Η Άποψη της Αγίας Γραφής
Είναι Εσφαλμένο να Νιώθει Κάποιος Θλίψη;
«ΠΙΣΤΕΥΩ ΑΚΡΑΔΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΘΑ ΗΤΑΝ ΕΣΦΑΛΜΕΝΟ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΩ ΤΗ ΘΛΙΨΗ ΜΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΘΑ ΤΟΥΣ ΕΔΙΝΑ ΛΟΓΟ ΝΑ ΑΜΦΙΒΑΛΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝ ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΤΟΣΟ ΣΤΕΡΕΗ ΕΛΠΙΔΑ. ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΙΣΤΕΥΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΔΕΝ ΘΑ ΕΝΙΩΘΑ ΤΟΣΟ ΕΝΤΟΝΑ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ».—ΣΑΡΛΙΝ, ΒΑΦΤΙΣΜΕΝΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ ΕΠΙ 21 ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ ΧΡΟΝΙΑ.
ΟΤΑΝ πεθαίνει κάποιος που αγαπάτε, μπορεί να έρθουν στην επιφάνεια αισθήματα και στάσεις που δεν περιμένατε—φόβος, θυμός, ενοχή και κατάθλιψη. Για το Χριστιανό, η ενθαρρυντική υπόσχεση της Αγίας Γραφής για ανάσταση των νεκρών που θα ζήσουν σε μια παραδεισένια γη υπό τη διακυβέρνηση της Βασιλείας του Θεού μπορεί να συμβάλει στη μείωση του πλήγματος. (Ιωάννης 5:28, 29· Πράξεις 24:15· Αποκάλυψη 21:1-4) Αλλά όπως δείχνουν τα λόγια της Σαρλίν, όταν πεθάνει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, μερικοί Χριστιανοί σηκώνουν ένα περιττό φορτίο—το αίσθημα ότι είναι εσφαλμένο να πενθούν, ότι με κάποιον τρόπο η θλίψη αποκαλύπτει έλλειψη πίστης στη Γραφική ελπίδα της ανάστασης.
Αλλά τι λέει η Αγία Γραφή για τη θλίψη; Είναι εσφαλμένο να πενθεί κάποιος όταν πεθάνει ένα αγαπημένο του πρόσωπο;
Ένιωσαν Θλίψη
Η πίστη του Αβραάμ είναι πασίγνωστη. Όταν τέθηκε σε δοκιμή, ο Αβραάμ «ουσιαστικά πρόσφερε τον [γιο του] Ισαάκ». (Εβραίους 11:17· Γένεσις 22:9-13) Προφανώς, κανείς δεν είχε αναστηθεί πριν από την εποχή του, αλλά ο Αβραάμ πίστευε ότι, αν ήταν απαραίτητο, «ο Θεός μπορούσε να . . . εγείρει [το γιο του] ακόμη και από τους νεκρούς». (Εβραίους 11:19) Περίπου 12 χρόνια μετά τη δοκιμή της πίστης του Αβραάμ, η σύζυγός του, η Σάρρα, πέθανε. Πώς αντέδρασε αυτός ο άντρας πίστης; Η Αγία Γραφή εξηγεί ότι «ήλθεν . . . δια να κλαύση την Σάρραν και να πενθήση αυτήν».a (Γένεσις 23:2) Ναι, ο άντρας που είχε πίστη στο ότι ο Θεός μπορούσε να αναστήσει τους νεκρούς εκδήλωσε ανοιχτά τη θλίψη του. Ωστόσο, ο Αβραάμ συνεχίζει να μνημονεύεται ως εξέχον παράδειγμα πίστης.—Εβραίους 11:8-10.
Ένα από τα πιο συγκινητικά παραδείγματα κάποιου που εκδήλωσε ανοιχτά τη θλίψη του για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ήταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Σχετικά με το θάνατο του Λαζάρου, ενός στενού φίλου του Ιησού, διαβάζουμε: «Η Μαρία, . . . όταν έφτασε εκεί που ήταν ο Ιησούς και τον είδε, έπεσε στα πόδια του, λέγοντάς του: ‘Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε πεθάνει’. Ο Ιησούς, λοιπόν, όταν την είδε να κλαίει και τους Ιουδαίους που ήρθαν μαζί της να κλαίνε, στέναξε στο πνεύμα και ταράχτηκε· και είπε: ‘Πού τον έχετε βάλει;’ Εκείνοι του είπαν: ‘Κύριε, έλα και δες’. Ο Ιησούς δάκρυσε».—Ιωάννης 11:32-35.
Είναι αληθινά ενθαρρυντικό να προσέξουμε ότι ο τέλειος Γιος του Θεού δεν ντράπηκε να εκδηλώσει φανερά τη θλίψη του. Η λέξη του πρωτότυπου κειμένου που αποδίδεται «δάκρυσε» (δακρύω) σημαίνει «χύνω δάκρυα σιωπηλά». Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Ιησούς προηγουμένως είχε αναστήσει δυο άτομα—το γιο της χήρας στη Ναΐν και την κόρη του Ιαείρου—και σίγουρα σκόπευε να αναστήσει τον Λάζαρο. (Λουκάς 7:11-15· 8:41, 42, 49-55· παράβαλε Ιωάννης 11:11). Μερικές στιγμές προηγουμένως είχε πει στη Μάρθα: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Αυτός που ασκεί πίστη σε εμένα, ακόμη και αν πεθάνει, θα έρθει στη ζωή». (Ιωάννης 11:25) Ωστόσο, τόσο έντονο ήταν το συναίσθημα που κατέλαβε τον Ιησού ώστε τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Υπάρχει κάτι ακόμη πιο σημαντικό. Ο Ιησούς είναι «η ακριβής απεικόνιση της ίδιας . . . της οντότητας [του Ιεχωβά]». (Εβραίους 1:3) Κατά συνέπεια, τα τρυφερά και έντονα αισθήματα που ένιωσε ο Ιησούς όταν έχασε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο στο θάνατο σκιαγραφούν με πολύ συγκινητικό τρόπο τον ουράνιο Πατέρα μας, τον Ιεχωβά. Αυτά απεικονίζουν έναν Θεό του οποίου η καρδιά είναι γεμάτη αγωνία για τη θλίψη των υπηρετών του.—Παράβαλε Ψαλμός 56:8.
Είναι σαφές λοιπόν ότι δεν είναι εσφαλμένο να νιώθετε θλίψη όταν πεθαίνει κάποιος που αγαπάτε. Ο Αβραάμ θρήνησε το θάνατο της Σάρρας. Ο Ιησούς εκδήλωσε ανοιχτά τη λύπη του όταν πέθανε ο Λάζαρος. Ο Ιεχωβά Θεός καταλαβαίνει τον πόνο μας επειδή «αυτός ενδιαφέρεται» για εμάς.—1 Πέτρου 5:7.
Όμως, τι θα λεχτεί για τη Χριστιανική ελπίδα; Κάνει τα πράγματα διαφορετικά;
‘Μη Λυπάστε Όπως οι Υπόλοιποι’
Όταν μερικοί στη Χριστιανική εκκλησία του πρώτου αιώνα στη Θεσσαλονίκη ένιωσαν θλίψη για την απώλεια μερικών ομοπίστων, ο απόστολος Παύλος προσπάθησε να τους παρηγορήσει. Έγραψε: «Επιπλέον, αδελφοί, δεν θέλουμε να έχετε άγνοια σχετικά με εκείνους που κοιμούνται τον ύπνο του θανάτου· για να μη λυπάστε όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι οι οποίοι δεν έχουν ελπίδα». (1 Θεσσαλονικείς 4:13) Ναι, εκείνοι που έχουν πεποίθηση στην υπόσχεση του Θεού να εγείρει τους νεκρούς είναι σε πολύ καλύτερη θέση από εκείνους που δεν έχουν την ελπίδα της ανάστασης.b Πώς συμβαίνει αυτό;
Ενόψει του θανάτου, εκείνοι που δεν έχουν την ελπίδα της ανάστασης βρίσκονται σε απόγνωση. Ακόμη και αν ισχυρίζονται ότι πιστεύουν σε κάποια μετά θάνατον ζωή, ελάχιστοι αντλούν πραγματική παρηγοριά από αυτήν. Για πολλούς άλλους, η λύπη τους προκαλείται όχι μόνο από το γεγονός ότι ο θάνατος τους χώρισε από τους αγαπημένους τους αλλά από το γεγονός ότι για αυτούς ο χωρισμός είναι μόνιμος. Χωρίς σαφή κατανόηση της ανάστασης, αυτοί θάβουν τις ελπίδες τους όταν θάβουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα· σύμφωνα με όσα πιστεύουν, δεν θα τους ξαναδούν ποτέ.—Παράβαλε 1 Κορινθίους 15:12-19, 32.
Ωστόσο, τα πράγματα διαφέρουν για τους αληθινούς Χριστιανούς. Ο θάνατος, εξήγησε ο Παύλος, είναι σαν τον ύπνο—όχι μόνο επειδή είναι μια κατάσταση χωρίς συνειδητότητα που μοιάζει με βαθύ ύπνο αλλά επίσης επειδή είναι δυνατόν να ξυπνήσει κάποιος από αυτόν μέσω ανάστασης. (Ψαλμός 13:3· Εκκλησιαστής 9:5, 10) Αυτή η βασισμένη στην Αγία Γραφή ελπίδα κάνει τα πράγματα διαφορετικά.
Όταν ο Χριστιανός χάσει κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο στο θάνατο, αισθάνεται τόσο έντονα όσο και οι άπιστοι την απώλεια της συντροφιάς, την απώλεια ενός οικείου προσώπου, την απουσία μιας αγαπημένης φωνής. Η ελπίδα της ανάστασης δεν κάνει την καρδιά αναίσθητη. Ωστόσο, απαλύνει ή εξισορροπεί το πένθος. Όχι, αυτή η ελπίδα δεν εξαλείφει την ανάγκη που νιώθει κάποιος να εκδηλώσει θλίψη, αλλά μπορεί να κάνει πολύ πιο εύκολο το να αντέξει κάποιος τον πόνο.
[Υποσημειώσεις]
a Αναφορικά με την εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «κλαύση [θρηνήσει, ΜΝΚ]», το Θεολογικό Εγχειρίδιο της Παλαιάς Διαθήκης (Theological Wordbook of the Old Testament) δηλώνει: «Όλοι όσοι ένιωθαν την απώλεια του νεκρού έρχονταν για να μοιραστούν τη θλίψη τους με τα μέλη της οικογένειας. . . . Διαπεραστικές κραυγές ή δυνατοί οδυρμοί συχνά συνόδευαν το πένθος». Σχετικά με την εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «πενθήση [κλάψει, ΜΝΚ]», το ίδιο έργο εξηγεί: «Ενώ τα δάκρυα συνδέονται με τα μάτια, το κλάμα συνδέεται με τη φωνή· οι Σημίτες δεν κλαίνε ήσυχα, αλλά δυνατά. . . . Σε όλη την Κ[αινή] Δ[ιαθήκη] το κλάμα είναι η φυσική και αυθόρμητη έκφραση ισχυρών συναισθημάτων».
b Οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα στους οποίους έγραψε ο Παύλος είχαν την ελπίδα της ανάστασης στον ουρανό, όπου θα υπηρετούσαν ως συγκυβερνήτες με τον Χριστό. (1 Θεσσαλονικείς 4:14-17· παράβαλε Λουκάς 22:29, 30). Με αυτόν τον τρόπο ο Παύλος τους ενθάρρυνε να παρηγορούν ο ένας τον άλλον με την ελπίδα ότι στην παρουσία του Χριστού οι πιστοί από ανάμεσά τους που είχαν πεθάνει θα ανασταίνονταν και θα ενώνονταν με τον Χριστό και ο ένας με τον άλλον. Για τη συντριπτική πλειονότητα εκείνων που πεθαίνουν, όμως, η Αγία Γραφή προσφέρει την ελπίδα ανάστασης σε έναν αποκαταστημένο επίγειο παράδεισο.—Ιωάννης 5:28, 29· Αποκάλυψη 21:1-4.
[Ευχαριστία για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 26]
Jean-Baptiste Greuze, detail from Le fils puni, Louvre; © Photo R.M.N.