Αγωνιστήκαμε για να Έχουμε το Δικαίωμα να Κηρύττουμε
Όπως το αφηγήθηκε η Γκρέις Μαρς
Πριν από λίγα χρόνια, η καθηγήτρια Νιούτον, η οποία τότε συνεργαζόταν με το Κολέγιο Χάντινγκτον στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, μου πήρε συνέντευξη για πράγματα που συνέβησαν πριν από 50 και πλέον χρόνια. Το 1946 το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάνθηκε σε μια υπόθεση που αφορούσε τη δράση μου ως διακόνου των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Το ενδιαφέρον της καθηγήτριας Νιούτον για το τι συνέβη μου ξύπνησε πολλές αναμνήσεις. Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω από τα παιδικά μου χρόνια.
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το 1906 στο Ράντολφ της Αλαμπάμα, στις Η.Π.Α., και ήμουν τέταρτης γενιάς Σπουδάστρια της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο προπάππος μου Λούις Γουόλντροπ και ο παππούς μου Σιμ Γουόλντροπ βαφτίστηκαν ως Σπουδαστές της Γραφής στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο γιος τού Σιμ Γουόλντροπ, ο Τζόσεφ, ήταν ο πατέρας μου. Ο Τζόσεφ εντυπωσίασε ένα κορίτσι, την Μπελ, δίνοντάς της ένα βιβλιάριο που εξέθετε την εκκλησιαστική διδασκαλία της πύρινης κόλασης. Η Μπελ χάρηκε τόσο πολύ με αυτά που διάβασε ώστε έδωσε το βιβλιάριο και στον πατέρα της, ο οποίος επίσης ενδιαφέρθηκε για αυτό. Αργότερα, ο Τζόσεφ παντρεύτηκε την Μπελ και έκαναν έξι παιδιά. Το δεύτερο ήμουν εγώ.
Κάθε βράδυ, ο πατέρας μάζευε όλη την οικογένεια γύρω από το τζάκι και διάβαζε μεγαλόφωνα από την Αγία Γραφή και από το περιοδικό Η Σκοπιά. Όταν τελείωνε το διάβασμα, όλοι γονατίζαμε καθώς ο πατέρας έκανε μια εγκάρδια προσευχή. Κάθε εβδομάδα, ταξιδεύαμε αρκετά χιλιόμετρα με μια άμαξα ως το σπίτι του παππού Σιμ για να παρακολουθήσουμε μια συνάθροιση με άλλους Σπουδαστές της Γραφής.
Στο σχολείο οι συμμαθητές μας συχνά μας κορόιδευαν και μας φώναζαν Ρωσσελιστές. Αυτή η προσβολή δεν είχε το αποτέλεσμα που θα ήθελαν, επειδή εγώ εκτιμούσα πολύ τον Κάρολο Τέηζ Ρώσσελ, τον πρώτο πρόεδρο της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Πόσο συγκινήθηκα όταν τελικά τον είδα σε μια συνέλευση στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα το 1914! Ακόμη τον θυμάμαι να στέκεται στο βήμα και να εξηγεί το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας», μια παρουσίαση με εικόνες.
Το 1920 η οικογένειά μας μετακόμισε στο Ρόμπερτσντεϊλ, μια μικρή πόλη ανατολικά του Μομπάιλ της Αλαμπάμα. Πέντε χρόνια αργότερα παντρεύτηκα τον Χέρμπερτ Μαρς. Ο Χέρμπερτ και εγώ μετακομίσαμε στο Σικάγο του Ιλινόις, και λίγο αργότερα γεννήθηκε εκεί ο γιος μας, ο Τζόσεφ Χάρολντ. Δυστυχώς, εγώ ξεμάκρυνα από τη θρησκεία των παιδικών μου χρόνων, αλλά την είχα ακόμη στην καρδιά μου.
Η Στάση μου Υπέρ της Βιβλικής Αλήθειας
Κάποια μέρα το 1930, είδα κάτι συγκλονιστικό που με έκανε να συνέλθω· είδα το σπιτονοικοκύρη μας να ρίχνει βίαια από τις σκάλες ένα Σπουδαστή της Γραφής. Εξοργίστηκα και μίλησα στο σπιτονοικοκύρη μας για τη συμπεριφορά του. Μου είπε ότι αν καλούσα αυτόν τον άντρα στο διαμέρισμά μας, ο σύζυγός μου και εγώ δεν θα μπορούσαμε πια να ζούμε εκεί. Περιττό να πω ότι αμέσως κάλεσα το Σπουδαστή της Γραφής για ένα φλιτζάνι τσάι.
Ο σύζυγός μου και εγώ παρακολουθήσαμε μια συνάθροιση των Σπουδαστών της Γραφής την επόμενη Κυριακή και χαρήκαμε που συναντήσαμε τον Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, ο οποίος είχε γίνει πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά μετά το θάνατο του Ρώσσελ. Τότε ο Ρόδερφορντ έτυχε να επισκέπτεται το Σικάγο. Αυτά τα γεγονότα με υποκίνησαν να γίνω ξανά δραστήρια στη Χριστιανική διακονία. Λίγο αργότερα μετακομίσαμε ξανά στο Ρόμπερτσντεϊλ της Αλαμπάμα.
Σε μια συνέλευση στο Κολόμπους του Οχάιο, το 1937, αποφάσισα να γίνω σκαπάνισσα, όπως ονομάζονται οι ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αργότερα, ο σύζυγός μου ο Χέρμπερτ βαφτίστηκε και σύντομα άρχισε να υπηρετεί ως προεδρεύων επίσκοπος στην Εκκλησία Ρόμπερτσντεϊλ. Ο γιος μας ο Χάρολντ με συνόδευε συχνά στη διακονία από σπίτι σε σπίτι.
Το 1941 έλαβα την πρόσκληση να υπηρετήσω ως ειδική σκαπάνισσα στο Μπρουκχέιβεν του Μισισιπή. Η Βάιολετ Μπάμπιν, Χριστιανή αδελφή από τη Νέα Ορλεάνη, με συντρόφευε. Δεχτήκαμε να αναλάβουμε αυτό το δύσκολο έργο και πήραμε μαζί μας το τροχόσπιτό μας και τα παιδιά μας για να δημιουργήσουμε ένα «ορμητήριο» στο Μπρουκχέιβεν. Οι σύζυγοί μας θα έρχονταν αργότερα.
Αρχικά, είχαμε επιτυχία στη διακονία μας, και τόσο η κόρη της Βάιολετ όσο και ο Χάρολντ τα πήγαιναν καλά στο σχολείο. Ωστόσο, μετά το βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ από τους Ιάπωνες το Δεκέμβριο του 1941 και την κήρυξη πολέμου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αντίδραση στο έργο μας άλλαξε ριζικά. Υπήρχε ένα πνεύμα φλογερού πατριωτισμού και φόβος για συνωμοσίες. Λόγω της πολιτικής μας ουδετερότητας, οι άνθρωποι μας έβλεπαν με καχύποπτο μάτι, και μάλιστα μας κατηγορούσαν ότι ήμασταν Γερμανοί κατάσκοποι.
Ο Χάρολντ αποβλήθηκε από το σχολείο επειδή αρνήθηκε να συμμετάσχει στην τελετή της σημαίας. Ο δάσκαλός του μου είπε ότι ο Χάρολντ ήταν έξυπνος και ευγενικός αλλά ο διευθυντής πίστευε πως αποτελούσε κακό παράδειγμα επειδή δεν χαιρετούσε τη σημαία. Ο σχολικός επιθεωρητής αναστατώθηκε τόσο με την απόφαση του διευθυντή και του σχολικού συμβουλίου για αυτό το θέμα ώστε υπέβαλε την παραίτησή του και προσφέρθηκε να πληρώσει για να στείλουμε τον Χάρολντ σε ιδιωτικό σχολείο!
Κάθε μέρα μας απειλούσαν με οχλοκρατικές επιθέσεις. Σε κάποια περίπτωση οι αστυνομικοί μάς έσπρωξαν μακριά από το κατώφλι κάποιας κυρίας, διέλυσαν τους φωνογράφους μας χτυπώντας τους σε ένα δέντρο, έσπασαν τους δίσκους μας με τις Βιβλικές διαλέξεις, έκαναν κομματάκια τις Γραφές μας και τα έντυπά μας και τελικά έκαψαν ό,τι είχαν κατασχέσει. Μας είπαν να φύγουμε από την πόλη προτού νυχτώσει αλλιώς θα μας έδιωχνε ένας όχλος. Αμέσως γράψαμε επιστολές και τις μοιράσαμε ιδιοχείρως στις αρχές της πόλης, ζητώντας προστασία. Αλλά αυτοί αρνήθηκαν να μας προστατέψουν. Μάλιστα τηλεφώνησα στο Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (FBI) στο Τζάκσον του Μισισιπή και ζήτησα βοήθεια. Και αυτοί μας συμβούλεψαν να φύγουμε από την πόλη.
Εκείνο το βράδυ σχεδόν εκατό οργισμένοι άντρες κύκλωσαν το τροχόσπιτό μας. Ήμασταν δύο γυναίκες ολομόναχες με τα παιδιά μας. Κλειδώσαμε τις πόρτες, σβήσαμε τα φώτα και προσευχηθήκαμε ένθερμα στον Ιεχωβά. Τελικά, ο όχλος διαλύθηκε χωρίς να μας βλάψει.
Όταν έμαθε τι συνέβη, ο Χέρμπερτ αποφάσισε να έρθει αμέσως στο Μπρουκχέιβεν. Πήγαμε τον Χάρολντ στους παππούδες του στο Ρόμπερτσντεϊλ, όπου ο διευθυντής του τοπικού σχολείου μάς διαβεβαίωσε ότι θα λάβαινε εκπαίδευση. Όταν επιστρέψαμε στο Μπρουκχέιβεν, το τροχόσπιτο είχε καταστραφεί από τους βάνδαλους και σε έναν από τους εσωτερικούς τοίχους είχαν καρφώσει ένα ένταλμα για τη σύλληψή μας. Παρά την εναντίωση, μείναμε σταθεροί και συνεχίσαμε τη διακονία μας.
Σύλληψη και Κακομεταχείριση
Το Φεβρουάριο του 1942 συνέλαβαν τον Χέρμπερτ και εμένα ενώ διεξήγαμε μια Γραφική μελέτη σε ένα ταπεινό σπιτάκι. Ο οικοδεσπότης θύμωσε τόσο πολύ με τη μεταχείριση που υποστήκαμε ώστε πήρε το όπλο του από τον τοίχο και απείλησε να πυροβολήσει τον αστυνομικό! Μας κατηγόρησαν για καταπάτηση ξένης περιουσίας, και στην ακροαματική διαδικασία που έγινε την επομένη κριθήκαμε ένοχοι.
Μας έβαλαν σε ένα βρωμερό, παγωμένο κελί επί 11 μέρες. Ένας τοπικός Βαπτιστής διάκονος μας επισκέφτηκε ενώ ήμασταν εκεί, διαβεβαιώνοντάς μας ότι αν συμφωνούσαμε να φύγουμε από την πόλη θα χρησιμοποιούσε την επιρροή του για να αφεθούμε ελεύθεροι. Αυτό μας φάνηκε ειρωνικό, επειδή η δική του επιρροή μας είχε ρίξει εκεί μέσα.
Μια γωνιά του κελιού μας ήταν παλιότερα τουαλέτα. Ο τόπος ήταν γεμάτος κοριούς. Μας έφερναν το φαγητό σε άπλυτους, βρώμικους μεταλλικούς δίσκους. Εξαιτίας αυτών των συνθηκών, έπαθα πνευμονία. Κάλεσαν γιατρό για να με εξετάσει και μας άφησαν ελεύθερους. Εκείνο το βράδυ συγκεντρώθηκε ένας όχλος στο τροχόσπιτό μας, γι’ αυτό πήγαμε στο σπίτι μας στο Ρόμπερτσντεϊλ για να περιμένουμε τη δίκη μας.
Η Δίκη
Βαπτιστές από όλη την πολιτεία ήρθαν στο Μπρουκχέιβεν για τη δίκη μας, προκειμένου να υποστηρίξουν το Βαπτιστή διάκονο που ευθυνόταν για τη σύλληψή μας. Αυτό με έκανε να γράψω ένα γράμμα στο γαμπρό μου τον Όσκαρ Σκούγκλαντ, έναν αφοσιωμένο Βαπτιστή διάκονο. Ήταν ένα πύρινο γράμμα και όχι πολύ διακριτικό. Ωστόσο, ο τρόπος που με μεταχειρίστηκαν καθώς και αυτά που έγραψα πρέπει να επηρέασαν τον Όσκαρ προς το καλό, επειδή σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ζηλωτής Μάρτυρας του Ιεχωβά.
Οι δικηγόροι μας, Γκ. Κ. Κλαρκ και Βίκτορ Μπλάκγουελ, επίσης Μάρτυρες του Ιεχωβά, ήταν πεπεισμένοι ότι δεν θα είχαμε έντιμη δίκη στο Μπρουκχέιβεν. Έτσι αποφάσισαν να κλείσουν την υπόθεση με διαρκείς ενστάσεις. Κάθε φορά που ο κατήγορος άνοιγε το στόμα του, ένας από τους δικηγόρους μας έκανε ένσταση. Έκαναν ένσταση τουλάχιστον 50 φορές. Τελικά, ο δικαστής απέρριψε όλες τις κατηγορίες.
Νέος Διορισμός Κηρύγματος
Αφού ξεκουράστηκα και ανέκτησα την υγεία μου, άρχισα ξανά σκαπανικό με το γιο μου τον Χάρολντ. Το 1943 πήραμε ένα διορισμό πιο κοντά στο σπίτι, τις μικρές κοινότητες Ουίσλερ και Τσίκασο, κοντά στο Μομπάιλ της Αλαμπάμα. Πίστευα ότι αυτοί οι καινούριοι τομείς θα ήταν λιγότερο επικίνδυνοι, επειδή το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. μόλις είχε εκδώσει μερικές ευνοϊκές αποφάσεις για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και η στάση του κοινού προς το έργο μας είχε αρχίσει να βελτιώνεται.
Σύντομα είχαμε έναν όμιλο σπουδαστών της Γραφής στο Ουίσλερ, και χρειαζόμασταν το δικό μας τόπο για να συναθροιζόμαστε. Όποιος μπορούσε να πιάσει σφυρί εργάστηκε στην οικοδόμηση της μικρής μας Αίθουσας Βασιλείας, και 16 άτομα παρακολούθησαν την πρώτη μας συνάθροιση. Στο Τσίκασο, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, επειδή αυτή η πόλη ανήκε στη Ναυπηγική Επιχείρηση Γκαλφ. Εντούτοις, έμοιαζε σαν όλες τις άλλες μικρές πόλεις, με τον επιχειρηματικό τομέα της, το ταχυδρομείο και το εμπορικό της κέντρο.
Κάποια μέρα του Δεκεμβρίου του 1943, η Αϊλίν Στίβενς, μια άλλη σκαπάνισσα, και εγώ προσφέραμε τα τελευταία αντίτυπα των βασισμένων στη Γραφή περιοδικών μας σε περαστικούς στο Τσίκασο όταν ο σερίφης Τσάταμ μας είπε ότι δεν είχαμε δικαίωμα να κηρύττουμε επειδή βρισκόμασταν σε ιδιωτικό χώρο. Εξηγήσαμε ότι δεν ήμασταν μικροπωλητές και ότι το έργο μας ήταν θρησκευτικό και προστατευόταν από την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των Η.Π.Α.
Και Άλλες Συλλήψεις και Φυλακίσεις
Την επόμενη εβδομάδα η Αϊλίν και εγώ συναντηθήκαμε με τον Ε. Μπ. Πιμπλς, τον αντιπρόεδρο της Ναυπηγικής Επιχείρησης Γκαλφ, και του εξηγήσαμε τη σπουδαιότητα της θρησκευτικής μας δράσης. Εκείνος μας προειδοποίησε ότι η δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν θα επιτρεπόταν στο Τσίκασο. Του εξηγήσαμε ότι οι άνθρωποι μας είχαν ήδη δεχτεί με χαρά στα σπίτια τους. Μπορούσε να τους αρνηθεί το δικαίωμα να μελετήσουν την Αγία Γραφή; Τότε έγινε εχθρικός και απείλησε να μας ρίξει στη φυλακή για καταπάτηση ξένης περιουσίας.
Ξαναπήγα πολλές φορές στο Τσίκασο και κάθε φορά με συλλάμβαναν. Αλλά κάθε φορά με άφηναν ελεύθερη με εγγύηση. Τελικά, το ποσό που οριζόταν για την εγγύηση έφτασε στα ύψη, και έμενα όλο και περισσότερο χρόνο στη φυλακή μέχρι να μπορέσουμε να μαζέψουμε τα αναγκαία χρήματα. Οι συνθήκες στη φυλακή ήταν ανθυγιεινές—δεν υπήρχε τουαλέτα, μόνο βρώμικα στρώματα χωρίς σεντόνια και μια βρώμικη κουβέρτα για σκέπασμα. Ως αποτέλεσμα, εμφανίστηκαν ξανά τα προβλήματα υγείας που είχα.
Στις 27 Ιανουαρίου 1944 εκδικάζονταν μαζί οι υποθέσεις έξι Μαρτύρων που είχαν συλληφθεί στις 24 Δεκεμβρίου 1943, και η μαρτυρία μου θεωρήθηκε αντιπροσωπευτική και των άλλων κατηγορουμένων. Μολονότι η δίκη αποκάλυψε κατάφωρες διακρίσεις κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά, κρίθηκα ένοχη. Εφεσιβάλαμε την απόφαση.
Στις 15 Ιανουαρίου 1945, το εφετείο ανακοίνωσε την απόφασή του: Ήμουν ένοχη καταπάτησης ξένης περιουσίας. Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αλαμπάμα αρνήθηκε να εξετάσει την υπόθεσή μου. Στις 3 Μαΐου 1945, ο Χέιντεν Κάβινγκτον, ένας θαρραλέος και δραστήριος δικηγόρος που ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α.
Ενώ η Αϊλίν και εγώ περιμέναμε νέα από το Ανώτατο Δικαστήριο, περάσαμε στην αντεπίθεση κάνοντας αγωγή κατά του Ε. Μπ. Πιμπλς και των συμμάχων του στο γραφείο του σερίφη, ζητώντας αποζημίωση. Οι κατήγοροί μας προσπάθησαν να αλλάξουν την κατηγορία που είχαν χρησιμοποιήσει εναντίον μας από καταπάτηση ξένης περιουσίας σε παρεμπόδιση της κυκλοφορίας, αλλά όταν βρισκόμουν στη φυλακή, είχα περάσει κρυφά έξω ένα έγγραφο το οποίο είχε την υπογραφή του σερίφη Τσάταμ και μας κατηγορούσε για καταπάτηση ξένης περιουσίας. Όταν παρουσιάστηκε αυτό το στοιχείο στο δικαστήριο, ο σερίφης Χόλκαμ πετάχτηκε πάνω και κόντεψε να καταπιεί το πούρο του! Οι ένορκοι της δίκης, το Φεβρουάριο του 1945, ήρθαν σε αδιέξοδο.
Αποφασίζει το Ανώτατο Δικαστήριο
Το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. ενδιαφέρθηκε για την υπόθεσή μου επειδή η καταπάτηση ξένης περιουσίας εισήγαγε μια νέα άποψη στο ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Ο Κάβινγκτον απέδειξε ότι ο κανονισμός του Τσίκασο παραβίαζε τις ελευθερίες όχι μόνο των κατηγορουμένων αλλά και όλων των κατοίκων της πόλης.
Στις 7 Ιανουαρίου 1946, το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. ακύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου και εξέδωσε μια ιστορική απόφαση υπέρ μας. Ο δικαστής Μπλακ διάβασε την απόφαση, η οποία έλεγε εν μέρει: «Στο βαθμό που η Πολιτεία [της Αλαμπάμα] έχει προσπαθήσει να επιβάλει ποινικές κυρώσεις στην εφεσιβάλλουσα [Γκρέις Μαρς] επειδή μοίραζε θρησκευτικά έντυπα στον οικισμό κάποιας εταιρίας, η απόφασή της είναι άκυρη».
Μια Συνεχιζόμενη Μάχη
Ο Χέρμπερτ και εγώ τελικά εγκατασταθήκαμε στο Φέρχοπ της Αλαμπάμα και συνεχίσαμε να υπηρετούμε τα συμφέροντα της Βασιλείας όλα αυτά τα χρόνια. Έχασα τον Χέρμπερτ το 1981, αλλά έχω πολλές ευτυχισμένες αναμνήσεις από όσα ζήσαμε μαζί. Ο γιος μου ο Χάρολντ έπαψε να υπηρετεί τον Ιεχωβά αργότερα στη ζωή του και πέθανε σύντομα έπειτα από αυτό, το 1984. Αυτή ήταν μια από τις μεγαλύτερες πίκρες στη ζωή μου.
Είμαι ευγνώμων, όμως, γιατί ο Χάρολντ και η σύζυγός του η Έλσι μού έδωσαν τρεις υπέροχες εγγονές και τώρα έχω και δισέγγονα που είναι βαφτισμένοι Μάρτυρες. Τρεις από τις αδελφές μου, η Μάργκαρετ, η Έλεν Τζο και η Κρίσταλ, ζουν ακόμη και συνεχίζουν να υπηρετούν πιστά τον Ιεχωβά. Η Κρίσταλ παντρεύτηκε τον Λάιμαν Σουίνγκλ, ο οποίος είναι μέλος του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ζουν στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που είχε τα τελευταία λίγα χρόνια, η Κρίσταλ παραμένει ένα έξοχο παράδειγμα και πηγή ενθάρρυνσης για εμένα.
Στα 90 και πλέον χρόνια που έχω ζήσει, έμαθα να μη φοβάμαι ποτέ τα όσα μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι επειδή ο Ιεχωβά είναι πιο δυνατός από κάθε σερίφη, κάθε δικαστή, κάθε άνθρωπο. Καθώς σκέφτομαι αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν, εκτιμώ πολύ το προνόμιο που είχα να συμμετάσχω στην «υπεράσπιση και νομική εδραίωση των καλών νέων»!—Φιλιππησίους 1:7.
[Πλαίσιο στη σελίδα 22]
Με Όπλο τους το Σύνταγμα
Το 1995, η Μέρλιν Όουεν Νιούτον έγραψε το βιβλίο Με Όπλο τους το Σύνταγμα (Armed With the Constitution), το οποίο τεκμηριώνει το ρόλο που έπαιξαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο να διευκρινιστεί πώς εφαρμόζεται η Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των Η.Π.Α. Τότε, η κ. Νιούτον ήταν επίκουρος καθηγήτρια ιστορίας και πολιτικών επιστημών στο Κολέγιο Χάντινγκτον στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα. Το εμπεριστατωμένο και τεκμηριωμένο βιβλίο της ανασκοπεί δύο υποθέσεις που εκδικάστηκαν στην Αλαμπάμα και οι οποίες έφτασαν τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α.
Μια από αυτές τις υποθέσεις που εκδικάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο περιλάμβανε την Γκρέις Μαρς, της οποίας η βιογραφία εμφανίζεται στο συνοδευτικό άρθρο. Η άλλη υπόθεση, Τζόουνς κατά Πόλης της Οπέλικα, αφορούσε το δικαίωμα της διάδοσης θρησκευτικών πεποιθήσεων μέσω διανομής εντύπων. Ο Ρόσκο και η Θέλμα Τζόουνς, ένα αντρόγυνο μαύρων, ήταν ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Στην προετοιμασία του βιβλίου της, η καθηγήτρια Νιούτον χρησιμοποίησε περιοδικά και νομικά έντυπα της εποχής εκείνης, απομνημονεύματα και επιστολές Μαρτύρων του Ιεχωβά, συνεντεύξεις με Μάρτυρες και ύλη την οποία δημοσίευσαν οι ίδιοι οι Μάρτυρες, και λόγιες μελέτες σχετικά με τη δράση των Μαρτύρων. Οι συναρπαστικές λεπτομέρειες και οι προσωπικές σκέψεις των κατηγορουμένων, των δικηγόρων και των δικαστών οι οποίες περιέχονται στο βιβλίο Με Όπλο τους το Σύνταγμα ζωντανεύουν ένα κομμάτι της νομικής ιστορίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Με τον παππού μου Σιμ Γουόλντροπ
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η Γκρέις Μαρς σήμερα