‘Ο Ιεχωβά Είναι ο Θεός μου, στον Οποίο Θέλω Ελπίζει’
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΓΟΥΙΛΙ ΝΤΙΛ
«Γιατί θέλεις να πας στο Μπέθελ;» Αυτή ήταν η ερώτηση του πατέρα μου όταν την άνοιξη του 1931 του μίλησα σχετικά με την επιθυμία μου να αρχίσω την υπηρεσία Μπέθελ. Οι γονείς μου, οι οποίοι ζούσαν στο Σάαρ, ήταν στην αλήθεια επί δέκα χρόνια περίπου και είχαν θέσει ένα καλό παράδειγμα για εμάς, τα τρία αγόρια. Η αλήθεια ήταν ολόκληρη η ζωή τους, και ήθελα να γίνει και για εμένα επίσης ολόκληρη η ζωή μου.
ΟΜΩΣ πώς είχαν μάθει οι γονείς μου για τον Ιεχωβά και για το ιερό του θέλημα; Ανικανοποίητοι από την επίσημη θρησκεία έψαχναν πολύ καιρό για την αλήθεια. Εξέτασαν διάφορες εκκλησίες και θρησκευτικές ομάδες, ανακαλύπτοντας για την καθεμιά, με τη σειρά, ότι δεν ήταν η σωστή.
Μια μέρα κάποιοι άφησαν στην πόρτα μας ένα διαφημιστικό το οποίο ανακοίνωνε ότι θα εκφωνούνταν μια ομιλία με εικόνες και θα παρουσιαζόταν μια ταινία σχετικά με το σκοπό του Θεού, η οποία ονομαζόταν «Φωτόδραμα της Δημιουργίας». Ο πατέρας έπρεπε να βρίσκεται στη δουλειά του όταν θα παρουσιαζόταν το «Φωτόδραμα», αλλά ενθάρρυνε τη μητέρα να πάει. «Ίσως», είπε, «να υπάρχει κάτι το σημαντικό σ’ αυτό». Αφού το είδε εκείνο το βράδυ, η μητέρα ήταν ενθουσιασμένη. «Τη βρήκα την αλήθεια τελικά!» είπε. «Έλα να δεις και μόνος σου αύριο βράδυ. Είναι η αλήθεια για την οποία ψάχναμε». Αυτό συνέβη το 1921.
Ως χρισμένοι με το πνεύμα Χριστιανοί, οι γονείς μου παρέμειναν πιστοί μέχρι το θάνατό τους· ο πατέρας πέθανε το 1944, αφού είχε φυλακιστεί από τους Ναζί αρκετές φορές, και η μητέρα πέθανε το 1970. Κι αυτή επίσης έμεινε πολύ καιρό στη φυλακή υπό το ναζιστικό καθεστώς.
Ο Υποδειγματικός Ζήλος των Γονέων Μου
Πριν πεθάνουν, οι γονείς μου ήταν πολύ δραστήριοι στην υπηρεσία αγρού. Η μητέρα έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στη διανομή των αποφάσεων που είχαν υιοθετηθεί στις συνελεύσεις και κυκλοφόρησαν από το 1922 έως το 1928. Το φυλλάδιο με τίτλο Εκκλησιαστικοί Καταγγελόμενοι περιελάμβανε μια απόφαση που είχε υιοθετηθεί το 1924 και περιείχε έντονη κριτική ενάντια στον κλήρο. Η διανομή του απαιτούσε θάρρος. Οι ευαγγελιζόμενοι σηκώνονταν στις τέσσερις η ώρα το πρωί και έριχναν τα φυλλάδια κάτω από τις πόρτες. Παρ’ όλο που ήμουν μόνο 12 ετών, οι γονείς μου μού επέτρεψαν να πάρω μέρος. Συχνά αρχίζαμε στις πέντε η ώρα το πρωί και ποδηλατούσαμε από τρεις μέχρι τέσσερις ώρες για να φτάσουμε σε κάποια μακρινή περιοχή. Κρύβαμε τα ποδήλατα στους θάμνους, και εγώ τα φύλαγα ενώ άλλοι εργάζονταν στο χωριό. Το απόγευμα ποδηλατούσαμε πίσω στο σπίτι, και το βράδυ περπατούσαμε μια ώρα για να πάμε στη συνάθροιση.
Αργότερα, άφησαν κάποιον νεότερο να φυλάει τα ποδήλατα, και εγώ πήγα μαζί με τους ευαγγελιζομένους. Αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να με εκπαιδεύσει. Απλώς μου είπαν σε ποιο δρόμο να εργαστώ! Με καρδιά που σφυροκοπούσε, ανέβηκα σιγά-σιγά τα σκαλιά του πρώτου σπιτιού, ελπίζοντας να μην είναι κανείς στο σπίτι. Αλίμονο, όμως, ένας άντρας άνοιξε την πόρτα. Μου κόπηκε η μιλιά. Ψηλαφώντας αδέξια, έδειξα το βιβλίο που ήταν στην τσάντα μου. «Είναι του Δικαστή Ρόδερφορντ;» ρώτησε. Ψέλλισα μια απάντηση. «Είναι καινούριο, είναι κάποιο που δεν το έχω;» «Ναι, είναι καινούριο», τον διαβεβαίωσα. «Τότε πρέπει να το πάρω. Πόσο κάνει;» Αυτό μου έδωσε το κουράγιο να συνεχίσω.
Το 1924 οι μεγαλύτεροι στην ηλικία μιλούσαν πολύ για το 1925. Κάποτε επισκεφτήκαμε μια οικογένεια Σπουδαστών της Γραφής, και άκουσα έναν αδελφό να ρωτάει: «Αν ο Κύριος μας πάρει, τι θα γίνουν τα παιδιά μας;» Η μητέρα, θετική όπως πάντα, αποκρίθηκε: «Ο Κύριος θα ξέρει πώς να τα φροντίσει». Το θέμα με συνάρπαζε. Τι σήμαιναν όλα αυτά; Το έτος 1925 ήρθε και έφυγε, και τίποτα δεν συνέβη. Ωστόσο, ο ζήλος των γονέων μου δεν μειώθηκε.
Η Σοφή Συμβουλή του Πατέρα
Τελικά, το 1931, είπα στον πατέρα μου τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. «Γιατί θέλεις να πας στο Μπέθελ;» με ρώτησε ο πατέρας μου σε απάντηση. «Επειδή θέλω να υπηρετώ τον Ιεχωβά», απάντησα. «Ας υποθέσουμε ότι γίνεσαι δεκτός στο Μπέθελ», συνέχισε. «Αντιλαμβάνεσαι ότι οι αδελφοί εκεί δεν είναι άγγελοι; Είναι ατελείς και κάνουν σφάλματα. Φοβάμαι ότι αυτό μπορεί να σε κάνει να τα παρατήσεις, ακόμα και να εγκαταλείψεις την πίστη. Πρέπει να το σκεφτείς προσεκτικά».
Αναστατώθηκα όταν άκουσα κάτι τέτοιο, αλλά αφού ζύγισα τα πράγματα επί μερικές μέρες, επανέλαβα την επιθυμία μου να κάνω αίτηση για το Μπέθελ. «Πες μου ξανά γιατί θέλεις να πας», μου είπε. «Επειδή θέλω να υπηρετώ τον Ιεχωβά», επανέλαβα. «Γιε μου, ποτέ μην το ξεχάσεις αυτό. Αν σε καλέσουν, να θυμάσαι γιατί πηγαίνεις. Αν δεις κάτι εσφαλμένο, να μην ανησυχήσεις υπερβολικά. Ακόμα και αν σε αδικήσουν, μη φύγεις. Ποτέ μην ξεχάσεις το γιατί είσαι στο Μπέθελ—επειδή θέλεις να υπηρετείς τον Ιεχωβά! Να κοιτάς τη δουλειά σου και να τον εμπιστεύεσαι».
Έτσι έγινε και νωρίς το απόγευμα στις 17 Νοεμβρίου 1931 έφτασα στο Μπέθελ, στη Βέρνη της Ελβετίας. Μοιραζόμουν ένα δωμάτιο με άλλα τρία άτομα και εργαζόμουν στο τυπογραφείο, όπου έμαθα να χειρίζομαι ένα μικρό τυπογραφικό πιεστήριο, στο οποίο η τροφοδοσία γινόταν με το χέρι. Ένα από τα πρώτα έντυπα που μου ανέθεσαν να τυπώσω ήταν Η Σκοπιά στη ρουμανική γλώσσα.
Ένα Άγγελμα από τον Ουρανό!
Το 1933 η Εταιρία εξέδωσε ένα βιβλιάριο με τίτλο Η Κρίσις, το οποίο περιείχε τρεις ραδιοφωνικές ομιλίες που είχε εκφωνήσει ο αδελφός Ρόδερφορντ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο αδελφός Χάρπεκ, ο υπηρέτης τμήματος, ενημέρωσε την οικογένεια Μπέθελ, στο πρόγευμα κάποιο πρωί, ότι το βιβλιάριο επρόκειτο να τεθεί σε κυκλοφορία με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Διαφημιστικά φυλλάδια θα ρίχνονταν από ένα μικρό νοικιασμένο αεροπλάνο, το οποίο θα πετούσε πάνω από τη Βέρνη, ενώ οι ευαγγελιζόμενοι θα στέκονταν στους δρόμους προσφέροντας το βιβλιάριο στο κοινό. «Ποιος από εσάς νεαροί αδελφοί είναι έτοιμος να ανεβεί στο αεροπλάνο;» ρώτησε. «Δηλώστε αμέσως το όνομά σας». Εγώ το έκανα, και ο αδελφός Χάρπεκ ανακοίνωσε αργότερα ότι είχαν διαλέξει εμένα.
Εκείνη τη σημαντική ημέρα, μεταφέραμε με αυτοκίνητο τα χαρτοκιβώτια με τα φυλλάδια στο αεροδρόμιο. Κάθησα πίσω από τον πιλότο και στοίβαξα τα φυλλάδια στη θέση δίπλα μου. Οι ακριβείς οδηγίες που είχα λάβει ήταν: Τύλιξε τα διαφημιστικά ανά εκατό, και πέταξε κάθε εκατοντάδα έξω από το παράθυρο προς τη μια πλευρά με όση περισσότερη δύναμη μπορείς. Η απροσεξία μπορεί να έκανε τα διαφημιστικά να μπερδευτούν στην ουρά του αεροπλάνου, δημιουργώντας προβλήματα. Όμως όλα πήγαν καλά. Οι αδελφοί αργότερα είπαν πόσο συγκινητικό ήταν να βλέπει κανείς εκείνο το ‘άγγελμα από τον ουρανό’. Αυτό έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, και δόθηκαν πολλά βιβλιάρια, έστω κι αν μερικά άτομα τηλεφώνησαν για να παραπονεθούν ότι οι κήποι τους είχαν καλυφτεί με φυλλάδια.
Ευγνώμων για Κάθε Προνόμιο Υπηρεσίας
Καθημερινά ευχαριστούσα τον Ιεχωβά για τη χαρά και την ικανοποίηση που μου έδινε η υπηρεσία Μπέθελ. Στην εκκλησία, είχα διοριστεί να ανοίγω την Αίθουσα Βασιλείας, να τακτοποιώ τις καρέκλες και να βάζω ένα ποτήρι νερό στο αναλόγιο του ομιλητή. Αυτό το θεωρούσα μεγάλη τιμή.
Στο Μπέθελ, αργότερα εργάστηκα στο μεγάλο επίπεδο πιεστήριο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για το τύπωμα του περιοδικού Ο Χρυσούς Αιών (τώρα Ξύπνα!) στην πολωνική γλώσσα. Το 1934 αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε φωνόγραφους, και εγώ βοήθησα στην κατασκευή τους. Έβρισκα μεγάλη χαρά στο να πηγαίνω από σπίτι σε σπίτι με ηχογραφημένες ομιλίες Γραφικού περιεχομένου. Πολλοί οικοδεσπότες ήταν περίεργοι γι’ αυτό το μικρό μηχάνημα, και συχνά ολόκληρη η οικογένεια συγκεντρωνόταν για να ακούσει, αλλά κατόπιν εξαφανίζονταν ένας-ένας. Όταν όλη η οικογένεια είχε φύγει, απλώς συνέχιζα στην επόμενη επίσκεψη.
Πώς Παρέμεινα Δραστήριος στη Διάρκεια του Πολέμου
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Σάαρ, αποχωρίστηκε από τη Γερμανία και τέθηκε υπό τη διοίκηση της Κοινωνίας των Εθνών. Έτσι, το Σάαρ εξέδιδε τα δικά του δελτία ταυτότητας. Το 1935 έγινε ένα δημοψήφισμα για να καθοριστεί αν οι πολίτες του επιθυμούσαν να ενωθούν ξανά με τη Γερμανία. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία να επισκεφτώ την οικογένειά μου, γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό αν το Σάαρ ερχόταν υπό τον έλεγχο των Ναζί. Και πράγματι, πολλά χρόνια έπειτα απ’ αυτό, δεν είχα καθόλου νέα από τους γονείς μου ή τους αδελφούς μου.
Αν και απέφυγε την ενεργή ανάμειξη στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελβετία απομονώθηκε τελείως καθώς η Γερμανία καταλάμβανε μία-μία τις γειτονικές χώρες. Τυπώναμε έντυπα για όλη την Ευρώπη εκτός από τη Γερμανία, αλλά τώρα δεν μπορούσαμε να προμηθεύουμε έντυπα. Ο αδελφός Τσούρχερ, που ήταν τότε υπηρέτης τμήματος, μας είπε ότι ουσιαστικά δεν είχαμε καθόλου χρήματα, και μας ζήτησε να βρούμε εργασία έξω από το Μπέθελ μέχρι να τακτοποιηθούν τα πράγματα. Εμένα μου επιτράπηκε να μείνω, ωστόσο, καθώς έπρεπε να τυπώνονται μερικά πράγματα για τους χίλιους περίπου τοπικούς ευαγγελιζομένους.
Η οικογένεια Μπέθελ ποτέ δεν θα ξεχάσει την 5η Ιουλίου 1940. Αμέσως μετά το γεύμα έφτασε ένα στρατιωτικό φορτηγό. Στρατιώτες πήδηξαν έξω και εισέβαλαν στο Μπέθελ. Μας διέταξαν να μείνουμε ακίνητοι, και τον καθένα μας ατομικά τον φρουρούσε ένας οπλισμένος στρατιώτης. Μας μάζεψαν στην τραπεζαρία ενώ ερευνούσαν το υπόλοιπο κτίριο. Οι αρχές υποψιάζονταν ότι λέγαμε σε άλλους να αρνηθούν τη στρατιωτική υπηρεσία, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν κανένα στοιχείο γι’ αυτό.
Στη διάρκεια των ετών του πολέμου, ήμουν υπηρέτης εκκλησίας τόσο στην Τουν όσο και στο Φρούτιγκεν. Αυτό σήμαινε ότι το πρόγραμμά μου για το σαββατοκύριακο ήταν πολύ γεμάτο. Κάθε Σάββατο, αμέσως μετά το γεύμα, ποδηλατούσα 50 χιλιόμετρα μέχρι το Φρούτιγκεν, όπου το βράδυ διεξήγα τη Μελέτη Σκοπιάς. Την Κυριακή το πρωί συνόδευα τους ευαγγελιζομένους στην υπηρεσία αγρού. Κατόπιν, νωρίς το απόγευμα, πήγαινα στο Ιντερλάκεν για να διεξάγω μια Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας και πιο αργά το απόγευμα διεξήγα μια Γραφική μελέτη με κάποια οικογένεια στο Σπιτς. Τελειώνοντας τη μέρα μου, διεξήγα τη Μελέτη Σκοπιάς στην Τουν.
Αργά τη νύχτα, αφού είχα ολοκληρώσει τη δραστηριότητά μου, τραγουδούσα και σφύριζα καθώς γύριζα πίσω στη Βέρνη βαθιά ικανοποιημένος. Τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια στο δρόμο. Το ορεινό τοπίο, τυλιγμένο στη συσκότιση του πολέμου, ήταν γαλήνιο και ατάραχο, και λαμπύριζε κάπου-κάπου στο φως του φεγγαριού. Πόσο πλούτισαν τη ζωή μου και ανανέωσαν τη δύναμή μου αυτά τα σαββατοκύριακα!
Μια Επίσκεψη με Απρόσμενα Αποτελέσματα
Το φθινόπωρο του 1945, μας επισκέφτηκε ο αδελφός Νορ. Μια μέρα μπήκε στο εργοστάσιο καθώς στεκόμουν στο περιστροφικό πιεστήριο. «Κατέβα κάτω!» μου φώναξε. «Πώς θα σου φαινόταν να παρακολουθήσεις τη Σχολή Γαλαάδ;» Έμεινα εμβρόντητος. «Αν νομίζετε ότι είμαι ικανός, πολύ ευχαρίστως να το κάνω», αποκρίθηκα. Προσκλήσεις για τον αδελφό Φρεντ Μπόρις, την αδελφή Άλις Μπέρνερ κι εμένα έφτασαν την άνοιξη του 1946. Αλλά επειδή εγώ είχα γεννηθεί στο Σάαρ, δεν είχα εθνικότητα και συνεπώς έπρεπε να κάνω αίτηση στην Ουάσινγκτον D.C. των Η.Π.Α. για χορήγηση ειδικής βίζας.
Ενώ οι άλλοι έφυγαν έγκαιρα, εγώ έπρεπε να περιμένω την απάντηση στην αίτησή μου. Όταν άρχισε η σχολή στις 4 Σεπτεμβρίου, εγώ ήμουν ακόμα στην Ελβετία, χάνοντας σιγά-σιγά τις ελπίδες μου. Κατόπιν τηλεφώνησε ο πρόξενος των Η.Π.Α. και με ενημέρωσε ότι η βίζα μου είχε φτάσει. Αμέσως προσπάθησα να κάνω διευθετήσεις για το ταξίδι και τελικά βρήκα μια θέση σ’ ένα οπλιταγωγό πλοίο που πήγαινε από τη Μασσαλία στη Νέα Υόρκη. Τι εμπειρία! Το Άθως ΙΙ ήταν υπερπλήρες. Μου διέθεσαν έναν καναπέ σ’ ένα μεγάλο χώρο του πλοίου. Τη δεύτερη μέρα του ταξιδιού, μια έκρηξη στο μηχανοστάσιο ακινητοποίησε το πλοίο. Τόσο οι επιβάτες όσο και το πλήρωμα ήταν ανήσυχοι επειδή φοβόνταν ότι ίσως βουλιάξουμε. Αυτό το γεγονός μου έδωσε μια θαυμάσια ευκαιρία να κηρύξω σχετικά με την ελπίδα της ανάστασης.
Χρειάστηκαν δυο μέρες για να επισκευαστεί το πλοίο, και ύστερα απ’ αυτό συνεχίσαμε με ελαττωμένη ταχύτητα. Φτάσαμε στη Νέα Υόρκη 18 μέρες αργότερα, για να παραμείνουμε αναγκαστικά στο πλοίο εξαιτίας της απεργίας των λιμενεργατών. Έπειτα από διαπραγματεύσεις, μπορέσαμε τελικά να αποβιβαστούμε από το πλοίο. Είχα τηλεγραφήσει στην Εταιρία σχετικά με την κατάσταση, και καθώς έφευγα από το τελωνείο και την υπηρεσία μετανάστευσης, ένας άντρας με ρώτησε: «Είστε ο κ. Ντιλ;» Ήταν ένας από τους βοηθούς του αδελφού Νορ, και με έβαλε στο βραδινό τρένο για την Ίθικα, κοντά στη Σχολή Γαλαάδ, όπου έφτασα λίγο μετά τις οχτώ το επόμενο πρωί. Πόσο συγκινημένος ήμουν που επιτέλους είχα φτάσει εκεί, μπορώντας έτσι να παρακολουθήσω την πρώτη διεθνή τάξη της Γαλαάδ!
Υπομονή Παρά τις Δυσκολίες
Η αποφοίτηση της όγδοης τάξης της Γαλαάδ έλαβε χώρα στις 9 Φεβρουαρίου 1947, και η αγωνία είχε κορυφωθεί. Πού θα μας έστελναν; Για εμένα, ‘οι μερίδες μου’ έπεσαν στο τυπογραφείο της Εταιρίας που είχε ανοίξει πρόσφατα στο Βισμπάντεν της Γερμανίας. (Ψαλμός 16:6) Επέστρεψα στη Βέρνη για να υποβάλω αίτηση για τα απαραίτητα χαρτιά, αλλά οι δυνάμεις κατοχής των Η.Π.Α. στη Γερμανία επέτρεπαν την είσοδο μόνο σε άτομα που είχαν ζήσει εκεί πριν από τον πόλεμο. Αφού εγώ δεν είχα ζήσει εκεί, χρειαζόμουν ένα νέο διορισμό από τα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλιν. Αυτός ο διορισμός ήταν το έργο περιοχής στην Ελβετία, και τον δέχτηκα με πλήρη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά. Αλλά ενώ περίμενα αυτόν το διορισμό, μου ζητήθηκε μια μέρα να ξεναγήσω τρεις επισκέπτριες αδελφές στις εγκαταστάσεις του Μπέθελ. Ανάμεσά τους ήταν μια σκαπάνισσα που λεγόταν Μαρτ Μελ.
Το Μάιο του 1949, ενημέρωσα τα γραφεία στη Βέρνη ότι σχεδίαζα να παντρευτώ τη Μαρτ και ότι επιθυμούσαμε να παραμείνουμε στην ολοχρόνια υπηρεσία. Η αντίδραση; Κανένα άλλο προνόμιο εκτός από το τακτικό σκαπανικό. Αυτό το αρχίσαμε στην Μπιλ, μετά το γάμο μας τον Ιούνιο του 1949. Δεν μου επιτρεπόταν να κάνω ομιλίες ούτε θα μπορούσαμε να ψάξουμε για κατάλυμα για τους αντιπροσώπους σε μια προσεχή συνέλευση, αν και είχαμε συστηθεί από τον επίσκοπο περιοχής μας γι’ αυτό το προνόμιο. Πολλά άτομα δεν μας χαιρετούσαν πια, μας φέρονταν σαν να είμαστε αποκομμένοι, παρ’ όλο που ήμασταν σκαπανείς.
Γνωρίζαμε, ωστόσο, ότι το να παντρευτούμε δεν ήταν αντιγραφικό, κι έτσι βρήκαμε καταφύγιο στην προσευχή και θέσαμε την εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά. Στην πραγματικότητα, αυτή η μεταχείριση δεν αντανακλούσε την άποψη της Εταιρίας. Ήταν απλώς αποτέλεσμα της εσφαλμένης εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών της οργάνωσης.
Ο Αδελφός Νορ Επιστρέφει
Το 1951, ο αδελφός Νορ επισκέφτηκε για άλλη μια φορά την Ελβετία. Αφού είχε εκφωνήσει μια ομιλία, με πληροφόρησαν ότι ήθελε να μου μιλήσει. Αν και ήμουν κάπως ανήσυχος, χαιρόμουν που ήθελε να με δει. Με ρώτησε αν θα ήμασταν πρόθυμοι να δεχτούμε ένα διορισμό σε κάποιο ιεραποστολικό οίκο που επρόκειτο να δημιουργηθεί στη Γενεύη. Φυσικά ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι, αν και λυπόμασταν που θα αφήναμε την Μπιλ. Την επόμενη μέρα, λάβαμε μια επιπλέον παράκληση από τον αδελφό Νορ. Θα ήμασταν πρόθυμοι να αναλάβουμε το έργο περιοχής, εφόσον αυτό ήταν που χρειαζόταν επιπρόσθετη προσοχή στην Ελβετία; Συμφωνήσαμε αμέσως. Η στάση μου ήταν να δέχομαι πάντα οποιοδήποτε διορισμό μού πρόσφεραν.
Η δραστηριότητά μας στο έργο περιοχής στην ανατολική Ελβετία ευλογήθηκε πάρα πολύ. Ταξιδεύαμε στις διάφορες εκκλησίες με τρένο, μεταφέροντας όλα τα υπάρχοντά μας σε δυο βαλίτσες. Οι αδελφοί μάς συναντούσαν συνήθως στο σταθμό με ποδήλατα, επειδή λίγοι απ’ αυτούς είχαν αυτοκίνητα εκείνον τον καιρό. Χρόνια αργότερα ένας αδελφός έθεσε στη διάθεσή μας ένα αυτοκίνητο, πράγμα που έκανε την υπηρεσία μας κάπως πιο εύκολη.
Μερικές Νέες Εκπλήξεις
Πόσο συγκινητικό ήταν όταν το 1964 προσκάλεσαν τη σύζυγό μου κι εμένα στην 40ή τάξη της Γαλαάδ, την τελευταία τάξη των αναλυτικών, δεκάμηνων μαθημάτων, που τώρα θα μειωνόταν σε οχτώ μήνες. Η Μαρτ έπρεπε να μάθει την αγγλική γλώσσα γρήγορα, αλλά τα κατάφερε με αξιοθαύμαστο τρόπο. Οι εικασίες σχετικά με το πού θα μας έστελναν αφθονούσαν. Η στάση μου ήταν: ‘Δεν με νοιάζει το πού είμαι διορισμένος εφόσον δεν είμαι πίσω από κάποιο γραφείο!’
Όμως αυτό ακριβώς συνέβη! Τη μέρα της αποφοίτησης, στις 13 Σεπτεμβρίου 1965, διορίστηκα υπηρέτης τμήματος της Ελβετίας. Το Μπέθελ επρόκειτο να είναι μια καινούρια εμπειρία για τη Μαρτ. Για εμένα σήμαινε επιστροφή στο «Σπίτι του Θεού», όχι στο τυπογραφείο, όπου είχα υπηρετήσει από το 1931 έως το 1946, αλλά σε κάποιο γραφείο. Είχα πολλά καινούρια πράγματα να μάθω, αλλά με τη βοήθεια του Ιεχωβά μπόρεσα να το κάνω αυτό.
Αναπολώ το Παρελθόν
Στα 60 χρόνια της ολοχρόνιας υπηρεσίας μου, έχω εμπιστευτεί πλήρως στον Ιεχωβά, όπως ακριβώς μου είχε πει ο πατέρας μου ότι έπρεπε να κάνω. Και ο Ιεχωβά έχει εκχύσει ποικίλες ευλογίες. Η Μαρτ ήταν και είναι πηγή μεγάλης ενθάρρυνσης σε καιρούς απογοήτευσης ή όταν οι διορισμοί απειλούσαν να με καταβάλουν, αληθινά μια όσια σύντροφος με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά.
Ο Ιεχωβά αξίζει να αινείται για τα πολλά προνόμια υπηρεσίας που έχω απολαύσει! Ακόμα υπηρετώ ως συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος στην Τουν, και αρκετές φορές έχω ταξιδέψει ως επίσκοπος ζώνης. Άσχετα με το τι μου έχει ζητηθεί να κάνω, πάντα αποβλέπω στον Ιεχωβά για καθοδηγία. Παρά τα πολλά λάθη και τις αστοχίες μου, πιστεύω διακαώς ότι ο Ιεχωβά με έχει συγχωρήσει μέσω του Χριστού. Είθε να συνεχίζω να τον ευαρεστώ. Και είθε εκείνος να συνεχίζει να κατευθύνει τα βήματά μου, καθώς διαρκώς αποβλέπω σ’ αυτόν ως τον ‘Θεό μου, στον οποίο θέλω ελπίζει’.—Ψαλμός 91:2.
[Εικόνα στη σελίδα 27]
Ο αδελφός Ντιλ στην αρχή της σταδιοδρομίας του στο Μπέθελ