-
Σουηδία—Έκθεση Βιβλίου Έτους 1991Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1991
-
-
Η Εποχή του Ποδηλάτου
Όταν τα ποδήλατα έγιναν δημοφιλή στη δεκαετία του 1930, οι φιλόπονοι βιβλιοπώλες άρχισαν να τα χρησιμοποιούν ταξιδεύοντας με βροχή και με ήλιο, μέσα από γεμάτους πέτρες, λασπώδεις δρόμους και μονοπάτια, προκειμένου να φτάσουν σε απόμακρα αγροκτήματα και χωριά σ’ αυτούς τους αχανείς τομείς. Η αδελφή Ρόζα Γκούσταβσον, που διέθετε ισχυρή πίστη, καλό χιούμορ κι ένα ποδήλατο, λέει σχετικά με το έργο που έκανε ως βιβλιοπώλισσα μαζί με την κουνιάδα της, τη Μίριαμ Γκούσταβσον, στη δεκαετία του 1930:
«Πηγαίναμε από ενορία σε ενορία, μαζί με όλες τις αποσκευές που μπορούσαμε να κουβαλήσουμε δεμένες στα ποδήλατά μας—παπούτσια, ρούχα, πετσέτα για το μπάνιο, οδοντόβουρτσα, κατσαρολικά και, το σπουδαιότερο, κούτες με βιβλία και βιβλιάρια. Τι θέαμα! Δεν ήταν πάντοτε εύκολο να βρούμε κατάλυμα. Συχνά ικετεύαμε τον Ιεχωβά για βοήθεια. Θυμάμαι μια μέρα, όταν η Μίριαμ κι εγώ συναντηθήκαμε αργά το βράδυ ύστερα από μια ολόκληρη μέρα που δαπανήσαμε ξεχωριστά στην υπηρεσία. Μαζί, μέσα στη βροχή, κατευθυνθήκαμε με τα ποδήλατά μας προς κάποιο μακρινό, αμυδρό φως. Ήταν ένα αγροτόσπιτο. Το κρύο μάς περόνιαζε μέχρι τα κόκαλα. Είχε περάσει μια μεγάλη και κουραστική μέρα. Ξαφνικά θυμηθήκαμε ποιο ήταν αυτό το σπίτι. Πάγωσε το αίμα μας. ‘Αυτοί οι άνθρωποι είναι εναντιούμενοι!’ αναφωνήσαμε κοιτάζοντας η μια την άλλη. Με αρκετό δισταγμό, η Μίριαμ πήγε συνεσταλμένα στην πόρτα και ζήτησε κατάλυμα. Προς έκπληξή μας και προς μεγάλη μας ανακούφιση, η οικογένεια μας προσκάλεσε να περάσουμε. Μας οδήγησαν στο καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού και μας σέρβιραν ένα νοστιμότατο γεύμα. Χορτασμένες και γεμάτες ικανοποίηση, σηκωθήκαμε από το τραπέζι και κατευθυνθήκαμε στην κρεβατοκάμαρα όπου θα μέναμε. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε στα μάτια μας. Τα κρεβάτια ήταν στρωμένα με τα καλύτερα σεντόνια, ακριβότερα απ’ ό,τι θα μπορούσαμε ποτέ να πληρώσουμε!
»Η νύχτα κύλισε με ευχάριστα όνειρα και το πρωί ήρθε συντομότερα απ’ ό,τι θα θέλαμε. Ωστόσο, αφού φάγαμε το πρωινό μας, πρόθυμα προσφερθήκαμε να πληρώσουμε. Όμως αυτοί αρνήθηκαν να δεχτούν τα χρήματά μας. Πώς θα μπορούσαμε να δείξουμε την εκτίμησή μας; Το βιβλίο Απελευθέρωσις θα τους υπενθύμιζε στοργικά το πώς νιώθαμε. Έτσι ρωτήσαμε: ‘Θα μπορούσαμε να σας προσφέρουμε αυτό ως ένδειξη της εκτίμησής μας;’ ‘Ναι, το θέλουμε αυτό το βιβλίο!’ αποκρίθηκαν εκείνοι αμέσως. ‘Κάποια γνωστή μας μάς είπε ότι της είχατε δώσει ένα τέτοιο βιβλίο όταν μείνατε στο σπίτι της και της άρεσε πολύ’. Περιττό να πούμε ότι αυτό μας έδωσε ένα μάθημα. Ποτέ δεν ξέρεις τι καρποί θα προκύψουν από ένα Βιβλικό έντυπο που θα πάρει κάποιος άνθρωπος».
Ο αδελφός Άξελ Ρίτσαρντσον, κοντός στο ανάστημα αλλά γίγαντας από πνευματική άποψη, αφηγείται: «Το 1936, η λεπτή και μικροκαμωμένη σύζυγός μου, η Άστα, κι εγώ διοριστήκαμε να υπηρετήσουμε στο αχανές ορεινό δυτικό τμήμα της επαρχίας Γέμτλαντ. Τα μόνα επίγεια πράγματα που είχαμε στην κατοχή μας εκείνη την εποχή ήταν δυο ποδήλατα, μια σκηνή, μια θήκη για στρώμα και μια βαλίτσα. Όμως ήμασταν απολύτως αποφασισμένοι να καλύψουμε τον τομέα μας, επισκεπτόμενοι όλες τις απομονωμένες κατασκηνώσεις των Λαπώνων και τα ορεινά αγροκτήματα. Συχνά οδοιπορούσαμε φορώντας μπότες· τα πόδια μας πρήζονταν και πονούσαν· τις προμήθειες της ημέρας και τα έντυπα τα κουβαλούσαμε στις πλάτες μας και στα χέρια μας· και καλύπταμε δεκάδες χιλιόμετρα κάθε μέρα μέσα από τα τραχιά και ανελέητα βουνά». Ο Άξελ θυμάται μια εμπειρία που είχε κάποτε, όταν η σύζυγός του δεν ήταν μαζί του: «Ένας ευγενικός, άγνωστος άντρας με πέρασε με τη βενζινάκατό του στην απέναντι πλευρά μιας λίμνης. Αφού με άφησε στην ακτή, τον παρακολουθούσα που επέστρεφε στην άλλη πλευρά. Κοίταξα τριγύρω. Ήμουν ολομόναχος με το ποδήλατό μου και μια βαριά τσάντα με βιβλία σ’ έναν τελείως έρημο τόπο. Αισθάνθηκα πλήρως εγκαταλειμμένος. Υπήρχαν μόνο τρία σπίτια σ’ ολόκληρη αυτή την περιοχή. Αφού τα επισκέφτηκα, έπρεπε να προχωρήσω. Αλλά πώς; Είχα τη λίμνη από τη μια μεριά και το απότομο βουνό από την άλλη. Δεν υπήρχε εκλογή. Με το ποδήλατο στον έναν ώμο και την τσάντα με τα βιβλία στον άλλον, άρχισα να σκαρφαλώνω στο βουνό. Ύστερα από αρκετές εξαντλητικές ώρες οδοιπορίας σ’ αυτή την κουραστική ανάβαση, μ’ ένα στεναγμό ανακούφισης, άρχισα να κατεβαίνω από την άλλη πλευρά. Κάποιος που ζούσε χαμηλότερα στην πλαγιά ρώτησε: ‘Από πού στο καλό ήρθες;’ Έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα όταν του έδειξα προς την κατεύθυνση του ψηλού βουνού. ‘Είσαι ο πρώτος που έρχεται απ’ αυτόν το δρόμο’, είπε, ‘και με ποδήλατο μάλιστα!’ Ένιωσα ευτυχισμένος που είχα κάνει όλη αυτή την προσπάθεια για χάρη των καλών νέων».
-
-
Σουηδία—Έκθεση Βιβλίου Έτους 1991Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1991
-
-
[Εικόνες στη σελίδα 143]
Πανέτοιμοι για κυριακάτικο κήρυγμα έξω από τη Στοκχόλμη
-