Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Σύγχρονους Καιρούς στη Γερμανία
(Από το Βιβλίον του Έτους 1974—συνέχεια)
ΣΤΟ ΝΤΑΧΑΟΥ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ τέτοια κακομεταχείρισι οι αδελφοί μας χρειάζονταν ισχυρά πίστι, μια πίστι που ενισχύεται με προσεκτική σπουδή του Λόγου του Θεού. Πώς μια αποτυχία μελέτης μπορεί να είναι επικίνδυνος και μπορεί ν’ αφήση ένα άτομο απροετοίμαστο για τέτοιες δοκιμασίες, ο Χέλμουτ Νόλλερ μας λέγει την πείρα του:
«Οι πρώτες μου ημέρες στο Νταχάου ήσαν πολύ δύσκολες. Εικοσαετής, ήμουν ο νεώτερος των νεοαφιχθέντων. Με διώρισαν σ’ ένα ειδικό όμιλο που έπρεπε να εργάζεται ακόμη και τις Κυριακές. Ο επόπτης μου ήταν πολύ σκληρός σ’ εμένα. Έπρεπε να κάνω τις πιο δύσκολες εργασίες, για τις οποίες δεν ήμουν συνηθισμένος. Λιποθυμούσα επανειλημμένως άλλα αναζωογονούμουν κάθε φορά με το να με βάζουν στο υπόγειο μέσα στο νερό ως τους γοφούς και χύνοντας νερό επάνω στο κεφάλι μου.
«Είχα σχεδόν τελείως εξαντληθή. Αυτό συνεχιζόταν κάθε μέρα και είχα φθάσει στο σημείον της απελπισίας, γνωρίζοντας ότι αυτό θα εξακολουθούσε επί εβδομάδες, ακόμη δε και επί μήνες. . . .Αλλ’ οι δυσκολίες έγιναν τόσο μεγάλες ώστε τελικά πήγα στους ηγέτας του στρατοπέδου και υπέγραψα την διακήρυξι δείχνοντας ότι δεν είχα ποια τίποτε να κάμω με τους Διεθνείς Σπουδαστάς της Γραφής. Το ότι υπέγραψα ήταν το άμεσο αποτέλεσμα ανεπαρκούς μελέτης στο σπίτι. Οι γονείς μου οι ίδιοι μελετούσαν πολύ λίγο και εμείς τα παιδιά είχαμε λάβει μόνο ελαττωματική διδασκαλία απ’ αυτούς. . . . Μου είπαν ότι μπορούσαμε να προβούμε και να υπογράψωμε την διακήρυξι, κι αυτό γιατί αυτή δεν έλεγε τίποτε για τους μάρτυρας του Ιεχωβά, αλλά μόνο για τους Σπουδαστάς της Γραφής, και, κατά δεύτερο λόγο, δεν ήταν εσφαλμένο να εξαπατήσωμε τον εχθρό αν αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να αφεθούμε ελεύθεροι για να μπορέσωμε να υπηρετήσωμε καλύτερα τον Ιεχωβά έξω.» Μόνο αργότερα όταν ήταν στο Σάξενχάουζεν ώριμοι αδελφοί τον εβοήθησαν να εκτιμήση τη σημασία της Χριστιανικής ακεραιότητος και να οικοδομήση την πίστι του.
ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ
Μολονότι πολλοί θανατώνονταν με ασφυξιογόνα αέρια ή σκληρά φονεύονταν στο Νταχάου, εν τούτοις στο Μάουτχαουζεν ήταν ένα σύνηθες στρατόπεδον καταστροφής. Ο διοικητής του στρατοπέδου, Ζιερέης, επανειλημμένως έλεγε ότι ενδιαφερόταν μόνον να βλέπη πιστοποιητικά θανάτου. Πράγματι, σε μια περίοδο έξη ετών 210.000 άνθρωποι αποτεφρώθησαν στους δυο συγχρόνους κλιβάνους που είχαν εκεί, ένας μέσος όρος εκατό την ημέρα.
Όταν έβαζαν τους καταδίκους να εργασθούν, γενικά τους έστελλαν στα λατομεία. Ένας βαθύς κρημνός που ήταν εκεί οι άνθρωποι Ες Ες τον έλεγαν ο «τοίχος των αλεξιπτωτιστών.» Εκατοντάδες κατάδικοι σπρώχνονταν κάτω από τον κρημνό αυτό και εκεί έμεναν ακίνητοι. Είτε φονεύονταν από την πτώσι ή πνίγονταν σ’ ένα χαντάκι γεμάτο βροχόνερο. Πολλοί απηλπισμένοι κατάδικοι πηδούσαν θεληματικά μέσα στην άβυσσο.
Ένα άλλο αξιοπερίεργο θέαμα ήταν οι ούτω καλούμενες «βαθμίδες του θανάτου.» Ένας σωρός από 150 μπλοκς διαφόρων μεγεθών συσσωρευμένοι ο ένας επάνω στον άλλο εκαλείτο κλιμακοστάσιον. Αφού οι κατάδικοι έφεραν βαριές πέτρες πάνω στους ώμους των στην κορυφή, οι Ες Ες απελάμβαναν ν’ αρχίσουν μαζικές ολισθήσεις με το να τους κλωτσούν ή να τους κτυπούν με τον υποκόπανο των όπλων των, ρίχνοντάς τους έτσι με την πλάτην των στα «σκαλιά.» Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλούς θανάτους, και ο αριθμός των νεκρών ηύξανε από τους πίπτοντας βράχους. Ο Β. Στάινμπαχ από τη Φραγκφούρτη ενθυμείται ότι όμιλος από 120 άνδρες που ετίθεντο να εργασθούν το πρωί πολλάκις επέστρεφαν με μόνο 20 ζωντανούς το βράδυ.
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΣ ΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Στρατόπεδα συγκεντρώσεως δεν είχαν ιδρυθή για τους άνδρες μόνο αλλ’ επίσης και για τις γυναίκες. Ένα απ’ αυτά τέθηκε σ’ ενέργεια ενωρίς το 1935 στην Μόριγκεν κοντά στο Χανόβερ. Όταν η πίεσις επί των μαρτύρων του Ιεχωβά έγινε πιο αυστηρή το 1937, το στρατόπεδο στη Μόριγκεν άρχισε να εκκενώνεται. Τον Δεκέμβριο κάπου 600 κατάδικοι, περιλαμβανομένων και θηλέων αδελφών, ελήφθησαν στο στρατόπεδο του Λίχτεμπουρ. Επειδή προσπάθειες ν’ αναγκάσουν τις αδελφές ν’ αλλάξουν την σταθερή πορείαν των απέτυχε, σχηματίσθηκε μια «ποινική ομάδα.» Οι επόπται των τους έδιδαν πολύ λίγη τροφή και συνεχώς προσπαθούσαν να βρουν αιτίες να τις τιμωρήσουν. Ο διοικητής του στρατοπέδου τους έλεγε: ‘Εάν θέλετε να ζήσετε, τότε ελάτε σ’ εμένα και υπογράψτε.’
Η Ίλσε Ουντερντόφερ αναφέρει μια μέθοδο που χρησιμοποιούσαν να κάμουν τις αδελφές μας να διαρρήξουν την ακεραιότητά των: «Μια μέρα η Αδ. Ελισάβετ Λάνγκε από το Κέμνιτζ εκλήθη από τον διευθυντή. Αυτή αποφασιστικά αρνήθηκε να υπογράψη την διακήρυξη και γι’ αυτό την έκλεισαν σ’ ένα κελλί στο υπόγειο του παλαιού αυτού φρουρίου. Καθώς μπορεί κανείς να φαντασθή, τα κελλιά ήσαν σκοτεινές τρύπες μ’ ένα μικρό περιφραγμένο παράθυρο. Το κρεββάτι ήταν από πέτρα και τον περισσότερο καιρό ένα άτομο ήταν αναγκασμένο να ξαπλώνη επάνω στο κρύο, σκληρό αυτό ‘κρεββάτι’ χωρίς ακόμη ένα αχυρένιο σάκκο. Η Αδ. Λάγκε εδαπάνησε μισό χρόνο στο μονήρη αυτό περιορισμό στην τρύπα αυτή του υπογείου. Μολονότι υπέφερε στο σώμα της, αυτό δεν εσάλευσε την απόφασί της να διαμείνη πιστή.»
Μια άλλη μέθοδος που χρησιμοποιούσαν να διαρρήξουν την σταθερότητα των αδελφών μας ήταν σκληρή σωματική εργασία. Για τον λόγον αυτόν έστειλαν αρκετές στο Ράβενσμπουρκ. Στις 15 Μαΐου του 1939 έφθασε ο πρώτος όμιλος τον οποίον σύντομα ακολούθησαν άλλοι. Το στρατόπεδο γρήγορα αύξησε σε 950 γυναίκες, από τις οποίες περί τις 400 ήσαν μάρτυρες του Ιεχωβά. Όλες αυτές εκλήθησαν να εκτελούν το πιο δύσκολο οικοδομικό και καθαριστικό έργο, εργασίες που γενικά τις έκαμναν μόνο άνδρες. Ο νέος διοικητής του στρατοπέδου, που ήταν διαβόητος για τη κτηνωδία του, ενόμιζε ότι θα μπορούσε να εξαντλήση τις αδελφές με το να τις κάμνη να εκτελούν σκληρή σωματική εργασία.
Φυσικά τέτοια μεταχείρισις είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών. Έπειτα, επίσης, ολόκληροι όμιλοι εστέλλοντο στο Αουσγουιτς, ένα στρατόπεδο το οποίον, όπως το Μάουτχαουζεν, ήταν ειδικά κατηρτισμένο για μαζική καταστροφή. Ηλικιωμένες γυναίκες, που η υγεία των δεν ήταν και τόσο καλή ή δεν ανταπεκρίνοντο στους γνώμονας των Ες Ες για να χρησιμοποιηθούν να παράγουν μια «κυριαρχική φυλή» αντιμετώπιζαν θάνατο. Η Μπέρτα Μάουερερ μας λέγει τι ελάμβανε χώραν εκεί:
«Ήμαστε αναγκασμένες να στεκώμεθα γυμνές μπροστά σε μια επιτροπή που έκαμνε την εκλογή της. Αμέσως κατόπιν, η πρώτη ομάς έφυγε για το Άουσγουιτς. Μεταξύ αυτών ήσαν και αρκετές αδελφές οι οποίες είχαν αποπλανηθή να νομίζουν ότι εστέλλοντο σ’ ένα στρατόπεδο όπου θα ήταν ευκολώτερα, μολονότι όλοι εγνώριζαν ότι το Αουσγουιτς ήταν ακόμη πιο ανυπόφορο. Σ’ εκείνες που αποτελούσαν την δευτέρα ομάδα ελέχθη το ίδιο πράγμα. Μεταξύ της ομάδος αυτής ήσαν πολλές ασθενικές και άρρωστες αδελφές.» Πολύ γρήγορα οι συγγενείς των ειδοποιήθηκαν για τον θάνατό των. Στις περισσότερες περιπτώσεις ‘κυκλοφοριακές ασθένειες’ καταγράφονταν ότι ήταν η αιτία του θανάτου.