ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • g97 22/10 σ. 20-24
  • Το Μάθημα από ένα Δοχείο με Λίπος

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Το Μάθημα από ένα Δοχείο με Λίπος
  • Ξύπνα!—1997
  • Υπότιτλοι
  • Παρόμοια Ύλη
  • Εβραϊκή Κληρονομιά
  • Ναζιστική Κατοχή
  • Μαζική Έξοδος Μέσα σε Πανικό
  • Ζούμε ως Πρόσφυγες
  • Η Οικογένειά μας Επιλέγει Θρησκεία
  • Διακονία σε μια Νέα Χώρα
  • Το Πιστό Παράδειγμα του Πατέρα Μου
    Ξύπνα!—1993
  • Τι Μπορώ να Ανταποδώσω στον Ιεχωβά;
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—2009
  • Υποκινήθηκα από την Οσιότητα της Οικογένειάς μου στον Θεό
    Ξύπνα!—1998
  • «Πίστιν Ποθώ Ακλόνητον»!
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—2000
Δείτε Περισσότερα
Ξύπνα!—1997
g97 22/10 σ. 20-24

Το Μάθημα από ένα Δοχείο με Λίπος

Η φρίκη του πολέμου είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι, ιδίως αυτή που έζησα στην ηλικία των τεσσάρων μόλις ετών, όταν φεύγαμε για να σώσουμε τη ζωή μας προς το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η εφταμελής οικογένειά μας ζούσε στην Ανατολική Πρωσία, που ανήκε τότε στη Γερμανία.

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ με τα μάτια το ανατριχιαστικό σκοτάδι, άκουγα μια μοίρα ρωσικών βομβαρδιστικών να πλησιάζει. Ξαφνικά, μέσα σε εκτυφλωτικές λάμψεις και εκκωφαντικές εκρήξεις, κάποιες δεξαμενές καυσίμων πήραν φωτιά μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά. Το τρένο στο οποίο βρισκόμασταν χοροπήδησε πάνω στις ράγες του και ο κόσμος έβαλε τις φωνές. Αλλά λίγο αργότερα τα βομβαρδιστικά έφυγαν, και το ταξίδι μας συνεχίστηκε.

Κάποια άλλη φορά ξύπνησα από έναν ταραγμένο ύπνο και είδα μια γυναίκα να προσπαθεί ουρλιάζοντας να βγει από το βαγόνι μας, όπου συνήθως μεταφέρονταν ζώα. Ο πατέρας τη συγκράτησε και την έσπρωξε πάλι μέσα. Η γυναίκα είχε αποκοιμηθεί κοντά στην πόρτα, με το μωρό της αγκαλιά. Όταν ξύπνησε, ανακάλυψε ότι το μωρό είχε πεθάνει από το κρύο. Κάποιοι πέταξαν τότε το πτώμα έξω στο χιόνι και η μητέρα, τρελή από τη θλίψη, προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα και να πηδήξει έξω για να πεθάνει εκεί μαζί με το παιδί της.

Για να τα βγάλουμε πέρα με το φαρμακερό κρύο, είχαμε μια στρογγυλή σόμπα στη μέση του βαγονιού μας. Χρησιμοποιούσαμε με φειδωλία το μικρό απόθεμα ξύλων που υπήρχε στη μια άκρη του βαγονιού για να ψήνουμε πατάτες. Οι πατάτες μάς χρησίμευαν και για κρεβάτια, επειδή όταν κοιμόμασταν πάνω σε αυτές είχαμε κάποια μόνωση από τις παγωμένες σανίδες του βαγονιού.

Γιατί φεύγαμε για να σώσουμε τη ζωή μας; Πώς επέζησε η οικογένειά μας τους μήνες που ζήσαμε ως πρόσφυγες; Θα σας πω.

Εβραϊκή Κληρονομιά

Γεννήθηκα στις 22 Δεκεμβρίου 1940—ήμουν το μικρότερο από πέντε παιδιά—στο Λικ της Ανατολικής Πρωσίας (το σημερινό Ελκ στην Πολωνία). Οι θρησκευτικές διώξεις είχαν αναγκάσει τους Εβραίους προγόνους μου να εγκαταλείψουν τη Γερμανία στα τέλη του 18ου αιώνα. Μετοίκησαν στη Ρωσία, στη διάρκεια μιας από τις μεγάλες μαζικές μεταναστεύσεις της ιστορίας. Κατόπιν, το 1917, προκειμένου να γλιτώσει από τις αντισημιτικές διώξεις που γίνονταν εκείνη την εποχή στη Ρωσία, ο Εβραίος παππούς μου άφησε το χωριό του κοντά στον ποταμό Βόλγα και μετανάστευσε στην Ανατολική Πρωσία.

Ο παππούς πήρε τη γερμανική υπηκοότητα, και η Ανατολική Πρωσία έμοιαζε με ασφαλές λιμάνι. Εκείνοι των οποίων τα μικρά ονόματα ήταν εβραϊκά τα άλλαξαν σε άρια. Έτσι, ο πατέρας μου, ο Φρίντριχ Ζάλομον, έγινε γνωστός ως Φριτς. Η μητέρα, από την άλλη μεριά, ήταν Πρωσίδα. Εκείνη και ο πατέρας, που ήταν μουσικός, παντρεύτηκαν το 1929.

Η ζωή των γονιών μου έδινε την εντύπωση ότι θα ήταν ευτυχισμένη και ελπιδοφόρα. Η γιαγιά Φρεντερίκε και η προγιαγιά Βιλελμίνε (από την πλευρά της μητέρας) είχαν ένα μεγάλο αγρόκτημα που αποδείχτηκε δεύτερο σπίτι για τους γονείς μου και για εμάς τα παιδιά. Η μουσική έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικογενειακή μας ζωή. Η μητέρα έπαιζε κρουστά στη χορευτική ορχήστρα του πατέρα.

Ναζιστική Κατοχή

Το 1939, δυσοίωνα σύννεφα άρχισαν να εμφανίζονται στον πολιτικό ορίζοντα. Αυτό που ο Αδόλφος Χίτλερ αποκαλούσε τελική λύση του εβραϊκού προβλήματος άρχισε να ανησυχεί τους γονείς μου. Εμείς, τα παιδιά, δεν ξέραμε τίποτα για την εβραϊκή μας κληρονομιά, και δεν μάθαμε για αυτήν παρά μόνο όταν πέθανε η μητέρα το 1978—εννέα χρόνια αφότου πέθανε ο πατέρας.

Για να μην υποπτευθεί κανείς ότι ήταν Εβραίος, ο πατέρας κατατάχθηκε στο γερμανικό στρατό. Στην αρχή υπηρέτησε στο μουσικό σώμα. Ωστόσο, κάποιος που προφανώς γνώριζε το παρελθόν του είπε ότι ήταν Εβραίος, και γι’ αυτό όλη η οικογένειά μας πέρασε από ανάκριση και φωτογραφήθηκε. Οι ναζιστές ειδικοί προσπάθησαν να καθορίσουν αν είχαμε εβραϊκά χαρακτηριστικά ή όχι. Φαίνεται ότι τους φανήκαμε αρκετά Άριοι, και έτσι ευτυχώς δεν μας συνέλαβαν ούτε μας φυλάκισαν.

Όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939, άρχισε να επικρατεί φόβος στην άλλοτε ειρηνική περιοχή μας. Η μητέρα ήθελε να μετακινηθούμε αμέσως σε κάποια ασφαλέστερη περιοχή, αλλά οι ναζιστές αξιωματούχοι εμπόδισαν δια της βίας την οικογένεια να κάνει κάτι τέτοιο. Κατόπιν, καθώς τα ρωσικά στρατεύματα προωθούνταν προς την Ανατολική Πρωσία το καλοκαίρι του 1944, οι Γερμανοί αποφάσισαν να εκκενώσουν το Λικ και τα περίχωρα. Μια μέρα του Ιουλίου, μας έδωσαν προθεσμία έξι μόνο ωρών για να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας.

Μαζική Έξοδος Μέσα σε Πανικό

Η μητέρα τα είχε χάσει. Τι να πάρουμε; Πού να πάμε; Πώς να ταξιδέψουμε; Θα γυρίζαμε ποτέ πίσω; Υπήρχε αυστηρός περιορισμός στο τι μπορούσε να πάρει η κάθε οικογένεια. Η μητέρα διάλεξε με σοφία να πάρει αναγκαία πράγματα—ανάμεσά τους και ένα μεγάλο πήλινο βάζο με λίπος βοδινού μαζί με κομμάτια μπέικον—που θα μπορούσαμε να τα κουβαλήσουμε εύκολα. Άλλες οικογένειες προτίμησαν να πάρουν τα πολύτιμα υλικά τους υπάρχοντα.

Στις 22 Οκτωβρίου 1944 τα ρωσικά στρατεύματα μπήκαν στην Ανατολική Πρωσία. Ένας συγγραφέας εξήγησε: «Όπως ήταν φυσικό, οι Ρώσοι στρατιώτες, που είχαν δει τις οικογένειές τους να σφαγιάζονται και τα σπίτια τους και τις σοδειές τους να καίγονται, είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς». Ο όλεθρος μετέδιδε κύματα τρόμου σε όλη την Ανατολική Πρωσία, και ο κόσμος έφευγε πανικόβλητος.

Εκείνη πια την εποχή ήμασταν πρόσφυγες και ζούσαμε στο απώτερο δυτικό τμήμα της Ανατολικής Πρωσίας. Η μόνη οδός διαφυγής φαινόταν τώρα να είναι μέσω της Βαλτικής Θάλασσας, και ο κόσμος κατέφευγε στο λιμάνι του Ντάντσιγκ (το σημερινό Γκντανσκ στην Πολωνία). Εκεί επιτάσσονταν σκάφη για επείγουσες επιχειρήσεις διάσωσης. Η οικογένειά μας έχασε το τρένο που θα μας μετέφερε για να επιβιβαστούμε στο γερμανικό επιβατηγό Βίλχελμ Γκουστλόφ, το οποίο σαλπάρησε από τη Γδίνια, κοντά στο Ντάντσιγκ, στις 30 Ιανουαρίου 1945. Αργότερα μάθαμε ότι ρωσικές τορπίλες βύθισαν το πλοίο και ότι περίπου 8.000 επιβάτες χάθηκαν στα παγωμένα νερά.

Αφού η θαλάσσια οδός διαφυγής είχε κλείσει, κατευθυνθήκαμε δυτικά. Ενόσω ήταν με προσωρινή άδεια από το στρατό, ο πατέρας έκανε μαζί μας μέρος του ταξιδιού με το τρένο, όπως περιγράφεται στον πρόλογο. Σύντομα ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει στη στρατιωτική υπηρεσία, και εμείς συνεχίσαμε το μακρύ, επικίνδυνο ταξίδι μόνοι μας. Η μητέρα φύλαγε το δοχείο με το λίπος και μας έδινε κάθε φορά από λίγο. Με αυτό συμπληρώναμε ό,τι «ψίχουλα» τροφής μπορούσαμε να μαζέψουμε καθώς ταξιδεύαμε, και αυτό μας κράτησε ζωντανούς μέσα στο μακρύ, κρύο χειμώνα. Εκείνο το δοχείο με το λίπος αποδείχτηκε πιο πολύτιμο από οποιαδήποτε ποσότητα χρυσαφιού ή ασημιού!

Τελικά, φτάσαμε στην πόλη Στάργκαρντ όπου, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, Γερμανοί στρατιώτες και ο Ερυθρός Σταυρός είχαν στήσει ένα μαγειρείο που πρόσφερε συσσίτιο σούπας. Για ένα πολύ πεινασμένο παιδί, εκείνη η σούπα ήταν αμβροσία. Αργότερα, φτάσαμε στο Αμβούργο της Γερμανίας, πεινασμένοι και εξαντλημένοι, αλλά πανευτυχείς που ήμασταν ζωντανοί. Μας έβαλαν σε ένα αγρόκτημα δίπλα στον ποταμό Έλβα, μαζί με Ρώσους και Πολωνούς αιχμαλώτους πολέμου. Όταν ο πόλεμος στην Ευρώπη τελείωσε στις 8 Μαΐου 1945, η κατάστασή μας ήταν πολύ επισφαλής.

Ζούμε ως Πρόσφυγες

Ο πατέρας είχε αιχμαλωτιστεί από τους Αμερικανούς, οι οποίοι του συμπεριφέρθηκαν καλά, ιδίως όταν έμαθαν ότι ήταν μουσικός. Χρησιμοποίησαν τις μουσικές του ικανότητες για να διοργανώσουν μια γιορτή για την Ημέρα της Ανεξαρτησίας τους. Έπειτα από λίγο, εκείνος κατάφερε να δραπετεύσει και να έρθει στο Αμβούργο, όπου με χαρά βρεθήκαμε και πάλι όλοι μαζί. Εγκατασταθήκαμε σε ένα μικρό αγροτόσπιτο, και λίγο αργότερα οι δύο γιαγιάδες μας έφτασαν ασφαλείς για να μείνουν μαζί μας.

Καθώς περνούσε ο καιρός, όμως, οι ντόπιοι, και μαζί τους η ίδια η Λουθηρανική μας Εκκλησία, άρχισαν να δυσφορούν με τους πολλούς πρόσφυγες. Ένα βράδυ ο διάκονος επισκέφτηκε την οικογένειά μας. Φαίνεται ότι μας προκάλεσε εσκεμμένα κάνοντας ένα προσβλητικό σχόλιο για την κατάστασή μας ως προσφύγων. Ο πατέρας, που ήταν γεροδεμένος άντρας, έγινε έξω φρενών και επιτέθηκε στον κήρυκα. Η μητέρα και οι γιαγιάδες μας συγκράτησαν τον πατέρα. Αλλά τότε εκείνος σήκωσε τον κληρικό στον αέρα, τον μετέφερε ως την πόρτα και τον πέταξε έξω. Από τότε απαγόρευσε να γίνεται οποιαδήποτε συζήτηση για τη θρησκεία μέσα στο σπίτι του.

Λίγο καιρό έπειτα από αυτό το επεισόδιο, ο πατέρας έπιασε δουλειά στους γερμανικούς σιδηροδρόμους και μετακομίσαμε στα προάστια του Αμβούργου, όπου μέναμε σε ένα εγκαταλειμμένο βαγόνι. Αργότερα, ο πατέρας μάς έχτισε ένα μικρό σπίτι. Αλλά το μίσος για τους πρόσφυγες συνεχίστηκε και, όταν ήμουν παιδάκι, έγινα στόχος μεγάλης σωματικής και συναισθηματικής κακομεταχείρισης από τα ντόπια παιδιά.

Η Οικογένειά μας Επιλέγει Θρησκεία

Όταν ήμουν παιδί, κοιμόμουν στο ίδιο δωμάτιο με τις δύο γιαγιάδες μου. Παρά τις εντολές του πατέρα, όταν ο πατέρας δεν ήταν εκεί, μου μιλούσαν και οι δυο τους συχνά για τον Θεό, έψελναν ύμνους και διάβαζαν τις Γραφές τους. Το πνευματικό μου ενδιαφέρον αφυπνίστηκε. Έτσι, όταν έγινα δέκα χρονών, άρχισα να περπατάω περίπου έντεκα χιλιόμετρα σε κάθε διαδρομή για να πηγαίνω τις Κυριακές στην εκκλησία. Πρέπει να πω, όμως, ότι απογοητεύτηκα όταν πολλές από τις ερωτήσεις που έκανα δεν απαντήθηκαν ικανοποιητικά.

Κατόπιν, το καλοκαίρι του 1951, ένας καλοντυμένος άντρας χτύπησε την πόρτα μας και πρόσφερε στη μητέρα ένα αντίτυπο του περιοδικού Σκοπιά. «Η Σκοπιά δίνει ενόραση σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού», είπε. Η καρδιά μου αναπήδησε, γιατί αυτό ήταν που επιθυμούσα. Η μητέρα αρνήθηκε ευγενικά, αναμφίβολα επειδή ο πατέρας εναντιωνόταν στη θρησκεία. Ωστόσο, εγώ την παρακάλεσα τόσο πολύ, ώστε εκείνη υποχώρησε και πήρε ένα αντίτυπο για εμένα. Αργότερα, ο Έρνεστ Χίμπινγκ επέστρεψε και άφησε το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής».

Εκείνη περίπου την εποχή, ο πατέρας είχε ένα ατύχημα στη δουλειά και έσπασε το πόδι του. Αυτό τον περιόρισε μέσα στο σπίτι, πράγμα που τον ενοχλούσε πολύ. Παρ’ όλο που είχε το πόδι του στο γύψο, κατάφερνε να τριγυρίζει κουτσαίνοντας. Μας φαινόταν παράξενο που εξαφανιζόταν όλη την ημέρα και εμφανιζόταν μόνο όταν ήταν ώρα για φαγητό. Αυτό συνεχίστηκε επί μία ολόκληρη εβδομάδα. Πρόσεξα ότι όποτε εξαφανιζόταν ο πατέρας εξαφανιζόταν και το βιβλίο μου. Κατόπιν, κάποια φορά που τρώγαμε, ο πατέρας μού είπε: «Αν ξαναέρθει αυτός ο άνθρωπος, θέλω να τον δω!»

Όταν ο αδελφός Χίμπινγκ επέστρεψε, ο πατέρας προς μεγάλη μας έκπληξη έριξε με θόρυβο το βιβλίο πάνω στο τραπέζι και είπε: «Αυτό το βιβλίο είναι η αλήθεια!» Αμέσως ξεκίνησε μια Γραφική μελέτη, και σιγά σιγά και άλλα μέλη της οικογένειας συμμετείχαν σε αυτήν. Ο αδελφός Χίμπινγκ έγινε για εμένα αξιόπιστος σύμβουλος και αληθινός φίλος. Σύντομα, με απέβαλαν από το κατηχητικό σχολείο επειδή προσπαθούσα να μεταδώσω σε άλλους τις καινούριες μου πεποιθήσεις. Εγκατέλειψα, λοιπόν, τη Λουθηρανική Εκκλησία.

Τον Ιούλιο του 1952 άρχισα να συμμετέχω μαζί με τον αγαπητό μου φίλο στο κήρυγμα των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού από σπίτι σε σπίτι. Κάθε Κυριακή, ο αδελφός Χίμπινγκ με συμβούλευε να ακούω προσεκτικά πώς παρουσίαζε εκείνος το άγγελμα στους οικοδεσπότες. Ύστερα από μερικές εβδομάδες, μου έδειξε ένα μεγάλο συγκρότημα κτιρίων και είπε: «Θα τα καλύψεις όλα μόνος σου». Με τον καιρό, ξεπέρασα την αμηχανία μου και είχα καλά αποτελέσματα καθώς μιλούσα στους ανθρώπους και τους έδινα Βιβλικά έντυπα.

Γρήγορα απέκτησα τα προσόντα για να βαφτιστώ συμβολίζοντας την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά. Ο πατέρας και εγώ βαφτιστήκαμε μαζί στις 29 Μαρτίου 1953 και αργότερα την ίδια χρονιά βαφτίστηκε και η μητέρα. Τελικά, βαφτίστηκαν όλα τα μέλη της οικογένειάς μας, ανάμεσα στα οποία ήταν η αδελφή μου η Έρικα και τα αδέλφια μου: ο Χάιντς, ο Χέρμπερτ και ο Βέρνερ· το ίδιο και οι πολυαγαπημένες μας γιαγιάδες, που είχαν πια περάσει προ πολλού τα 80. Στη συνέχεια, τον Ιανουάριο του 1959 έγινα σκαπανέας, όπως ονομάζονται οι ολοχρόνιοι διάκονοι.

Διακονία σε μια Νέα Χώρα

Ο πατέρας πάντοτε με παρακινούσε να φύγω από τη Γερμανία, και εκ των υστέρων πιστεύω ότι το έκανε επειδή φοβόταν πάντα τον αντισημιτισμό. Υπέβαλα τα χαρτιά μου για να μεταναστεύσω στην Αυστραλία, ελπίζοντας ότι αυτό θα ήταν ένα σκαλοπάτι για να υπηρετήσω μετά ως ιεραπόστολος στην Παπούα-Νέα Γουινέα ή σε κάποιο άλλο νησί του Ειρηνικού. Ο αδελφός μου ο Βέρνερ και εγώ φτάσαμε μαζί στη Μελβούρνη της Αυστραλίας στις 21 Ιουλίου 1959.

Μέσα σε λίγες εβδομάδες γνώρισα τη Μέλβα Πίτερς, που υπηρετούσε ως ολοχρόνια διάκονος στην Εκκλησία Φούτσκρεϊ, και παντρευτήκαμε το 1960. Ευλογηθήκαμε με δύο κόρες, που με τη σειρά τους αγάπησαν τον Ιεχωβά Θεό και αφιέρωσαν τη ζωή τους σε αυτόν. Προσπαθήσαμε σκληρά να κρατάμε τη ζωή μας απλή και απαλλαγμένη από περισπασμούς, ώστε ως οικογένεια να επιδιώκουμε πληρέστερα πνευματικούς στόχους. Η Μέλβα υπηρέτησε επί πολλά χρόνια ως σκαπάνισσα, ώσπου διάφορα προβλήματα υγείας την εμπόδισαν να συνεχίσει. Τώρα εγώ είμαι πρεσβύτερος και σκαπανέας στην Εκκλησία Μπελκόνεν, στην πόλη της Καμπέρα.

Τα όσα έζησα στα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας με έμαθαν να είμαι ευτυχισμένος και ικανοποιημένος με τις προμήθειες του Ιεχωβά. Όπως φάνηκε παραστατικά από το δοχείο με το λίπος που είχε η μητέρα, κατάλαβα ότι η επιβίωση δεν εξαρτάται από το χρυσάφι ή το ασήμι, αλλά από τα απολύτως αναγκαία υλικά πράγματα και, πρωτίστως, από τη μελέτη του Λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής, και από την εφαρμογή των όσων αυτή διδάσκει.—Ματθαίος 4:4.

Τα βαθυστόχαστα λόγια της μητέρας του Ιησού, της Μαρίας, είναι όντως αληθινά: «[Ο Ιεχωβά] έχει χορτάσει με αγαθά πεινασμένους, και εκείνους που είχαν πλούτη τούς έχει διώξει με άδεια χέρια». (Λουκάς 1:53) Είμαι ευτυχισμένος που μπορώ να απαριθμήσω 47 μέλη της οικογένειάς μου τα οποία περπατούν στην οδό της Γραφικής αλήθειας, ανάμεσά τους και εφτά εγγόνια. (3 Ιωάννη 4) Μαζί με όλους αυτούς, καθώς και μαζί με τα πολλά πνευματικά παιδιά και εγγόνια μας, η Μέλβα και εγώ αποβλέπουμε σε ένα θαυμάσιο ασφαλές μέλλον υπό την τρυφερή φροντίδα του Ιεχωβά και επίσης στη μεγαλειώδη στιγμή που θα ξαναβρεθούμε με τα άλλα αγαπημένα μας πρόσωπα όταν αναστηθούν.—Όπως το αφηγήθηκε ο Κουρτ Χαν.

[Εικόνα στη σελίδα 21]

Ρώσοι στρατιώτες προελαύνουν στην Ανατολική Πρωσία το 1944

[Ευχαριστίες]

Sovfoto

[Εικόνα στη σελίδα 23]

Ο αδελφός μου ο Χάιντς, η αδελφή μου η Έρικα, η μητέρα, οι αδελφοί μου Χέρμπερτ και Βέρνερ, και εγώ μπροστά

[Εικόνα στη σελίδα 24]

Με τη σύζυγό μου τη Μέλβα

[Εικόνα στη σελίδα 24]

Ένα παρόμοιο δοχείο, γεμάτο λίπος, μας κράτησε ζωντανούς

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση