Η Άνοδος και η Πτώση του Παγκόσμιου Εμπορίου
Μέρος 4ο: Η Βιομηχανική Επανάσταση—Πού Οδήγησε;
Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ επανάσταση άρχισε το 18ο αιώνα και άλλαξε τον κόσμο όσο λίγα πράγματα μέχρι τότε. Παράγοντες που συμβάλλουν στη βιομηχανική πρόοδο, όπως η τεχνογνωσία, τα επαρκή κεφάλαια, η διαθεσιμότητα των πρώτων υλών και η δυνατότητα μεταφοράς τόσο αυτών όσο και των παραγόμενων προϊόντων με χαμηλό κόστος, καθώς και άλλοι παράγοντες συνδυάστηκαν τότε στην Αγγλία. Αυτό πυροδότησε μια πρωτοφανή και ταχεία αύξηση στην παραγωγή των αγαθών.
Ωστόσο, ο δρόμος είχε προετοιμαστεί από άλλα γεγονότα που είχαν συμβεί νωρίτερα. Το κάρβουνο, άφθονο στη Βρετανία, χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά ως καύσιμο. Επίσης, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη σπαρασσόταν από θρησκευτικούς πολέμους, η Αγγλία απολάμβανε σχετική ειρήνη. Η χώρα είχε ένα ανώτερο τραπεζικό σύστημα. Ακόμη και η ρήξη της με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε μεγάλη σημασία, επειδή ο Προτεσταντισμός έδινε έμφαση στην άμεση οικονομική ευημερία, προσπαθώντας να φέρει, σαν να λέγαμε, τον παράδεισο στη γη.
Αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1740, ο πληθυσμός της Βρετανίας παρουσίασε μεγάλη αύξηση. Η βιομηχανία έπρεπε να βρει νέες μεθόδους για να ικανοποιήσει την αυξημένη ζήτηση. Η προοπτική του μέλλοντος υπαγόρευε ολοφάνερα τη χρήση περισσότερων και καλύτερων μηχανών. Καθώς το τραπεζικό σύστημα προμήθευε τα κεφάλαια για την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, πλήθη εργάτες συνωστίζονταν στα κατάμεστα από μηχανές εργοστάσια. Οι εργατικές ενώσεις, που προηγουμένως είχαν απαγορευτεί, τώρα νομιμοποιήθηκαν. Οι Βρετανοί εργάτες, οι οποίοι περιορίζονταν λιγότερο από τις συντεχνιακές ρυθμίσεις απ’ ό,τι οι εργάτες στην υπόλοιπη Ευρώπη, πληρώνονταν «με το κομμάτι». Αυτό τους έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο για την ανεύρεση καλύτερων τρόπων που αποσκοπούσαν στην ταχύτερη παραγωγή αγαθών.
Η Βρετανία είχε επίσης καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό. Ο καθηγητής Σέπαρντ Μπ. Κλαφ λέει ότι «στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα τα πανεπιστήμια της Γλασκόβης και του Εδιμβούργου ήταν εκτός συναγωνισμού σε θέματα επιστημονικής και πειραματικής έρευνας». Έτσι, με πρωτοπόρο τη Βρετανία, η βιομηχανική επανάσταση εξαπλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στα αναπτυσσόμενα κράτη συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Οι Άσχημες Πλευρές
Λόγω αυτών των εξελίξεων, όπως αναφέρει Η Παγκόσμια Ιστορία της Κολούμπια (The Columbia History of the World), «οι αγγλικές πόλεις γνώρισαν εντυπωσιακή ευμάρεια, η οποία αντικατοπτριζόταν στο βελτιωμένο βιοτικό επίπεδο, στην πολιτιστική άνθηση της επαρχίας και στην αυξανόμενη υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση». Η Βρετανία ακόμη «κατέκτησε θέση στρατιωτικής, και ειδικά ναυτικής, κυριαρχίας η οποία με τη σειρά της τής χάρισε μεγάλη ‘διπλωματική’ ισχύ». Η βαθιά γνώση συγκεκριμένων βιομηχανικών διαδικασιών έδωσε στη χώρα οικονομική υπεροχή έναντι των ανταγωνιστών της. Τα μυστικά της βιομηχανίας της ήταν τόσο πολύτιμα, ώστε θεσπίστηκαν νόμοι που θα απέτρεπαν τη διάδοσή τους.
Για παράδειγμα, όταν ο Σάμιουελ Σλάτερ εγκατέλειψε τη Βρετανία το 1789, απέκρυψε την ταυτότητά του επειδή οι υφαντουργοί δεν επιτρεπόταν να μεταναστεύουν. Παρέκαμψε έντεχνα τους νόμους που απαγόρευαν την εξαγωγή σχεδίων τα οποία σχετίζονταν με την υφαντουργία με το να αποστηθίσει ολόκληρο το σχέδιο ενός βρετανικού υφαντουργείου. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να χτίσει το πρώτο βαμβακοκλωστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η τακτική προστασίας του εμπορικού απόρρητου εξακολουθεί να υπάρχει. Το περιοδικό Τάιμ (Time) σχολιάζει ότι «εταιρίες και κράτη κυνηγούν τα μυστικά άλλων εταιριών με τη φρενίτιδα που χαρακτηρίζει τους πεινασμένους καρχαρίες». Η υποκλοπή της τεχνογνωσίας κάποιου άλλου μπορεί να εξοικονομήσει χρόνια έρευνας και υπέρογκα έξοδα. Ώστε, «ανεξάρτητα από το αν το προϊόν είναι φάρμακο ή τηγανίτες, οι εταιρίες μεριμνούν περισσότερο από ποτέ για την ανεύρεση τρόπων με τους οποίους θα προστατεύσουν το εμπορικό τους απόρρητο». Ένα άτομο του οποίου η δουλειά είναι η ανεύρεση και η «στρατολόγηση» νέων εργατικών χεριών στη βιομηχανία των ηλεκτρονικών παραδέχεται: «Υπάρχει μεγάλη απληστία στον κόσμο των επιχειρήσεων. Αν πετύχεις τις κατάλληλες συγκυρίες, γίνεσαι αυτόματα εκατομμυριούχος».
Η υφαντουργία χρησιμεύει στο να καταδεικνύει άλλη μια άσχημη πλευρά της οικονομικής προόδου. Όταν οι νέες μέθοδοι ύφανσης κατέστησαν δυνατή την παραγωγή βαμβακερών προϊόντων με μηχανικά μέσα, αυξήθηκε η ζήτηση του βαμβακιού ως πρώτης ύλης. Αλλά απαιτούνταν τόσο πολύς χρόνος για να γίνει χειρωνακτικά η επεξεργασία, ώστε η προσφορά δεν μπορούσε να συμβαδίσει με τη ζήτηση. Τότε, το 1793, ο Έλι Γουίτνι επινόησε την εκκοκκιστική μηχανή βαμβακιού. Μέσα σε 20 χρόνια η σοδειά βαμβακιού στις Η.Π.Α. είχε αυξηθεί 57 φορές περισσότερο! Αλλά, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Κλαφ, η εφεύρεση του Γουίτνι ήταν επίσης υπεύθυνη «για την εξάπλωση του συστήματος με τις φυτείες και της δουλείας των Νέγρων». Έτσι, μολονότι η εκκοκκιστική μηχανή βαμβακιού ήταν χρήσιμη, εξηγεί ο Κλαφ, «συνέβαλε κατά πολύ στην ένταση που δημιουργήθηκε μεταξύ των Βόρειων και Νότιων πολιτειών, πράγμα που κατέληξε στον Εμφύλιο Πόλεμο».
Η βιομηχανική επανάσταση συντέλεσε στη δημιουργία ενός συστήματος κατά το οποίο τα μεγάλα εργοστάσια βρίσκονταν στα χέρια των πλουσίων. Μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να έχουν ακριβές μηχανές, το μέγεθος και το βάρος των οποίων απαιτούσε εγκατάσταση σε μόνιμες, γερές οικοδομές. Αυτές χτίζονταν εκεί όπου υπήρχε άμεσα διαθέσιμη ενέργεια και όπου οι πρώτες ύλες θα μπορούσαν να παραδίδονται με χαμηλό κόστος. Έτσι, οι επιχειρήσεις έτειναν να συγκεντρώνονται σε τεράστια βιομηχανικά κέντρα.
Για την εξοικονόμηση της ενέργειας—πηγή της οποίας ήταν αρχικά το νερό και αργότερα ο ατμός—που απαιτούνταν για τη λειτουργία των μηχανών, κρίθηκε αναγκαίο να λειτουργούν πολλές μαζί συγχρόνως. Κατά συνέπεια τα εργοστάσια έγιναν μεγαλύτερα. Και όσο μεγάλωναν, τόσο πιο απρόσωπα γίνονταν. Οι εργαζόμενοι δεν εργάζονταν πλέον για ανθρώπους· εργάζονταν για εταιρίες.
Όσο μεγαλύτερη ήταν η επιχείρηση, τόσο μεγαλύτερο ήταν το πρόβλημα της χρηματοδότησης. Οι συνεταιρισμοί αυξήθηκαν, και οι ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες εμφανίστηκαν πρώτη φορά το 17ο αιώνα, γνώρισαν μεγάλη άνθηση. (Βλέπε πλαίσιο.) Όμως, αυτές συντέλεσαν στο να συγκεντρωθεί η εξουσία στα χέρια λίγων, αφού οι επενδυτές, ή αλλιώς μέτοχοι, ασκούσαν μικρό έλεγχο στη διοίκηση. Οι επιχειρηματίες οι οποίοι εκτελούσαν χρέη διευθυντών σε πολλές εταιρίες ή τράπεζες ταυτόχρονα είχαν τεράστια εξουσία. Ο Κλαφ μιλάει για «αλληλένδετα σώματα διευθυντών» μέσω των οποίων «μια μικρή κλίκα μπορούσε να καθορίζει το όριο πίστωσης που έπρεπε να δίνεται στις επιχειρήσεις, μπορούσε να αρνηθεί πίστωση στους ανταγωνιστές, και μπορούσε να αποκτήσει τόση δύναμη ώστε είχε τη δυνατότητα να καθορίζει την πολιτική των κυβερνήσεων και, ακόμη, να ανατρέπει καθεστώτα που ήταν εχθρικώς διακείμενα απέναντί της».—Τα πλάγια γράμματα δικά μας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, η βιομηχανική επανάσταση προσέδωσε στον κόσμο του εμπορίου επιπρόσθετη εξουσία. Θα χρησιμοποιούνταν αυτή με υπεύθυνο τρόπο;
Ελεύθερη ή Ελεγχόμενη Οικονομία;
Ο καπιταλισμός άκμασε πλήρως στην Αγγλία. Γνωστός επίσης ως σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, ο καπιταλισμός έκανε πολύ περισσότερα πράγματα από το να συντελέσει απλώς και μόνο στη δημιουργία πολυάριθμων εκατομμυριούχων και του υψηλότερου βιοτικού επιπέδου στην ιστορία.
Ωστόσο, ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του καπιταλισμού παραδέχονται ότι έχει αδυναμίες. Για παράδειγμα, η οικονομική ανάπτυξη όπου εφαρμόζεται ο καπιταλισμός είναι αναξιόπιστη. Η αστάθειά της δημιουργεί κατά διαστήματα «σκαμπανεβάσματα», δηλαδή, πότε εξάρσεις οικονομικής δραστηριότητας και πότε οικονομικές υφέσεις. Οι διακυμάνσεις, που προηγουμένως οφείλονταν σε εξωτερικούς παράγοντες όπως οι πόλεμοι ή οι καιρικές συνθήκες, τώρα μπορούν να δημιουργηθούν από το ίδιο το οικονομικό σύστημα.
Μια δεύτερη αδυναμία είναι το γεγονός ότι, ενώ ο καπιταλισμός παράγει χρήσιμα αγαθά, συχνά προκαλεί άσχημες παρενέργειες—καυσαέρια, τοξικά απόβλητα ή ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας. Η βιομηχανική επανάσταση το κατέδειξε αυτό, συμβάλλοντας στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, όπως αποκαλείται, με τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις του.a
Ένα τρίτο μειονέκτημα είναι το γεγονός ότι ο καπιταλισμός δεν διασφαλίζει τη δίκαιη κατανομή του πλούτου ή των προϊόντων. Πάρτε, για παράδειγμα, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1986, στις φτωχότερες οικογένειες της χώρας αναλογούσε λιγότερο από το 5 τοις εκατό του συνολικού εθνικού εισοδήματος, ενώ στις πλουσιότερες σχεδόν το 45 τοις εκατό.
Καθώς ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε πλήρως στη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, οι αδυναμίες του δεν πέρασαν απαρατήρητες. Άνθρωποι όπως ο Καρλ Μαρξ τον καταδίκασαν, απαιτώντας να αντικατασταθεί από ελεγχόμενη ή με κεντρικό σχεδιασμό οικονομία. Υποστήριξαν την άποψη ότι η κυβέρνηση έπρεπε να θέτει στόχους παραγωγής, να ρυθμίζει τις τιμές και να αναλαμβάνει τη διοίκηση των επιχειρήσεων παραγκωνίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον ατομικό παράγοντα. Ωστόσο, σήμερα, αφού αυτό το σύστημα δοκιμάστηκε στην πράξη επί δεκαετίες στη Σοβιετική Ένωση και στην Ανατολική Ευρώπη, έχει χάσει την αίγλη του. Ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας λειτουργεί καλύτερα όταν απαιτείται «εντατικός σχεδιασμός», όπως στη διάρκεια εμπόλεμων καταστάσεων ή όταν αναπτύσσονται διαστημικά προγράμματα. Το σύστημα που διασφάλιζε τα απολύτως αναγκαία αποδείχτηκε πολύ ανεπαρκές.
Εντούτοις, οι υποστηρικτές του καπιταλισμού θα παραδεχτούν, όπως έκανε κι ο Άνταμ Σμιθ, στου οποίου τις διδασκαλίες βασίζεται κυρίως ο καπιταλισμός, ότι ο κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία δεν μπορεί να αποφευχθεί εντελώς. Για να αντιμετωπίζονται προβλήματα όπως ο πληθωρισμός ή η ανεργία με κάποια επιτυχία, πρέπει ο χειρισμός να γίνεται σε κυβερνητικό επίπεδο. Γι’ αυτό, τα περισσότερα κράτη με σύστημα ελεύθερης οικονομίας έχουν απομακρυνθεί από τον αμιγή καπιταλισμό και έχουν ασπαστεί τη μικτή οικονομία ή ένα τροποποιημένο σύστημα.
Σχετικά μ’ αυτή την τάση, το Βιβλίο Έτους της Μπριτάνικα 1990 (1990 Britannica Book of the Year) προλέγει: «Φαίνεται πιθανό . . . [ότι] τα οικονομικά συστήματα θα χάσουν μερικές από τις καθοριστικές διαφορές οι οποίες τα χαρακτήριζαν στο παρελθόν και θα φτάσουν στο σημείο να προτείνουν μια κοινή βάση στην οποία θα συνυπάρχουν στοιχεία τόσο από την ελεύθερη όσο κι από την ελεγχόμενη οικονομία σε διάφορες αναλογίες. Οι κοινωνίες που θα στηρίζονται σ’ αυτή την κοινή βάση ίσως εξακολουθήσουν να αυτοανακηρύσσονται καπιταλιστικές και σοσιαλιστικές, αλλά, πιθανότατα, οι κοινές πτυχές που θα αποκαλύπτουν όσον αφορά την επίλυση των οικονομικών τους προβλημάτων θα είναι όσες και οι σημαντικές διαφορές που θα εξακολουθήσουν να επιδεικνύουν».
Η Συμβολή του στα Προβλήματα
Το 1914 άρχισε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Όταν έγινε αυτό, το άπληστο εμπόριο έσπευσε να προμηθεύσει τα όπλα, τα τανκς και τα αεροσκάφη τα οποία χρειάζονταν τα εμπόλεμα έθνη και που όφειλαν την ύπαρξή τους στη βιομηχανική επανάσταση.
Η Παγκόσμια Ιστορία της Κολούμπια επισημαίνει ότι ενώ «η βιομηχανοποίηση συνέβαλε στο να ικανοποιηθούν πολλές από τις υλικές ανάγκες του ανθρώπου», ωστόσο, «συντέλεσε σε κοινωνικά προβλήματα τεράστιων διαστάσεων και πολυπλοκότητας».
Σήμερα, 78 χρόνια μετά το 1914, έχουμε περισσότερους λόγους παρά ποτέ να συμφωνήσουμε μ’ αυτά τα λόγια. Κατάλληλα, το επόμενο μέρος αυτής της σειράς θα έχει το θέμα «Η Μέγκενη των Μεγάλων Επιχειρήσεων Σφίγγει».
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε Ξύπνα! 8 Σεπτεμβρίου 1989.
[Πλαίσιο στη σελίδα 18]
Το Χρηματιστήριο—Από την Αρχή ως το Τέλος
Το 17ο αιώνα, ήταν ήδη κοινή συνήθεια να ιδρύονται νέες επιχειρήσεις με το να συνδυάζονται τα κεφάλαια πολλών επενδυτών. Οι μετοχές ήταν διαθέσιμες σε καθορισμένη τιμή. Αυτές οι ανώνυμες εταιρίες έχουν χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική επινόηση που έγινε ποτέ στην οργάνωση επιχειρήσεων. Οι Άγγλοι αποτόλμησαν διάφορα παρόμοια οικονομικά εγχειρήματα στα μέσα του 16ου αιώνα, αλλά αυτά διαδόθηκαν ευρέως μετά το σχηματισμό της Αγγλικής Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών το 1600.
Καθώς οι ανώνυμες εταιρίες αύξαναν, αυξανόταν επίσης η ανάγκη για χρηματιστές. Στην αρχή αυτοί συναντούσαν τους πελάτες σε διάφορα μέρη, μερικές φορές σε καφενεία. Αργότερα, ιδρύθηκαν χρηματιστήρια, ώστε να υπάρχει καθορισμένος τόπος διακίνησης των μετοχών. Το Χρηματιστήριο Αξιών του Λονδίνου ιδρύθηκε το 1773. Αλλά το πιο παλιό του κόσμου ίσως είναι αυτό του Άμστερνταμ, που όπως λένε μερικοί άνοιξε το 1642, ή πιθανόν αυτό της Αμβέρσας, για το οποίο άλλοι ισχυρίζονται ότι ανάγεται στο 1531.
Οι ανώνυμες εταιρίες έχουν μερικά πλεονεκτήματα όπως τα ακόλουθα: παρέχουν επαρκές κεφάλαιο για τη λειτουργία μεγάλων επιχειρήσεων· επιτρέπουν στο κοινό να τοποθετεί και να εκμεταλλεύεται έστω και μικρά κεφάλαια· μειώνεται το ποσό που χάνει ο κάθε επενδυτής σε περιπτώσεις ζημίας· οι μέτοχοι μπορούν να ρευστοποιούν όλες ή μερικές από τις μετοχές τους με το να τις πουλούν· και επιτρέπουν τη μεταβίβαση των μετοχών μέσω κληρονομιάς.
Εντούτοις, οι απρόσμενες διακυμάνσεις στις τιμές των μετοχών μπορεί να σημαίνουν καταστροφή. Επίσης, όπως καταδεικνύουν τα πρόσφατα σκάνδαλα στη Γουόλ Στριτ, η αγορά μπορεί να γίνει αντικείμενο παράνομων παραπλανητικών χειρισμών, πιθανότατα μέσω αθέμιτης εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών, τακτική που γίνεται ολοένα και πιο διαδεδομένη. Άτομα χρησιμοποιούν ή πουλάνε προκαταβολικά σημαντικές πληροφορίες—ενδεχομένως για επικείμενη συγχώνευση δυο εταιριών—κερδίζοντας έτσι από την κίνηση των μετοχών εκείνων των εταιριών. Ο φίλος κάποιου που κατηγορήθηκε για τέτοιες ενέργειες το 1989 απέδωσε αυτό το γεγονός στην απληστία. Παρά το ότι σε πολλές χώρες γίνονται κινητοποιήσεις για να απαγορευτεί αυτή η συνήθεια, το περιοδικό Τάιμ (Time) σχολίασε: «Οι νόμοι, από μόνοι τους, δεν θα αποδειχτούν επαρκείς για την επίλυση αυτού του προβλήματος».
Στην ημέρα κρίσης του Ιεχωβά, που πλησιάζει γοργά, το πρόβλημα θα λυθεί μια και καλή. Το χρυσάφι και το ασήμι θα είναι άχρηστα, και οι μετοχές και οι ομολογίες δεν θα αξίζουν περισσότερο από το χαρτί στο οποίο είναι τυπωμένες. Το εδάφιο Ιεζεκιήλ 7:19 αναφέρει: «Το αργύριον αυτών θέλουσι ρίψει εις τας οδούς, και το χρυσίον αυτών θέλει είσθαι ως ακαθαρσία». Το εδάφιο Σοφονίας 1:18 προσθέτει επίσης: ‘Ουδέ το αργύριον αυτών ουδέ το χρυσίον αυτών θέλει δυνηθή να λυτρώση αυτούς εν τη ημέρα της οργής του Ιεχωβά’.
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Η εφεύρεση της εκκοκκιστικής μηχανής βαμβακιού οδήγησε στην εξάπλωση της δουλείας
[Ευχαριστίες]
The Old Print Shop/Kenneth M. Newman