ΒΑΑΛ-ΒΕΡΙΘ
(Βάαλ-βερίθ) [Ιδιοκτήτης (Κύριος) Διαθήκης· μία φορά στο εδ. Κρ 9:46, Ελ-βερίθ, Θεός Διαθήκης].
Ο Βάαλ της Συχέμ τον οποίο άρχισαν να λατρεύουν οι Ισραηλίτες μετά το θάνατο του Κριτή Γεδεών. (Κρ 8:33) Η ονομασία «Βάαλ-βερίθ» ίσως παραπέμπει στην πεποίθηση ότι ο συγκεκριμένος Βάαλ επέβλεπε την τήρηση των διαθηκών.
Ο οίκος ή ναός του Βάαλ-βερίθ στη Συχέμ είχε προφανώς κάποιο θησαυροφυλάκιο. (Κρ 9:4) Στα πλαίσια του τρύγου, οι Συχεμίτες φαίνεται ότι έκαναν μια γιορτή προς τιμήν του Βάαλ-βερίθ, η οποία αποκορυφωνόταν με ένα γεύμα θυσίας στο ναό του θεού τους. Στο ναό του Βάαλ-βερίθ βρίσκονταν οι Συχεμίτες, τρώγοντας και πίνοντας και αναθεματίζοντας τον Αβιμέλεχ—πιθανότατα υπό την επήρεια κρασιού—όταν τους παρακίνησε ο Γαάλ να εξεγερθούν εναντίον του Βασιλιά Αβιμέλεχ. (Κρ 9:27-29) Αργότερα, μόλις οι κτηματίες του πύργου της Συχέμ (Μιγδάλ-Συχέμ, AT) είδαν ότι απειλούνταν από τον Αβιμέλεχ, κατέφυγαν στο θολωτό θάλαμο του οίκου του Ελ-βερίθ (Βάαλ-βερίθ), όπου έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς που έβαλαν στο θολωτό θάλαμο ο Αβιμέλεχ και οι άντρες του.—Κρ 9:46-49.