Τραγωδία στη Ρουάντα—Ποιος Ευθύνεται;
«Λίγο πριν ανοίξουν στα δύο το κρανίο του 23χρονου μηχανικού», ανέφερε το περιοδικό Νέα των Η.Π.Α. και Παγκόσμιες Ειδήσεις (U.S.News & World Report), «ένας από τους επιτιθέμενους είπε στον Χιτιγίσε: ‘Πρέπει να πεθάνεις επειδή είσαι Τούτσι’».
ΠΟΣΟ συχνά επαναλήφτηκε μια τέτοια σκηνή στη μικρή κεντροαφρικανική χώρα της Ρουάντα στη διάρκεια των μηνών Απριλίου και Μαΐου! Τότε υπήρχαν 15 εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά μέσα και γύρω από το Κιγκάλι, την πρωτεύουσα της Ρουάντα. Ο επίσκοπος πόλης, ο Νταμπάνα Εζέν, ήταν Τούτσι. Ο ίδιος, η σύζυγός του, ο γιος του και η εννιάχρονη κόρη του, η Σάμι, ήταν ανάμεσα στους πρώτους που σφαγιάστηκαν όταν ξέσπασε η μανία της βίας.
Χιλιάδες κάτοικοι της Ρουάντα δολοφονούνταν καθημερινά—από εβδομάδα σε εβδομάδα. «Τις τελευταίες έξι εβδομάδες», ανέφερε στα μέσα Μαΐου το παραπάνω ειδησεογραφικό περιοδικό, «μέχρι 250.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει σε μια εκστρατεία γενοκτονίας και αντεκδίκησης η οποία συναγωνίζεται τις αιματηρές εκκαθαρίσεις των Κόκκινων Χμερ στην Καμπότζη στα μέσα της δεκαετίας του 1970».
Το περιοδικό Τάιμ (Time) ανέφερε: «Σε μια σκηνή που θύμιζε ναζιστική Γερμανία, τα παιδιά ξεχωρίστηκαν από μια ομάδα 500 ατόμων απλώς επειδή έμοιαζαν με Τούτσι. . . . Στο δήμαρχο της πόλης Μπουτάρε που βρίσκεται στα νότια, ο οποίος είναι παντρεμένος με μια γυναίκα από τη φυλή Τούτσι, οι χωρικοί Χούτου πρόσφεραν [μια οδυνηρή] εκλογή: θα μπορούσε να σώσει τη σύζυγο και τα παιδιά του αν παρέδιδε την οικογένεια της συζύγου του—τους γονείς της και την αδελφή της—για να θανατωθούν. Εκείνος συμφώνησε».
Έξι άτομα εργάζονταν στο Μεταφραστικό Γραφείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Κιγκάλι, από τα οποία τα τέσσερα ήταν Χούτου και τα δύο Τούτσι. Οι Τούτσι ήταν ο Ανάνι Μπάντα και η Μουκαγκισαγκάρα Ντενίζ. Όταν έφτασε στο σπίτι η εθνοφυλακή μαζί με διάφορα άτομα που λεηλατούσαν, θύμωσαν όταν βρήκαν Χούτου και Τούτσι να κατοικούν μαζί. Ήθελαν να σκοτώσουν τον Μπάντα και την Ντενίζ.
«Άρχισαν να βγάζουν τις περόνες από τις χειροβομβίδες τους», είπε ο Εμανουέλ Νγκιρέντε, ένας από τους αδελφούς από τη φυλή Χούτου, «απειλώντας να μας σκοτώσουν, επειδή είχαμε ανάμεσά μας τους εχθρούς τους. . . . Ήθελαν ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Τους δώσαμε όλα τα χρήματα που είχαμε, αλλά αυτοί δεν έμειναν ικανοποιημένοι. Αποφάσισαν να πάρουν από εμάς ως αποζημίωση οτιδήποτε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, πράγματα στα οποία περιλαμβάνονταν ένας φορητός κομπιούτερ που χρησιμοποιούνταν στη μεταφραστική εργασία μας, το φωτοτυπικό μας μηχάνημα, τα ραδιόφωνά μας, τα παπούτσια μας, κτλ. Ξαφνικά έφυγαν χωρίς να σκοτώσουν κανέναν από εμάς, αλλά είπαν ότι θα επέστρεφαν αργότερα».
Στις μέρες που ακολούθησαν, εκείνοι που λεηλατούσαν έρχονταν ξανά και ξανά, και κάθε φορά οι Μάρτυρες που ανήκαν στη φυλή Χούτου εκλιπαρούσαν για τη ζωή των αδελφών τους που ανήκαν στη φυλή Τούτσι. Τελικά, όταν έγινε πολύ επικίνδυνο για τον Μπάντα και την Ντενίζ να συνεχίσουν να μένουν εκεί, έγιναν διευθετήσεις ώστε να πάνε μαζί με άλλους Τούτσι πρόσφυγες σε ένα κοντινό σχολείο. Όταν το σχολείο δέχτηκε επίθεση, ο Μπάντα και η Ντενίζ μπόρεσαν να διαφύγουν. Κατάφεραν να περάσουν αρκετά οδοφράγματα, αλλά, τελικά, σε ένα από αυτά, όλοι οι Τούτσι ξεχωρίστηκαν, και ο Μπάντα και η Ντενίζ θανατώθηκαν.
Όταν οι στρατιώτες επέστρεψαν στο Μεταφραστικό Γραφείο και ανακάλυψαν ότι οι Μάρτυρες που ανήκαν στη φυλή Τούτσι είχαν φύγει, ξυλοκόπησαν άγρια τους αδελφούς που ανήκαν στη φυλή Χούτου. Τότε έσκασε ένας όλμος εκεί κοντά, και οι αδελφοί κατάφεραν να σωθούν.
Καθώς συνεχίζονταν οι σκοτωμοί σε ολόκληρη τη χώρα, ο αριθμός των νεκρών ανήλθε πιθανώς σε μισό εκατομμύριο. Τελικά, από τους οχτώ εκατομμύρια κατοίκους της Ρουάντα, δύο ως τρία εκατομμύρια, ή και περισσότεροι, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στις κοντινές χώρες του Ζαΐρ και της Τανζανίας. Μερικές εκατοντάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά θανατώθηκαν, και πολλοί άλλοι ήταν ανάμεσα σε εκείνους που κατέφυγαν σε καταυλισμούς έξω από τη χώρα.
Τι πυροδότησε αυτή την άνευ προηγουμένου σφαγή και ομαδική έξοδο; Θα μπορούσε να είχε αποτραπεί; Ποια ήταν η κατάσταση προτού ξεσπάσει η βία;
Οι Χούτου και οι Τούτσι
Τόσο η Ρουάντα όσο και η γειτονική της χώρα, το Μπουρούντι, κατοικούνται από τους Χούτου, ένα γενικά κοντόσωμο, γεροδεμένο λαό Μπαντού, και τους Τούτσι, ένα συνήθως πιο υψηλόσωμο και με πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα λαό, οι οποίοι είναι επίσης γνωστοί ως Βατούσι. Και στις δύο χώρες, οι Χούτου αποτελούν περίπου το 85 τοις εκατό του πληθυσμού και οι Τούτσι το 14 τοις εκατό. Έχουν καταγραφεί συγκρούσεις μεταξύ αυτών των δύο εθνικών ομάδων ήδη από το 15ο αιώνα. Ωστόσο, ως επί το πλείστον, αυτές έχουν ζήσει μαζί ειρηνικά.
«Κάποτε ζούσαμε μαζί ειρηνικά», είπε μια 29χρονη γυναίκα σχετικά με τους 3.000 Χούτου και Τούτσι που ζούσαν στο χωριό Ρουγκάντα, το οποίο βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Ζαΐρ. Όμως, σε επιδρομές που έκαναν τον Απρίλιο διάφορες συμμορίες Χούτου εξαλείφτηκε σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός των Τούτσι του χωριού. Η εφημερίδα Δε Νιου Γιορκ Τάιμς (The New York Times) εξήγησε:
«Η ιστορία αυτού του χωριού είναι η ιστορία της Ρουάντα: οι Χούτου και οι Τούτσι ζούσαν μαζί, παντρεύονταν ο ένας τον άλλον, χωρίς να ενδιαφέρονται ούτε καν να γνωρίζουν ποιος ήταν Χούτου και ποιος ήταν Τούτσι.
»Τότε κάτι άλλαξε ξαφνικά. Τον Απρίλιο, όχλοι Χούτου σε ολόκληρη τη χώρα ξέσπασαν σε βιαιοπραγίες, σκοτώνοντας τους Τούτσι οπουδήποτε τους έβρισκαν. Όταν άρχισαν οι σκοτωμοί, οι Τούτσι κατέφυγαν σε ναούς για να προστατευτούν. Οι όχλοι τούς ακολούθησαν, μετατρέποντας τους ναούς, οι οποίοι θεωρούνταν καταφύγια, σε νεκροταφεία τα οποία παραμένουν βουτηγμένα στο αίμα».
Τι ήταν εκείνο που έδωσε το έναυσμα για να αρχίσουν οι σκοτωμοί; Αυτό ήταν ο θάνατος των προέδρων της Ρουάντα και του Μπουρούντι, που και οι δύο ανήκαν στη φυλή Χούτου, στις 6 Απριλίου, όταν το αεροπλάνο που τους μετέφερε συνετρίβη στο Κιγκάλι. Αυτό το γεγονός οδήγησε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο στη σφαγή όχι μόνο των Τούτσι αλλά και όσων Χούτου θεωρούνταν ότι τους συμπαθούσαν.
Ταυτόχρονα, εντάθηκαν οι μάχες ανάμεσα στις επαναστατικές δυνάμεις—το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα (R.P.F.) το οποίο ελέγχουν οι Τούτσι—και στις κυβερνητικές δυνάμεις τις οποίες έλεγχαν οι Χούτου. Μέχρι τον Ιούλιο, το R.P.F. είχε νικήσει τις κυβερνητικές δυνάμεις και είχε θέσει υπό τον έλεγχό του το Κιγκάλι καθώς και ένα μεγάλο μέρος από την υπόλοιπη Ρουάντα. Φοβούμενοι αντίποινα, στις αρχές Ιουλίου, εκατοντάδες χιλιάδες Χούτου εγκατέλειψαν τη χώρα.
Ποιος Ευθύνεται;
Όταν του ζήτησαν να εξηγήσει γιατί ξέσπασε ξαφνικά η βία τον Απρίλιο, ένας αγρότης Τούτσι είπε: «Φταίνε οι κακοί ηγέτες».
Πράγματι, σε όλους τους αιώνες, οι πολιτικοί ηγέτες διέδιδαν ψέματα σχετικά με τους εχθρούς τους. Υπό την κατεύθυνση του ‘άρχοντα αυτού του κόσμου’, του Σατανά του Διαβόλου, οι πολιτικοί του κόσμου έπειθαν τους δικούς τους ανθρώπους να πολεμούν εναντίον εκείνων που ανήκαν σε κάποιο άλλο χρώμα, φυλή ή έθνος και να τους σκοτώνουν. (Ιωάννης 12:31· 2 Κορινθίους 4:4· 1 Ιωάννη 5:19) Η κατάσταση δεν είναι διαφορετική στη Ρουάντα. Η εφημερίδα Δε Νιου Γιορκ Τάιμς ανέφερε: «Οι πολιτικοί έχουν επανειλημμένα προσπαθήσει να καλλιεργήσουν την εθνική οσιότητα και τους εθνικούς φόβους—στην περίπτωση των Χούτου, προκειμένου να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους την κυβέρνηση· στην περίπτωση των Τούτσι, προκειμένου να συγκεντρώσουν υποστήριξη για το επαναστατικό μέτωπο».
Εφόσον οι άνθρωποι στη Ρουάντα μοιάζουν μεταξύ τους από πολλές απόψεις, ποτέ δεν θα περίμενε κάποιος να μισούν και να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. «Οι Χούτου και οι Τούτσι μιλούν την ίδια γλώσσα και γενικά έχουν τις ίδιες παραδόσεις», έγραψε ο δημοσιογράφος Ρέιμοντ Μπόνερ. «Ύστερα από πολλές γενιές επιμειξίας, οι σωματικές διαφορές—οι Τούτσι ψηλοί και λεπτοί, οι Χούτου κοντύτεροι και πιο γεροδεμένοι—έχουν χαθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε οι κάτοικοι της Ρουάντα συχνά αμφιβάλλουν για το αν κάποιος είναι Χούτου ή Τούτσι».
Εντούτοις, ο πρόσφατος χείμαρρος προπαγάνδας είχε απίστευτη απήχηση. Περιγράφοντας το ζήτημα με παραστατικό τρόπο, ο Άλεξ ντε Βαλ, διευθυντής της ομάδας Αφρικανικά Δικαιώματα, είπε: «Αναφέρεται ότι οι χωρικοί που βρίσκονται σε περιοχές τις οποίες λυμαίνεται το R.P.F. εκπλήσσονται από το γεγονός ότι οι Τούτσι στρατιώτες δεν έχουν κέρατα, ουρές και μάτια που λάμπουν στο σκοτάδι—αυτό είναι το περιεχόμενο των ραδιοφωνικών προγραμμάτων που ακούν».
Δεν διαπλάθουν μόνο οι πολιτικοί ηγέτες τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, αλλά και η θρησκεία επίσης. Ποιες είναι οι κύριες θρησκείες της Ρουάντα; Μήπως ευθύνονται και αυτές για την τραγωδία;
Ο Ρόλος της Θρησκείας
Η Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια του Βιβλίου (The World Book Encyclopedia [1994]) αναφέρει για τη Ρουάντα: «Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι Ρωμαιοκαθολικοί. . . . Οι Ρωμαιοκαθολικές και άλλες Χριστιανικές εκκλησίες λειτουργούν τα περισσότερα από τα δημοτικά σχολεία και τα γυμνάσια». Μάλιστα, η εφημερίδα Νάσιοναλ Κάθολικ Ριπόρτερ (National Catholic Reporter) αποκάλεσε τη Ρουάντα «κατά 70% Καθολικό έθνος».
Η εφημερίδα Δι Ομπζέρβερ (The Observer), της Μεγάλης Βρετανίας, δίνει το ιστορικό της θρησκευτικής κατάστασης που επικρατεί στη Ρουάντα, εξηγώντας: «Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, όταν οι εκκλησίες μάχονταν για τον έλεγχο του εκπαιδευτικού συστήματος, οι Καθολικοί έδειξαν εύνοια στην αριστοκρατία των Τούτσι ενώ οι Προτεστάντες συμμάχησαν με την καταπιεσμένη πλειοψηφία την οποία αποτελούσαν οι Χούτου. Το 1959, οι Χούτου άρπαξαν την εξουσία και γρήγορα έφτασαν στο σημείο να απολαμβάνουν την υποστήριξη των Καθολικών και των Προτεσταντών. Η Προτεσταντική υποστήριξη προς την πλειοψηφία την οποία αποτελούν οι Χούτου παραμένει πολύ ισχυρή».
Έχουν άραγε καταδικάσει, λόγου χάρη οι Προτεστάντες εκκλησιαστικοί ηγέτες, τις σφαγές; Η εφημερίδα Δι Ομπζέρβερ απαντάει: «Δύο κληρικοί [Αγγλικανοί] ρωτήθηκαν αν καταδίκαζαν τους δολοφόνους οι οποίοι είχαν γεμίσει τους διαδρόμους των ναών της Ρουάντα με τα σώματα αποκεφαλισμένων παιδιών.
»Αρνήθηκαν να απαντήσουν. Απέφυγαν τις ερωτήσεις, αναστατώθηκαν, ο τόνος της φωνής τους ανέβηκε, και οι βαθιές ρίζες της κρίσης της Ρουάντα αποκαλύφτηκαν—τα πιο εξέχοντα μέλη της Αγγλικανικής εκκλησίας ενεργούν σαν ‘κλητήρες’ των πολιτικών αρχηγών οι οποίοι προπαγανδίζουν το φόνο και γεμίζουν τους ποταμούς με αίμα».
Πράγματι, οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου στη Ρουάντα δεν διαφέρουν από τις εκκλησίες που υπάρχουν οπουδήποτε αλλού. Για παράδειγμα, σχετικά με την υποστήριξη που παρείχαν αυτές στους πολιτικούς ηγέτες κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Βρετανός γενικός ταξίαρχος Φρανκ Π. Κρόουζιερ είπε: «Οι Χριστιανικές Εκκλησίες είναι οι καλύτεροι προπαγανδιστές της αιματοχυσίας και τις χρησιμοποιούμε ανεπιφύλακτα».
Ναι, οι θρησκευτικοί ηγέτες έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τα όσα έχουν συμβεί! Η εφημερίδα Νάσιοναλ Κάθολικ Ριπόρτερ της 3ης Ιουνίου 1994 ανέφερε: «Οι μάχες σε αυτό το αφρικανικό έθνος περιλαμβάνουν ‘μια πραγματική και αληθινή γενοκτονία για την οποία, δυστυχώς, ακόμη και Καθολικοί ευθύνονται’, είπε ο πάπας».
Είναι ξεκάθαρο ότι οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου έχουν αποτύχει να διδάξουν τις αληθινές Χριστιανικές αρχές, οι οποίες βασίζονται σε εδάφια όπως το Ησαΐας 2:4 και το Ματθαίος 26:52. Σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα Λε Μοντ (Le Monde), ένας ιερέας είπε με θλίψη: «Αυτοί σφάζουν ο ένας τον άλλον, ξεχνώντας στο μεταξύ ότι είναι αδελφοί». Ένας άλλος ιερέας από τη Ρουάντα ομολόγησε: «Χριστιανοί έχουν σκοτωθεί από άλλους Χριστιανούς, ύστερα από έναν αιώνα κηρυγμάτων αγάπης και συγχωρητικότητας. Ήταν μια αποτυχία». Η εφημερίδα Λε Μοντ ρώτησε: «Πώς μπορεί κάποιος να μη σκεφτεί ότι οι Τούτσι και οι Χούτου, οι οποίοι βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση στο Μπουρούντι και στη Ρουάντα, εκπαιδεύτηκαν από τους ίδιους Χριστιανούς ιεραποστόλους και πήγαιναν στις ίδιες εκκλησίες;»
Οι Αληθινοί Χριστιανοί Είναι Διαφορετικοί
Οι αληθινοί ακόλουθοι του Ιησού Χριστού συμμορφώνονται με την εντολή που έδωσε ‘να αγαπούν ο ένας τον άλλον’. (Ιωάννης 13:34) Μπορείτε να φανταστείτε τον Ιησού ή κάποιον από τους αποστόλους του να παίρνει ένα μαχαίρι και να κατακρεουργεί κάποιον άλλον; Τέτοιοι άνομοι σκοτωμοί προσδιορίζουν τους ανθρώπους ως «παιδιά του Διαβόλου».—1 Ιωάννη 3:10-12.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έχουν καμία απολύτως συμμετοχή στους πολέμους, στις επαναστάσεις ή σε οποιεσδήποτε άλλες συγκρούσεις που προωθούνται από τους πολιτικούς του κόσμου, οι οποίοι βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Σατανά του Διαβόλου. (Ιωάννης 17:14, 16· 18:36· Αποκάλυψη 12:9) Τουναντίον, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εκδηλώνουν γνήσια αγάπη ο ένας για τον άλλον. Γι’ αυτό, στη διάρκεια των σφαγών, Μάρτυρες που ανήκαν στη φυλή Χούτου διακινδύνεψαν πρόθυμα τη ζωή τους προσπαθώντας να προστατέψουν αδελφούς τους που ανήκαν στη φυλή Τούτσι.
Παρ’ όλα αυτά, τέτοιου είδους τραγωδίες δεν πρέπει να προξενούν έκπληξη. Στην προφητεία του Ιησού αναφορικά με ‘την τελική περίοδο του συστήματος πραγμάτων’, ο ίδιος προείπε: «Τότε . . . θα σας σκοτώσουν». (Ματθαίος 24:3, 9) Το ευχάριστο είναι ότι ο Ιησούς υπόσχεται πως θα θυμηθεί τους πιστούς στη διάρκεια της ανάστασης των νεκρών.—Ιωάννης 5:28, 29.
Στο μεταξύ, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Ρουάντα καθώς και οπουδήποτε αλλού είναι αποφασισμένοι να εξακολουθήσουν να αποδεικνύονται μαθητές του Χριστού με το να αγαπούν ο ένας τον άλλον. (Ιωάννης 13:35) Η αγάπη τους δίνει μαρτυρία ακόμη και μέσα σε αυτές τις τωρινές κακουχίες, όπως αποκαλύπτει η συνοδευτική έκθεση με τίτλο «Μάρτυρες σε Προσφυγικούς Καταυλισμούς». Όλοι μας χρειάζεται να θυμόμαστε τι είπε ο Ιησούς στην προφητεία του: «Εκείνος που θα έχει υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί».—Ματθαίος 24:13.
[Πλαίσιο στη σελίδα 29]
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥΣ ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΥΣ
Τον Ιούλιο αυτού του έτους, περίπου 4.700 Μάρτυρες και οι σύντροφοί τους βρίσκονταν σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Στο Ζαΐρ, 2.376 βρίσκονταν στην Γκόμα, 454 στο Μπουκάβου και 1.592 στην Ουβίρα. Επιπλέον, στην Τανζανία, περίπου 230 βρίσκονταν στο Μπενάκο.
Και μόνο το να φτάσει κάποιος στα κέντρα προσφύγων δεν ήταν εύκολο. Οι 60 Μάρτυρες που αποτελούσαν μια εκκλησία προσπάθησαν να διασχίσουν τη γέφυρα Ρουσούμο, μια κύρια οδό διαφυγής προς τους προσφυγικούς καταυλισμούς στην Τανζανία. Όταν δεν τους επέτρεψαν να περάσουν, αυτοί περιπλανήθηκαν στις όχθες του ποταμού επί μία εβδομάδα. Κατόπιν αποφάσισαν να προσπαθήσουν να διασχίσουν τον ποταμό με κανό. Τα κατάφεραν, και, ύστερα από λίγες μέρες, έφτασαν με ασφάλεια στον καταυλισμό στην Τανζανία.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε άλλες χώρες οργάνωσαν μεγάλες προσπάθειες για παροχή βοήθειας. Οι Μάρτυρες στη Γαλλία συγκέντρωσαν εκατό και πλέον τόνους ρούχα και εννιά τόνους παπούτσια, και αυτά τα εφόδια, μαζί με συμπληρώματα διατροφής και φάρμακα, στάλθηκαν στις περιοχές στις οποίες υπήρχε ανάγκη. Συνήθως, όμως, το πρώτο πράγμα που ζητούσαν οι αδελφοί στους προσφυγικούς καταυλισμούς ήταν μια Αγία Γραφή ή ένα περιοδικό Σκοπιά ή Ξύπνα!
Πολλοί παρατηρητές εντυπωσιάστηκαν από την αγάπη που έδειξαν οι Μάρτυρες στο Ζαΐρ και στην Τανζανία, οι οποίοι επισκέφτηκαν και βοήθησαν τους εκτοπισμένους αδελφούς τους. «Εσείς δεχτήκατε επισκέψεις από ανθρώπους της θρησκείας σας», λένε οι πρόσφυγες, «αλλά εμάς δεν μας επισκέφτηκε κανένας ιερέας της δικής μας θρησκείας».
Οι Μάρτυρες έγιναν ευρέως γνωστοί στους καταυλισμούς, σε μεγάλο βαθμό λόγω της ενότητας, της ευταξίας και της γεμάτης αγάπη διάθεσής τους. (Ιωάννης 13:35) Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι στο Μπενάκο της Τανζανίας οι Μάρτυρες χρειάστηκαν μόνο 15 λεπτά για να εντοπίσουν τους συμμάρτυρές τους πρόσφυγες ανάμεσα σε περίπου 250.000 ανθρώπους που βρίσκονταν στον καταυλισμό.