Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—συνέχεια)
ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟΣΠΩΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΩΝ
Ο ΑΔΕΛΦΟΣ και η αδελφή Στρεντζ εδοκίμασαν πόση λίγη ευκαιρία είχαν οι μάρτυρες του Ιεχωβά κατά την διάρκεια των ταραχωδών εκείνων ετών να λάβουν τα νομικά των δικαιώματα. Ο Αδ. Στρεντζ συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε φυλάκισι τριών ετών» και έτσι η Α. Στρεντζ, εγκαταλειφθείσα μόνη της με τα παιδιά της, ρίφθηκε σε μια κατάστασι που είχε ανάγκη όλη τη δύναμί της που μπορούσε να περισυλλέξη. Αναφέρει:
«Στο σχολείο ο γυιος μου έπρεπε να μάθη ένα πατριωτικό τραγούδι και ένα πατριωτικό ποίημα απ’ έξω. Επειδή δεν μπορούσε να το εναρμονίση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του αρνήθηκε.Ο διδάσκαλός του έβαλε δυο αγόρια να τον οδηγήσουν ως ένα αιχμάλωτο στο διευθυντή, κάποιον Κον Χάνεμπεργκ, ο οποίος του είπε ότι θα χτυπούσαν το δάχτυλό του μέχρις ότου θα εμάτωνε και θα εφούσκωνε και θα μαύριζε ώστε ‘να μη μπορή πια να το βυθίζη μέσα στον (πρωκτό) του.’ Συνέχισε να τον απειλή και του έλεγε ότι δεν θα δη πια τον πατέρα του. Τελικά ρώτησε το δεκαετές αυτό παιδί εάν θα αρνιόταν να αναλάβη στρατιωτική υπηρεσία. Ο Γκώντερ αναφέρθηκε στη Γραφή και είπε, ‘όσοι πιάσουν μάχαιραν διά μαχαίρας θ’ απολεσθούν,’ και με τα λόγια αυτά ο διευθυντής έδωσε οδηγίες στο διδάσκαλό του Γκώντερ να τον ‘τιμωρήση όπως είναι η συνήθεια.’ Κατόπιν ο διευθυντής τον έστειλε στο σπίτι λέγοντας ότι θα έδινε οδηγίες στην αστυνομία ύστερ’ από πέντε λεπτά να τον βάλη σ’ ένα σωφρονιστήριο. Μόλις ο γυιος μου ήλθε στο σπίτι η αστυνομία μ’ ένα μεγάλο αυτοκίνητο εστάθμευσε μπροστά στο σπίτι μας. Μερικοί αξιωματικοί ζήτησαν να μπουν μέσα διά της βίας, αλλ’ εγώ αρνήθηκα ν’ ανοίξω την πόρτα. Ύστερ’ από λίγο καιρό η αστυνομία πήγε στη γειτόνισσά μου, απαιτώντας απ’ αυτή ενοχοποιητική απόδειξι εναντίον μου. Επειδή δεν μπορούσε να δώση τέτοια ενοχοποιητική απόδειξι, την επίεσαν τόσο πολύ ώστε τελικά αυτή παραδέχθηκε ότι μας είχε ακούσει να ψάλλωμε ένα ύμνο και να προσευχώμεθα κάθε πρωί. Η αστυνομία τότε έφυγε.
»Το άλλο πρωί στις 10:30 η αστυνομία επέστρεψε. Επειδή δεν ήθελα ν’ ανοίξω την πόρτα, οι επίσημοι της Γκεστάπο εφώναξαν: ‘Συ καταραμένη σπουδάστρια της Γραφής! Άνοιξε!’ Τότε πήγαν σ’ ένα κλειθροποιό που έμενε εκεί κοντά ο οποίος την άνοιξε.
»Κρατώντας ένα περίστροφο στο στήθος μου, ένας από τους πράκτορας της Γκεστάπο εφώναξε: ‘Δόσε μας τα παιδιά.’ Αλλά τα κρατούσα κοντά μου και αυτά προσκολλώνταν επάνω μου ζητώντας προστασία. Από φόβο ότι θα μας εχώριζαν διά της βίας, αρχίσαμε να φωνάζωμε βοήθεια με όλη την δύναμι των πνευμόνων μας.
»Το παράθυρο ήταν ανοικτό και πολλοί άνθρωποι συναθροίσθηκαν μπροστά στο σπίτι στο άκουσμα των κραυγών της απελπισίας μου: ‘Γέννησα τα παιδιά μου με πολλούς πόνους και ωδίνες και δεν θα τα δώσω ποτέ σε σας. Πρέπει πρώτα να με δείρετε μέχρι θανάτου.’ Έπειτα καταβληθείσα από τον ερεθισμό, ελιποθύμησα. Αφού συνήλθα, η Γκεστάπο με ανέκρινε επί τρεις ώρες. Προσπάθησαν να με κάμουν να ενοχοποιήσω τον σύζυγό μου. Η ανάκρισις διεκόπτετο αρκετές φορές λόγω των λιποθυμιών μου. Εν τω μεταξύ, το αυξανόμενο πλήθος μπροστά στο σπίτι μου άρχιζε να δείχνη όλο και περισσότερο με τον θόρυβό των ότι δεν συμφωνούσαν με το ό,τι ελάμβανε χώραν. Τελικά η Γκεστάπο αποσύρθηκε πάλι, μη επιτελέσασα εκείνο για το οποίον ήλθαν να κάμουν. Τώρα έρχονταν και έπαιρναν τα παιδιά κρυφά. Προφανώς σύμφωνα με το σχέδιο αυτό μ’ εκάλεσαν να παρουσιασθώ σ’ ένα ειδικό δικαστήριο στην Έλμπιν ύστερ’ από λίγες ημέρες. Την ίδια μέρα τα παιδιά μου έπρεπε να κάμουν αναφορά στον κηδεμόνα που είχε διορισθή γι’ αυτά. Υποπτεύθηκα το χειρότερο κι’ επισκέφθηκα τον κηδεμόνα με τα δυο μου παιδιά την προηγούμενη μέρα. Αυτός είπε ότι η δεκαπενταετής κόρη μου θα ετίθετο σ’ ένα εργατικό στρατόπεδο και ο δεκαετής Γκώντερ θα εδίδετο σε μια οικογένεια που θα εφρόντιζε να τον εκπαιδεύση σύμφωνα με τας αρχάς του Εθνικοσοσιαλισμού. Εάν αρνιόμουν αμφότερα θα ετίθεντο σ’ ένα αναμορφωτήριο. Στην ταραχή μου ερώτησα: ‘Πες μου, ζούμε ήδη στη Ρωσία, η είμεθα ακόμη στη Γερμανία; Αυτός απήντησε: ‘Κα Στρεντζ, θ’ αγνοήσω αυτό που μόλις είπες. Κι’ εγώ επίσης έρχομαι από μια θρησκευτική οικογένεια· ο πατέρας μου είναι ιεροκήρυξ! Όταν εζήτησα να επιτραπή τουλάχιστον στη κόρη μου να δεχθή μαθητεία κάπου αλλού, ο εισαγγελεύς αυτός απήντησε: Δεν θέλω να μου δημιουργής ταραχή. Θα προτιμούσα να πολιτευθώ με είκοσι άλλα παιδιά παρά με ένα Σπουδαστή των Γραφών.’
»Ήλθε το Σάββατο, η ημέρα που θα παρουσιαζόμουν στο δικαστήριο στην Έλμπιν να υπερασπίσω την πίστι μου στον Ιεχωβά και στις επαγγελίες του. Για να ενδυναμωθώ και να μπορέσω άλλη μια φορά να μιλήσω με την καρδιά μου, επισκέφθηκα τον φυλακισμένο σύζυγό μου προτού μεταβώ. Όταν τον έφεραν μέσα, ελιποθύμησα και έπεσα κλαίουσα στην αγκαλιά του. Όλη η λύπη και όλα τα τρομερά συμβάντα των παρελθουσών ολίγων ημερών ανέβλυσαν πάλι μέσα μου: ο άνδρας μου καταδικασμένος σε τριετή φυλάκισι και τα παιδιά μου αποσπασμένα από μένα και χωρισμένα το ένα από το άλλο. Το πνεύμα μου είχε συντριβή και ήμουν στο έσχατο όριο της αντοχής μου. Αλλ’ όπως λόγοι αγγέλων ήσαν οι λόγοι του συζύγου μου, ο οποίος με παρηγόρησε με το να εξεικονίση τις πείρες του Ιώβ, τα παθήματά του και την αδιάρρηκτο πιστότητά του, ώστε ακόμη και αφού έχασε τα πάντα, δεν εμέμφθη τον Θεόν για αδικοπραγία. Αφηγήθη πώς και αυτός είχε πλουσίως ευλογηθή από τον Ιεχωβά ύστερ’ από αυστηρά δοκιμασία λόγω των πολλών ανακρίσεων κατά την δίκη. Αυτό με αναζωογόνησε. Τώρα πήγα στην ανάκρισι με σηκωμένο το κεφάλι ν’ ακούσω υπερήφανα με τι ζήλο τα παιδιά μου έδωσαν μαρτυρία στον Ιεχωβά και τη Βασιλεία του και στη πίστι τους μπροστά στους διδασκάλους και άλλους υψηλούς επισήμους. Το ‘Γερμανικό δικαστήριο’ απεφάνθη: Επειδή δεν ανέθρεψα τα παιδιά μου σύμφωνα με τον Εθνικοσοσιαλισμό, και επειδή είχα ψάλλει ύμνους μ’ αυτά προς αίνον του Ιεχωβά θα καταδικαζόμουν σε οκτάμηνη φυλάκισι.»
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΘΗΤΑΣ ΑΠΟΦΕΥΓΟΝΤΑΙ
Ο δωδεκαετής αδελφός Γουίλλι Σιτζ από την Καρλσρούη είχε διάφορη πείρα. Αναφέρει:
«Δύσκολα μπορώ να περιγράψω τι υπέφερα μέχρι σήμερα. Οι συμμαθηταί μου στο σχολείο με έδερναν· όταν πηγαίναμε σ’ εκδρομή, έπρεπε να πηγαίνω μόνος, αν μου επετρέπετο να πηγαίνω μαζί τους, δεν μου επέτρεπαν να μιλώ στους φίλους μου, σ’ εκείνους που ακόμη έχω. Με άλλα λόγια: ‘Μισούμαι και εμπαίζομαι όπως ένας ψωραλέος σκύλος.’ Η μόνη μου παρηγοριά υπήρξε ότι η βασιλεία του Θεού γρήγορα θα έλθη. . . .»
Στις 22 Ιανουαρίου του 1937 ο Γουίλλι αποβλήθηκε από το σχολείο «γιατί αρνιόταν να δίνη τον Γερμανικό χαιρετισμό, να ψάλλη πατριωτικά άσματα και να λαμβάνη μέρος στους σχολικούς εορτασμούς.