύθερα σε κάθε ευκαιρία.
Στη διάρκεια των σχολικών μου ετών ήμουν πολύ επιμελής, διότι εγνώριζα ότι η δακτυλογραφία, η Αγγλική γραμματική και η ιστορία θα ήσαν πάντοτε πολύτιμα. Τα καλά βιβλία με τραβούσαν επίσης. Αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έβλεπα να φθάνω σε συμπεράσματα όσον αφορά μια κλίσι, μια σταδιοδρομία. Μια σκέψι που μου ερχόταν συχνά ήταν: Πού εισέρχεται επί σκηνής το θέλημα του Θεού;
Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΜΟΥ ΕΛΗΦΘΗ
Οι παγκόσμιες συνθήκες που εξελίσσοντο μ’ εβοήθησαν να λάβω απόφασι. Το 1938 υπήρχαν ήδη προμηνύματα πολέμου στην Ευρώπη. Μερικές φορές ακούαμε στο ραδιόφωνο τις φωνασκίες και τα παραληρήματα του Χίτλερ. Τα πράγματα φαίνονταν σκοτεινά. Ο Μπαμπάς, ο οποίος είχε αναμιχθή στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ρώτησε εμάς τ’ αγόρια τι θα κάναμε σε περίπτωσι ενός άλλου πολέμου. Συζητούσε το ζήτημα μαζί μας, αλλά άφηνε σ’ εμάς την απάντησι. Αλλά ο αδελφός μου Χάρολντ κι’ εγώ είχαμε αποφασίσει ότι θα παραμέναμε αυστηρά ουδέτεροι.
Γρήγορα διεπίστωσα ότι μια μόνο κατεύθυνσις υπήρχε για μένα. Εκείνο που ήθελα ν’ ακολουθήσω ήταν οι υπομνήσεις του Ιεχωβά. Έτσι, αφιέρωσα τη ζωή μου στον Ιεχωβά και σε ηλικία δεκαέξη ετών βαπτίστηκα για το συμβολισμό της αφιερώσεώς μου. Λίγο αργότερα, ο Μπαμπάς μάς πήρε όλους στο Κλήβελαντ για ν’ ακούσωμε την ομιλία «Αντιμετωπίστε τα Γεγονότα» από τον Ι. Φ. Ρόδερφοντ, τον τότε πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά, που είχε μεταδοθή ραδιοφωνικώς από το Ρόγιαλ Άλμπερτ Χωλλ, στο Λονδίνο, Αγγλίας, σε σαράντα εννέα άλλες πόλεις συνελεύσεων στον Αγγλόφωνο κόσμο. Ο ομιλητής εξέθεσε με θάρρος την Καθολική, Ναζιστική και Φασιστική κοινοπραξία, και όταν ετελείωσε ήξευρα πια τι έπρεπε να κάμω. Από τότε δεν έχασα ποτέ καμμιά μεγάλη συνέλευσι των μαρτύρων του Ιεχωβά, ούτε και αντιστάθηκα στο να καθοδηγούμαι από τις θαυμαστές υπομνήσεις του Ιεχωβά.
Μια τέτοια υπόμνησις είχε έλθει τον Δεκέμβριο του 1939 με το μηνιαίο δελτίο που ελέγετο «Πληροφορητής.» Το άρθρο του «Μπορείτε να Είσθε Σκαπανεύς την Άνοιξι;» εφαίνετο ν’ απευθύνεται ειδικά σε κάποιον που είχε τις δικές μου συνθήκες. Όταν ανέφερα το ζήτημα στους γονείς μου, ήσαν όλοι υπέρ αυτού. Έτσι άφησα το σχολείο και άρχισα ως «σκαπανεύς» ή ολοχρόνιος κήρυξ της Βασιλείας στις 13 Ιανουαρίου 1940.
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΕ ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ
Εκείνο το πρώτο έτος ήταν ομολογουμένως δύσκολο. Ήμουν ανυπόμονος να εκπληρώσω το καθήκον μου ως ένας καλός αντιπρόσωπος της βασιλείας του Θεού στις θύρες. Ετοίμαζα από πριν τη Βίβλο μου ώστε να έχω μια αλυσίδα εδαφίων έτοιμη σχεδόν για κάθε ζωτικό θέμα. Αυτό με βοήθησε σε κάθε δύσκολη περίπτωσι. Εποίκιλλα τον πρόλογό μου για να προσαρμόζεται στους ανθρώπους που συναντούσα στις πόρτες. Στο τέλος κάθε μέρας ήμουν εξηντλημένος, αλλά σε υπέρτατο βαθμό ευτυχής που μπορούσα ν’ απαντώ στις ερωτήσεις και να εξηγώ τον Λόγο του Θεού σ’ εκείνους που ρωτούσαν.
Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν δύσκολο να βρω κοσμική εργασία για μέρος του χρόνου μου για να μπορέσω να παραμείνω στη διακονία σκαπανέως. Εν τούτοις, πότε πότε μερικοί φίλοι Μάρτυρες μου προσέφεραν δωρεάν στέγη. Οι γονείς μου καθώς και άλλοι είχαν αναλάβει να μου προμηθεύουν από καιρό σε καιρό είδη ρουχισμού. Η απατηλή υπερηφάνεια μπορούσε να με είχε απομακρύνει από τη διακονία σκαπανέως, αλλά διατηρούσα στη διάνοια τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Άξιος είναι ο εργάτης του μισθού αυτού.» (1 Τιμ. 5:18) Το αποτέλεσμα ήταν ότι, μολονότι ποτέ δεν βρέθηκα στην ανάγκη να ζητήσω κάτι, όμως ποτέ δεν μου έλειψε τίποτε αναγκαίο.
‘ΔΙΑΒΑ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΣΟΝ ΗΜΑΣ’
Σε αρμονία με το όραμα και την πρόσκλησι που έγιναν στον απόστολο Παύλο να επισκεφθή νέους αγρούς στη Μακεδονία, συχνά είχα απορία για το έργο σε μερικά τμήματα του αγρού όπου δεν υπήρχαν εργάται. (Πράξ. 16:9, 10) Μερικοί από μας συμφωνήσαμε και επιτύχαμε διορισμό σε ολόκληρες κομητείες όπου πολύ λίγα είχαν γίνει ποτέ για το κήρυγμα του ευαγγελίου. Εκαλύφθησαν με τη σειρά η Κομητεία Λώρενς, στο Τέννεσση, και η Κομητεία Πόττερ, στην Πενσυλβάνια. Ενθυμούμαι ότι όταν ήμουν στο Τέννεσση μου ήλθε η σκέψις να προσφέρω τις υπηρεσίες μου για εργασία στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά, δηλαδή στο «Μπέθελ.» Έφερα το ζήτημα ενώπιον του Ιεχωβά με προσευχή και έθεσα το ζήτημα με την προθυμία ν’ ακολουθήσω οποιαδήποτε οδό θ’ ανοιγόταν για μένα. Εγώ θα εβάδιζα σ’ αυτήν, αλλά επιθυμούσα η καθοδήγησις να είναι από τον Ιεχωβά.—Παροιμ. 4:25, 26.
Τι συνέβη κατόπιν; Έλαβα πρόσκλησι να εργασθώ ως ειδικός σκαπανεύς, και να διαθέτω 150 ώρες το μήνα στη διακονία λαμβάνοντας μια μετρία χρηματική συμπαράστασι από την Εταιρία. Αυτό συνέβη το 1943. Δυο άλλοι Μάρτυρες κι’ εγώ είχαμε διορισθή στην Καναντέιγκουα της Νέας Υόρκης. Εκεί με τον καιρό ωργανώσαμε μια μικρή εκκλησία. Μέναμε σ’ ένα διαμέρισμα με τρία δωμάτια. Ο καθένας μας με τη σειρά του εκτελούσε καθήκοντα μαγείρου. Κάναμε το πλύσιμο των ρούχων μας μέσα στη μπανιέρα. Πόσο ευχάριστο ήταν όταν ύστερ’ από μια ψυχρή χειμωνιάτικη μέρα επιστρέφαμε από τη διακονία του αγρού στο θερμό δωμάτιό μας και συνεχίζαμε την προσωπική μας Γραφική μελέτη ενώ ο μάγειρας εκείνης της ημέρας ήταν απησχολημένος επάνω στην τριών καυστήρων στόφα πετρελαίου!
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
Κατόπιν ήλθε μια άλλη αξιομνημόνευτη πείρα. Καθόμουν μέσα στη μπανιέρα όταν οι σύντροφοί μου ώρμησαν μέσα στο δωμάτιο του λουτρού κουνώντας στο χέρι τους ένα παχύ γράμμα από την Εταιρία που απευθυνόταν σ’ εμένα. Καθετί από το Μπέθελ ήταν σπουδαία νέα για μας, και αυτό ήταν ιδιαιτέρως καλά νέα—μια πρόσκλησις να συμπληρώσω μια αίτησι για φοίτησι στην ιεραποστολική σχολή Γαλαάδ της Εταιρίας. Τον Μάρτιο εκείνου του έτους 1944 παρηκολούθησα την Τρίτη Σειρά της Γαλαάδ, και από τότε η ζωή μου ήταν γεμάτη από σπουδαίες πείρες που διεδέχοντο η μια την άλλη.
Ο πρώτος διορισμός μου μετά την αποφοίτησι δεν ήταν ακριβώς στο εξωτερικό, αλλά μ’ ενθουσίασε τόσο σαν να ήμουν στο εξωτερικό. Διωρίσθηκα να επισκέπτομαι και να βοηθώ εκκλησίες στην Καλιφόρνια και τη Νεβάδα ως «υπηρέτης για τους αδελφούς» (τώρα υπηρέτης περιοχής). Ήμουν λίγο νευρικός όταν έδινα ομιλίες στις εκκλησίες στην περιοχή του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Πράγματι, η πρώτη μου ομιλία έπρεπε να διαρκέση μιάμιση ώρα και χρειάσθηκα μόνο σαράντα πέντε λεπτά για να την εκφωνήσω. Φυσικά, η βελτίωσις ήλθε με την εξάσκησι.
Συχνά ενετυπώνετο στη διάνοιά μου ότι οι υπομνήσεις του Ιεχωβά αποτελούν ασπίδα και προστασία. Παραδείγματος χάριν, ταξίδευα μ’ ένα λεωφορείο για να προφθάσω στο Έλκο της Νεβάδας ένα τραίνο που πήγαινε στην Καλιφόρνια. Στη διάρκεια του ταξιδίου με το λεωφορείο διάβαζα το βιβλίο Η Βασιλεία Είναι Εγγύς. Όταν έφθασα στο τραίνο, διεπίστωσα ότι ήταν κυρίως για στρατιωτικούς και ήταν υπερπλήρες. Επειδή είμαι μικρόσωμος, σύρθηκα στο χώρο μεταξύ του τελευταίου καθίσματος και του τέλους του βαγονιού και ξαπλώθηκα επάνω σε μερικούς γυλιούς. Αλλά ήταν αδύνατον να κοιμηθώ. Στο κάθισμα που ήταν μπροστά μου κάθονταν δυο στρατιώτες και μια νέα. Η συζήτησις που ήμουν υποχρεωμένος ν’ ακούω το μεγαλύτερο μέρος εκείνης της νύχτας ήταν ασφαλώς σε αντίθεσι με την έξοχη πληροφορία που είχα διαβάσει.
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΕ ΙΣΠΑΝΟΦΩΝΗ ΧΩΡΑ
Ο χρόνος κυλούσε. Είχε περάσει ένας χρόνος και μισός αφότου έφυγα από τη Σχολή Γαλαάδ και εξακολουθούσα να διερωτώμαι για το διορισμό μου στο εξωτερικό. Πότε θα ερχόταν; Αλλά, σε λίγο παρευρέθηκα σε μια συνάθροισι περιοδευόντων αντιπροσώπων της Εταιρίας στο Σωλτ Λέικ Σίτυ της πολιτείας Γιούτα, μια συνάθροισι που διηύθυνε ο πρόεδρος της Εταιρίας, Ν. Ο. Νορρ, και ο Τ. Ι. Σώλλιβαν, ένας από τους διευθυντάς, και τότε έλαβα το διορισμό μου για το Σαν Χοσέ της Κόστα Ρίκα. Εκεί επρόκειτο να συνεχίσω να υπηρετώ από εκκλησία σε εκκλησία.
Θυμούμαι μια εκκλησία η οποία δεν είχε για τομέα παρά μόνο καλύβες της ζούγκλας από τις δυο πλευρές μιας στενής σιδηροδρομικής γραμμής. Ο Αδελφός και η Αδελφή Σπενς κι’ εγώ πήραμε το τραίνο ενωρίς το πρωί και ύστερα από μερικά μίλια κατεβήκαμε και αρχίσαμε το διακονικό μας έργο με τα πόδια ακολουθώντας το μονοπάτι κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Ήταν πράγματι πολύ ευχάριστο να μπορή κανείς να φέρνη το άγγελμα του ευαγγελίου σ’ εκείνους τους απλούς ανθρώπους. Σε μια τέτοια περίπτωσι δοκίμασα για πρώτη φορά κρέας πιθήκου για γεύμα. Πόσο ευχάριστο ήταν όταν έμαθα στα μετέπειτα χρόνια ότι ο Αδελφός Σπενς παρηκολούθησε τη Σχολή Γαλαάδ το 1961 για ειδική προχωρημένη εκπαίδευσι στη διακονία!
Κατόπιν ήλθε ο διορισμός στην Ονδούρα, έναν ανεπεξέργαστο ως τότε από τους Μάρτυρας Τομέα. Μόλις έφθασα στην πρωτεύουσα Τεγκουσιγκάλπα, τον Μάιο του 1946, μας επεσκέφθη ο Πρόεδρος Νορρ και ανήγγειλε την ίδρυσι ενός νέου τμήματος εκεί. Επρόκειτο να είμαι ο υπηρέτης του τμήματος, που εσήμαινε ότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ μόνος μου στις υπηρεσίες ενός γραφείου καθώς και του αγρού. Ήταν μια αληθινή πρόκλησις, αλλά χάρηκα με την ευκαιρία που είχα να υπηρετήσω.
Πολλές είναι οι χαρούμενες αναμνήσεις μου εκείνης της εποχής. Παραδείγματος χάριν, σ’ ένα ταξίδι με μερικούς άλλους ιεραποστόλους στα Ροατάν, Κοζάν Χολέ και Ουτίλα, νησιά που ήσαν κοντά στην ακτή του Λιμένος Λα Σέιμπα, ανεβαίναμε στους πάγκους των πάρκων και εκφωνούσαμε ομιλίες στους κατοίκους των νήσων, οι οποίοι αποτελούσαν ένα ακροατήριο που έδειχνε πράγματι εκτίμησι. Τέσσερα θαυμάσια χρόνια πέρασαν γρήγορα, και παρέστημεν μάρτυρες μιας θαυμαστής επεκτάσεως των συμφερόντων της Βασιλείας.
Ο επόμενος διορισμός ήλθε γρήγορα, απροσδόκητα. Ο αγαπητός Έντουιν Κέλλερ, διδάσκαλος της Ισπανικής στη Γαλαάδ, είχε πεθάνει. Έλαβα πρόσκλησι να επιστρέψω στη Γαλαάδ, αυτή τη φορά για να διδάξω Ισπανικά. Αυτός ο διορισμός εκράτησε τριάμισυ χρόνια, αρχίζοντας από το Δεκέμβριο του 1950. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου επρότεινα σε μια νέα που είχε ιεραποστολικό πνεύμα να παντρευτούμε και ν’ αναλάβουμε ιεραποστολικό διορισμό ως σύζυγοι. Η Λουιζ Ζουμπέρ δέχθηκε την πρότασί μου και καθωρίσαμε αναλόγως τα σχέδιά μας. Ο Πρόεδρος Νορρ μάς έστειλε στο Περού και τελικά τελέσαμε το γάμο μας στη Λίμα το Νοέμβριο του 1954.
ΣΥΝΕΧΙΣΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Ένας από τους πρώτους διορισμούς μας ήταν το Ικίτος κοντά στον άνω ρουν του Αμαζονίου Ποταμού. Ήταν μια ζεστή και υγρή χώρα ζούγκλας, αλλά με την πάροδο αρκετών μηνών είχαμε αδυνατίσει έτσι ώστε να μπορούμε ν’ ανεχώμεθα το κλίμα. Εδώ μάθαμε ότι μπορεί κανείς να συνηθίση το κάθε τι αρκεί να έχη στη διάθεσί του αρκετό χρόνο. Βοηθήσαμε να ιδρυθή μια εκκλησία στο Ικίτος, και μερικές φορές μάλιστα ριψοκινδυνεύαμε μέσα σε εδάφη Ερυθροδέρμων φέρνοντας το ευαγγέλιο της Βασιλείας.
Αργότερα υπηρέτησα ως αντιπρόσωπος περιοχής στο νότιο τμήμα του Περού, όπου υπηρετούσα εκκλησίες που βρίσκονταν περίπου 14.000 πόδια επάνω από την επιφάνεια της θαλάσσης, και όπου μερικές φορές διασχίζαμε με τη σειρά τις θερμές, ξηρές ερήμους της ακτής και τις σκηνές των καταρρακτωδών βροχών του εσωτερικού. Η Λουίζ κι’ εγώ ανεβήκαμε και κατεβήκαμε βουνά· ταξίδεψα με μπούρος, με άλογα ή χοροπηδώντας μέσα σε λεωφορείο εγχωρίου κατασκευής. Διασχίσαμε ποταμούς, και πλησιάσαμε σ’ επικίνδυνο σημείο την άκρη ιλιγγιωδών κρημνών, και περάσαμε νύχτες χωρίς ύπνο στην αραιωμένη ατμόσφαιρα των υψηλών Άνδεων. Εκτιμήσαμε στο πλήρες τις πείρες του αποστόλου Παύλου όπως αναγράφονται στα εδάφια 2 Κορινθίους 11:26, 27.
Θυμούμαι καλά μια άγρυπνη νύχτα. Είχαμε επισκεφθή το Ούρκος, ακριβώς έξω από το Κούζκο. Δεν είχαμε μεταφορικό μέσον. Καθώς αναζητούσαμε μέρος να μείνωμε κατευθυνθήκαμε σ’ ένα μονώροφο, ενός δωματίου οίκημα με παχείς τοίχους, που ελέγετο ξενοδοχείον «κολλεκτίβο» (συλλογικό). Είχε μέσα τέσσερα κρεββάτια, ένα σε κάθε τοίχο, και κάθε κρεββάτι είχε από κάτω το κόκκινο πήλινο δοχείο του. Δεν είχαμε άλλη εκλογή εκτός από το να ενοικιάσωμε δύο κρεββάτια. Στις 9 μ.μ. περίπου τα άλλα δύο κρεββάτια κατελήφθησαν από δύο Ερυθροδέρμους. Ανάμεσα στο κτύπημα των δοντιών της Λουίζ και το ροχαλητό των Ερυθροδέρμων, ο ύπνος άργησε να έλθη και ήταν πάρα πολύ σύντομος. Το ψυχρό παγωμένο πρωινό περιμέναμε γραμμή μπροστά στη βρύσι και περιμέναμε τη σειρά μας για να πλύνωμε τα δόντια μας και να πλυθούμε.
Η ευχαρίστησις και η ικανοποίησις ότι υπηρετούσαμε τους Χριστιανούς αδελφούς μας και βοηθούσαμε ταπεινούς ανθρώπους να λάβουν γνώσι των μεγαλειωδών σκοπών του Θεού εβάρυναν περισσότερο από όλες τις δυσμενείς συνθήκες. Και ίσως μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές ήταν όταν η Εταιρία άρχισε να οικοδομή το δικό της γραφείο τμήματος και ιεραποστολικό οίκο στη Λίμα. Λίγο πριν από τον καιρό της αποπερατώσεως τον Μάιο του 1961 άρχισα να υπηρετώ σ’ αυτό το γραφείο τμήματος, και τώρα δέκα περίπου χρόνια από τότε μπορώ να πω ότι η κατάστασις είναι πιο ενδιαφέρουσα παρά ποτέ. Υπάρχουν 13.000.000 κάτοικοι σ’ αυτή τη χώρα, κι’ ένα αυξανόμενο πλήθος απ’ αυτούς ηλεκτρίζονται στον ήχο του ευαγγελίου του Θεού για όλους τους λαούς. Η θερμή προσευχή μας είναι να συνεχίσωμε να υπηρετούμε τον Ιεχωβά και να βοηθούμε τα πρόβατά του ωσότου εκείνος εκπληρώση το σκοπό του.
Μαζί με τους πιστούς ομοίους μας Μάρτυρας όλου του κόσμου ελπίζομε ότι θα είμεθα πάντοτε σε θέσι να ομολογούμε στον Θεόν μας: «Εν τη οδώ των μαρτυρίων σου ευφράνθην, ως διά πάντα τα πλούτη.»—Ψαλμ. 119:14.