Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Συγχρόνους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—συνέχεια)
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ σχετικά με την τροφοδότησι των αδελφών με έντυπο ύλη είναι μια επιστολή που εγράφη από μια αδελφή: «Όταν διαβάζης την έκθεσι του Βιβλίου του Έτους από τη Γερμανία θα αναρωτηθής πώς είναι δυνατόν τόση πολλή έντυπος ύλη να διατεθή κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ερωτούμε τους εαυτούς μας την ίδια ερώτησι. Αν δεν ήταν ο Ιεχωβά μαζί μας, αυτό θα ήταν αδύνατο. Πολλοί από τους αδελφούς επιβλέπονται από την αστυνομία διαρκώς όταν φεύγουν από τα σπίτια των. . .. Αλλ’ ο Ιεχωβά το γνωρίζει και, παρ’ όλον αυτό, μας επιτρέπει να ενισχυώμεθα τακτικά με την άφθονη τροφή που απολαμβάνομε.»
Είχαμε αρκετό καιρό να κρύψωμε την έντυπο ύλη σε διάφορα μέρη προ της απαγορεύσεως. Αλλά για να εννοήσωμε τι έλαβε χώραν, είναι σπουδαίο να έχωμε στο νου ότι οι αδελφοί δεν είχαν ποτέ πείρα να αποθηκεύουν έντυπο ύλη όταν ήσαν κάτω από απαγόρευσι. Έτσι αντί να την διανέμουν μεταξύ πολλών αδελφών, η τάσις στην αρχή ήταν να την βάζουν σε μεγάλες αποθήκες, νομίζοντας ότι αυτό ήταν ασφαλέστερο, ειδικώς έχοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι εκείνοι που ήσαν επί κεφαλής νόμιζαν ότι η απαγόρευσις θα ήταν μόνο προσωρινή. Μερικές από τις αποθήκες μπορούσαν να χωρέσουν τριάντα μέχρι πενήντα τόννους εντύπου ύλης. Εφ’ όσον όμως παρήρχετο ο καιρός, μερικοί αδελφοί άρχισαν να στενοχωρούνται, απορώντας τι θα συνέβαινε αν οι εχθροί εύρισκαν και κατέσχον τις μεγάλες αυτές αποθήκες. Για τον λόγο αυτό οι επί κεφαλής αδελφοί άρχισαν να δίνουν τα βιβλία στους αδελφούς να τα διαθέτουν όταν μπορούσαν με συνεισφορά ή χωρίς συνεισφορά.
Κάποτε έγινε φανερό ότι η καταδίωξις θα εξακολουθούσε και η διατήρησις των κρυψώνων γινόταν μέρα με την ημέρα πιο επικίνδυνη. Τότε οι αδελφοί άρχισαν να δίνουν όσο μπορούσαν δωρεάν πολλά βιβλία και βιβλιάρια. Καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι τα άφηναν μέσα όταν δεν τους έβλεπε κανείς ή τα έσπρωχναν κάτω από το χαλί της πόρτας, ελπίζοντας ότι σε μερικές, περιπτώσεις θα έπιπταν στα χέρια ειλικρινών ατόμων.
ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ
Επειδή ήμεθα αποφασισμένοι να μη αμελήσωμε τις συναθροίσεις μας, σύμφωνα με την εντολή του Ιεχωβά, αποβλέπαμε με μεγάλη επιθυμία να εορτάσωμε την Ανάμνησι. Σε τέτοιες μέρες τα μέλη της Γκεστάπο ήσαν ειδικώς σε ενέργεια, επειδή είχαν στις πλείστες περιπτώσεις ανακαλύψει την ημερομηνία της Αναμνήσεως είτε από δημοσιεύσεις που τυπώνονταν έξω της Γερμανίας ή από πολυγραφημένες Σκοπιές, που κάποτε έπεφταν στα χέρια των. Η οργή των συγκεντρώνονταν ειδικώς πάνω στους κεχρισμένους, οι οποίοι αναφέρονταν, όχι μόνον εν σχέσει με την ανάμνησι, αλλ’ επίσης εν σχέσει με τις ειδικές εκστρατείες. Τους θεωρούσαν ως τις «κεφαλές» της οργανώσεως οι οποίοι έπρεπε πρώτα να συντριβούν για να καταστρέψουν την οργάνωσι.
Η Ανάμνησις στις 17 Απριλίου 1935, ήταν ειδικά συναρπαστική. Πριν από αρκετές εβδομάδες, η Γκεστάπο είχε ήδη μάθη την ημερομηνία και είχε αρκετό καιρό να προειδοποιήση όλα τα γραφεία της. Μια μυστική εγκύκλιος υπό ημερομηνίαν Απριλίου 3, 1935, έλεγε:
«Μια αιφνιδιαστική έφοδος τον καιρό αυτό κατά των ηγετών των Σπουδαστών της Γραφής θα είναι πολύ επιτυχής. Παρακαλείσθε να αναφέρετε οποιαδήποτε πληροφορία αναφορικώς με την επιτυχία ως τις 22 Απριλίου, 1935.»
Αλλά πολύ λίγα ελέχθησαν για «επιτυχή πληροφορία,» γιατί οι περισσότεροι αστυνομικοί, όπως εκείνος στη Ντόρτμουντ, ανάφερε μόνο ότι τα σπίτια εκείνων που θεωρούνται ηγέται του Συλλόγου των Σπουδαστών της Γραφής είχαν τεθή υπό επιτήρησι και ότι σε καμμιά περίπτωσι δεν έγιναν συναθροίσεις. Ως καθησυχαστικόν επρόσθεσαν ότι «τα ηγετικά και δραστήρια μέλη των Σπουδαστών της Γραφής στο διαμέρισμα αυτό είναι ήδη υπό κράτησιν και έτσι δεν έμεινε κανείς να διοργανώση τέτοιες συναθροίσεις.
Η μυστική αστυνομία, όμως, έκανε λάθος, γιατί λίγο καιρό ύστερ’ από την αποστολή της εγκυκλίου αυτής, ελάβαμε ένα αντίτυπο αυτής από ένα φίλο που είχε πρόσοδο στη μυστική αυτή πληροφορία. Οι περιφερειακοί διευθυνταί προειδοποίησαν όλους τους επισκόπους από πολύ καιρό και τους έδωσαν κατάλληλο συμβουλή ως προς το πώς να αποφύγουν την ανακάλυψι κι εντούτοις να υπακούσουν στις οδηγίες του Κυρίου μας και Διδασκάλου.
Έτσι πολλοί συναθροίσθηκαν αμέσως μετά τις 6:00 το βράδυ, ενώ άλλοι περίμεναν μέχρις ότου η Γκεστάπο ήλθε και έφυγε και μερικοί εώρτασαν την Ανάμνησι τα μεσάνυχτα. Εν πάση περιπτώσει, τα περισσότερα διαμερίσματα της Γκεστάπο έστειλαν αναφορές παρόμοιες εκείνης που εστάλη από την Ντόρτμουντ.
Ο Γ. Κλάισλε αναφέρει ότι οι αδελφοί στην Κρουζλίνγκεν εώρτασαν την Ανάμνησι ακριβώς στις 6:00. Έλαβαν οδηγίες ότι προτού αναχωρήσουν από το κτίριο να πάνε σ’ ένα κατάστημα που ανήκε σ’ ένα αδελφό, όπου μπορούσαν ν’ αγοράσουν ζάχαρη, καφέ και άλλα πράγματα. Κατόπιν μπορούσαν να φύγουν από την κανονική έξοδο. Η Γκεστάπο ήλθε αλλ’ ύστερα αφού οι αδελφοί είχαν μπη στο κατάστημα, και έτσι δεν μπορούσαν ν’ αποδείξουν τίποτε. Αλλ’ οι ερωτήσεις που έκανε η Γκεστάπο ως και διάφορα σχόλια που έγιναν από την αστυνομία έδειχναν σαφώς ότι είχαν πάρει την πληροφορία μέσω Της Σκοπιάς σχετικά με την ημερομηνία της Αναμνήσεως.
Οι αδελφοί, όμως, πάντοτε ήσαν προετοιμασμένοι για αιφνιδιασμούς, και αυτό ήταν καλό. Προσπαθούσαν να συνδέσουν, όχι μόνον την παρακολούθησί των στις εβδομαδιαίες συναθροίσεις, αλλά, ιδιαίτερα, την παρακολούθησί τους στην Ανάμνησι με κάποια αβλαβή καθημερινή δραστηριότητα, και αυτό συχνά τους έσωζε από σύλληψι. Ο Φρανζ Κολχόφερ από την Μπάμβεργ αναφέρει:
«Την ιδιαίτερη αυτή ημέρα οι κατάσκοποι ήσαν ειδικώς δραστήριοι επιτηρούντες τα σπίτια των μαρτύρων του Ιεχωβά με την ελπίδα να συλλάβουν μερικούς απ’ αυτούς. . . . Είχαμε αποφασίσει πριν από πολλές ημέρες να συναθροισθούμε για τον εορτασμό στο σπίτι ενός χοιροτρόφου αδελφού. Ο καθένας έπρεπε να φέρη μαζί του ένα καλάθι γεμάτο πατατόφλουδες και άλλα σκουπίδια. Όλα αυτά έπρεπε να γίνουν εσπευσμένα, γιατί η Γκεστάπο μπορούσε να εμφανισθή οποιαδήποτε στιγμή. Και εν περιπτώσει έκαμνε την εμφάνισι της, παίρναμε επίσης τα παιγνιόχαρτα μας για να μπορέσωμε να εξαπατήσωμε την αστυνομία αν έκαμνε αιφνηδιασμό. Και αν μπορέσετε μαντεύσατε τι συνέβη! Ευθύς ως ο αδελφός ετελείωσε την τελική προσευχή του ένα κτύπημα ακούσθηκε στην πόρτα. Αλλά τότε και οι τέσσερις μας καθόμαστε γύρω στο τραπέζι παίζοντας ευχάριστα ένα παιχνίδι με τα χαρτιά. Δύσκολα μπόρεσαν να πιστεύσουν τα μάτια τους, καθώς τους βλέπαμε ήσυχα και με αφέλεια. Επειδή απέτυχαν να μας συλλάβουν τον κατάλληλο καιρό, αναγκάσθηκαν να φύγουν χωρίς να επιτελέσουν εκείνο για το οποίο ήλθαν να κάμουν.