Πρόοδος του Κηρύγματος της Βασιλείας από Μικρές Αρχές στην Ιαπωνία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1973—συνέχεια)
ΜΙΑ οικογένεια που συνήντησε η Αδ. Ισίη στην αρχή του βιβλιοπωλικού της έργου επίσης έχει ένα θαυμάσιο παρελθόν σχετικά με την αλήθεια. Αυτή είναι η οικογένεια Μιούρα, που ζούσε στη μικρή πόλι Ισινομόρι. Όταν ο Κατσούο Μιούρα παντρεύθηκε την άνοιξι του 1931 ήταν 24 ετών και η σύζυγος του Χαγκινώ 17 ετών. Από την Αδ. Ισίη ο Κ. Μιούρα προμηθεύθηκε Την Κιθάρα του Θεού, Απελευθέρωσιν και άλλα βιβλία, και γρήγορα κατάλαβε ότι αυτά περιείχαν την αλήθεια. Επισκέφθηκε τα γραφεία της Τονταϊσά στο Τόκυο. Τον Οκτώβριο του 1931 ο Ακάσι τούς βάπτισε με το να ραντίση νερό επάνω τους. (Έτσι, όπως πολλοί άλλοι, έγινε ανάγκη να ξαναβαπτισθούν.) Τον Νοέμβριο, ο Κατσούο και η Χαγκινώ έγιναν βιβλιοπώλαι.
Το ζεύγος Μιούρα επώλησαν τα πράγματά τους και μετέβησαν στα γραφεία της Τονταϊσά στο Τόκυο. Ενοικίασαν ένα δωμάτιο εκεί κοντά. Την άλλη μέρα άρχισαν έργο από θύρα σε θύρα, χωρίς να τους έχη εκγυμνάσει κανείς, αλλ’ ήσαν ανυπόμονοι να διαδώσουν το άγγελμα της αληθείας που περιείχετο στην Σκοπιά και στον Χρυσούν Αιώνα. Δεν υπήρχαν συναθροίσεις για να παρακολουθούν, και εργάζονταν με δικά τους έξοδα. Πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα κάθε μέρα από τις 9 π.μ., ως τις 4 μ.μ., εξαιρέσει των βροχερών ημερών, οπότε παρέμεναν στο σπίτι για να συσπουδάζουν.
Έτσι ο Αδ. και η Αδ. Μιούρα εκάλυψαν μεγάλα τμήματα του Τόκυο, και κατόπιν το 1933 μετεκόμισαν στην Κόμπη. Εδώ η Αδ. Μιούρα το 1934, εγέννησε το γυιο της Τσουτόμου. Επειδή ήταν ζηλώτρια στο έργο, συνέχιζε το σκαπανικό της έργο και τους 9 μήνες της κυοφορίας της. Την άνοιξι του 1935 μετεκόμισαν στην Δυτ. Χονσού, όπου εργάζονταν ως σκαπανείς στις πόλεις Κιούρη, Γιαμαγκούτσι και Τοκουγιάμα, και τελικά εγκατεστάθησαν στην Χιροσίμα.
Το ζεύγος Μιούρα ήσαν μεταξύ εκείνων οι οποίοι συνελήφθησαν από την αστυνομία την 21 Ιουνίου 1939. Εφυλακίσθησαν στη Χιροσίμα και ο γυιος των εστάλη πίσω στη μάμμη του. Ύστερ’ από οκτώ μήνες, η Αδ. Μιούρα αφέθηκε ελευθέρα και επέστρεψε για να φροντίση για το γυιο της. Ο Αδ. Μιούρα παρέμεινε στη φυλακή επί δυο χρόνια προτού φερθή σε δίκη. Η πρώτη του και δεύτερη δίκη έλαβε χώραν στο δωμάτιο του δικαστού, και η έφεσίς του στο ανώτατο δικαστήριο απορρίφθηκε. Αφού το δωμάτιο του δικαστού τώρα παρείχε την καλλίστη ευκαιρία για να δοθή μαρτυρία, ο αδελφός έκαμε ό,τι μπορούσε να δώση μαρτυρία για τη βασιλεία του Θεού. Ο ανακρίνων αξιωματούχος εθύμωσε πολύ για τη μη πατριωτική στάσι του. Τον υπέβαλαν σε τράβηγμα των μαλλιών του και σε άλλη κακομεταχείριση. Ύστερ’ από τρία χρόνια, βρέθηκε ένοχος παραβιάσεως του περί Διατηρήσεως της Ειρήνης νόμου, και καταδικάσθηκε σε πενταετή φυλάκισι. Ο δικαστής του είπε ότι, αν δεν παραιτήση τη πίστη του, θα παραμείνη στη φυλακή όλη του τη ζωή. Η Γραφή όμως του έδιδε δύναμι και παρηγοριά.
Τελικά ο Κ. Μιούρα αποφυλακίσθηκε. Πώς; Ας τον αφήσωμε να μας πη την ιστορία με τα δικά του λόγια. «Ήταν το πρωί της 6ης Αύγουστου 1945, επτά χρόνια αφ’ ότου φυλακίσθηκα. . . . Έξαφνα ένα παράξενο φως άστραψε και έλαμψε στην οροφή του κελλιού μου. Έμοιαζε σαν αστραπή ή στιγμιαίο φως. Κατόπιν άκουσα τέτοιο δυνατό τρομερό βουητό σαν όλα τα βουνά να είχαν καταρρεύσει μαζί. Αμέσως το κελλί βυθίσθηκε σε βαθύ σκοτάδι. Έκρυψα το κεφάλι μου κάτω από το πλησίον πάπλωμα μου για να διαφύγω εκείνο που φαινόταν σαν σκοτεινό αέριο. Ύστερ’ από 7 ή 8 λεπτά έβγαλα το κεφάλι μου κάτω από το πάπλωμα και παρετήρησα μέσω του οπισθίου παραθύρου. Έμεινα κεραυνόπληκτος! Όλα τα εργαστήρια και κτίρια της φυλακής είχαν καταρρεύσει. . . . Το πρωί της τρίτης ημέρας μετά την έκρηξι, 45 από μας τους φυλακισμένους μάς έδεσαν με σχοινιά και με τα ρούχα της φυλακής μάς έφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό για να μας μεταφέρουν σε μια άλλη πόλι. Τότε ήταν που είδα τη τρομερή κατάστασι της κοινότητος. Ολόκληρος η πόλις ήταν ένας καταστραμμένος αγρός ώσπου μπορούσε να δη το μάτι. . . . Όλοι φαίνονταν αποκαρδιωμένοι και χωρίς ελπίδα. Ύστερ’ από δυο μήνες μετά την ατομική βόμβα τελικά αφέθηκα ελεύθερος.» Ο Αδ. Μιούρα ενώθηκε πάλι με τη σύζυγό του και τον γυιο του στα βόρεια της Ιαπωνίας.
Ύστερ’ από 12 έτη απομονώσεως ο Αδ. Μιούρα ήλθε πάλι σ’ επαφή με την οργάνωσι του Ιεχωβά. Επί αρκετά έτη μέχρι του θανάτου του, υπηρέτησε πάλι ως τακτικός σκαπανεύς, και αργότερα η σύζυγός του ως ειδική σκαπανεύς. Ο γυιος των Τσουτόμου, όταν μεγάλωσε έγινε τακτικός σκαπανεύς, ειδικός σκαπανεύς, επίσκοπος περιοχής, και αφού απεφοίτησε από τη Σχολή Γαλαάδ υπηρετεί ως μεταφραστής στο γραφείο της Εταιρίας στο Τόκυο.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Έγιναν επαναστατικές αλλαγές στην Ιαπωνία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σιντοϊσμός, Βουδδισμός, Καθολικισμός και η Προτεσταντική Χριστιανική Συμμαχία όλοι έχασαν την υπόληψι του λαού γιατί συνεβάδισαν μαζί με την χαμένη υπόθεσι της Ιαπωνίας στον πόλεμο. Πολλοί άνθρωποι απέβλεπαν σε κάτι που θα εγέμιζε το θρησκευτικό κενό. Σε διάστημα ολίγων ετών κατά γράμμα εκατοντάδες Σιντοϊστικών και Βουδδιστικών αιρέσεων ήλθαν σε ύπαρξι, και η καθεμιά ακολουθεί κάποιο ανθρώπινο αρχηγό. Υπάρχουν όμως και πολλοί που επιθυμούν να γνωρίσουν την αλήθεια.
Ο αυτοκράτωρ Χιροχίτο καταβιβάσθηκε ως «θεός» κάτω από το βάθρο του την 1 Ιανουαρίου 1946, όταν ο ίδιος απαρνήθηκε την θεότητά του με μια διακήρυξι. Αναφέρθηκε ότι ο αυτοκράτωρ ο ίδιος υπαινίχθηκε στον Στρατηγό Μακάρθουρ να γίνη η Χριστιανοσύνη η κρατική θρησκεία στην Ιαπωνία. Ο στρατηγός σοφώς απέρριψε την πρότασι αυτή, αλλ’ υπαινίχθηκε αντ’ αυτού η Αμερική να στείλη 10.000 ιεραποστόλους. Έτσι η οδός ανοίχθηκε να εισέλθουν στην Ιαπωνία οι ιεραπόστολοι της Σκοπιάς.
Το 1947 ο Αδ. Νορ έστειλε τον επίσκοπο του τμήματος στη Χαγουάη, Αδ. Χάσλετ με τη σύζυγό του Μέημπλ μαζί με 8 άλλους στην Ιαπωνία. Σπίτια τότε δεν μπορούσαν να βρεθούν εύκολα. Επί τέλους, ύστερ’ από μια έρευνα ενός μηνός αγόρασε ένα αρκετά καλό Ιαπωνικού ρυθμού σπίτι στο Τόκυο. Τον ψυχρό μήνα Φεβρουάριο, ο Αδ. Χάσλετ εσκήνωνε έξω στο νέο σπίτι, με μια μόνο καρβουνόστοφα για θέρμανσι και μαγείρευμα. Η τροφή εδίδετο με δελτίον. Έπρεπε να στέκεται στη γραμμή με τους γείτονάς του για να λάβη το μερίδιό του από ρύζι και ένα μακρύ καρότο ή μερικά φύλλα λάχανου. Κατά την διάρκεια του καιρού αυτού διευθέτησε να συνέρχεται με μερικούς από τους ακολούθους του Ακάσι. Η πρώτη συνάθροισις ήταν εγκάρδια, αλλ’ η δευτέρα έληξε με το να δείξη ο όμιλος αυτός θυμό και μεγάλη εναντίωσι στην Εταιρία. Για να εξασφαλίσουν την απόλυσί τους από τη φυλακή, οι περισσότεροι απ’ αυτούς υπέγραψαν ένα χαρτί απαρνούμενοι τον Ιεχωβά και την υπηρεσία του. Ήταν καταφανές ότι είχαν χάσει τελείως το πνεύμα του Ιεχωβά.
Από τον Μάρτιο του 1949 άρχισε να δίδεται μαρτυρία στην άμεσο γειτονιά του τμήματος του Τόκυο. Εντούτοις, δεν είχαν έντυπο ύλη με την οποία να εργασθούν, ακόμη δε και αδελφοί από τη Χαγουάη έπρεπε να αναπροσαρμοσθούν στον τύπο της Ιαπωνικής που μιλούνταν στο Τόκυο. Ένα πολυγραφημένο χαρτί, τιτλοφορούμενο «Η Γραφή Καθαρά Διδάσκει,» διενεμήθηκε με την απλή προφορική πρόσκλησι, «Παρακαλείσθε να Διαβάσετε.» Η Αδ. Χάσλετ καθαρά θυμάται την πρώτη της επανεπίσκεψι. Μια γηραιά κυρία εζήτησε περισσότερα αντίτυπα από το πολυγραφημένο αυτό χαρτί. «Α, ενδιαφέρεται,» σκέφθηκε η αδελφή. Αλλ’ όταν την επισκέφθηκε πάλι, βρήκε τα πολύτιμα χαρτιά να στηρίζουν μερικά φυτά στην αυλή. Η κυρία ενόμισε ότι αυτά τα «άγια χαρτιά» θα βοηθούσαν τα φυτά ν’ αυξηθούν!