Πνευματική Διάκρισις—Μια Απόδειξις Χριστιανικής Ωριμότητος
1, 2. (α) Τι είναι απαραίτητο για ένα μικρό παιδί καθώς αντιμετωπίζει νέες καταστάσεις, και όμως για ποιο πράγμα θα εργασθή ο συνετός γονεύς; (β) Ποιο είναι το πιο σπουδαίο είδος ωριμότητος;
ΕΝΑ μικρό παιδί χρειάζεται βοήθεια και καθοδηγία. Οι γονείς που ενδιαφέρονται για το καλό του παιδιού είναι πάντοτε έτοιμοι να δώσουν την αναγκαία βοήθεια και συμβουλή καθώς αντιμετωπίζει νέες καταστάσεις το παιδί που αναπτύσσεται. Στην αρχή οι γονείς πρέπει να λάβουν αποφάσεις χάριν του παιδιού: τι είναι καλό ή τι είναι κακό· τι πρέπει να τρώγη ή τι πρέπει να μην τρώγη· πότε πρέπει να κοιμάται ή πότε πρέπει να παίζη· πού μπορεί να πηγαίνη το παιδί με ασφάλεια και ποια μέρη πρέπει να αποφεύγη ως επικίνδυνα· ποια βιβλία είναι μέσα στις βλέψεις του παιδιού και είναι ευεργετικά για την ανατροφή του και ποια θα έτειναν να φέρουν σύγχυσι ή θα ήσαν κακά για την πνευματική και ηθική ανάπτυξι. Αλλά καθώς προχωρεί στα χρόνια το παιδί, ο συνετός γονεύς το εκπαιδεύει να σκέπτεται μόνο του, να διακρίνη τι είναι καλό και κακό, σοφό και ανόητο. Κατόπιν, καθώς φθάνει στην ενηλικίωσι, φθάνει επίσης στη διανοητική του ωριμότητα.
2 Είναι σπουδαίο να εκτιμούν οι γονείς την ανάγκη διανοητικής και πνευματικής αναπτύξεως των παιδιών των, ιδιαίτερα πνευματικής αναπτύξεως. Ο όρος «ωριμότης» μπορεί να εφαρμοσθή σε πολλές μορφές αναπτύξεως, φυσικής, διανοητικής, συναισθηματικής και πνευματικής, αλλά το είδος που κατονομάσαμε τελευταίο, η πνευματική ωριμότης, είναι το πιο σπουδαίο, και όμως, όσον αφορά τον παρόντα κόσμο, είναι το πιο παραμελημένο.
3. (α) Πώς πρέπει ο συνετός διδάσκαλος να εκπαιδεύη εκείνους με τους οποίους μελετά; (β) Ποια είναι η απόδειξις της Χριστιανικής ωριμότητος;
3 Η εικόνα του παιδιού που χρησιμοποιήσαμε εφαρμόζεται καλά στην ανάπτυξι σε Χριστιανική ωριμότητα ενός ατόμου που ήλθε προσφάτως σε γνώσι της αληθείας. Στην αρχή χρειάζεται βοήθεια για το πώς να μελετά τον λόγον του Θεού, την προσωπική βοήθεια και καθοδηγία ενός ωρίμου Χριστιανού. Χρειάζεται να τραφή. Αλλά ο συνετός διδάσκαλος θα εκπαιδεύση τον μαθητή του να σκέπτεται και να λογικεύεται μόνος του ώστε να μπορέση γρήγορα ν’ αρχίση να τρέφη τον εαυτό του και ν’ αναπτύξη δυνάμεις διακρίσεως. Όπως ακριβώς η απόδειξις πραγματικής ενηλικιώσεως έγκειται στη φανέρωσι ωρίμου κατανοήσεως και εκτιμήσεως, έτσι και η Χριστιανική ωριμότης καταδεικνύεται από τις δυνάμεις πνευματικής διακρίσεως ενός ατόμου, από την ικανότητα να φθάνη σε ορθές αποφάσεις, διακρίνοντας με οξύτητα το ορθό από το εσφαλμένο με βάσι τις αρχές της Αγίας Γραφής. Καλά το εξέφρασε αυτό ο Παύλος: «Διότι πας ο μετέχων γάλακτος, είναι άπειρος του λόγου της δικαιοσύνης επειδή είναι νήπιος. Των τελείων [ωρίμων, ΜΝΚ] όμως είναι η στερεά τροφή, οίτινες δια την έξιν έχουσι τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εις το να διακρίνωσι το καλόν και το κακόν. Δια τούτο αφήσαντες την αρχικήν διδασκαλίαν του Χριστού, ας φερώμεθα προς την τελειότητα [ωριμότητα, ΜΝΚ].»—Εβρ. 5:13 έως 6:1.
4. (α) Ποια ενθάρρυνσις υπάρχει για κείνους που εγνώρισαν προσφάτως την αλήθεια; (β) Ποιος είναι ο κύριος παράγων προόδου προς την ωριμότητα;
4 Μερικοί αναγνώσται του περιοδικού αυτού, μπορεί να άρχισαν μια μελέτη της Γραφής με τη βοήθεια των συγγραμμάτων μελέτης της Εταιρίας Σκοπιά τις τελευταίες μόλις εβδομάδες ή μήνες. Αυτοί μπορεί να αισθάνωνται ότι είναι «άπειροι του λόγου», επειδή είναι νήπια, να το πούμε έτσι, από την πνευματική άποψι. Σ’ αυτούς θα λέγαμε, Συνεχίστε την επιμελή σας μελέτη του λόγου του Θεού, έχοντας πεποίθησι ότι με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά μπορείτε ν’ αυξηθήτε σε Χριστιανική ωριμότητα. Η επίτευξις Χριστιανικής ωριμότητος δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην πολλά έτη, όπως συμβαίνει για να φθάση ένα παιδί στην ωριμότητα από μια φυσική άποψι. Αντί να εξαρτάται η ωριμότης μόνο από το ποσόν του χρόνου που δαπανάται στη μελέτη, ο κύριος παράγων από τον οποίον εξαρτάται είναι μάλλον το βάθος της αφοσιώσεως της καρδιάς στον Ιεχωβά και της εκτιμήσεως του «λόγου της δικαιοσύνης» του. Πρέπει να είναι κανείς πράος και ευδίδακτος και έχη μεγάλη επιθυμία να προοδεύση. Αφού αφομοιώση τις στοιχειώδεις διδασκαλίες, πρέπει να προοδεύση προς την κατανόησι της «στερεάς τροφής» της αληθείας, καταδεικνύοντας έτσι πρόοδο στην ωριμότητα.
5. Σε ποιους απευθύνονται πραγματικά οι λόγοι που αναγράφονται στην προς Εβραίους επιστολή 5:13 έως 6:1, και γιατί;
5 Αλλ’ ο απόστολος, γράφοντας προς τους Εβραίους τα λόγια που παρετέθησαν πιο πάνω, δεν έγραφε σε άτομα που είχαν πρόσφατα συνταυτισθή με τη Χριστιανική εκκλησία. Έγραφε, πράγματι, σε άτομα που ήσαν «εν τη αληθεία» επί κάμποσον καιρό, αλλά είχαν αποτύχει να προοδεύσουν στην ωριμότητα και ήσαν ακόμη νήπια ως προς την πνευματική διάκρισι. Δεν εξεδήλωναν τις ιδιότητες «τελείων ανδρών», οι οποίες τόσο εχρειάζοντο για το έργο της διδασκαλίας που έπρεπε να γίνη, και γι’ αυτό τους έγραψε ότι ‘ως προς τον καιρόν έπρεπε να είναι διδάσκαλοι’. Υπήρχε ανάγκη ‘να δεικνύη έκαστος αυτών την αυτήν σπουδήν προς την πληροφορίαν της ελπίδος μέχρι τέλους δια να μη γείνωσι νωθροί, αλλά μιμηταί των δια πίστεως και μακροθυμίας κληρονομούντων τας επαγγελίας.—Εβρ. 6:11, 12.
6. Γιατί είναι ανάγκη να εξακολουθήσωμε να φερώμεθα προς την ωριμότητα;
6 Η ωριμότης δεν είναι κάτι που, μια και το εφθάσαμε, παραμένει μαζί μας χωρίς περαιτέρω προσπάθεια από μέρους μας. Η Χριστιανική οργάνωσις διαρκώς προχωρεί. Το φως της αληθείας που λάμπει επάνω της και μέσω αυτής, γίνεται σταθερά λαμπρότερο. Αυτό ειδικά αληθεύει τώρα, σ’ αυτή την ημέρα που ο Ιεχωβά ήλθε στον ναό του, διότι «όταν υπάρχουν αι κρίσεις [του] δια την γην, οι κάτοικοι της παραγωγικής γης θέλουσι μάθει δικαιοσύνην.» Όχι μόνο υπάρχει πρόοδος στη γνώσι και στην κατανόησι, αλλά, αφού αυτή είναι η ημέρα για να κηρυχθή «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» ο Ιεχωβά εκπαιδεύει τους μάρτυράς του όπως ποτέ προηγουμένως για να εκτελέσουν αυτό το έργο με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο που μπορεί αυτό να γίνη. Διαρκώς, μέσω της θεοκρατικής του οργανώσεως, προμηθεύει νέες μεθόδους και εξάρτυσι γι’ αυτό το έργον. Το να παρακολουθή κανείς την προοδεύουσα ωριμότητα της οργανώσεως σε πνευματική κατανόησι και διακονική ικανότητα σημαίνει ότι διαρκώς φέρεται προς την ωριμότητα.—Μαλαχίας κεφάλαιον 3· Ησ. 26:9, ΜΝΚ· Ματθ. 24:14.
7. Τι πρέπει να διακρίνη κανείς εν σχέσει με τη διακονία; Πώς και μόνο μπορούμε να εξακολουθήσωμε να προοδεύωμε;
7 Είναι ανάγκη κάθε μάρτυς του Ιεχωβά να διακρίνη τη σχέσι του προς την πρόοδο που γίνεται από την οργάνωσι. Μπορεί κάποιος να είναι επί πολύν καιρό συνταυτισμένος με την αλήθεια και να υπήρξε δραστήριος επί πολλά χρόνια στη διακονία. Τέτοια σταθερότης είναι ευάρεστη στον Ιεχωβά. Αλλά είναι ανάγκη συγχρόνως να διακρίνη κανείς ότι συμβαδίζει με την κοινωνία Νέου Κόσμου. Αν βρίσκεσθε στην ευτυχή θέσι να έχετε ασχοληθή επί πολλά χρόνια στην υπηρεσία του Ιεχωβά, τότε θα είσθε ήσυχος για την αποτελεσματικότητα της διακονίας σας. Παράγει καρπό; Βοηθεί τους νέους με το να τους διδάσκη και να τους κάνη μαθητάς; Όπως ανεφέρθη προηγουμένως, ένα από τα βασικά στοιχεία της ωριμότητος και της πνευματικής διακρίσεως είναι η ταπεινοφροσύνη. Για να μπορούμε να διακρίνωμε ακριβώς πώς προοδεύομε, πρέπει να λάβωμε μια ειλικρινή, ταπεινή άποψι του εαυτού μας. Αν δεν κάνωμε την επιθυμητή πρόοδο, τότε πρέπει να μην είμεθα πολύ υπερήφανοι, ώστε να μη ζητούμε βοήθεια ή να δυσαρεστούμεθα όταν ένας από τους επισκόπους έρχεται σ’ εμάς προσφέροντας βοήθεια. Πρέπει να διακρίνωμε τις ανάγκες μας αν πρόκειται να εξακαλουθήσωμε να προοδεύωμε.—Φίλιππησ. 3:16.
8. (α) Από πού αρχίζει η πνευματική διάκρισις; (β) Ποια σχέσις ή επικοινωνία είναι η πιο σπουδαία για τον Χριστιανό;
8 Η απόδειξις αυτής της αναπτύξεως σε Χριστιανική ωριμότητα βρίσκεται στη διάκρισι που δείχνει κανείς για κάθε βήμα που πρέπει να γίνη, για κάθε απόφασι που πρέπει να ληφθή. Αρχίζει αμέσως με την αφιέρωσι. Εκείνος που μελετά την αφιέρωσι πρέπει να κατανοήση πρώτα ότι η αφιέρωσίς του γίνεται, όχι σε κάποιον άνθρωπο, ή για ν’ αρέση σε κάποιο άτομο, είτε ο σύζυγος είναι αυτός είτε η σύζυγος, η μητέρα ή ο πατέρας. Δεν είναι αφιέρωσις σε μια οργάνωσι, ούτε ακόμη και στην κοινωνία Νέου Κόσμου. Είναι αφιέρωσις στην Υπέρτατη Προσωπικότητα του σύμπαντος, στον Ιεχωβά Θεό, με την απόφασι να πράξωμε το θέλημά του και να ευαρεστήσωμε αυτόν, όπως ακριβώς το εξέφρασε ο Ιησούς: «Έρχομαι . . . δια να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου.» Ο αφιερωμένος κατανοεί, λοιπόν, ότι η πιο προσφιλής επικοινωνία ή σχέσις είναι εκείνη στην οποία τώρα εισέρχεται, η σχέσις με τον Ιεχωβά. Αυτή είναι μια άγια, πολύτιμη και «στενή» σχέσις, στην οποίαν ο Ιεχωβά προσκαλεί τα πλάσματά του μέσω της παρ’ αξίαν αγαθότητός του δια Ιησού Χριστού, μια σχέσις που δεν πρέπει να διαρρηχθή με ελαφρότητα.—Εβρ. 10:7· Ψαλμ. 25:14.
9. Γιατί είναι λάθος η αφιέρωσις σ’ ένα έργον, και σε τι μπορεί να οδηγήση μια μη ισορροπημένη άποψις της διακονίας;
9 Ένας που αφιερώνεται για να εκτελέση απλώς ένα ωρισμένο έργο, όπως κήρυγμα, κάνει λάθος. Όταν η πορεία γίνεται τραχεία, αυτός εύκολα αποθαρρύνεται. Αν βλέπη μόνο τη σωματική συνταύτισι με την οργάνωσι και τα μέλη της ως το πιο σπουδαίο πράγμα που πρέπει να διαφυλαχθή, του λείπει πνευματική διάκρισις. Το έργο διακηρύξεως των αγαθών νέων και η σωματική συνταύτισις με την κοινωνία Νέου Κόσμου, δεν είναι αρκετά, αυτά καθ’ εαυτά, και δεν εγγυώνται σωτηρία. Δεν υπάρχει σωτηρία με βάσι έργα μόνο. Το να έχη κανείς αυτή την άποψι των πραγμάτων θα τον εξέθετε στον ίδιο κίνδυνο μ’ εκείνους που ήσαν κάτω από τον Μωσαϊκό νόμο, οι οποίοι ζητούσαν να «συστήσωσι την ιδίαν αυτών δικαιοσύνην». Αυτό μπορεί να οδηγήση στο να γίνωμε «κενόδοξοι, αλλήλους ερεθίζοντες, αλλήλους φθονούντες» πέρα από το να έχωμε ένα καλό υπόμνημα υπηρεσίας κηρύγματος.—Ρωμ. 10:1-3· Γαλ. 5:26.
10. Τι βοηθεί στο να διατηρούμε την ορθή άποψι του έργου της Βασιλείας;
10 Μήπως αυτό σημαίνει ότι το έργο του Θεού είναι ασήμαντο; Καθόλου! Αντιθέτως, ο ώριμος Χριστιανός πνευματικώς διακρίνει ότι η αφιέρωσίς του στον Ιεχωβά απαιτεί να αγαπά τον Ιεχωβά με όλη του την καρδιά, την ψυχή, τη διάνοια και τη δύναμι. Θυμάται τα λόγια του Ιακώβου ότι «η πίστις, εάν δεν έχη έργα, νεκρά είναι καθ’ εαυτήν». Με το να έχη πάντοτε συναίσθησι της σχέσεώς του ως αφιερωμένου προς τον Ιεχωβά, μπορεί να λάβη την ορθή άποψι του έργου του και να ενασχοληθή, σ’ αυτό με το ορθό ελατήριο λόγω αγάπης για τον ουράνιο Πατέρα του, από επιθυμία να εξυψώνη το όνομά Του, από αγάπη για τον πλησίον του και με το να τον καταστήση κοινωνόν στα ίδια προνόμια και ευλογίες. Μια ώριμη κατανόησις του αρχικού βήματος της αφιερώσεως στρώνει το δρόμο για ώριμη λατρεία «εν πνεύματι και αληθεία».—Μάρκ. 12:30· Ιάκ. 2:17· Ιωάν. 4:23.
11. Πώς θα μπορούσε ένας νυμφευμένος άνθρωπος να δείξη έλλειψι πνευματικής διακρίσεως;
11 Η πνευματική διάκρισις, λοιπόν, καταλήγει στο να έχη κανείς την ώριμη άποψι της διακονίας, που λαμβάνει υπ’ όψι και τις άλλες ευθύνες που μπορεί να έχη ως αφιερωμένος δούλος του Ιεχωβά. Ένας άνθρωπος που είναι νυμφευμένος, με τέκνα, έχει πολλά ευλογητά προνόμια και ευθύνες. Θα έδειχνε έλλειψι πνευματικής διακρίσεως από μέρους του το να παραμελήση τις οικογενειακές υποχρεώσεις για να καταρτίση απλώς ένα εξέχον υπόμνημα υπηρεσίας στον αγρό. Ο Χριστιανός, όχι μόνο πρέπει να προνοή για τις απαραίτητες υλικές ανάγκες της οικογενείας του, αλλά και θα είναι άγρυπνος για να «προνοή περί των εαυτού» από πνευματική άποψι, μελετώντας μαζί τους και βοηθώντας τους να γίνουν ώριμοι στην υπηρεσία του Θεού. Το να παραλείπη να δώση την κατάλληλη προσοχή στους ‘οικείους’ του είναι το ίδιο σαν ν’ ‘αρνήται την πίστιν’.—1 Τιμ. 5:8.
12. Τι θα διακρίνη ο ώριμος Χριστιανός ως προς τη δράσι του στο κήρυγμα, και ως προς οποιαδήποτε αναγκαία κοσμική εργασία;
12 Ένα υπόμνημα υπηρεσίας κηρύγματος των αγαθών νέων δεν είναι αυτό καθ’ εαυτό η απόδειξις της ωριμότητος. Τι θα ωφελούσε αυτό αν, συγχρόνως, παρέλειπε κανείς να βαδίζη σύμφωνα με τις ηθικές αρχές της Γραφής, ή με κάποιον άλλον τρόπο έπραττε εκείνο που είναι επιβλαβές στην εκκλησία. Με τον τρόπο αυτόν δεν θα περιπατούσε αξίως του Ιεχωβά, δεν θα τον ευαρεστούσε πλήρως. Ο Χριστιανός, καθ’ ον χρόνον εργάζεται επιμελώς στην υπηρεσία του Θεού, μιλώντας στους άλλους για τα αγαθά νέα, διακρίνει την ανάγκη να επιδιώκη την πορεία της ακεραιότητος σε κάθε μέρος της ζωής του, αν πρόκειται να υπηρετή για την υπεράσπισι του ονόματος του Ιεχωβά. Πάντοτε το ώριμο άτομο θυμάται ότι είναι αφιερωμένο να πράττη το θείο θέλημα και πάντοτε θα θέλη να ευαρεστή Εκείνον, του οποίου είναι δούλος, τον Ιεχωβά. Δεν θα ενεργή για ν’ αρέση στους ανθρώπους, είτε όταν ενασχολήται σε εκκλησιαστική δράσι είτε στην κοσμική του εργασία, αλλά θα ενεργή σε όλα τιμίως, «με απλότητα καρδίας», εργαζόμενος «ως εις τον Ιεχωβά, και ουχί εις ανθρώπους».—Κολ. 3:22-24, ΜΝΚ.
13. (α) Πώς ο ώριμος διαγγελεύς επιδιώκει μια ισορροπημένη διακονία; (β) Ποιο είναι το μυστικό του να είναι κανείς αληθινά χαρούμενος στη διακονία;
13 Στο διακονικό έργο το ίδιο ο διαγγελεύς των αγαθών νέων που έχει διάκρισι κρατεί μια κατάλληλη ισορροπία, έχοντας πάντοτε υπ’ όψι τα πιο σπουδαία πράγματα της διακονίας. Δεν είναι ικανοποιημένος με μόνο το από σπίτι σε σπίτι έργο διανομής εντύπων. Βλέπει ότι δεν είναι αρκετό το να μπορή απλώς να κηρύττη. Διακρίνει ότι τώρα είναι ο καιρός που πρέπει να είναι διδάσκαλος, ικανός να τρέφη τα πρόβατα και να τα βοηθή να εύρουν το δρόμο της αιωνίου ζωής. Είναι, λοιπόν, επιμελής στο να τηρή αναγραφή οποιουδήποτε ενδιαφέροντος που συνήντησε και να επανεπισκέπτεται. Όταν κάνη τις επανεπισκέψεις του είναι προπαρασκευασμένος με ενδιαφέρουσες Γραφικές ομιλίες και είναι άγρυπνος να διευθετήση μια οικιακή Γραφική μελέτη μ’ εκείνα τα άτομα καλής θελήσεως. Γεμάτος από ακριβή γνώσι του λόγου του Θεού, με αγάπη για τον Ιεχωβά τον Μέγαν Ποιμένα, για τον καλόν Υποποιμένα Χριστόν Ιησούν και με αγάπη για τα άλλα πρόβατα, ο Χριστιανός διάκονος πηγαίνει στην υπηρεσία με φλέγουσα επιθυμία να εύρη και θρέψη τα πρόβατα—από αγάπη και όχι απλώς από μια συναίσθησι καθήκοντος. Αυτό είναι το μυστικό τού να είναι κανείς αληθινά χαρούμενος στη διακονία.—Εβρ. 5:12· Ιωάν. 21:15-17.
14, 15. (α) Ποιες ευλογίες προκύπτουν από τη Χριστιανική ωριμότητα; (β) Από τι πρέπει να φυλαττώμεθα; Πώς;
14 Η πνευματική ωριμότης φέρνει μαζί της ανέκφραστες χαρές και ευλογίες. Η πλήρωσις του Χριστιανού με ακριβή γνώσι και πνευματική διάκρισι, τον καθιστά ισχυρόν, ικανόν να προφυλάττεται από τις επιθέσεις του εχθρού Σατανά, ικανόν να διακρίνη τις ύπουλες παγίδες του, τις παγίδες του υλισμού και του φόβου των ανθρώπων και ν’ ανθίσταται σ’ αυτές. Διαφεύγει τις απογοητεύσεις, τις στενοχώριες και τους πόνους που επιφέρει κανείς στον εαυτό του με το ν’ ακολουθή ασύνετα ανόητες και επιβλαβείς επιθυμίες και αποφεύγει μωρές πράξεις που οδηγούν σε αυτοκατάκρισι και σε μια βεβαρημένη με ενοχή συνείδησι.—1 Τιμ. 6:9, 10.
15 Καθ’ ον χρόνον απολαμβάνομε τις ευλογίες που φέρνει η ωριμότης αυτή, πρέπει να φυλαττώμεθα από υπερβολική αυτοπεποίθησι και πάντοτε να ενθυμούμεθα ότι η Χριστιανική ωριμότης και η πνευματική διάκρισις δεν προκύπτουν από μόνες τις προσπάθειές μας, αλλά προέρχονται από την ενέργεια του πνεύματος του Ιεχωβά σε εκδήλωσι της στοργικής αγαθότητός του σ’ εμάς. Θα εξακολουθήσωμε, λοιπόν, ν’ αποβλέπωμε στον Ιεχωβά με την προσευχή για να μας βοηθήση να συνεχίσωμε την υπηρεσία μας σ’ αυτόν μ’ ένα ώριμο τρόπο, να μας συγκρατήση από αλαζονικές ενέργειες, για να ‘ήναι ευάρεστα τα λόγια του στόματός μας, και η μελέτη της καρδίας μας ενώπιον του Ιεχωβά’ πάντοτε.—Ψαλμ. 19:13, 14, ΜΝΚ.
16, 17. Με ποιον τρόπο μπορεί κανείς να μετέχη στο πνεύμα της χαρούμενης αισιοδοξίας της κοινωνίας Νέου Κόσμου;
16 Ο πιστός δούλος του Ιεχωβά προχωρεί με πεποίθησι, ευτυχής και ικανοποιημένος καθώς εργάζεται υπό την διεύθυνσιν του ανάσσοντος Βασιλέως Χριστού Ιησού και της ορατής θεοκρατικής οργανώσεως που ο Θεός έχει ιδρύσει στη γη. Η Χριστιανική του ωριμότης τον καθιστά ικανόν να ενισχύη και οικοδομή τους αδελφούς του και τα άτομα καλής θελήσεως για να μπορέσουν επίσης να φθάσουν σε πλήρη Χριστιανική ανδρική ηλικία και να συμμετέχουν στην ίδια χαρά και στις ίδιες ευλογίες.
17 Η ευτυχής, γεμάτη πεποίθησι άποψις που καταδεικνύεται από την κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά είναι μια απόδειξις της ωριμότητός της. Ο κάθε ένας μπορεί να μετέχη σ’ αυτό το πνεύμα της χαρούμενης αισιοδοξίας με το να επιδιώκη αυτόν τον σκοπό της Χριστιανικής ωριμότητος και να γεμίζη με πνευματική διάκρισι. Με το να ενεργούμε έτσι, αναρίθμητες χαρές και προνόμια μπορούν να είναι η μερίδα μας και τώρα και στον νέο κόσμο που είναι ακριβώς μπροστά μας, «εάν επιμένητε εις την πίστιν τεθεμελιωμένοι και στερεοί, και μη μετακινούμενοι από της ελπίδος του ευαγγελίου το οποίον ηκούσατε, του κηρυχθέντος εις πάσαν την κτίσιν την υπό τον ουρανόν.»—Κολ. 1:23.