Πρόοδος του Έργου Μαρτυρίας από Μικρές Αρχές στη Δομινικανή Δημοκρατία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1972—συνέχεια)
Στην περιφέρεια Σαλσέδο, όλες οι εκκλησίες του Λος Κακάος, Μπλάνκο Αρρίμπα και Μόντε Αδέντρο συνελήφθησαν και απαιτήθηκε από τους αδελφούς να υπογράψουν μια δήλωσι αρνούμενοι την πίστι των και υποσχόμενοι να επιστρέψουν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι αδελφοί εδάρησαν, εκλωτσίσθησαν, εκτυπήθησαν με τους υποκοπάνους των όπλων στο πρόσωπο και κατόπιν ερρίφθησαν μέσα σ’ ένα συνωστισμένο κελί. Οι αδελφές, σε χωριστό κελί, άκουγαν τα βογγητά των όλην την νύκτα.
Το επόμενο πρωί, ένας ένας από τους υπηρέτας των εκκλησιών εκαλούντο σ’ ένα γραφείο. Τον Χοσέ Χιμένεζ (65) τον έσυραν έξω αιμάσσοντα και αναίσθητο. Ο Πέδρο Τζέρμαν (35) βγήκε έξω αιμάσσων. Ο Άνχελ Άνχελ (60) ήταν αναίσθητος και έτρεχαν αίματα από τη μύτη και το στόμα του. Ο Πέδρο Γκονζάλεζ (60) βγήκε με φουσκωμένα κλεισμένα μάτια και ο γυιος του Πορφίριο (25) ήταν αναίσθητος και έτρεχαν αίματα από τ’ αυτί του. Είχε σπάσει το τύμπανό του.
Στο Σαντιάγκο, ο Μ. Άνχελ Φερνάνδεζ και ο Μ. Λόπεζ έλαβαν 25 μαστιγώσεις ο καθένας. Στη Φυλακή Βικτώρια, στη πρωτεύουσα, μερικοί εφυλακίσθησαν επί οκτώ ημέρες με μια δίαιτα από πληγούρι αραβοσίτου και νερό. Σε μια άλλη φυλακή, ένας αδελφός επέζησε τρεις μέρες με λίγο ζαχαρωτό. Η Κορδέλια Μάρτε, (15) φέρθηκε μπροστά στο Στρατηγό Λουδοβίνο Φερνάνδεζ στη Σαλσέδο. Άρχισε να μιλή εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά, λέγοντας ότι ήταν εύκολο να δη κανείς ότι αυτοί ήσαν από τη Μόσχα γιατί περιεπλανώντο και ούτε είχαν μια εκκλησία. Το κορίτσι τον ρώτησε αν εγνώριζε τη σημασία της λέξεως «εκκλησία.» Αυτός θύμωσε και είπε ότι θα έπρεπε να «την κόψουν, να την συντρίψουν κτυπώντας την στον τοίχο έτσι ώστε να πεταχθούν τα μυαλά της έξω και κατόπιν να την ενταφιάσουν κάπου όπου να μη βρωμά.» Εφώναξε στους στρατιώτας, «Πάρτε την και κλειδώστε την χωρίς κανένα έλεος.» Αργότερα μεταφέρθηκε στο Φρούριο του Σαντιάγκο και κατόπιν στο Σωφρονιστήριο των Γυναικών στη πρωτεύουσα. Εδώ συμμερίσθηκε ένα κελί με τη Ραμονίτα, μια δωδεκαέτιδα Μάρτυρα.
Κάπου 150 αδελφοί συνελήφθησαν, πολλοί από τους οποίους πριν αναγγελθή η επίσημος απαγόρευσις την 24ην Ιουλίου. Η απαγόρευσις αυτή είχε μια πιο σοβαρή άποψι κατά το ότι έγινε διά προεδρικού διατάγματος και επικυρώθηκε από τον υπουργό των Εσωτερικών. Η δευτέρα αυτή απαγόρευσις έγινε με την υποκίνησι του υπουργού Μονσίνιορ Σαναμπία και ενός άλλου βουλευτού που επίσης ήταν ιερεύς. Έλεγε ότι οι διδασκαλίες των μαρτύρων του Ιεχωβά ήσαν παράβασις των αρχών επάνω στις οποίες είχε οργανωθή η Δομινικανή Δημοκρατία. Τον καιρό που η Γερουσία απεφάνθη ευνοϊκώς υπέρ του νόμου αυτού ο Μονσίνιορ Π. Σάντσεζ, επίσης γερουσιαστής, είπε ότι αυτή ήταν μια «ευτυχής περίπτωσις» να το κάμη αυτό η Γερουσία.
Ο συνταγματάρχης Α. Εσπαϊλάτ της Στρατιωτικής Αστυνομίας εκάλεσε τον Αδ. Μπραντ και του είπε ότι οι ιεραπόστολοι έπρεπε να ετοιμασθούν να εγκαταλείψουν τη χώρα σε τριάντα ημέρες. Άρχισαν να πωλούν τα έπιπλά τους, και το πολυγραφικό μηχάνημα μεταφέρθηκε σε άλλη τοποθεσία όπου ο Δ. Νογουίλς και ο Λ. Γκλας εδιδάχθησαν πώς να το χρησιμοποιούν. Συνεχίζει ο Αδ. Μπραντ: «Δέκα μέρες προτού φύγομε οι δέκα ιεραπόστολοι προσεκλήθησαν στο Γραφείο της Μυστικής Αστυνομίας και ερωτήθησαν σχετικά με την κίνησί μας. Ο συνταγματάρχης Εσπαϊλάτ είχε την ιδέα ότι θ’ αγοράζαμε τα τικέτα μας και έτσι θα εφεύγαμε χωρίς να τον ενοχλήσωμε. Αλλά του εξήγησα ότι η ημερομηνία της αναχωρήσεώς μας ήτο δικό του ζήτημα γιατί δεν θ’ αγοράζαμε τικέτα επειδή ηθέλαμε να μείνωμε εδώ. Τότε αυτός κατάλαβε ότι έπρεπε να απελαθούμε και είπε, ‘Καλά, αν θέλετε να γίνετε οσιομάρτυρες θα σας εξορίσωμε.’ Μας συνώστισαν σε δυο ταξί και μας έφεραν στο αεροδρόμιο όπου αγόρασαν τικέτα για το Πουέρτο Ρίκο. Μια αδελφή ήλθε να μας αποχαιρετήση αλλ’ ένας φιλικός αστυνόμος της είπε να φύγη αμέσως γιατί είχαν διαταγάς να φονεύσουν οποιονδήποτε έδειχνε φιλικά αισθήματα για μας.
«Εφθάσαμε στο Πουέρτο Ρίκο όπου μας συνάντησαν φωτογράφοι και ανταποκριταί εφημερίδων. Οι εφημερίδες στο Πουέρτο Ρίκο είχαν τις φωτογραφίες μας και το επεισόδιο της απελάσεώς μας. Έγινε μεγάλη μαρτυρία.» Αυτό συνέβη την 3ην Αυγούστου 1957.
Επειδή η Καθολική Εκκλησία εξέφρασε λύπη για τις καταστροφές που επέφερε η κυβέρνησις Τρουχίλλιο σε μερικές πόλεις τής υποδείχθηκε να παύση να αναμιγνύεται στην πολιτική. Αυτό έφερε σ’ εχθρότητα την κυβέρνησι με την Καθολική Εκκλησία. Ένα από τα αντίποινα ήταν η άρσις της απαγορεύσεως εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά την άνοιξι του 1960.
Ο Αδ. Κέρμπερ εζήτησε να μάθη από την Δομινικανή Πρεσβεία στη Γουάσιγκτον και του ελέχθη ότι τώρα το έργον ήταν ελεύθερο και οι ιεραπόστολοι μπορούσαν να επιστρέψουν. Πραγματικά ήταν μια ευλογία εκ μέρους του Ιεχωβά το ότι μερικοί από εκείνους οι οποίοι είχαν απελαθή εστάλησαν πίσω ως ιεραπόστολοι. Την 7ην Ιουλίου του 1960 ο αδελφός και η αδελφή Μπραντ επέστρεψαν.
Την 30ήν Μαΐου 1961, ο Τρουχίλλιο εδολοφονήθη και ο Αδ. Ρ. Φρανζ που και αυτός επέστρεψε λέγει ότι μολονότι το έργον τώρα ήταν ελεύθερο, και εγένετο χρήσις Αιθουσών Βασιλείας, οι άνθρωποι ήσαν ακόμη αρκετά φοβισμένοι και διστακτικοί να μας ομιλούν στο από θύρα σε θύρα έργον. Το όνομα και η εικόνα του Τρουχίλλιο εμφανίζονταν ακόμη στα περισσότερα σπίτια, και τα εργοστάσια ακόμη είχαν ανηρτημένα τεράστια συνθήματα. ‘Ο Θεός και ο Τρουχίλλιο,’ ‘Έπαινος στον Τρουχίλλιο,’ και παρόμοιες επιγραφές ήσαν πάνω στα μικρά κιβώτια στιλβώσεως υποδημάτων που είχαν τα παιδιά στις πλατείες. Αλλά τώρα ήλθε μια πολιτική κρίσις και μεταβολή. Οι άνθρωποι που πριν από λίγους μήνας ελάτρευαν τον Τρουχίλλιο άρχισαν μια φανατική καταστροφή όλων των αγαλμάτων και εικόνων του. Τα σπίτια και οι αγροκατοικίες της οικογενείας του Τρουχίλλιο και των συντρόφων του ελαφυραγωγήθησαν. Στους πολιτικούς εξορίστους εχορηγήθη αμνηστία.
Τις ημέρες εκείνες της πολιτικής αναστατώσεως και συγχύσεως το πνεύμα του Ιεχωβά εξακολούθησε με τους πιστούς του, έτσι ώστε στο τέλος του υπηρεσιακού έτους 33 υπηρετούσαν ως ειδικοί σκαπανείς. Ο αριθμός δε αυτός αυξήθηκε σε 100 τον Απρίλιο του 1962. Και το 1963 ο αριθμός των διαγγελέων ανήλθε σε 1.540.
Στον πολιτικό αγρό κατά την ίδια αυτή περίοδο εβασίλευε αναρχία. Το Σάντο Δομίνγκο έγινε πολεμικό πεδίον καθώς κυβερνητικές δυνάμεις και επαναστάται αγωνίζονταν για εξουσία. Τουφεκιές, πυροβολισμοί με πολυβόλα και ο θόρυβος των αεροπλάνων εγέμιζαν τον αέρα. Δεν υπήρχε ηλεκτρική, τηλεφωνική και ταχυδρομική υπηρεσία, καθώς και δημοσία συγκοινωνία. Η νήσος απεκόπη από τον λοιπό κόσμο, όχι όμως και από την αγάπη της οργανώσεως του Ιεχωβά. Την 19ην Μαΐου ο Αδ. Νορρ έστειλε ένα τηλεγράφημα: «ΠΩΣ ΕΙΣΘΕ; ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΑΠΑΝΤΗΣΤΕ ΤΗΛΕΓΡΑΦΙΚΩΣ.» Απαντήσαμε τόσο με τηλεγράφημα όσο και με επιστολή, η επιστολή εστάλη μέσω διπλωματικών πηγών, που ήταν ο μόνος τρόπος για να σταλή ή να ληφθή επιστολή.