Ο Αγώνας για Ένα Πιο Ακριβές Βιβλικό Κείμενο
ΟΤΑΝ ανοίγετε μια Γραφή σήμερα, μπορείτε να έχετε άραγε εμπιστοσύνη ότι τα λόγια που διαβάζετε είναι τα ίδια μ’ εκείνα που έγραψαν οι απόστολοι Ματθαίος, Ιωάννης, Παύλος και άλλοι Βιβλικοί συγγραφείς περίπου 2.000 χρόνια πριν;
Ο εξέχων σχολιαστής της Βίβλου του 19ου αιώνα ο Δρ Φ. Ι. Α. Χορτ έτσι πίστευε. Σχετικά με τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, έγραψε: «Το ποσοστό αυτού που μπορεί με οποιαδήποτε έννοια να ονομαστεί ουσιώδης παραλλαγή δεν είναι παρά ένα μικρό κλάσμα . . . και δύσκολα μπορεί να αποτελέσει περισσότερο από το ένα χιλιοστό ολόκληρου του κειμένου». Περαιτέρω ανακαλύψεις χειρογράφων και συνεχής έρευνα από τότε έχουν επιβεβαιώσει το γεγονός ότι έχουμε γενικά ένα ακριβές Βιβλικό κείμενο.
Γνωρίζατε, όμως, ότι χρειάστηκε μια μακρόχρονη μάχη για να αποκτήσουμε ένα τόσο ακριβές κείμενο; Ένα άτομο που ασχολήθηκε σ’ αυτό ήταν ο Τζων Τζέιμς Γουέτσταϊν (1693-1754). Ας εξετάσουμε σύντομα το μέρος του στον αγώνα για ένα πιο ακριβές Βιβλικό κείμενο. Αυτό χωρίς αμφιβολία θα μας βοηθήσει να αυξήσουμε την εκτίμησή μας για την ακρίβεια με την οποία η Βίβλος έφτασε σε μας.
Ο Γουέτσταϊν γεννήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας. Φοίτησε στο εκεί πανεπιστήμιο και αποφάσισε να σπουδαία θεολογία. Δαπάνησε πολλές ώρες στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, γοητευμένος από τα Βιβλικά χειρόγραφά της. Αλλά ο Γουέτσταϊν παρατήρησε ότι τα χειρόγραφα περιείχαν διαφορές και έτσι αποφάσισε να βασίσει τη διατριβή του σ’ αυτό το θέμα για να διοριστεί σαν διάκονος.
Στη διατριβή, καταφέρθηκε εναντίον εκείνων που ισχυρίζονταν ότι οποιαδήποτε αλλαγή που είχε γίνει στο υπάρχον κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών (που ονομαζόταν Παραδεκτό Κείμενο) παραποίησε το Λόγο του Θεού. Ο Γουέτσταϊν υποστήριξε ότι, αν από τα διάφορα υπάρχοντα χειρόγραφα καθόριζαν το κείμενο που θα ήταν πλησιέστερο στο αρχικό, αυτό δε θα μείωνε την αυθεντικότητα του Λόγου του Θεού, αλλά μάλλον θα την αύξανε.
Ο Γουέτσταϊν ζήτησε χρόνο να ταξιδέψει προτού δεχτεί διορισμό σαν διάκονος. Μ’ αυτό τον τρόπο έλπιζε να εξετάσει όσο το δυνατόν περισσότερα Βιβλικά χειρόγραφα. Έτσι το 1714 ξεκίνησε, επισκεπτόμενος τη Ζυρίχη, τη Γενεύη, το Παρίσι, το Λονδίνο, την Οξφόρδη, το Καίμπριτζ, το Λάιντεν και τη Χαϊδελβέργη. Έκανε πλήρεις αντιπαραβολές (δηλαδή, μια κριτική σύγκριση, καταχωρώντας τις διαφορές), συχνά για πρώτη φορά των πιο εξεχόντων Ελληνικών και Λατινικών χειρογράφων της Βίβλου.
Η Έρευνα Δημιουργεί Προβλήματα
Ενώ εξέταζε το Αλεξανδρινό χειρόγραφο στο Λονδίνο (ένα Ελληνικό χειρόγραφο που χρονολογείται από τον πέμπτο αιώνα μ.Χ., που περιέχει το μεγαλύτερο σχεδόν μέρος της Βίβλου), ο Γουέτσταϊν έκανε μια καταπληκτική ανακάλυψη. Μέχρι εκείνο το καιρό, σύμφωνα με τη Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου (1611), το 1 Τιμόθεον 3:16 απεδίδετο: «Ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί». Αυτή η απόδοση υπήρχε στις περισσότερες Γραφές που χρησιμοποιούνταν.
Ωστόσο, ο Γουέτσταϊν πρόσεξε ότι η Ελληνική λέξη που μεταφραζόταν «Θεός», που γραφόταν συντμημένα ΘC, αρχικά φαινόταν να είχε γραφτεί σαν τη λέξη ΟC, που σημαίνει «ο οποίος». Αλλά μια οριζόντια γραμμούλα που μόλις φαινόταν από την άλλη πλευρά της περγαμηνής, και η προσθήκη από ένα μεταγενέστερο χέρι μιας γραμμής στο επάνω μέρος, είχε μετατρέψει τη λέξη ΟC («ο οποίος») στη συντμημένη λέξη ΘC («Θεός»).
Με την ανεύρεση τώρα πολλών άλλων χειρογράφων που επιβεβαιώνουν την ανακάλυψη του Γουέτσταϊν, οι ακριβείς σύγχρονες μεταφράσεις το αποδίδουν: «Αυτός φανερώθηκε με σάρκα», ή «Αυτός ο οποίος . . . », εννοώντας τον Ιησού Χριστό. (Αμερικανική Στερεότυπη, Μόφαττ, Γουέιμάουθ, Σπένσερ, Η Νέα Αγγλική Βίβλος) Αλλά ο Γουέτσταϊν κατηγορήθηκε ότι αλλοίωνε το κείμενο και ότι μιλούσε ενάντια στη διδασκαλία της Τριάδας, και αυτό θεωρήθηκε σαν αιρετική άποψη.
Και κάτι άλλο ακόμη προστέθηκε στην υποψία ότι ο Γουέτσταϊν ήταν αιρετικός. Στην 1 Ιωάννη 5:7, 8, μερικές υπάρχουσες τότε μεταφράσεις έλεγαν: «Διότι τρεις είναι οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος, και το Άγιο Πνεύμα: και ούτοι οι τρεις είναι εν. Και τρεις είναι οι μαρτυρούντες εν τη γη, το πνεύμα, και το ύδωρ, και το αίμα: και οι τρεις ούτοι αναφέρονται εις το εν». Αλλά ο Γουέτσταϊν επιβεβαίωσε ότι τα Τριαδικά λόγια που τα γράψαμε με πλάγια γράμματα προστέθηκαν στα μεταγενέστερα χειρόγραφα· δεν περιλαμβάνονταν σε κανένα από τα πρώτα Ελληνικά χειρόγραφα που είχε εξετάσει.
Οι υποψίες για αίρεση δημιουργήθηκαν από φίλους που ζήλευαν την αυξανόμενη φήμη του και που σύντομα έγιναν οι εχθροί του. Ο Γουέτσταϊν χειροτέρεψε τα πράγματα με τις ανοιχτές επικρίσεις του προς εκείνους που είχαν κάνει λάθη στο έργο τους και από τη συχνά βιαστική και με πάθος υποστήριξη της δικής του έρευνας.
Εμποδίστηκε η Έκδοση Νέου Κειμένου
Ωστόσο, ο Γουέτσταϊν πρότεινε μια νέα έκδοση των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών με διάφορες σημειώσεις βασισμένες στην έρευνά του. Την είδηση αυτή την δέχτηκαν με μεγάλη ανησυχία. Το 1729 έγιναν παράπονα στη Σύνοδο της Ελβετικής Μεταρρυθμιστικής Εκκλησίας σχετικά με την πρότασή του να εκδώσει ένα Ελληνικό κείμενο με «επικίνδυνες καινοτομίες».
Σαν αποτέλεσμα, το Συμβούλιο της Πόλης της Βασιλείας έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Γουέτσταϊν από την υπηρεσία του διακόνου στην ενορία τού Αγ. Λεονάρδου και έδωσε οδηγίες στην Εκκλησιαστική Επιτροπή να τον εξετάσει. Επικράτησαν άκαμπτες, στενόμυαλες στάσεις και δογματική προκατάληψη και χειροτέρεψαν τα πράγματα η έλλειψη διακριτικότητας και ευγένειας και οι εκνευρισμοί και από τις δυο πλευρές. Ο Γουέτσταϊν ισχυρίστηκε ότι το νέο του βιβλίο δεν μπορούσε να λογοκριθεί προτού κυκλοφορήσει. Ωστόσο αρνήθηκε σαφώς να δώσει αντίγραφα του κειμένου γιατί νόμιζε ότι δε θα τα εξέταζαν δίκαια.
Οι Ελβετικές αρχές ρώτησαν επίσης τον Γουέτσταϊν για το κήρυγμά του και τη διδασκαλία του. Γιατί; Ο λόγος είναι ότι η συνεχής εξέταση των Βιβλικών χειρογράφων τον είχε οδηγήσει σε συμπεράσματα που διέφεραν αρκετά από τις κοινά αποδεκτές απόψεις.
Για παράδειγμα, αυτός πίστευε ότι μετά το θάνατο οι ψυχές δεν έχουν καμιά αίσθηση, κοιμούνται μέχρι την ανάσταση. Όσο για την κοινά παραδεκτή διδασκαλία της Τριάδας, ένας μάρτυρας αφηγήθηκε στους αξιωματούχους ότι ο ανηψιός του είχε πάρει από τον Γουέτσταϊν αντι-Τριαδική εκπαίδευση με τη μορφή μιας «παραβολής». Σ’ αυτήν ο Γουέτσταϊν είχε παρομοιάσει τη σχέση με τον Θεό, τον Χριστό και το άγιο πνεύμα με τη «σχέση του κυρίου, του γιου και του υπηρέτη ενός σπιτιού». Με τη βοήθεια πρόχειρων και συχνά ασαφών σημειώσεων που κρατούσαν μερικοί από τους σπουδαστές του, ο Γουέτσταϊν καταδικάστηκε από τις Ελβετικές αρχές και του αφαιρέθηκε η θέση του διακόνου.
Αφήνοντας τη Βασιλεία, ο Γουέτσταϊν πήγε στο Άμστερνταμ όπου ένας συγγενής του είχε μια επιχείρηση τυπογραφείου. Το 1730 ο Γουέτσταϊν δημοσίευσε ανώνυμα τα Προλεγόμενά του, που σκόπευε να συνοδεύσουν τη νέα του έκδοση των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Αλλά οι περισσότεροι σχολιαστές αναγνώρισαν ότι αυτός μόνο θα μπορούσε να είναι υπεύθυνος για ένα τέτοιο προχωρημένο σχολιαστικό έργο.
Στα Προλεγόμενά του ο Γουέτσταϊν παρουσίασε αποδείξεις για να υποστηρίξει τα ακόλουθα συμπεράσματα: Το γενικά Παραδεκτό Κείμενο ήταν ελλιπές, και το Αλεξανδρινό Χειρόγραφο θα πρέπει να είναι η βάση για ένα καινούργιο· οι πρώτοι Χριστιανοί Βιβλικοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν τη γλώσσα του κοινού λαού, και κάθε διαθέσιμο μέσο θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για να κάνει σαφείς τους λόγους τους· τέτοιο αυξημένο φως θα βοηθούσε να προωθήσει την αληθινή θρησκεία, και όχι να την εμποδίσει.
Ο Γουέτσταϊν έκανε κατόπιν αίτηση για μια διδασκαλική θέση στο σεμινάριο της Εκκλησίας Ρέμονστραντ στο Άμστερνταμ. Βρέθηκε κατάλληλος με τον όρο να απαλλάξει το όνομά του από την κατηγορία της αίρεσης. Επιστρέφοντας στη Βασιλεία το 1731, χρειάστηκε 18 μήνες για να καταφέρει να ανατρέψει την απόφαση. Όταν γύρισε στο Άμστερνταμ, ο πιθανός του διορισμός δημιούργησε αρκετή διαμάχη. Ωστόσο, με προσοχή και με διάκριση αυτό τακτοποιήθηκε από το συμβούλιο της πόλης, αλλά ο Γουέτσταϊν έπρεπε να συμφωνήσει σε πολλούς όρους, ένας από τους οποίους ήταν να εγκαταλείψει την έκδοση του Ελληνικού του κειμένου των Γραφών.
Ωστόσο, για 18 χρόνια ο Γουέτσταϊν συνέχισε να συλλέγει ύλη για τον κύριο σκοπό της ζωής του—να εκδώσει εκείνο το Ελληνικό κείμενο. Τελικά, παρά την απαγόρευση που είχε επιβληθεί σ’ αυτόν, εξέδωσε το Ελληνικό του κείμενο και σημειώσεις σε δύο μεγάλους τόμους το 1751/52. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε.
Το έργο του Γουέτσταϊν σαν κριτικού κειμένουa έχει από πολύ καιρό ξεπεραστεί από τη συνεχιζόμενη πρόοδο, έτσι ώστε το ακριβές κείμενο που είχε ονειρευτεί είναι τώρα πραγματικότητα. Και αυτό δεν έχει διαμορφωθεί από προκατειλημμένες ιδέες και διδασκαλίες, αλλά έχει κατασκευαστεί από υγιείς αρχές που αφορούν την έρευνα του κειμένου. Έτσι, σήμερα, όταν παίρνετε οποιαδήποτε Γραφή που χρησιμοποιεί αυτό το Ελληνικό κείμενο, μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι έχει σαν βάση ένα κείμενο που παρουσιάζει πραγματικά Χριστιανικές διδασκαλίες. Αλλά μόνο με το να το μελετήσετε προσεκτικά θα καταλήξετε να έχετε τον ίδιο σεβασμό γι’ αυτό που είχε ο Γουέτσταϊν, και θα είστε πεπεισμένοι ότι αυτό είναι η ύψιστη αυθεντία, εμπνευσμένη από τον Ιεχωβά Θεό.
[Υποσημειώσεις]
a Ένας κριτικός κειμένου είναι ένας που κάνει σύγκριση αρχαίων χειρογράφων της Βίβλου για να πιστοποιήσει το αρχικό κείμενο· το έργο του κάνει δυνατό να υπάρχουν περισσότερο ακριβείς μεταφράσεις της Βίβλου.