ΤΡΥΓΙΑ
(Τρυγία).
Αιωρούμενα σωματίδια που κατακάθονται και σχηματίζουν ίζημα στον πυθμένα όταν το κρασί μένει αδιατάρακτο. Στις Γραφές ο όρος εμφανίζεται πέντε φορές, πάντοτε στον πληθυντικό αριθμό (εβρ., σεμαρίμ). Όταν το καλό κρασί αφήνεται «στην τρυγία του» για πολύ καιρό ώστε να ωριμάσει πλήρως, αποκτάει διαύγεια, δύναμη και μεστή γεύση. (Ησ 25:6) Από την άλλη μεριά, όταν ένα κρασί το οποίο δεν είναι εξαρχής καλό—επειδή προέρχεται από σταφύλι κακής ποιότητας—αφήνεται να κατασταλάξει στην τρυγία του, δεν βελτιώνεται ούτε από πλευράς γεύσης ούτε από πλευράς αρώματος, πράγματα στα οποία αναφέρονται οι προφήτες παραβολικά. (Ιερ 48:11· Σοφ 1:12) Επίσης, ο ψαλμωδός, χρησιμοποιώντας ένα σχήμα λόγου, λέει ότι «όλοι οι πονηροί της γης» θα αναγκαστούν να στραγγίσουν το ποτήρι του θυμού του Ιεχωβά, πίνοντας την τρυγία και όλο το περιεχόμενό του, μέχρι την τελευταία πικρή σταγόνα.—Ψλ 75:8· παράβαλε Ιεζ 23:32-34· βλέπε ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΑ ΠΟΤΑ.