Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Σύγχρονους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—συνέχεια)
ΒΑΠΤΙΣΜΑ
ΔΕΝ ήσαν λίγοι εκείνοι που έμαθαν την αλήθεια τον καιρό αυτό και βαπτίσθηκαν κάτω από τις πιο δυσμενείς περιστάσεις. Γρήγορα πολλοί από τους νεοβαπτισθέντας αυτούς ρίφθηκαν στη φυλακή ή στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, και αρκετοί απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους μαζί μ’ εκείνους που τους έφεραν τ’ αγαθά νέα.
Ο Παύλος Μπώντερ άκουσε για πρώτη φορά τη διάλεξι «Εκατομμύρια» στο 1922, αλλά δεν ήλθε σε στενή επαφή με την αλήθεια ειμή το 1935 όταν ένα νεαρό κορίτσι που εργαζόταν στο ίδιο με αυτόν μέρος, και για το οποίο τον προειδοποίησαν οι άλλοι, του έδωσε το βιβλίο Δημιουργία. «Αυτό ήταν στις 12 Μαΐου του 1935,» αυτός γράφει στα απομνημονεύματα του, «και αυτό ήταν ό,τι ζητούσα.» Στις 19 Μαΐου απέσυρα την ολομέλεια μου από την εκκλησία και είπα στη νεαρή αυτή κόρη ότι ήθελα να γίνω ένας μάρτυς του Ιεχωβά. Πόσο αυτή ευχαριστήθηκε! Ήταν ήδη στη φυλακή επί έξη εβδομάδες κατηγορούμενη ότι ήταν σκαπανεύς. Κατόπιν ήλθα σε συνάφεια με τον Αδ. και την Αδ. Βόιτε από την εκκλησία της Φόρστ. Παρά το γεγονός ότι με θεωρούσαν ως κατάσκοπο των Ναζί στην εκκλησία εκείνη, πήγαινα τακτικά από σπίτι σε σπίτι σε όλα τα χωριά με τη μικρή μου Λουθηρανική Γραφή. Στις 23 Ιουλίου 1936 βαπτίσθηκα στον Ποταμό Νάισσε με παρόντας τον Αδ. και Αδ. Βόιτε και ένα ηλικιωμένο αδελφό που έδωσε την ομιλία.»
Το βάπτισμα συχνά ελάμβανε χώραν σε μικρούς ομίλους σε ιδιωτικά σπίτια. Κάποτε γινόταν στα ανοικτά με μόνο λίγους υποψηφίους, και άλλοτε με περισσοτέρους. Ο Χ. Χάλστενμπεργκ μας λέγει για ένα βάπτισμα στον Ποταμό Γουέσερ.
«Το 1941 αρκετοί ενδιαφερόμενοι εξέφρασαν την επιθυμία των να βαπτισθούν. Όταν είδαμε ότι υπήρχαν αρκετοί με την ίδια επιθυμία στη γειτονιά αρχίσαμε να ζητούμε μια κατάλληλη τοποθεσία και αυτή τη βρήκαμε στη Ντέημε επί του Ποταμού Γουέσερ. Αφού σκεφθήκαμε καλά τα πράγματα και προσεκτικά τα σχεδιάσαμε, το βάπτισμα ωρίσθηκε την 8η Μαΐου 1941. Οι αδελφοί και οι υποψήφιοι για το βάπτισμα ήσαν εκεί ενωρίς το πρωί. Σε άλλους αυτό φαινόταν σαν να είμεθα ένας όμιλος απολαμβάνοντας ένα κολύμβι. Κατόπιν για να μη μας κάμουν κανένα αιφνιδιασμό μερικοί στάλθηκαν να φρουρούν και αφού έγινε ομιλία για τη σπουδαιότητα του βαπτίσματος προσευχηθήκαμε στον Ιεχωβά. Τότε εξήντα υποψήφιοι για βάπτισμα βαπτίσθηκαν στον ποταμό. Άλλοι, που ήσαν είτε πολύ ηλικιωμένοι ή ασθενικοί να μπουν στο κρύο νερό, βαπτίσθηκαν κατ’ ιδίαν μέσα σ’ ένα λουτήρα, αναβιβάσαντες έτσι τον αριθμό σε 87 την ημέρα εκείνη.»
ΑΡΧΙΖΕΙ ΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΥΝΗΓΗΤΟ
Ο Αλβέρτος Γουάντρες ήταν ένας από τους περιφερειακούς διευθυντάς ακόμη και προ της 7ης Οκτωβρίου 1934, και το όνομα του γρήγορα έγινε πασίγνωστο στη Γκεστάπο, ειδικώς λόγω των πολλών δικών στις διάφορες πόλεις του Ρούρ όπου εργαζόταν. Σε απάντησι της ερωτήσεως σχετικά με το που οι κατηγορούμενοι είχαν προμηθευθή την έντυπο ύλη των, συχνά ακουόταν το όνομα «Γουάντρες.» Η Γκεστάπο παντοιοτρόπως προσπάθησε να τον συλλαβή. Γι’ αυτό παρεκάλεσε όλους τους αδελφούς που είχαν τη φωτογραφία του είτε να την επιστρέψουν ή να την καταστρέψουν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, καίτοι η Γκεστάπο εγνώριζε το όνομα του, δεν είχε καμμιά ιδέα πώς έμοιαζε. Δεν έπεσε στα χέρια των διωκτών του ειμή ύστερ’ από ένα ανθρωποκυνηγητό τριάμισυ ετών. Ας ακούσωμε καθώς ο Αδ. Γουάντρες μας λέγει μερικές από τις πείρες του στην υπόγειο δραστηριότητα του.
«Επί καιρόν συναντούσα αρκετούς αδελφούς στη Ντούσελντορφ σ’ ένα παντοπωλείο ενός αδελφού. Σκεφθήκαμε ότι αν μπαίναμε και βγαίναμε από το παντοπωλείο λίγο πριν κλείση δεν θα γινόταν αντιληπτό. Μια φορά ήμαστε μαζί μια ώρα περίπου, όταν η Γκεστάπο αίφνης ζήτησε να μπη. Εγώ έφυγα από την αποθήκη, όπου είχαμε τις συζητήσεις μας και πήγα μέσα στο παντοπωλείον, που απείχε λίγα βήματα. Ευτυχώς τα φώτα είχαν ήδη σβησθή. Ύστερ’ από λίγο καιρό έκαμαν αιφνιδιασμό στην αποθήκη και συνέλαβαν όλους τους αδελφούς. Έψαξαν όλο το δωμάτιο, και βρήκαν τον χαρτοφύλακα μου γεμάτο Σκοπιές. Αίφνης ένας από τους πράκτορας εκραύγασε με χαρά: Αυτό είναι που ζητούσαμε! Σε ποιον ανήκει ο χαρτοφύλακας αυτός;’ Κανείς δεν απήντησε. Τώρα εζήτησε να μάθη που διέμενε ο κάτοχος του παντοπωλείου. ‘Στο τρίτο πάτωμα,’ ήταν η απάντησις. ‘Έξω’ ο πράκτωρ της Γκεστάπο εκραύγασε, και όλοι οι αδελφοί ανέβηκαν στο διαμέρισμα ακολουθούμενοι από τους πράκτορες της Γκεστάπο, ελπίζοντας να βρουν εκείνον που ζητούσαν στο διαμέρισμα του αδελφού.
«Εγώ τότε μπήκα προσεκτικά στην αποθήκη, έβαλα το πανωφόρι μου και το καπέλλο, πήρα τον χαρτοφύλακα μου και πρόσεξα ώστε κανείς να μη είναι στο δρόμο. Έφυγα γρήγορα. Όταν οι κύριοι επέστρεψαν βρήκαν προς λύπην των ότι το πουλί είχε πετάξει από το κλουβί του, και πήγαινε ήδη στην Έλμπερφελντ-Μπάρμεν.» Ο Αδ. Γουάντρες προσθέτει: «Όλον αυτό είναι διασκεδαστικό και ωραίο να το αφηγήται κανείς, αλλά να το πειραματισθής συ ο ίδιος είναι άλλη ιστορία.»
«Κάποτε,» ο Αδ. Γουάντρες συνεχίζει, «έφερνα δυο μεγάλες βαλίτσες γεμάτες με βιβλία Προετοιμασία στη Βόνη και στη Κάσσελ. Τα είχαν στείλει στα σύνορα κοντά στην Τρίερ. Έφθασα στην Βόνη αργά το βράδυ και άφηκα τις βαλίτσες σ’ ένα ασφαλές μέρος στο υπόγειο του επισκόπου εκκλησίας. Το άλλο πρωί στις 5:30 περίπου κτύπησε το κουδούνι. Η Γκεστάπο είχε έλθει πάλι να ερευνήση το διαμέρισμα. Ο Αδ. Α. Γουίνκλερ, τον καιρό εκείνο επίσκοπος της εκκλησίας, κτύπησε την πόρτα μου και μου είπε ότι ήλθαν ανεπιθύμητοι επισκέπτες. Επειδή δεν υπήρχε δυνατότης διαφυγής απεφασίσαμε να πάρωμε τα πράγματα όπως ήλθαν. Όταν η αστυνομία μπήκε στο δωμάτιο μου, μ’ ερώτησε τι κάμνω εδώ και απήντησα ότι περιοδεύω τον Ρήνο Ποταμό και ήθελα να επισκεφθώ τους Βοτανικούς Κήπους της Βόνης. Εξήτασαν προσεκτικά τα χαρτιά μου και, μολονότι λίγο αβέβαιοι, μου τα επέστρεψαν. Ο Αδ. Γουίνκλερ έπρεπε να πάη μαζί τους στην αστυνομία όπου ένας από τους πράκτορας είπε στον ανώτερο του—καθώς ο Αδ. Γουίνκλερ μου είπε αργότερα—‘Ήταν ένας άλλος εκεί.’ ‘Δεν τον φέρατε μαζί σας;’ ‘Γιατί;’ ένας ερώτησε. ‘Να πάμε να τον φέρωμε;’ Να τον φέρετε; Νομίζετε ότι αυτός θα σας περιμένη να επιστρέψετε; Πράγματι μόλις οι πράκτορες έφυγαν έφυγα κι’ εγώ με μια από τις βαλίτσες (δεν τις βρήκαν), την οποίαν έφερα στη Κάσσελ.
«Όταν έφθασα στη Κάσσελ, ο επίσκοπος της εκκλησίας μου είπε: Δεν μπορείς να μείνης εδώ. Πρέπει να φύγης αμέσως. ‘Η Γκεστάπο έρχεται στο σπίτι κάθε πρωί επί μια εβδομάδα.’ Απεφασίσαμε να περπατή αυτός κάπου 50 μέτρα μπροστά και να μου δείχνη το δρόμο στο μέρος όπου θα μπορούσα ν’ αφήσω την έντυπο ύλη. Μόλις είχαμε βαδίσει 20 μέτρα οι πράκτορες της Γκεστάπο που γνώριζαν καλά τον επίσκοπο της εκκλησίας μας επλησίασαν. Επειδή ακολουθούσα κάπου 50 μέτρα πίσω, μπόρεσα να δω τον περιφρονητικό του μορφασμό αλλά δεν τον σταμάτησαν. Ύστερ’ από λίγα λεπτά η εν τύπος ύλη μέσω της οποίας οι αδελφοί θα ενδυναμώνονταν στη πίστι τους είχε φερθή ακόμη μια φορά σε ασφάλεια.