-
ΠαραγουάηΒιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1998
-
-
Σε αυτή τη χώρα τα καλά νέα της Βασιλείας του Ιεχωβά μεταδόθηκαν πρώτα με Βιβλικά φυλλάδια, τα οποία στάλθηκαν ταχυδρομικά πριν από το 1914, και κατόπιν προσωπικά από το 1925 και έπειτα. Έτσι, το νερό από κάποιον άλλον ποταμό, όχι από τον ποταμό Παραγουάη ούτε από τον Παρανά, αλλά από έναν «ποταμό νερού ζωής», άρχισε να γίνεται διαθέσιμο και εδώ, όπως έγινε και σε όλη τη γη.—Αποκ. 22:1.
Φτάνει η Αλήθεια της Βασιλείας
Ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ, ο τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, ζήτησε από τον Χουάν Μιούνιθ να μετακινηθεί από την Ισπανία στην Αργεντινή για να οργανώσει και να επεκτείνει το κήρυγμα των καλών νέων σε εκείνο το μέρος της γης. Αυτός έφτασε στο Μπουένος Άιρες στις 12 Σεπτεμβρίου 1924 και λίγο αργότερα ταξίδεψε στην Ουρουγουάη καθώς και στην Παραγουάη για να μεταδώσει το άγγελμα της Βασιλείας. Σπάρθηκαν οι σπόροι της Βιβλικής αλήθειας, αλλά σημειώθηκε μικρή πρόοδος.
Το 1932, η Παραγουάη ενεπλάκη σε έναν ακόμα πόλεμο, τώρα με τη Βολιβία. Για άλλη μια φορά, ο ανδρικός πληθυσμός του έθνους αποδεκατίστηκε. Αυτό είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας καθώς και στην ασφάλεια εκείνων που θα έρχονταν από το εξωτερικό φέρνοντας τα καλά νέα της Βασιλείας. Παρ’ όλα αυτά, ενώ μαινόταν ο πόλεμος, το 1934 το τμήμα της Αργεντινής έστειλε τρεις Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Παραγουάη για να προσκαλέσουν τα άτομα που είχαν ειλικρινή καρδιά να πιουν δωρεάν «νερό ζωής». Αυτοί ήταν οι αδελφοί Μαρτόνφι, Κόρος και Ρέμπατς.—Αποκ. 22:17.
Σφοδρή Εναντίωση από τον Κλήρο
«Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους», έγραψε ο αδελφός Ρέμπατς, «ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε για την ενδοχώρα. Είχαμε δύο κιβώτια με έντυπα και από μια βαλίτσα ο καθένας. Ταξιδέψαμε με τρένο από την Ασουνσιόν μέχρι την Παραγκουαρί και από εκεί, εξαιτίας της έλλειψης μεταφορικών μέσων, με τα πόδια για τον πρώτο μας προορισμό, την Καραπεγκουά, η οποία απείχε περίπου 30 χιλιόμετρα. Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε στο έδαφος, με τα έντυπα στο προσκεφάλι μας. Την επομένη, όταν αρχίσαμε να δίνουμε μαρτυρία, ο ιερέας του χωριού επισκέφτηκε τους ανθρώπους λέγοντάς τους να μη μας ακούν. Κατόπιν εκείνος και κάποιος σύντροφός του πήγαν με τα άλογα στο γειτονικό χωριό για να πουν στους κατοίκους να μη μας ακούσουν και να μας πετάξουν έξω από το χωριό, πράγμα που μερικοί αποπειράθηκαν να κάνουν».
Εξαιτίας αυτής της πίεσης από τον ιερέα, δόθηκαν ελάχιστα Βιβλικά έντυπα, και μάλιστα μερικά από αυτά οι άνθρωποι τα επέστρεψαν. Από την Καραπεγκουά, οι Μάρτυρες πήγαν με τα πόδια στις επόμενες κωμοπόλεις και χωριά—στο Κιιντί, στο Κααπουκού, στη Βίγια Φλόριδα και στο Σαν Μιγκέλ. Για να πάνε στο Σαν Χουάν Μπαουτίστα, περπατούσαν όλη την ημέρα μέχρι τα μεσάνυχτα, κοιμήθηκαν σε ένα χωράφι και συνέχισαν το δρόμο τους νωρίς το επόμενο πρωί. Φτάνοντας στην πόλη, επισκέφτηκαν πρώτα την αστυνομία για να εξηγήσουν τι έργο έκαναν. Εκείνοι οι άντρες δέχτηκαν τους Μάρτυρες με σεβασμό. Στη συνέχεια, οι αδελφοί πέρασαν μια ολόκληρη ημέρα στη δημόσια διακονία.
Ωστόσο, το επόμενο πρωί, μόλις ο αδελφός Μαρτόνφι βγήκε από την καλύβα που είχαν νοικιάσει, τον περίμενε μια έκπληξη. Φώναξε στον αδελφό Ρέμπατς, ο οποίος ήταν ακόμα μέσα: «Σήμερα έχουμε κάτι καινούριο». Τα έντυπα που είχαν δώσει την προηγούμενη ημέρα βρίσκονταν σκισμένα και σκορπισμένα γύρω από την καλύβα τους. Σε μερικά από τα κομμάτια, κάποιοι είχαν γράψει βρισιές και χυδαίες εκφράσεις, καθώς και απειλές που έλεγαν ότι οι αδελφοί δεν θα έφευγαν από την πόλη ζωντανοί.
Ενώ έτρωγαν πρωινό, κατέφθασε η αστυνομία και τους συνέλαβε. Τι ευθυνόταν για αυτή την αλλαγή; Αργότερα, ο αδελφός Ρέμπατς ανέφερε: «Όταν τους ρωτήσαμε το λόγο, μας έδειξαν μια εφημερίδα στην οποία μας κατηγορούσαν ότι ήμασταν Βολιβιανοί κατάσκοποι μεταμφιεσμένοι σε ευαγγελιστές. Ο διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο σημαντικότερος ιερέας της περιοχής».
Η Επιστροφή στην Ασουνσιόν
Οι δύο Μάρτυρες στάλθηκαν στην Ασουνσιόν ως κρατούμενοι. Ήταν μακρινό το ταξίδι με τα πόδια. Καθώς πήγαιναν από το ένα αστυνομικό τμήμα στο άλλο, τους συνόδευε πάντοτε ένας οπλισμένος φρουρός. Στη διαδρομή, μερικοί άνθρωποι τους έβριζαν και τους πετούσαν διάφορα αντικείμενα. Αλλά οι αστυνομικοί συμπεριφέρθηκαν στους αδελφούς με σεβασμό, λέγοντάς τους μάλιστα ότι η κατηγορία της κατασκοπείας ήταν γελοία. Κάπου κάπου, οι έφιπποι αστυνομικοί έπαιρναν τις βαλίτσες των αδελφών πάνω στο άλογό τους. Ένας από αυτούς μάλιστα άφησε τον αδελφό Μαρτόνφι να ανέβει στο άλογό του, ενώ εκείνος περπατούσε και άκουγε τα όσα του έλεγε ο αδελφός Ρέμπατς σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού.
Ωστόσο, όταν παρέδωσαν τους αδελφούς στο στρατό στο Κιιντί, η μεταχείριση έγινε βάναυση. Επί 14 ημέρες τούς κράτησαν στο πειθαρχείο, όπου τους διέταξαν να κάθονται σε ξύλινες καρέκλες με ίσια πλάτη, δεν τους άφηναν να ξαπλώνουν ή να σηκώνονται όρθιοι, τους πρόσβαλλαν και τους χτυπούσαν με ένα μαστίγιο. Αργότερα στην Παραγκουαρί, τους πήγαν στο σταθμό του τρένου δεμένους με χειροπέδες και συνοδεία 12 στρατιωτών με ξιφολόγχες. Εκεί, τους παρέδωσαν ξανά στην αστυνομία για το υπόλοιπο ταξίδι μέχρι την Ασουνσιόν.
Οι συνθήκες φυλάκισης στην πρωτεύουσα ήταν επίσης άσχημες, αλλά οι αδελφοί χρησιμοποίησαν την Αγία Γραφή που είχαν ακόμα στην κατοχή τους και έδωσαν μαρτυρία στους άλλους κρατουμένους. Αφού έμειναν μια εβδομάδα προφυλακισμένοι στην πρωτεύουσα, τελικά τους πήγαν στο γραφείο του αρχηγού της αστυνομίας. Εκεί ήταν επίσης παρών ο υπουργός εσωτερικών, συνταγματάρχης Ριβαρόλα. (Αργότερα μάθαμε πως όταν ο συνταγματάρχης Ριβαρόλα πληροφορήθηκε τις κατηγορίες που είχε εκτοξεύσει εναντίον των αδελφών μας η εφημερίδα στο Σαν Χουάν Μπαουτίστα, έστειλε τηλεγραφήματα στους στρατιωτικούς αρχηγούς για να βεβαιωθεί ότι οι αδελφοί θα επέστρεφαν στην πρωτεύουσα ζωντανοί.) «Και οι δύο άντρες εξέφρασαν τη λύπη τους για όσα είχαν συμβεί», είπε ο αδελφός Ρέμπατς. «Δήλωσαν πως, μολονότι η χώρα ήταν Καθολική, υπήρχε ελευθερία θρησκείας και είχαμε την άδεια να συνεχίσουμε να κηρύττουμε από σπίτι σε σπίτι όπως και κάναμε, αλλά πως για τη δική μας ασφάλεια δεν θα έπρεπε να φύγουμε από την πρωτεύουσα».
Όταν ο αδελφός Μιούνιθ στο Μπουένος Άιρες άκουσε αυτή την εμπειρία, έστειλε οδηγίες στους αδελφούς να επιστρέψουν στην Αργεντινή μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο πόλεμος τελείωσε τον επόμενο χρόνο. Ωστόσο, ο αδελφός Κόρος, ο οποίος δεν ήταν μαζί με τους δύο που είχαν συλληφθεί, παρέμεινε στην Ασουνσιόν.
-
-
ΠαραγουάηΒιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1998
-
-
Οι Πρώτοι Καρποί της Παραγουάης
Εκείνον τον καιρό περίπου, ένας από τους σκαπανείς συνάντησε κάποιον άντρα ο οποίος του ζήτησε έντυπα στην αραβική για τον πεθερό του, ένα μετανάστη από το Λίβανο. Με αυτόν τον τρόπο, ο Χουλιάν Χαντάντ έλαβε ένα βιβλίο το οποίο θεώρησε πολύτιμο. Πεπεισμένος ότι είχε βρει την αλήθεια, άρχισε να το διδάσκει στα παιδιά του. Επίσης έγραψε στην Εταιρία ζητώντας έντυπα για να τα μοιράσει στους γείτονές του. Λίγα χρόνια αργότερα, ένας σκαπανέας βρήκε τον Χουλιάν στο Σαν Χουάν Νεπομουσένο και τον βοήθησε περαιτέρω πνευματικά. Το 1940, τα μέλη της οικογένειας Χαντάντ βαφτίστηκαν και έγιναν οι πρώτοι ντόπιοι βαφτισμένοι ευαγγελιζόμενοι στην Παραγουάη. Από τότε και ύστερα, ο Χουλιάν, ένας γιος του και αρκετά εγγόνια του είχαν την χαρά να συμμετάσχουν στην υπηρεσία σκαπανέα, και μάλιστα ο Χουλιάν συνέχισε να το κάνει αυτό μέχρι λίγο καιρό πριν από το θάνατό του, σε ηλικία 77 ετών.
Στο μεταξύ ο πόλεμος του Τσάκο υποκίνησε τον Χουάν Χοσέ Μπρισουέλα να κάνει σοβαρές σκέψεις γύρω από το σκοπό της ζωής. Είχε τραυματιστεί και αιχμαλωτιστεί από τους Βολιβιανούς. Ως αιχμάλωτος πολέμου, είχε δει χήρες να κλαίνε για τα παιδιά τους που έμειναν ορφανά από πατέρα, και είχε παρατηρήσει Καθολικούς ιερείς να ευλογούν τους Βολιβιανούς στρατιώτες. Θυμήθηκε ότι και αυτός μαζί με άλλους, ως Παραγουανοί στρατιώτες, είχαν λάβει παρόμοια ευλογία. Σκέφτηκε: «Κάτι δεν πάει καλά. Αν υπάρχει Θεός, δεν μπορεί να ενεργεί έτσι. Και αν υπάρχει όντως Θεός, σκοπεύω να τον αναζητήσω μέχρι να τον βρω».
Μετά τον πόλεμο, ο Χουλιάν Χαντάντ συνάντησε τον Χουάν Χοσέ στην Κάρμεν δελ Παρανά. Μέσα από την Αγία Γραφή, ο Χουλιάν τον βοήθησε να βρει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματά του. Όπως είπε ο απόστολος Παύλος πριν από πολύ καιρό, ο Θεός έδωσε τη δυνατότητα στους ανθρώπους οι οποίοι “ψηλαφούν για αυτόν” να «τον βρουν». (Πράξ. 17:27) Σύντομα ο Χουάν Χοσέ συνειδητοποίησε ότι είχε βρει τον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά. (Δευτ. 4:35· Ψαλμ. 83:18) Βαφτίστηκε το 1945· και η σύζυγός του, η Χόβιτα, το 1946.
Στο μεταξύ, οι Γραφικές αλήθειες αποτελούσαν θέμα συζήτησης και σε κάποιον πάγκο λαχανικών σε μια λαϊκή του Σαν Λορένσο. Το άτομο που κήρυττε εκεί δεν ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, αλλά απλώς κάποια γυναίκα η οποία ενδιαφερόταν για τα όσα δίδασκαν εκείνοι. Η Σεμπαστιάνα Βάσκες, αν και αγράμματη, άκουγε με ενδιαφέρον. Για να προοδεύσει πνευματικά, έμαθε να διαβάζει και το 1942 βαφτίστηκε Μάρτυρας του Ιεχωβά.
-