“Δεν Ζούμε Πια για τον Εαυτό Μας”
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΤΖΑΚ ΓΙΟΧΑΝΣΟΝ
Ο Αφρικανός, ένας στρατιώτης από τη Μαλάουι, με διέταξε να σταθώ στην άκρη του ποταμού μπροστά στα φώτα του Λαντ Ρόβερ. Καθώς ο στρατιώτης έφερνε το τουφέκι του στο ύψος του ώμου του, ο Λόιντ Λικουίντε όρμησε προς την όχθη του ποταμού και μπήκε μπροστά μου. Τον παρακαλούσε λέγοντας: «Πυροβόλησε εμένα! Πυροβόλησε εμένα αντί για αυτόν! Μην πυροβολήσεις αυτόν τον ξένο που δεν έκανε τίποτα κακό!» Γιατί ήταν πρόθυμος ένας Αφρικανός να θυσιάσει τη ζωή του για εμένα που είμαι Ευρωπαίος; Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω πώς έγινα ιεραπόστολος στην Αφρική πριν από σχεδόν 40 χρόνια.
ΤΟ 1942, όταν ήμουν μόλις εννιά ετών, πέθανε η μητέρα μου αφήνοντας τον πατέρα μου με πέντε παιδιά. Εγώ ήμουν το μικρότερο. Έπειτα από τέσσερις μήνες, ο πατέρας, ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Φινλανδία, πνίγηκε σε κάποιο δυστύχημα. Η μεγαλύτερή μου αδελφή, η Μάγια, ανέλαβε να φροντίζει εμάς τους υπόλοιπους και καταφέραμε να κρατήσουμε το αγρόκτημά μας. Η Μάγια ανέλαβε επίσης την ηγεσία σε σχέση με τα πνευματικά ζητήματα, και μέσα σε ένα χρόνο από το θάνατο του πατέρα, αυτή και ένας αδελφός μου συμβόλισαν την αφιέρωσή τους στον Ιεχωβά Θεό με βάφτισμα στο νερό. Μετά από ένα χρόνο βαφτίστηκα και εγώ, σε ηλικία 11 ετών.
Μια Κρίσιμη Απόφαση
Όταν τελείωσα τις σπουδές μου σε μια εμπορική σχολή το 1951, άρχισα να εργάζομαι στην Αντιπροσωπεία της Εταιρίας Αυτοκινήτων Φορντ στη Φινλανδία. Έπειτα από έξι μήνες, κάποιος σοφός περιοδεύων διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά μού έκανε μια έκπληξη. Μου ζήτησε να κάνω μια ομιλία σε κάποια συνέλευση σχετικά με τις ευλογίες του σκαπανικού, ή αλλιώς της ολοχρόνιας διακονίας. Ένιωθα άβολα, επειδή εγώ εργαζόμουν πλήρες ωράριο σε κοσμική εργασία και πίστευα ότι δεν θα τα κατάφερνα να μιλήσω από καρδιάς. Προσευχήθηκα στον Ιεχωβά για αυτό το ζήτημα. Αντιλήφθηκα ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει “να ζουν πια για τον εαυτό τους αλλά για αυτόν που πέθανε για εκείνους”· έτσι αποφάσισα να αλλάξω τις προτεραιότητές μου για να υπηρετήσω ως σκαπανέας.—2 Κορινθίους 5:15.
Ο προϊστάμενός μου υποσχέθηκε να διπλασιάσει το μισθό μου αν έμενα στην εταιρία. Αργότερα, όταν είδε ότι ήμουν αποφασισμένος, μου είπε: «Πήρες τη σωστή απόφαση. Πέρασα όλη μου τη ζωή εδώ, σε αυτό το γραφείο, και τι βοήθεια έχω προσφέρει στους άλλους;» Το Μάιο του 1952, λοιπόν, έγινα σκαπανέας. Ύστερα από μερικές εβδομάδες ήμουν σε θέση να παρουσιάσω την ομιλία μου σχετικά με τη διακονία σκαπανέα με πλήρη πεποίθηση.
Αφού υπηρέτησα λίγους μήνες ως σκαπανέας, καταδικάστηκα σε φυλάκιση έξι μηνών λόγω της Χριστιανικής μου ουδετερότητας. Ακολούθησαν οχτώ μήνες κράτησης μαζί με άλλους νεαρούς Μάρτυρες στο νησί Χάστο Μπούσο, στον Κόλπο της Φινλανδίας. Ονομάσαμε αυτό το νησί Μικρή Γαλαάδ, επειδή είχαμε οργανώσει μεταξύ μας ένα εντατικό πρόγραμμα μελέτης της Αγίας Γραφής. Ο στόχος μου, όμως, ήταν να παρακολουθήσω την πραγματική Γαλαάδ, τη Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς, που βρισκόταν κοντά στο Σάουθ Λάνσινγκ της Νέας Υόρκης.
Ενώ ήμουν ακόμη κρατούμενος στο νησί, έλαβα μια επιστολή από το γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά, που με καλούσε να υπηρετήσω ως περιοδεύων διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Μετά την αποφυλάκισή μου, θα έπρεπε να αρχίσω να επισκέπτομαι τις εκκλησίες που βρίσκονταν στο σουηδόφωνο τμήμα της Φινλανδίας. Ήμουν μόλις 20 ετών τότε και πίστευα ότι δεν είχα τα κατάλληλα προσόντα, αλλά εμπιστεύτηκα στον Ιεχωβά. (Φιλιππησίους 4:13) Οι Μάρτυρες των εκκλησιών τις οποίες υπηρετούσα ήταν θαυμάσιοι· ποτέ δεν με υποβίβαζαν επειδή ήμουν «παιδί».—Ιερεμίας 1:7.
Τον επόμενο χρόνο, στη διάρκεια της επίσκεψής μου σε μια εκκλησία γνώρισα τη Λίντα, η οποία είχε έρθει στη Φινλανδία από τις Ηνωμένες Πολιτείες για διακοπές. Όταν γύρισε στις Ηνωμένες Πολιτείες, έκανε γρήγορη πνευματική πρόοδο. Σύντομα, βαφτίστηκε. Παντρευτήκαμε τον Ιούνιο του 1957. Αργότερα, προσκληθήκαμε να παρακολουθήσουμε την 32η τάξη της Σχολής Γαλαάδ, το Σεπτέμβριο του 1958. Όταν αποφοιτήσαμε τον επόμενο Φεβρουάριο, διοριστήκαμε στη Νυασαλάνδη, η οποία τώρα λέγεται Μαλάουι, στη νοτιοανατολική Αφρική.
Η Διακονία μας στην Αφρική
Μας άρεσε πολύ να βγαίνουμε στη δημόσια διακονία με τους Αφρικανούς αδελφούς μας, οι οποίοι ήταν τότε πάνω από 14.000 στη Νυασαλάνδη. Μερικές φορές, ταξιδεύαμε με Λαντ Ρόβερ και κουβαλούσαμε μαζί μας ό,τι χρειαζόμασταν. Μέναμε σε χωριά όπου δεν είχε πάει μέχρι τότε κανένας λευκός, και πάντα μας έκαναν καλή υποδοχή. Όταν φτάναμε, μαζευόταν ολόκληρο το χωριό για να μας δει. Αφού μας χαιρετούσαν ευγενικά, κάθονταν σιωπηλά στο έδαφος και μας περιεργάζονταν.
Αρκετές φορές οι χωρικοί έδειχναν την καλοσύνη τους φτιάχνοντας μια καλύβα ειδικά για εμάς, άλλες φορές από λάσπη και άλλες φορές από καλάμια τύφης, η οποία χωρούσε μόλις ένα κρεβάτι. Οι ύαινες περνούσαν σαν αστραπή έξω από την καλύβα τη νύχτα, βγάζοντας τρομακτικές κραυγές δίπλα ακριβώς από τα κεφάλια μας. Ωστόσο, οι Μάρτυρες της Νυασαλάνδης θα αντιμετώπιζαν σύντομα πιο επικίνδυνες δυνάμεις από τα άγρια ζώα.
Ο Εθνικισμός Γίνεται Φλέγον Ζήτημα
Σε όλη την Αφρική είχαν αρχίσει να εμφανίζονται κινήματα ανεξαρτησίας. Στη Νυασαλάνδη αναμενόταν από όλους να ενταχθούν στο υπάρχον πολιτικό κόμμα. Ξαφνικά, η ουδετερότητά μας έγινε φλέγον εθνικό ζήτημα. Εκείνον τον καιρό φρόντιζα για το έργο στο τμήμα επειδή έλειπε ο επίσκοπος του τμήματός μας, ο Μάλκολμ Βάιγκο. Ζήτησα να έχω συνάντηση με τον Δρ Χέιστινγκς Καμούζου Μπάντα, τον τότε πρωθυπουργό της Νυασαλάνδης. Δύο ακόμη Χριστιανοί πρεσβύτεροι και εγώ του εξηγήσαμε την ουδέτερη στάση μας, και η συνάντηση τελείωσε φιλικά. Παρά τη συνάντηση αυτήν, όμως, έναν περίπου μήνα αργότερα, το Φεβρουάριο του 1964, ο Έλατον Μουασάντε έγινε το πρώτο θύμα του διωγμού—λογχίστηκε μέχρι θανάτου από έναν οργισμένο όχλο. Οι άλλοι Μάρτυρες του χωριού του αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή.
Στείλαμε ένα τηλεγράφημα στον Δρ Μπάντα παρακαλώντας τον να χρησιμοποιήσει την εξουσία του για να σταματήσει αυτές τις βιαιότητες. Σύντομα, μου τηλεφώνησαν από το γραφείο του πρωθυπουργού καλώντας με να παρουσιαστώ. Πήγα να δω τον Δρ Μπάντα μαζί με έναν άλλον ιεραπόστολο, τον Χάρολντ Γκάι, και με έναν ντόπιο Μάρτυρα, τον Αλεξάντερ Μαφαμπάνα. Παρόντες ήταν, επίσης, και δύο υπουργοί της κυβέρνησης.
Μόλις καθήσαμε, ο Δρ Μπάντα, χωρίς να πει λέξη, άρχισε να κουνάει το τηλεγράφημα πέρα δώθε πάνω από το κεφάλι του. Τελικά, έσπασε τη σιωπή λέγοντας: «Τι σημαίνει, κ. Γιόχανσον, το τηλεγράφημα που στείλατε;» Του εξηγήσαμε άλλη μια φορά την πολιτικά ουδέτερη στάση μας και πρόσθεσα: «Τώρα, μετά τη δολοφονία του Έλατον Μουασάντε, είστε ο μόνος που μπορεί να μας βοηθήσει». Αυτό φαίνεται ότι ικανοποίησε τον Δρ Μπάντα, και ηρέμησε κάπως.
Ωστόσο, ο ένας από τους υπουργούς της κυβέρνησης που ήταν εκεί ισχυρίστηκε ότι οι Μάρτυρες κάποιου μακρινού χωριού δεν συνεργάζονταν με τις τοπικές αρχές. Ο δεύτερος υπουργός ανέφερε κατόπιν ένα άλλο μακρινό χωριό και ισχυρίστηκε ότι οι Μάρτυρες εκείνου του χωριού είχαν καταφερθεί εναντίον του Δρ Μπάντα. Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να μας δώσουν ούτε ένα όνομα κάποιου ατόμου που είχε συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο. Εξηγήσαμε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διδάσκονται πάντοτε να σέβονται τις κυβερνητικές εξουσίες. Δυστυχώς, οι προσπάθειες που κάναμε για να διορθώσουμε τις εσφαλμένες εντυπώσεις του Δρ Μπάντα και των υπουργών του δεν είχαν επιτυχία.
Η Ζωή μας Κινδύνευε
Το 1964, η Νυασαλάνδη απέκτησε την ανεξαρτησία της και αργότερα μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Μαλάουι. Το έργο μας κηρύγματος συνεχίστηκε κάπως ομαλά αλλά βρισκόταν υπό αυξανόμενη πίεση. Εκείνον τον καιρό, μας τηλεφώνησαν μερικοί Μάρτυρες από τη νότια περιοχή της χώρας και είπαν ότι είχαν ξεσπάσει εκεί κάποιες πολιτικές αναταραχές. Διακρίναμε ότι υπήρχε ανάγκη να πάει κάποιος αμέσως για να αξιολογήσει την κατάσταση των Μαρτύρων καθώς και για να προσφέρει ηθική συμπαράσταση. Είχα κάνει στο παρελθόν μόνος μου ταξίδια στη ζούγκλα και η Λίντα, με θάρρος, το δεχόταν. Τώρα, όμως, με παρακαλούσε να πάρω μαζί μου ένα νεαρό ντόπιο Μάρτυρα, τον Λόιντ Λικουίντε. Τελικά συμφώνησα, σκεπτόμενος: “Αν αυτό θα την κάνει να νιώσει καλύτερα, θα τον πάρω”.
Μας είπαν ότι έπρεπε να διασχίσουμε κάποιο ποτάμι με φέριμποτ πριν από τις 6:00 μ.μ., οπότε άρχιζε η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε για να φτάσουμε μέχρι εκείνη την ώρα, αλλά αργήσαμε επειδή οι δρόμοι ήταν σε άσχημη κατάσταση. Αργότερα μάθαμε ότι είχε δοθεί διαταγή να πυροβοληθεί όποιος βρισκόταν μετά τις έξι στην πλευρά του ποταμού στην οποία ήμασταν. Καθώς πηγαίναμε με το αυτοκίνητο προς το ποτάμι, είδαμε ότι το φέριμποτ είχε ήδη φτάσει στην απέναντι πλευρά. Ο αδελφός Λικουίντε το κάλεσε να έρθει να μας πάρει. Άρχισε όντως να έρχεται, αλλά ένας στρατιώτης φώναξε από το κατάστρωμα: «Πρέπει να πυροβολήσω τον λευκό!»
Στην αρχή, νόμισα ότι η απειλή ήταν ψεύτικη, αλλά καθώς το φέριμποτ πλησίαζε, ο στρατιώτης με διέταξε να σταθώ μπροστά στα φώτα του αυτοκινήτου. Τότε ήταν που ο Αφρικανός φίλος μου μπήκε μπροστά μου για να με καλύψει, παρακαλώντας το στρατιώτη να πυροβολήσει εκείνον αντί για εμένα. Φαίνεται ότι ο στρατιώτης συγκινήθηκε από την προθυμία που έδειξε αυτός να πεθάνει για εμένα και κατέβασε το όπλο του. Σκέφτηκα τα λόγια του Ιησού: «Κανείς δεν έχει αγάπη μεγαλύτερη από αυτήν, από το να παραδώσει την ψυχή του για χάρη των φίλων του». (Ιωάννης 15:13) Πόσο χάρηκα που είχα ακούσει τη συμβουλή της Λίντα να πάρω μαζί μου αυτόν τον αγαπητό αδελφό!
Την επομένη, καθώς επιστρέφαμε στο Μπλαντάιρ, κάποιοι νεαροί μάς έκλεισαν το δρόμο ζητώντας να δουν την κάρτα κόμματος του αδελφού Λικουίντε. Η μόνη λύση ήταν να περάσουμε μέσα από το πλήθος—και μάλιστα γρήγορα! Μαρσάρισα το αυτοκίνητο και αυτό τινάχτηκε προς τα εμπρός, τρομάζοντάς τους τόσο όσο μας χρειαζόταν για να ξεφύγουμε. Αν ο αδελφός Λικουίντε είχε πέσει στα χέρια του πλήθους, προφανώς δεν θα ξέφευγε ζωντανός. Όταν γυρίσαμε στο γραφείο τμήματος, τρέμαμε και οι δυο ολόκληροι, αλλά ήμασταν ευγνώμονες στον Ιεχωβά για την προστασία Του.
Φυλακίζονται για την Πίστη Τους
Το έργο μας στη Μαλάουι τέθηκε επίσημα υπό απαγόρευση τον Οκτώβριο του 1967. Τότε υπήρχαν περίπου 18.000 Μάρτυρες στη χώρα. Ύστερα από δυο εβδομάδες, μάθαμε ότι 3.000 Μάρτυρες είχαν φυλακιστεί στην πρωτεύουσα, το Λιλόνγκουε. Αποφασίσαμε να πάμε εκεί την ίδια εκείνη νύχτα, διανύοντας απόσταση 300 χιλιομέτρων, για να τους προσφέρουμε τουλάχιστον ηθική συμπαράσταση. Φορτώσαμε το Λαντ Ρόβερ με έντυπα της Σκοπιάς και με τη βοήθεια του Ιεχωβά περάσαμε χωρίς έλεγχο τα πολλά μπλόκα που είχαν στηθεί. Κατά μήκος όλης της διαδρομής, στη μια εκκλησία μετά την άλλη, αφήσαμε κιβώτια με επίκαιρη πνευματική τροφή.
Το πρωί πήγαμε στη φυλακή. Τι θέαμα ήταν αυτό που αντικρίσαμε! Έβρεχε ολόκληρη την προηγούμενη νύχτα, και είχαν αφήσει τους Χριστιανούς αδελφούς και αδελφές μας στο ύπαιθρο μέσα σε κάποιον περιφραγμένο χώρο. Ήταν μούσκεμα, και μερικοί προσπαθούσαν να στεγνώσουν τις κουβέρτες τους απλώνοντάς τες στο φράχτη. Καταφέραμε να μιλήσουμε με μερικούς από αυτούς μέσα από το φράχτη.
Η δίκη τους έγινε το μεσημέρι, και εμφανίστηκαν στο εδώλιο αρκετοί οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι ήταν Μάρτυρες. Προσπαθήσαμε να έχουμε οπτική επαφή μαζί τους, αλλά τα πρόσωπά τους παρέμεναν ανέκφραστα. Προς έκπληξή μας, όλοι όσοι στάθηκαν στο εδώλιο αποκήρυξαν την πίστη τους! Ωστόσο, έμαθα ότι οι ντόπιοι Μάρτυρες δεν γνώριζαν κανέναν από εκείνους που είχαν απαρνηθεί την ιδιότητά τους ως Μαρτύρων του Ιεχωβά. Προφανώς, επρόκειτο για μια προσπάθεια που έγινε προκειμένου να αποθαρρυνθούν οι γνήσιοι Μάρτυρες.
Στο μεταξύ, ήρθε η εντολή να απελαθούμε. Το γραφείο τμήματός μας στο Μπλαντάιρ δημεύτηκε, και δόθηκε στους ιεραποστόλους προθεσμία 24 ωρών για να φύγουν από τη χώρα. Πόσο παραξενευτήκαμε όταν βρήκαμε κάποιον αστυνομικό να μας ανοίγει την πύλη την ώρα που γυρίσαμε στο γραφείο τμήματος! Το επόμενο απόγευμα ήρθε ένας αστυνομικός και με κάπως λυπημένη όψη μάς συνέλαβε και μας πήγε στο αεροδρόμιο.
Φύγαμε από τη Μαλάουι στις 8 Νοεμβρίου 1967 γνωρίζοντας ότι οι Χριστιανοί αδελφοί μας που ήταν εκεί επρόκειτο να αντιμετωπίσουν μια πύρινη δοκιμή. Η καρδιά μας πονούσε για αυτούς. Δεκάδες έχασαν τη ζωή τους, εκατοντάδες υπέφεραν σκληρά βασανιστήρια και χιλιάδες έχασαν τη δουλειά τους, το σπίτι τους και τα αποκτήματά τους. Ωστόσο, σχεδόν όλοι κράτησαν την ακεραιότητά τους.
Καινούριοι Διορισμοί
Παρά τις δυσκολίες, ποτέ δεν μας πέρασε η σκέψη να εγκαταλείψουμε το ιεραποστολικό έργο. Απεναντίας, δεχτήκαμε έναν καινούριο διορισμό—στην Κένυα, μια χώρα αντιθέσεων τόσο ως προς το τοπίο όσο και ως προς τους ανθρώπους. Η Λίντα εντυπωσιάστηκε από τους Μασάι. Τότε δεν υπήρχαν Μάρτυρες του Ιεχωβά από τη φυλή Μασάι. Η Λίντα, όμως, συνάντησε τη Δορκάδα, μια γυναίκα Μασάι, και άρχισε να μελετάει τη Γραφή μαζί της.
Η Δορκάδα ήξερε ότι για να ευχαριστήσει τον Θεό έπρεπε να νομιμοποιήσει το γάμο της. Ο πατέρας των δύο παιδιών της αρνούνταν να το κάνει αυτό και έτσι η Δορκάδα προσπάθησε να συντηρήσει τα παιδιά της μόνη της. Ο άνθρωπος αυτός έγινε έξω φρενών με τους Μάρτυρες, αλλά στενοχωριόταν που είχε αποχωριστεί την οικογένειά του. Τελικά, με την παρότρυνση της Δορκάδας, άρχισε και αυτός να μελετάει τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Διόρθωσε τη ζωή του, έγινε Μάρτυρας και παντρεύτηκε τη Δορκάδα. Εκείνη έγινε σκαπάνισσα, και ο σύζυγός της και ο μεγαλύτερος γιος τους είναι τώρα πρεσβύτεροι στην εκκλησία.
Ξαφνικά, το 1973, το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά απαγορεύτηκε στην Κένυα, και αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Ύστερα από λίγους μόνο μήνες, η απαγόρευση άρθηκε. Αλλά τότε είχαμε ήδη λάβει τον τρίτο μας διορισμό—στο Κονγκό (Μπραζαβίλ). Φτάσαμε εκεί τον Απρίλιο του 1974. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, εμείς οι ιεραπόστολοι κατηγορηθήκαμε ψευδώς για κατασκοπεία και το έργο μας απαγορεύτηκε. Εκτός αυτού, ξέσπασαν συμπλοκές στην Μπραζαβίλ μετά τη δολοφονία του προέδρου της χώρας. Όλοι οι άλλοι ιεραπόστολοι διορίστηκαν σε διάφορες χώρες, αλλά εμάς μας ζήτησαν να μείνουμε όσο περισσότερο γινόταν. Επί εβδομάδες ολόκληρες πηγαίναμε για ύπνο δίχως να ξέρουμε αν θα ξυπνούσαμε το επόμενο πρωί. Αλλά κοιμόμασταν καλά, έχοντας εμπιστοσύνη στη φροντίδα του Ιεχωβά. Αυτοί οι λίγοι μήνες που μείναμε μόνοι μας στο γραφείο τμήματος ήταν ίσως το διάστημα κατά το οποίο νιώσαμε να δοκιμάζεται αλλά και να ενισχύεται η πίστη μας με τον πιο έντονο τρόπο από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιεραποστολική υπηρεσία.
Τον Απρίλιο του 1977 αναγκαστήκαμε να φύγουμε από την Μπραζαβίλ. Τότε νιώσαμε μια πραγματική έκπληξη—διοριστήκαμε να ιδρύσουμε νέο γραφείο τμήματος στο Ιράν. Η πρώτη μας δυσκολία ήταν η προσπάθεια που έπρεπε να κάνουμε για να μάθουμε τη γλώσσα Φαρσί, την περσική γλώσσα. Επειδή μαθαίναμε καινούρια γλώσσα αναγκαζόμασταν να δίνουμε στις συναθροίσεις πολύ απλά σχόλια, σαν αυτά που έδιναν τα μικρά παιδιά! Το 1978 άρχισε μια επανάσταση στο Ιράν. Μείναμε όλο το διάστημα που γίνονταν οι χειρότερες συμπλοκές, αλλά τον Ιούλιο του 1980 απελαθήκαμε μαζί με όλους τους υπόλοιπους ιεραποστόλους.
Ο πέμπτος μας διορισμός μάς ξανάφερε στην καρδιά της Αφρικής, στο Ζαΐρ, το οποίο τώρα ονομάζεται Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Υπηρετήσαμε 15 χρόνια στο Ζαΐρ, όπου το έργο ήταν για κάποιο διάστημα υπό απαγόρευση. Όταν ήρθαμε, υπήρχαν 22.000 δραστήριοι Μάρτυρες σε αυτή τη χώρα—τώρα υπάρχουν πάνω από 100.000!
Επιστρέφουμε στο Σπίτι Μας!
Στις 12 Αυγούστου του 1993, άρθηκε η απαγόρευση του έργου των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Μαλάουι. Έπειτα από δύο χρόνια η Λίντα και εγώ διοριστήκαμε στον ίδιο διορισμό από τον οποίο είχαμε αρχίσει—στη Μαλάουι, την όμορφη, φιλική χώρα που είναι γνωστή ως Η Ζεστή Καρδιά της Αφρικής. Από τον Ιανουάριο του 1996, έχουμε τη χαρά να κάνουμε έργο στο χαρούμενο και ειρηνικό λαό της Μαλάουι. Θεωρούμε εξαιρετικά πολύτιμο το προνόμιο να υπηρετούμε ξανά μαζί με τους πιστούς αδελφούς μας της Μαλάουι, πολλοί από τους οποίους έχουν υπομείνει τρεις δεκαετίες διωγμού. Οι Αφρικανοί αδελφοί μας αποτελούν πηγή έμπνευσης, και τους αγαπάμε. Σίγουρα η ζωή τους ανταποκρίνεται στα λόγια του Παύλου: «Πρέπει να μπούμε στη βασιλεία του Θεού διαμέσου πολλών θλίψεων». (Πράξεις 14:22) Οι σχεδόν 41.000 Μάρτυρες της Μαλάουι είναι τώρα ελεύθεροι να κηρύττουν δημόσια και να διεξάγουν μεγάλες συνελεύσεις.
Έχουμε απολαύσει πάρα πολύ όλους τους διορισμούς μας. Η Λίντα και εγώ έχουμε μάθει ότι οποιαδήποτε εμπειρία, άσχετα με το πόσο μεγάλη δοκιμασία είναι, μπορεί να μας κάνει καλύτερα άτομα, με την προϋπόθεση ότι διατηρούμε “τη χαρά του Ιεχωβά.” (Νεεμίας 8:10) Εγώ δυσκολευόμουν κάπως να προσαρμοστώ όταν έπρεπε να φύγουμε από τους διορισμούς μας. Αλλά η προσαρμοστικότητα της Λίντα—και ιδιαίτερα η ισχυρή πίστη της στον Ιεχωβά—με βοήθησαν και με έκαναν να εκτιμήσω την ευλογία τού να έχει κανείς «καλή σύζυγο».—Παροιμίες 18:22.
Πόσο ευτυχισμένη και συναρπαστική ζωή ζήσαμε! Επανειλημμένα έχουμε ευχαριστήσει τον Ιεχωβά για το προστατευτικό του χέρι. (Ρωμαίους 8:31) Έχουν περάσει τέσσερις και πλέον δεκαετίες από τότε που έκανα εκείνη την ομιλία σχετικά με τις ευλογίες της ολοχρόνιας διακονίας. Χαιρόμαστε που έχουμε “δοκιμάσει και έχουμε γευτεί την αγαθότητα του Ιεχωβά”. (Ψαλμός 34:8· Μαλαχίας 3:10) Είμαστε πεπεισμένοι ότι το “να μη ζούμε πια για τον εαυτό μας” είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος ζωής.
[Χάρτης/Εικόνα στη σελίδα 24]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Χώρες στις οποίες υπηρετήσαμε
Ιράν
Δημοκρατία του Κονγκό
Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Κένυα
Μαλάουι
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Πηγαίνοντας στη Μαλάουι μέσω του Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Όταν μας συνέλαβαν και μας απέλασαν από τη Μαλάουι
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Η Δορκάδα, μια γυναίκα Μασάι, με το σύζυγό της