Βιογραφία
Η Εγκαρτέρηση Φέρνει Χαρά
ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΙΟΥ ΡΟΣΑ ΝΤΕ ΣΟΟΥΖΑ
«Είναι απίθανο να επιζήσει από μια εγχείρηση ο κ. Ρόσα». Παρά τη δυσοίωνη αυτή πρόβλεψη ενός γιατρού, σήμερα, περίπου 20 χρόνια αργότερα, είμαι ακόμη ζωντανός, υπηρετώντας ως ολοχρόνιος κήρυκας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Τι με έχει βοηθήσει να εγκαρτερήσω όλα αυτά τα χρόνια;
ΠΕΡΑΣΑ την παιδική μου ηλικία σε ένα αγρόκτημα κοντά στο Σάντου Εστεβάου, ένα χωριό στην πολιτεία Μπαΐα, στη βορειοανατολική Βραζιλία. Όταν ήμουν εφτά ετών, άρχισα να βοηθώ τον πατέρα μου στις αγροτικές εργασίες. Κάθε μέρα μετά το σχολείο, μου ανέθετε κάποια εργασία. Με τον καιρό, οποτεδήποτε ο πατέρας μου πήγαινε για επαγγελματικούς λόγους στο Σαλβαντόρ, την πρωτεύουσα της πολιτείας, με άφηνε υπεύθυνο στο αγρόκτημα.
Αν και δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, τρεχούμενο νερό ή τις ανέσεις που συνηθίζονται σήμερα, ήμασταν χαρούμενοι. Μου άρεσε να πετάω χαρταετό ή να παίζω με τα ξύλινα αυτοκινητάκια που φτιάχναμε οι φίλοι μου και εγώ. Έπαιζα επίσης κλαρινέτο σε θρησκευτικές πομπές. Ήμουν μέλος της παιδικής χορωδίας στην τοπική εκκλησία, και εκεί είδα ένα βιβλίο με τίτλο Ιερή Ιστορία (História Sagrada), το οποίο κίνησε την περιέργεια μου για την Αγία Γραφή.
Το 1932, όταν ήμουν 20 ετών, μια τρομερή, παρατεταμένη ξηρασία έπληξε τη βορειοανατολική Βραζιλία. Τα ζώα μας πέθαναν και οι σοδειές μας καταστράφηκαν, γι’ αυτό και μετακόμισα στο Σαλβαντόρ, όπου βρήκα εργασία ως οδηγός τραμ. Αργότερα, νοίκιασα σπίτι και έφερα την οικογένειά μου να μείνει μαζί μου. Το 1944, ο πατέρας μου πέθανε αφήνοντάς με να φροντίζω τη μητέρα μου, τις οχτώ αδελφές μου και τους τρεις αδελφούς μου.
Από Οδηγός Τραμ Γίνομαι Ευαγγελιστής
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα όταν έφτασα στο Σαλβαντόρ ήταν να αγοράσω μία Αγία Γραφή. Πήγαινα στην Εκκλησία των Βαπτιστών επί μερικά χρόνια και κατόπιν γίναμε φίλοι με τον Ντούρβαλ, ο οποίος ήταν και αυτός οδηγός τραμ. Ο Ντούρβαλ και εγώ κάναμε συχνά εκτενείς συζητήσεις για τη Γραφή. Μια μέρα μου έδωσε ένα βιβλιάριο με τίτλο Πού Είναι οι Νεκροί;a Παρότι πίστευα ότι ο άνθρωπος έχει αθάνατη ψυχή, ήμουν πολύ περίεργος να εξετάσω τις Γραφικές περικοπές που παρέθετε το βιβλιάριο. Προς έκπληξή μου, η Γραφή πιστοποιούσε ότι η ψυχή που αμαρτάνει θα πεθάνει.—Ιεζεκιήλ 18:4.
Παρατηρώντας το ενδιαφέρον μου, ο Ντούρβαλ ζήτησε από τον Αντόνιου Αντράντε, έναν ολοχρόνιο διάκονο των Μαρτύρων του Ιεχωβά, να με επισκεφτεί στο σπίτι. Μετά την τρίτη επίσκεψή του, ο Αντόνιου με προσκάλεσε να μεταδώσουμε μαζί τις Γραφικές διδασκαλίες σε άλλους. Αφού μίλησε εκείνος στις πρώτες δύο πόρτες, είπε: «Τώρα είναι η σειρά σου». Ένιωσα να παραλύω, αλλά προς μεγάλη μου χαρά, μια οικογένεια άκουσε προσεκτικά και δέχτηκε τα δύο βιβλία που πρόσφερα. Μέχρι σήμερα, αισθάνομαι την ίδια μεγάλη χαρά όταν συναντώ κάποιον που ενδιαφέρεται για τη Γραφική αλήθεια.
Στις 19 Απριλίου 1943, στην επέτειο του θανάτου του Χριστού εκείνου του έτους, βαφτίστηκα στον Ατλαντικό Ωκεανό στις ακτές του Σαλβαντόρ. Λόγω έλλειψης πεπειραμένων Χριστιανών αντρών, διορίστηκα να βοηθήσω τον όμιλο των Μαρτύρων ο οποίος συναθροιζόταν στο σπίτι του αδελφού Αντράντε, σε ένα από τα σοκάκια που συνδέουν το άνω με το κάτω τμήμα της πόλης του Σαλβαντόρ.
Πρώτη Εναντίωση
Η Χριστιανική μας δραστηριότητα ήταν αντιδημοφιλής στα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1939-1945). Μερικοί αξιωματούχοι υποπτεύονταν ότι ήμασταν Βορειοαμερικανοί κατάσκοποι επειδή τα περισσότερα από τα έντυπά μας προέρχονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως αποτέλεσμα, οι συλλήψεις και οι ανακρίσεις ήταν κάτι το συνηθισμένο. Όταν κάποιος Μάρτυρας δεν επέστρεφε από τη διακονία αγρού, συμπεραίναμε ότι τον είχαν συλλάβει και πηγαίναμε στο αστυνομικό τμήμα για να ζητήσουμε την απελευθέρωσή του.
Τον Αύγουστο του 1943, ο Αντόλφ Μέσμερ, ένας Γερμανός Μάρτυρας, έφτασε στο Σαλβαντόρ για να βοηθήσει στη διοργάνωση της πρώτης μας συνέλευσης. Αφού δόθηκε άδεια από τις αρχές για να διεξαχθεί η συνέλευση, δημοσιεύτηκαν στις τοπικές εφημερίδες διαφημίσεις για τη δημόσια ομιλία «Ελευθερία εις τον Νέον Κόσμον» και αναρτήθηκαν αφίσες στα παράθυρα των καταστημάτων και στα τραμ. Αλλά τη δεύτερη μέρα της συνέλευσης, κάποιος αστυνομικός μάς πληροφόρησε ότι η άδεια που μας είχε δοθεί για να συναθροιστούμε είχε ανακληθεί. Ο αρχιεπίσκοπος του Σαλβαντόρ είχε ασκήσει πιέσεις στον διοικητή της αστυνομίας για να διακόψει τη συνέλευσή μας. Τον επόμενο Απρίλιο, όμως, μας χορηγήθηκε τελικά άδεια για να διεξαγάγουμε τη διαφημισμένη δημόσια ομιλία.
Επιδίωξη ενός Στόχου
Το 1946, προσκλήθηκα να παρακολουθήσω τη Θεοκρατική Συνέλευση Ευφραινόμενα Έθνη στην πόλη του Σάο Πάολο. Ο καπετάνιος ενός φορτηγού πλοίου στο Σαλβαντόρ επέτρεψε σε μια ομάδα από εμάς να ταξιδέψουμε με το πλοίο του, υπό την προϋπόθεση ότι θα κοιμόμασταν στο κατάστρωμα. Παρότι αντιμετωπίσαμε μια θύελλα κατά τη διάρκεια της οποίας όλοι υποφέραμε από ναυτία, ύστερα από τέσσερις μέρες στη θάλασσα καταπλεύσαμε ασφαλείς στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Οι Μάρτυρες στο Ρίο μάς καλοδέχτηκαν στα σπίτια τους για να ξεκουραστούμε μια δυο μέρες προτού συνεχίσουμε το ταξίδι μας με το τρένο. Μια μικρή ομάδα που κρατούσε πανό με το μήνυμα «Καλωσορίσατε Μάρτυρες του Ιεχωβά» μάς υποδέχτηκε όταν το τρένο μας έφτασε στο Σάο Πάολο.
Λίγο μετά την επιστροφή στο Σαλβαντόρ, μίλησα στον Χάρι Μπλακ, έναν ιεραπόστολο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σχετικά με την επιθυμία που είχα να γίνω σκαπανέας, όπως αποκαλούνται οι ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ο Χάρι μού υπενθύμισε ότι είχα να φροντίσω για οικογενειακές ευθύνες και με συμβούλεψε να κάνω υπομονή. Τελικά, τον Ιούνιο του 1952, τα αδέλφια μου είχαν αποκτήσει οικονομική ανεξαρτησία, και εγώ διορίστηκα να υπηρετήσω ως σκαπανέας σε κάποια μικρή εκκλησία στο Ιλιέους, στην ακτή 210 χιλιόμετρα νότια του Σαλβαντόρ.
Γενναιόδωρη Προμήθεια
Τον επόμενο χρόνο, διορίστηκα στο Ζεκιέ, μια μεγάλη πόλη στην ενδοχώρα όπου δεν υπήρχαν καθόλου Μάρτυρες. Το πρώτο άτομο που επισκέφτηκα ήταν ο τοπικός ιερέας. Μου εξήγησε ότι η πόλη τού ανήκε και μου απαγόρευσε να κηρύξω εκεί. Προειδοποίησε τους ενορίτες σχετικά με την άφιξη ενός «ψευδοπροφήτη» και έβαλε κατασκόπους σε όλη την πόλη για να παρακολουθούν τις δραστηριότητές μου. Εντούτοις, εκείνη τη μέρα έδωσα 90 και πλέον Γραφικά έντυπα και ξεκίνησα τέσσερις Γραφικές μελέτες. Δύο χρόνια αργότερα, το Ζεκιέ είχε τη δική του Αίθουσα Βασιλείας, με 36 Μάρτυρες! Σήμερα, υπάρχουν οχτώ εκκλησίες και περίπου 700 Μάρτυρες εκεί.
Τους πρώτους μήνες που ήμουν στο Ζεκιέ, νοίκιαζα ένα μικρό δωμάτιο στα περίχωρα της πόλης. Τότε συνάντησα τον Μιγκέλ Βαζ ντε Ολιβέιρα, τον ιδιοκτήτη του Ξενοδοχείου Σουντούστε, ενός από τα καλύτερα ξενοδοχεία στο Ζεκιέ. Ο Μιγκέλ δέχτηκε να κάνει Γραφική μελέτη και επέμενε να μετακομίσω σε κάποιο δωμάτιο στο ξενοδοχείο του. Ο Μιγκέλ και η σύζυγός του έγιναν αργότερα Μάρτυρες.
Μια άλλη όμορφη ανάμνηση από τις μέρες που ήμουν στο Ζεκιέ περιλαμβάνει τον Λουίς Κοτρί, καθηγητή λυκείου με τον οποίο μελετούσα τη Γραφή. Ο Λουίς προσφέρθηκε να με βοηθήσει να βελτιώσω τις γνώσεις μου στην πορτογαλική και στα μαθηματικά. Μόλις και μετά βίας είχα τελειώσει το δημοτικό, και γι’ αυτό δέχτηκα αμέσως την προσφορά του. Εκείνα τα εβδομαδιαία μαθήματα που έκανα μετά τη Γραφική μελέτη του Λουίς με βοήθησαν να προετοιμαστώ για τα επιπρόσθετα προνόμια τα οποία έλαβα σύντομα από την οργάνωση του Ιεχωβά.
Αντιμετώπιση μιας Νέας Πρόκλησης
Το 1956 έλαβα μια επιστολή που με προσκαλούσε στο γραφείο τμήματός μας, το οποίο βρισκόταν τότε στο Ρίο ντε Τζανέιρο, ώστε να εκπαιδευτώ ως επίσκοπος περιοχής, όπως αποκαλούνται οι περιοδεύοντες διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το οποίο παρακολούθησαν και άλλα οχτώ άτομα, διήρκεσε λίγο περισσότερο από έναν μήνα. Καθώς πλησίαζε προς το τέλος, διορίστηκα στο Σάο Πάολο, πράγμα για το οποίο είχα επιφυλάξεις. Αναρωτιόμουν: “Τι θα κάνω εγώ εκεί, ένας μαύρος, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους Ιταλούς; Θα με δεχτούν άραγε;”b
Στην πρώτη εκκλησία που επισκέφτηκα στην περιοχή του Σάντου Αμάρου, ενθαρρύνθηκα βλέποντας ότι η Αίθουσα Βασιλείας ήταν γεμάτη με ομοπίστους και ενδιαφερόμενα άτομα. Πείστηκα ότι οι φόβοι μου ήταν αβάσιμοι όταν είδα πως, μαζί με εμένα, συμμετείχαν στη διακονία εκείνο το σαββατοκύριακο και τα 97 μέλη της εκκλησίας. “Είναι πράγματι αδελφοί μου”, σκέφτηκα. Η θέρμη εκείνων των αγαπητών αδελφών, αντρών και γυναικών, ήταν που μου έδωσε το θάρρος να εγκαρτερήσω στη διακονία του περιοδεύοντα επισκόπου.
Γαϊδούρια, Άλογα και Μυρμηγκοφάγοι
Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπιζαν οι περιοδεύοντες επίσκοποι τα πρώτα χρόνια ήταν τα μακρινά ταξίδια που έκαναν για να φτάσουν σε εκκλησίες και μικρότερους ομίλους Μαρτύρων σε αγροτικές περιοχές. Σε εκείνα τα μέρη, τα δημόσια μέσα μεταφοράς ήταν επισφαλή ή ανύπαρκτα, και οι περισσότεροι δρόμοι δεν ήταν παρά στενοί χωματόδρομοι.
Μερικές περιοχές έλυσαν αυτό το πρόβλημα αγοράζοντας ένα γαϊδούρι ή ένα άλογο για τον επίσκοπο περιοχής. Πολλές Δευτέρες, σέλωνα το ζώο, έδενα τα πράγματά μου και ταξίδευα με αυτό επί 12 ώρες ως την επόμενη εκκλησία. Στη Σάντα Φε ντου Σουλ, οι Μάρτυρες είχαν ένα γαϊδούρι με το όνομα Ντουράντου (Χρυσός) το οποίο έβρισκε μόνο του το δρόμο για τους ομίλους μελέτης που υπήρχαν στην αγροτική περιοχή. Ο Ντουράντου σταματούσε στην πόρτα των αγροκτημάτων και περίμενε υπομονετικά να την ανοίξω. Μετά την επίσκεψη, ο Ντουράντου και εγώ συνεχίζαμε μέχρι τον επόμενο όμιλο.
Η έλλειψη αξιόπιστων μέσων επικοινωνίας δυσκόλευε επίσης το έργο περιοχής. Παραδείγματος χάρη, προκειμένου να επισκεφτώ έναν μικρό όμιλο Μαρτύρων ο οποίος συναθροιζόταν σε κάποιο αγρόκτημα στην πολιτεία Μάτο Γκρόσο χρειαζόταν να διασχίσω τον ποταμό Αραγκουάια με βάρκα και να ταξιδέψω περίπου 25 χιλιόμετρα μέσα στο δάσος με κάποιο ζώο. Σε μια περίπτωση, έγραψα για να πληροφορήσω αυτόν τον όμιλο για την επίσκεψή μου, αλλά η επιστολή προφανώς δεν έφτασε, εφόσον κανένας δεν με περίμενε όταν διέσχισα τον ποταμό. Ήταν αργά το απόγευμα, γι’ αυτό και ζήτησα από τον ιδιοκτήτη ενός μικρού μπαρ να προσέχει τις αποσκευές μου, και εγώ προχώρησα με τα πόδια κρατώντας μόνο το χαρτοφύλακά μου.
Σε λίγο έπεσε η νύχτα. Καθώς παραπατούσα μέσα στο σκοτάδι, ένας μυρμηγκοφάγος ρουθούνισε. Είχα ακούσει ότι ο μυρμηγκοφάγος μπορεί να σηκωθεί και να σκοτώσει άνθρωπο με τα δυνατά μπροστινά του πόδια. Γι’ αυτό, με τον παραμικρό θόρυβο που άκουγα στα χαμόκλαδα, προχωρούσα προσεκτικά βάζοντας μπροστά το χαρτοφύλακά μου για προστασία. Αφού περπάτησα επί ώρες, έφτασα σε ένα ποταμάκι. Δυστυχώς, μέσα στο σκοτάδι, δεν πρόσεξα ότι υπήρχε ένας φράχτης από αγκαθωτό συρματόπλεγμα στην απέναντι όχθη. Κατάφερα με μια δρασκελιά να πηδήξω πάνω από το ποτάμι, μόνο και μόνο για να προσγειωθώ στο φράχτη και να κοπώ!
Τελικά, έφτασα στο αγρόκτημα και με υποδέχτηκαν τα σκυλιά που γάβγιζαν δυνατά. Ήταν συνηθισμένο να κάνουν επιδρομές τη νύχτα οι κλέφτες προβάτων, γι’ αυτό και μόλις άνοιξε η πόρτα, συστήθηκα αμέσως. Πρέπει να φαινόμουν αξιολύπητος με τα σκισμένα, ματωμένα ρούχα μου, αλλά οι αδελφοί χάρηκαν όταν με είδαν.
Παρά τις δυσκολίες, εκείνες ήταν χαρούμενες μέρες. Απολάμβανα τα μακρινά ταξίδια με το άλογο και με τα πόδια, αναπαυόμενος μερικές φορές στη σκιά των δέντρων, ακούγοντας τα πουλιά να κελαηδούν και βλέποντας τις αλεπούδες να περνούν δίπλα μου σε εκείνους τους ερημικούς δρόμους. Μια άλλη πηγή χαράς ήταν το να γνωρίζω πως οι επισκέψεις μου βοηθούσαν πραγματικά τους ανθρώπους. Πολλοί μου έγραφαν για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους. Άλλοι με ευχαριστούσαν προσωπικά όταν συναντιόμασταν στις συνελεύσεις. Πόσο όμορφα ένιωθα βλέποντας ανθρώπους να υπερνικούν προσωπικά προβλήματα και να σημειώνουν πνευματική πρόοδο!
Επιτέλους ένας Βοηθός
Εκείνα τα χρόνια στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου, ήμουν συνήθως μόνος μου, και αυτό με δίδαξε να βασίζομαι στον Ιεχωβά ως τον “απόκρημνο βράχο μου και το οχυρό μου”. (Ψαλμός 18:2) Επιπρόσθετα, συνειδητοποιούσα ότι η αγαμία μού επέτρεπε να δίνω την αμέριστη προσοχή μου στα συμφέροντα της Βασιλείας.
Το 1978, όμως, γνώρισα μια σκαπάνισσα με το όνομα Ζούλια Τακαχάσι. Είχε παραιτηθεί από τη σίγουρη εργασία που είχε ως νοσοκόμα σε ένα μεγάλο νοσοκομείο του Σάο Πάολο προκειμένου να υπηρετήσει εκεί όπου η ανάγκη για διαγγελείς της Βασιλείας ήταν μεγαλύτερη. Οι Χριστιανοί πρεσβύτεροι οι οποίοι τη γνώριζαν εκθείαζαν τις πνευματικές της ιδιότητες καθώς και τις ικανότητες που είχε ως σκαπάνισσα. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, η απόφασή μου να παντρευτώ έπειτα από τόσο πολλά χρόνια εξέπληξε μερικούς. Κάποιος καλός φίλος δεν μπορούσε να το πιστέψει, και μου υποσχέθηκε έναν ταύρο 270 κιλών αν όντως παντρευόμουν. Ψήσαμε εκείνον τον ταύρο στη γαμήλια δεξίωσή μας την 1η Ιουλίου 1978.
Εγκαρτέρηση Παρά την Κακή Υγεία
Η Ζούλια με συνόδευε στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου και επισκεπτόμασταν μαζί εκκλησίες στη νότια και στη νοτιοανατολική Βραζιλία τα επόμενα οχτώ χρόνια. Τότε μου παρουσιάστηκαν καρδιακά προβλήματα. Δύο φορές λιποθύμησα ενώ μιλούσα σε οικοδεσπότες στο έργο κηρύγματος. Λαβαίνοντας υπόψη τους περιορισμούς μου, δεχτήκαμε έναν διορισμό ως ειδικοί σκαπανείς στο Μπιριγκουί, στην πολιτεία Σάο Πάολο.
Εκείνον τον καιρό, οι Μάρτυρες στο Μπιριγκουί προσφέρθηκαν να με μεταφέρουν με αυτοκίνητο ώστε να συμβουλευτώ έναν γιατρό στην Γκοϊάνια, περίπου 500 χιλιόμετρα μακριά. Όταν η κατάστασή μου είχε σταθεροποιηθεί, έκανα εγχείρηση για την τοποθέτηση βηματοδότη. Αυτό συνέβη πριν από 20 περίπου χρόνια. Μολονότι υποβλήθηκα σε δύο ακόμη εγχειρήσεις καρδιάς, εξακολουθώ να είμαι δραστήριος στο έργο μαθήτευσης. Η Ζούλια, όπως τόσο πολλές άλλες όσιες Χριστιανές σύζυγοι, αποτελεί συνεχή πηγή δύναμης και ενθάρρυνσης.
Αν και τα προβλήματα υγείας έχουν περιορίσει τη δράση μου και μερικές φορές με αποθαρρύνουν, εξακολουθώ να κάνω σκαπανικό. Υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι ο Ιεχωβά ποτέ δεν μας υποσχέθηκε πως η ζωή σε αυτό το παλιό σύστημα θα ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Αν ο απόστολος Παύλος και άλλοι πιστοί Χριστιανοί του παρελθόντος χρειάστηκε να εγκαρτερήσουν, γιατί πρέπει να είναι διαφορετικά τα πράγματα για εμάς;—Πράξεις 14:22.
Πρόσφατα, βρήκα την πρώτη Γραφή που απέκτησα τη δεκαετία του 1930. Στο εσώφυλλο, είχα γράψει τον αριθμό 350—τόσοι ήταν οι διαγγελείς της Βασιλείας στη Βραζιλία όταν άρχισα να παρακολουθώ τις Χριστιανικές συναθροίσεις το 1943. Φαίνεται απίστευτο που υπάρχουν τώρα πολύ περισσότεροι από 600.000 Μάρτυρες στη Βραζιλία. Τι προνόμιο είναι που είχα μια μικρή συμμετοχή σε αυτή την αύξηση! Ασφαλώς, ο Ιεχωβά με αντάμειψε για την εγκαρτέρησή μου. Όπως ο ψαλμωδός, μπορώ να πω: «Ο Ιεχωβά μεγαλούργησε με αυτό που έκανε για χάρη μας. Γεμίσαμε χαρά».—Ψαλμός 126:3.
[Υποσημειώσεις]
a Είναι έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά δεν εκδίδεται πλέον.
b Σχεδόν 1.000.000 Ιταλοί μετανάστες εγκαταστάθηκαν στο Σάο Πάολο μεταξύ του 1870 και του 1920.
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Μάρτυρες διαφημίζουν τη δημόσια ομιλία για την πρώτη συνέλευση στην πόλη του Σαλβαντόρ, το 1943
[Εικόνα στη σελίδα 10]
Μάρτυρες φτάνουν στο Σάο Πάολο για τη Συνέλευση Ευφραινόμενα Έθνη, το 1946
[Εικόνες στη σελίδα 10, 11]
Στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου στα τέλη της δεκαετίας του 1950
[Εικόνα στη σελίδα 12]
Με τη σύζυγό μου, τη Ζούλια