Παραγουάη
ΣΤΗΝ καρδιά της Νότιας Αμερικής βρίσκεται η ηπειρωτική χώρα της Παραγουάης. Τι σημαίνει το όνομά της; Οι απόψεις διίστανται, αλλά πολλοί από τους ντόπιους πιστεύουν ότι σημαίνει «ποταμός που πηγάζει από τη θάλασσα». Οι Ινδιάνοι που ζούσαν σε αυτή την περιοχή πίστευαν ότι ορισμένες λίμνες στους βαλτότοπους της Βραζιλίας, από όπου πηγάζει ο ποταμός Παραγουάης, ήταν απέραντες σαν τη θάλασσα. Ο ποταμός Παραγουάης τέμνει τη χώρα στα δύο καθώς τη διασχίζει από βορρά προς νότο. Ανατολικά του ποταμού υπάρχουν κυματιστοί λόφοι, εύφορα χωράφια με κοκκινόχωμα και πυκνά δάση. Δυτικά βρίσκεται το Τσάκο, μια αραιοκατοικημένη περιοχή με αγριόχορτα, ακανθώδεις θάμνους και χαμηλά δέντρα, καθώς και αχανείς βάλτους στους οποίους κατοικούν σμήνη εντόμων και μια μεγάλη ποικιλία πολύχρωμων τροπικών πουλιών.
Η Παραγουάη είναι μια χώρα όπου η σύγχρονη τεχνολογία έρχεται σε αντίθεση με τον πιο απλό τρόπο ζωής εκείνων που καλλιεργούν τη γη. Αεριωθούμενα αεροπλάνα και τηλεπικοινωνιακοί δορυφόροι άνοιξαν την πόρτα στη γνώση του κόσμου. Πανύψηλα κτίρια διαγράφονται στον ορίζοντα της πρωτεύουσας, της Ασουνσιόν. Κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της χώρας, στον ποταμό Παρανά, βρίσκεται το Ιταϊπού, ένας υδροηλεκτρικός σταθμός ο οποίος παράγει τόση ισχύ όσο κανένας άλλος υδροηλεκτρικός σταθμός στον κόσμο.
Ίσως να νομίζατε ότι αυτή η χώρα είναι ισπανόφωνη, αλλά αυτό δεν ίσχυε πάντα, ούτε και σήμερα ισχύει απόλυτα. Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Ινδιάνοι Γκουαρανί. Γύρω στο 1520, Πορτογάλοι εξερευνητές υπό την ηγεσία του Αλέχο Γκαρθία ήταν οι πρώτοι λευκοί που πάτησαν το πόδι τους στη χώρα. Την επόμενη δεκαετία, οι Ισπανοί άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή της σημερινής Ασουνσιόν. Η χώρα παρέμεινε υποτελής στην Ισπανία μέχρι το 1811, αλλά η γλώσσα των κονκισταδόρων ποτέ δεν αντικατέστησε τη γλώσσα γκουαρανί. Ως αποτέλεσμα, η όμορφη και μελωδική γκουαρανί αποτελεί τη μητρική γλώσσα της πλειονότητας των ανθρώπων στη σημερινή Παραγουάη, και είναι μαζί με την ισπανική οι επίσημες γλώσσες.
Λίγες δεκαετίες μετά την άφιξη των Ευρωπαίων εξερευνητών, ήρθαν οι Ιησουίτες για να μεταστρέψουν τους Γκουαρανί στο Ρωμαιοκαθολικισμό. Εκείνον τον καιρό, οι Γκουαρανί δεν είχαν αγάλματα ή ναούς. Οι Ιησουίτες συγκέντρωσαν τους Ινδιάνους σε κοινοβιακές κοινότητες όπου τους δίδασκαν τελετές και ύμνους του Καθολικισμού ενώ παράλληλα τους μάθαιναν διάφορες τέχνες. Οι Ιησουίτες χρησιμοποίησαν ένα μέρος των εσόδων από την εργασία των Ινδιάνων για να τους προμηθεύουν τα αναγκαία για τη ζωή, αλλά επίσης χρησιμοποίησαν αυτή τη διευθέτηση για να αποκτήσουν οι ίδιοι πλούτο και δύναμη. Πολλοί Ισπανοί γαιοκτήμονες τα παρατηρούσαν όλα αυτά με φθόνο. Παραπονέθηκαν στον Ισπανό βασιλιά, τον Κάρολο Γ΄, για την αυξανόμενη δύναμη των Ιησουιτών. Αυτά τα παράπονα, που δεν προήλθαν από τους Γκουαρανί αλλά από τους Καθολικούς αποικιοκράτες, ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν στην εκδίωξη των Ιησουιτών από την ισπανική αυτοκρατορία το 1767. Αλλά ο Καθολικισμός που είχαν διδάξει εκείνοι συνέχισε να επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων. Αυτοί υιοθέτησαν τους εξωτερικούς τύπους του Καθολικισμού ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, προσκολλούνταν παράλληλα σε μερικές πατροπαράδοτες πεποιθήσεις. Αυτό δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της δεισιδαιμονίας. Αφού ασπάστηκαν τον Καθολικισμό, άρχισε να ασκεί ισχυρή επιρροή στη ζωή τους ο Καθολικός κλήρος.
Αυτή η θρησκευτική κληρονομιά δεν έφερε ειρήνη στη χώρα. Ο πόλεμος έχει επηρεάσει βαθιά την ιστορία της Παραγουάης, σημαδεύοντας ανεπανόρθωτα τη ζωή των ανθρώπων. Από το 1864 ως το 1870, η Παραγουάη, υπό την ηγεσία του Φρανσίσκο Σολάνο Λόπες, πολέμησε εναντίον της Βραζιλίας, της Αργεντινής και της Ουρουγουάης. Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές. Σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία, ο πληθυσμός της χώρας ήταν γύρω στο ένα και πλέον εκατομμύριο όταν άρχισε ο πόλεμος. Όταν τελείωσε, λέγεται ότι ο πληθυσμός ήταν περίπου 220.000 από τους οποίους τουλάχιστον οι 190.000 ήταν γυναικόπαιδα. Ακολούθησαν και άλλοι πόλεμοι· ένας περιλάμβανε σύρραξη με τη Βολιβία για την κυριότητα του Τσάκο και άλλοι οφείλονταν σε πολιτικές αναταραχές. Γι’ αυτό, ίσως δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι στην Παραγουάη εκείνοι που ήθελαν να εξουσιάζουν τους άλλους συνήθως κατέφευγαν σε σωματική βία για να πετύχουν το σκοπό τους.
Σε αυτή τη χώρα τα καλά νέα της Βασιλείας του Ιεχωβά μεταδόθηκαν πρώτα με Βιβλικά φυλλάδια, τα οποία στάλθηκαν ταχυδρομικά πριν από το 1914, και κατόπιν προσωπικά από το 1925 και έπειτα. Έτσι, το νερό από κάποιον άλλον ποταμό, όχι από τον ποταμό Παραγουάη ούτε από τον Παρανά, αλλά από έναν «ποταμό νερού ζωής», άρχισε να γίνεται διαθέσιμο και εδώ, όπως έγινε και σε όλη τη γη.—Αποκ. 22:1.
Φτάνει η Αλήθεια της Βασιλείας
Ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ, ο τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, ζήτησε από τον Χουάν Μιούνιθ να μετακινηθεί από την Ισπανία στην Αργεντινή για να οργανώσει και να επεκτείνει το κήρυγμα των καλών νέων σε εκείνο το μέρος της γης. Αυτός έφτασε στο Μπουένος Άιρες στις 12 Σεπτεμβρίου 1924 και λίγο αργότερα ταξίδεψε στην Ουρουγουάη καθώς και στην Παραγουάη για να μεταδώσει το άγγελμα της Βασιλείας. Σπάρθηκαν οι σπόροι της Βιβλικής αλήθειας, αλλά σημειώθηκε μικρή πρόοδος.
Το 1932, η Παραγουάη ενεπλάκη σε έναν ακόμα πόλεμο, τώρα με τη Βολιβία. Για άλλη μια φορά, ο ανδρικός πληθυσμός του έθνους αποδεκατίστηκε. Αυτό είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας καθώς και στην ασφάλεια εκείνων που θα έρχονταν από το εξωτερικό φέρνοντας τα καλά νέα της Βασιλείας. Παρ’ όλα αυτά, ενώ μαινόταν ο πόλεμος, το 1934 το τμήμα της Αργεντινής έστειλε τρεις Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Παραγουάη για να προσκαλέσουν τα άτομα που είχαν ειλικρινή καρδιά να πιουν δωρεάν «νερό ζωής». Αυτοί ήταν οι αδελφοί Μαρτόνφι, Κόρος και Ρέμπατς.—Αποκ. 22:17.
Σφοδρή Εναντίωση από τον Κλήρο
«Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους», έγραψε ο αδελφός Ρέμπατς, «ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε για την ενδοχώρα. Είχαμε δύο κιβώτια με έντυπα και από μια βαλίτσα ο καθένας. Ταξιδέψαμε με τρένο από την Ασουνσιόν μέχρι την Παραγκουαρί και από εκεί, εξαιτίας της έλλειψης μεταφορικών μέσων, με τα πόδια για τον πρώτο μας προορισμό, την Καραπεγκουά, η οποία απείχε περίπου 30 χιλιόμετρα. Εκείνη τη νύχτα κοιμηθήκαμε στο έδαφος, με τα έντυπα στο προσκεφάλι μας. Την επομένη, όταν αρχίσαμε να δίνουμε μαρτυρία, ο ιερέας του χωριού επισκέφτηκε τους ανθρώπους λέγοντάς τους να μη μας ακούν. Κατόπιν εκείνος και κάποιος σύντροφός του πήγαν με τα άλογα στο γειτονικό χωριό για να πουν στους κατοίκους να μη μας ακούσουν και να μας πετάξουν έξω από το χωριό, πράγμα που μερικοί αποπειράθηκαν να κάνουν».
Εξαιτίας αυτής της πίεσης από τον ιερέα, δόθηκαν ελάχιστα Βιβλικά έντυπα, και μάλιστα μερικά από αυτά οι άνθρωποι τα επέστρεψαν. Από την Καραπεγκουά, οι Μάρτυρες πήγαν με τα πόδια στις επόμενες κωμοπόλεις και χωριά—στο Κιιντί, στο Κααπουκού, στη Βίγια Φλόριδα και στο Σαν Μιγκέλ. Για να πάνε στο Σαν Χουάν Μπαουτίστα, περπατούσαν όλη την ημέρα μέχρι τα μεσάνυχτα, κοιμήθηκαν σε ένα χωράφι και συνέχισαν το δρόμο τους νωρίς το επόμενο πρωί. Φτάνοντας στην πόλη, επισκέφτηκαν πρώτα την αστυνομία για να εξηγήσουν τι έργο έκαναν. Εκείνοι οι άντρες δέχτηκαν τους Μάρτυρες με σεβασμό. Στη συνέχεια, οι αδελφοί πέρασαν μια ολόκληρη ημέρα στη δημόσια διακονία.
Ωστόσο, το επόμενο πρωί, μόλις ο αδελφός Μαρτόνφι βγήκε από την καλύβα που είχαν νοικιάσει, τον περίμενε μια έκπληξη. Φώναξε στον αδελφό Ρέμπατς, ο οποίος ήταν ακόμα μέσα: «Σήμερα έχουμε κάτι καινούριο». Τα έντυπα που είχαν δώσει την προηγούμενη ημέρα βρίσκονταν σκισμένα και σκορπισμένα γύρω από την καλύβα τους. Σε μερικά από τα κομμάτια, κάποιοι είχαν γράψει βρισιές και χυδαίες εκφράσεις, καθώς και απειλές που έλεγαν ότι οι αδελφοί δεν θα έφευγαν από την πόλη ζωντανοί.
Ενώ έτρωγαν πρωινό, κατέφθασε η αστυνομία και τους συνέλαβε. Τι ευθυνόταν για αυτή την αλλαγή; Αργότερα, ο αδελφός Ρέμπατς ανέφερε: «Όταν τους ρωτήσαμε το λόγο, μας έδειξαν μια εφημερίδα στην οποία μας κατηγορούσαν ότι ήμασταν Βολιβιανοί κατάσκοποι μεταμφιεσμένοι σε ευαγγελιστές. Ο διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο σημαντικότερος ιερέας της περιοχής».
Η Επιστροφή στην Ασουνσιόν
Οι δύο Μάρτυρες στάλθηκαν στην Ασουνσιόν ως κρατούμενοι. Ήταν μακρινό το ταξίδι με τα πόδια. Καθώς πήγαιναν από το ένα αστυνομικό τμήμα στο άλλο, τους συνόδευε πάντοτε ένας οπλισμένος φρουρός. Στη διαδρομή, μερικοί άνθρωποι τους έβριζαν και τους πετούσαν διάφορα αντικείμενα. Αλλά οι αστυνομικοί συμπεριφέρθηκαν στους αδελφούς με σεβασμό, λέγοντάς τους μάλιστα ότι η κατηγορία της κατασκοπείας ήταν γελοία. Κάπου κάπου, οι έφιπποι αστυνομικοί έπαιρναν τις βαλίτσες των αδελφών πάνω στο άλογό τους. Ένας από αυτούς μάλιστα άφησε τον αδελφό Μαρτόνφι να ανέβει στο άλογό του, ενώ εκείνος περπατούσε και άκουγε τα όσα του έλεγε ο αδελφός Ρέμπατς σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού.
Ωστόσο, όταν παρέδωσαν τους αδελφούς στο στρατό στο Κιιντί, η μεταχείριση έγινε βάναυση. Επί 14 ημέρες τούς κράτησαν στο πειθαρχείο, όπου τους διέταξαν να κάθονται σε ξύλινες καρέκλες με ίσια πλάτη, δεν τους άφηναν να ξαπλώνουν ή να σηκώνονται όρθιοι, τους πρόσβαλλαν και τους χτυπούσαν με ένα μαστίγιο. Αργότερα στην Παραγκουαρί, τους πήγαν στο σταθμό του τρένου δεμένους με χειροπέδες και συνοδεία 12 στρατιωτών με ξιφολόγχες. Εκεί, τους παρέδωσαν ξανά στην αστυνομία για το υπόλοιπο ταξίδι μέχρι την Ασουνσιόν.
Οι συνθήκες φυλάκισης στην πρωτεύουσα ήταν επίσης άσχημες, αλλά οι αδελφοί χρησιμοποίησαν την Αγία Γραφή που είχαν ακόμα στην κατοχή τους και έδωσαν μαρτυρία στους άλλους κρατουμένους. Αφού έμειναν μια εβδομάδα προφυλακισμένοι στην πρωτεύουσα, τελικά τους πήγαν στο γραφείο του αρχηγού της αστυνομίας. Εκεί ήταν επίσης παρών ο υπουργός εσωτερικών, συνταγματάρχης Ριβαρόλα. (Αργότερα μάθαμε πως όταν ο συνταγματάρχης Ριβαρόλα πληροφορήθηκε τις κατηγορίες που είχε εκτοξεύσει εναντίον των αδελφών μας η εφημερίδα στο Σαν Χουάν Μπαουτίστα, έστειλε τηλεγραφήματα στους στρατιωτικούς αρχηγούς για να βεβαιωθεί ότι οι αδελφοί θα επέστρεφαν στην πρωτεύουσα ζωντανοί.) «Και οι δύο άντρες εξέφρασαν τη λύπη τους για όσα είχαν συμβεί», είπε ο αδελφός Ρέμπατς. «Δήλωσαν πως, μολονότι η χώρα ήταν Καθολική, υπήρχε ελευθερία θρησκείας και είχαμε την άδεια να συνεχίσουμε να κηρύττουμε από σπίτι σε σπίτι όπως και κάναμε, αλλά πως για τη δική μας ασφάλεια δεν θα έπρεπε να φύγουμε από την πρωτεύουσα».
Όταν ο αδελφός Μιούνιθ στο Μπουένος Άιρες άκουσε αυτή την εμπειρία, έστειλε οδηγίες στους αδελφούς να επιστρέψουν στην Αργεντινή μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο πόλεμος τελείωσε τον επόμενο χρόνο. Ωστόσο, ο αδελφός Κόρος, ο οποίος δεν ήταν μαζί με τους δύο που είχαν συλληφθεί, παρέμεινε στην Ασουνσιόν.
Οι Πρώτοι Καρποί της Παραγουάης
Εκείνον τον καιρό περίπου, ένας από τους σκαπανείς συνάντησε κάποιον άντρα ο οποίος του ζήτησε έντυπα στην αραβική για τον πεθερό του, ένα μετανάστη από το Λίβανο. Με αυτόν τον τρόπο, ο Χουλιάν Χαντάντ έλαβε ένα βιβλίο το οποίο θεώρησε πολύτιμο. Πεπεισμένος ότι είχε βρει την αλήθεια, άρχισε να το διδάσκει στα παιδιά του. Επίσης έγραψε στην Εταιρία ζητώντας έντυπα για να τα μοιράσει στους γείτονές του. Λίγα χρόνια αργότερα, ένας σκαπανέας βρήκε τον Χουλιάν στο Σαν Χουάν Νεπομουσένο και τον βοήθησε περαιτέρω πνευματικά. Το 1940, τα μέλη της οικογένειας Χαντάντ βαφτίστηκαν και έγιναν οι πρώτοι ντόπιοι βαφτισμένοι ευαγγελιζόμενοι στην Παραγουάη. Από τότε και ύστερα, ο Χουλιάν, ένας γιος του και αρκετά εγγόνια του είχαν την χαρά να συμμετάσχουν στην υπηρεσία σκαπανέα, και μάλιστα ο Χουλιάν συνέχισε να το κάνει αυτό μέχρι λίγο καιρό πριν από το θάνατό του, σε ηλικία 77 ετών.
Στο μεταξύ ο πόλεμος του Τσάκο υποκίνησε τον Χουάν Χοσέ Μπρισουέλα να κάνει σοβαρές σκέψεις γύρω από το σκοπό της ζωής. Είχε τραυματιστεί και αιχμαλωτιστεί από τους Βολιβιανούς. Ως αιχμάλωτος πολέμου, είχε δει χήρες να κλαίνε για τα παιδιά τους που έμειναν ορφανά από πατέρα, και είχε παρατηρήσει Καθολικούς ιερείς να ευλογούν τους Βολιβιανούς στρατιώτες. Θυμήθηκε ότι και αυτός μαζί με άλλους, ως Παραγουανοί στρατιώτες, είχαν λάβει παρόμοια ευλογία. Σκέφτηκε: «Κάτι δεν πάει καλά. Αν υπάρχει Θεός, δεν μπορεί να ενεργεί έτσι. Και αν υπάρχει όντως Θεός, σκοπεύω να τον αναζητήσω μέχρι να τον βρω».
Μετά τον πόλεμο, ο Χουλιάν Χαντάντ συνάντησε τον Χουάν Χοσέ στην Κάρμεν δελ Παρανά. Μέσα από την Αγία Γραφή, ο Χουλιάν τον βοήθησε να βρει ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματά του. Όπως είπε ο απόστολος Παύλος πριν από πολύ καιρό, ο Θεός έδωσε τη δυνατότητα στους ανθρώπους οι οποίοι “ψηλαφούν για αυτόν” να «τον βρουν». (Πράξ. 17:27) Σύντομα ο Χουάν Χοσέ συνειδητοποίησε ότι είχε βρει τον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά. (Δευτ. 4:35· Ψαλμ. 83:18) Βαφτίστηκε το 1945· και η σύζυγός του, η Χόβιτα, το 1946.
Στο μεταξύ, οι Γραφικές αλήθειες αποτελούσαν θέμα συζήτησης και σε κάποιον πάγκο λαχανικών σε μια λαϊκή του Σαν Λορένσο. Το άτομο που κήρυττε εκεί δεν ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, αλλά απλώς κάποια γυναίκα η οποία ενδιαφερόταν για τα όσα δίδασκαν εκείνοι. Η Σεμπαστιάνα Βάσκες, αν και αγράμματη, άκουγε με ενδιαφέρον. Για να προοδεύσει πνευματικά, έμαθε να διαβάζει και το 1942 βαφτίστηκε Μάρτυρας του Ιεχωβά.
Δοκιμασίες της Πίστης για μια Μικρή Ομάδα
Η πρώτη εκκλησία, ή ομάδα όπως ήταν γνωστή τότε, οργανώθηκε στην Παραγουάη το 1939. Υπήρχαν μόνο δύο ευαγγελιζόμενοι αλλά ήταν ζηλωτές. Εκείνο το υπηρεσιακό έτος ανέφεραν συνολικά 847 ώρες στην υπηρεσία αγρού και έδωσαν 1.740 βιβλία και βιβλιάρια. Έκαναν συναθροίσεις σε ένα μικρό ιδιωτικό σπίτι το οποίο βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα η λεωφόρος Γκασπάρ Ροντρίγκεζ ντε Φράνσια (πρώην Αμαμπάι), ανάμεσα στις οδούς Αντεϊκέρα και Τακουαρί στην Ασουνσιόν. Μόνο πέντε με έξι άτομα παρακολουθούσαν εκείνες τις συναθροίσεις σε ένα δωμάτιο με διαστάσεις 4 επί 4 μέτρα. Αυτή η τοποθεσία εξυπηρετούσε τις ανάγκες που υπήρχαν μέχρι το 1944.
Το επόμενο έτος οι αδελφοί άρχισαν να χρησιμοποιούν δύο ηλεκτρικά ηχητικά μηχανήματα για να μεταδίδουν σύντομες ηχογραφημένες ομιλίες γύρω από διάφορα Γραφικά θέματα. Ο κλήρος έγινε τόσο έξαλλος ώστε ζήτησε από την κυβέρνηση να απαγορεύσει κάθε περαιτέρω δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αλλά οι Μάρτυρες συνέχισαν. Είναι προφανές ότι εκείνες οι σαφείς, ηχογραφημένες Γραφικές ομιλίες έφεραν αποτελέσματα. Στη διάρκεια των επόμενων δύο χρόνων, οι αδελφοί έκαναν καλή χρήση τέτοιων ηχογραφήσεων σε διάφορες γλώσσες για να προσεγγίσουν κοινότητες Πολωνών, Ρώσων, Γερμανών και Ουκρανών μεταναστών οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στο νότιο τμήμα της χώρας.
Η οικογένεια Γκολάσικ, η οποία ζούσε σε μια πολωνοουκρανική παροικία κοντά στην Ενκαρνασιόν, ήταν ανάμεσα στους πρώτους που γνώρισαν την αλήθεια σε εκείνη την περιοχή. Σύντομα ο Ρομπέρτο Γκολάσικ, εξοπλισμένος με ένα φωνογράφο και με έντυπα, πήγαινε με το άλογό του σε διάφορες παροικίες για να δώσει μαρτυρία. Στην αρχή, οι συναθροίσεις διεξάγονταν μια φορά το μήνα, κατόπιν δύο φορές το μήνα και αργότερα μια φορά την εβδομάδα. Μερικές φορές ήταν παρόντες άνθρωποι από πέντε διαφορετικές γλωσσικές ομάδες, αλλά όλοι άρχισαν σιγά σιγά να μαθαίνουν την καθαρή γλώσσα της Βιβλικής αλήθειας.—Σοφ. 3:9.
Δυστυχώς, δεν συνέχισαν να ακολουθούν το στενό δρόμο που οδηγεί στη ζωή όλοι όσοι συμμετείχαν στην επίδοση μαρτυρίας τότε. Ο επίσκοπος της αποθήκης εντύπων της Εταιρίας, η οποία αποθήκη βρισκόταν στην Ασουνσιόν, άρχισε να προωθεί τις προσωπικές του απόψεις. Όταν εγκατέλειψε την οργάνωση του Ιεχωβά, και άλλοι επίσης σταμάτησαν να υπηρετούν τον Ιεχωβά. Ο αριθμός των διαγγελέων της Βασιλείας μειώθηκε από 33 που ήταν το 1943 σε 8 το 1944. Τι θα γινόταν τώρα; Ο Ιεχωβά ευλόγησε εκείνους που απέδειξαν ότι ήταν όσιοι Μάρτυρες, και η οργάνωση άρχισε και πάλι να αυξάνεται.—Ψαλμ. 37:28.
Οι Ιεραπόστολοι Μαθαίνουν τις Τοπικές Συνήθειες
Το γραφείο τμήματος της Αργεντινής, υποκινούμενο από στοργικό ενδιαφέρον για την ευημερία του ποιμνίου στην Παραγουάη, έστειλε τον Γκουένιντ Χιουζ να επιβλέψει το έργο. Όταν προσκλήθηκε να παρακολουθήσει τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς το 1945, έγιναν διευθετήσεις να σταλεί εκεί ο Γιούεν Ντέιβις με τη σύζυγό του, την Ντέλια. Ωστόσο, επειδή υπήρξε κάποια καθυστέρηση στην έκδοση των ταξιδιωτικών τους εγγράφων, ο Χόλις Σμιθ, απόφοιτος της Σχολής Γαλαάδ, έφτασε πρώτος και ήταν παρών για να καλωσορίσει τον αδελφό και την αδελφή Ντέιβις όταν έφτασαν στην Ασουνσιόν με ποταμόπλοιο, στα τέλη του 1945. Λίγες ημέρες αργότερα, έφτασαν αεροπορικώς ο Άλμπερτ και η Αντζελίν Λανγκ, και αυτοί απόφοιτοι της Γαλαάδ. Στη συνέχεια ήρθαν και άλλοι. Νοίκιασαν ένα σπίτι το οποίο μπορούσε να στεγάσει τους ιεραποστόλους και διέθετε παράλληλα χώρο για να συναθροίζεται η τοπική εκκλησία. Όλοι οι ιεραπόστολοι ανυπομονούσαν να υπηρετήσουν, αλλά ασφαλώς, έπρεπε να εξοικειωθούν πρώτα με τον τρόπο ζωής των ανθρώπων.
Διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι ήταν πολύ θρησκευόμενοι, μολονότι δεν είχαν γνώση της Αγίας Γραφής. Κάθε πόλη είχε έναν άγιο ή μια αγία για προστάτη της, συνήθως την «Παρθένο Μαρία».
Καθώς γνώριζαν τα έθιμα των ανθρώπων, διαπίστωναν ότι πολλά από αυτά ήταν συμπαθητικά. Στην αγορά υπήρχαν σωροί από φρούτα και λαχανικά και οι γυναίκες ισορροπούσαν στο κεφάλι τους βαριά φορτία από αυτά μέσα σε πλατιά καλάθια. Στα μαγαζιά πουλούσαν ένα είδος χειροποίητης δαντέλας που ήταν γνωστή ως νιανδουτί και ήταν τόσο ντελικάτη και λεπτή που έμοιαζε με ιστό αράχνης. Επίσης γρήγορα παρατήρησαν ότι οι άνθρωποι άρχιζαν τη δουλειά τους νωρίς, και τις πιο ζεστές ώρες της ημέρας σταματούσαν τα πάντα για τη μεσημεριανή σιέστα. Όταν οι ιεραπόστολοι επισκέπτονταν τα σπίτια των ανθρώπων για να τους μεταδώσουν το άγγελμα της Βασιλείας, έμαθαν να στέκονται στην αυλόπορτα, να χτυπούν παλαμάκια και να μπαίνουν στην αυλή μόνο αφού τους προσκαλούσαν. Ένιωσαν τη φιλικότητα, την απλότητα και τη ζεστασιά των ανθρώπων. Έπρεπε, όμως, να μάθουν να επικοινωνούν μαζί τους στη γλώσσα τους—όχι μόνο στην ισπανική, αλλά και στην γκουαρανί.
Τον Απρίλιο του 1946, λίγο μετά την άφιξη των ιεραποστόλων, ο αδελφός και η αδελφή Ντέιβις διορίστηκαν ξανά στην Αργεντινή. Ο Πάμπλο Οσόριο Ρέγιες, ο οποίος είχε μόνο λίγους μήνες που παρακολουθούσε τις συναθροίσεις, διορίστηκε να διεξάγει τη Μελέτη Σκοπιάς αν και δεν ήταν ακόμα βαφτισμένος. Γιατί τόσο σύντομα; Επειδή μιλούσε τη γλώσσα και είχε σημειώσει καλή πνευματική πρόοδο. Αλλά αντιμετώπισε δυσκολίες. Αργότερα, ο αδελφός Οσόριο έγραψε: «Λίγο μετά το διορισμό μου ως οδηγού Μελέτης Σκοπιάς, χρειάστηκε να διορθώσω κάποιο εσφαλμένο σχόλιο που έγινε. Αυτός που είχε κάνει το σχόλιο έγινε έξω φρενών και με προκάλεσε να παλέψουμε επί τόπου. Ασφαλώς εγώ αρνήθηκα, και ένας ιεραπόστολος βοήθησε να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από την ανάθεση λίγης ευθύνης για να βοηθηθεί κάποιος να ωριμάσει». Δυστυχώς, το άτομο με τον οξύθυμο χαρακτήρα αργότερα εγκατέλειψε την υπηρεσία του Ιεχωβά.
Οικοδόμηση της Οργάνωσης
Πριν από το τέλος του 1946, χρειάστηκαν μεγαλύτερες εγκαταστάσεις για να χρησιμοποιηθούν ως κέντρο θεοκρατικής δραστηριότητας. Είχαν έρθει έξι ακόμα ιεραπόστολοι—ο Γουίλιαμ και η Φερν Σίλινγκερ και τέσσερις άλλοι. Νοίκιασαν ένα σπίτι με μεγάλη αυλή στη λεωφόρο Μαρισκάλ Λόπες. Το κτίριο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το Υπουργείο Άμυνας. Η μεγάλη επιγραφή «Αίθουσα Βασιλείας» τοποθετήθηκε σε ευδιάκριτο μέρος στην μπροστινή πύλη για να τη βλέπουν όλοι όσοι είχαν σχέση με το στρατιωτικό τμήμα της κυβέρνησης.
Την 1η Σεπτεμβρίου εκείνου του έτους, η Εταιρία ίδρυσε ένα τμήμα στην Παραγουάη και το πρόσφατα νοικιασμένο κτίριο στέγασε το γραφείο του τμήματος. Εφόσον υπήρχε καλύτερη οργάνωση, εντάθηκε η μαρτυρία, αλλά το ίδιο έγινε και με την εναντίωση. Φαίνεται ότι ο κλήρος χρησιμοποιούσε τα εξομολογητήρια για να συγκεντρώνει πληροφορίες και να ενσταλάζει το φόβο ώστε να αποτρέπει τους Καθολικούς ταχυδρόμους από το να παραδίδουν τα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά.
Το Νοέμβριο, ο αδελφός Χιουζ ήρθε από την Αργεντινή για να επισκεφτεί και να εποικοδομήσει τις τέσσερις μικρές εκκλησίες που λειτουργούσαν τότε. Είχε πάει στη Σχολή Γαλαάδ και είχε παρακολουθήσει στο Κλίβελαντ του Οχάιο στις Η.Π.Α. τη διεθνή Θεοκρατική Συνέλευση Ευφραινόμενα Έθνη, μέρη της οποίας διεξάχθηκαν σε 20 γλώσσες, ενώ 80.000 άνθρωποι γέμισαν ασφυκτικά το στάδιο την τελευταία ημέρα για να ακούσουν τις ομιλίες. Έτσι, είχε πολλά να μεταδώσει στους αδελφούς. Είχαν ανάγκη αυτή την εποικοδόμηση για να συνεχίσουν να υπηρετούν κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Στην Καρδιά της Επανάστασης
Στις αρχές του 1947 ξέσπασε επανάσταση. Κυβερνητικές δυνάμεις έστησαν πολυβόλα στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον ιεραποστολικό οίκο. Έπειτα από μια ημέρα εχθροπραξιών, επανήλθε κάποια σταθερότητα. Κατόπιν στις 7 Μαρτίου, η κατάσταση επιδεινώθηκε ξανά. Γίνονταν μάχες στους δρόμους. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος. Οι επαναστάτες κατέλαβαν το αρχηγείο της αστυνομίας που βρισκόταν στο κέντρο της Ασουνσιόν.
Περιμένοντας ότι θα γινόταν επίθεση και στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, ο υπεύθυνος στρατηγός επίταξε τον ιεραποστολικό οίκο για στρατιωτική χρήση και έδωσε στους αδελφούς τρεις ημέρες περιθώριο για να εκκενώσουν το χώρο. Έπειτα από παράκληση των αδελφών, το χρονικό περιθώριο έγινε δέκα ημέρες. Στην καρδιά της επανάστασης και ενώ υπήρχε τρομερό στεγαστικό πρόβλημα, οι αδελφοί οργάνωσαν τη δική τους εκστρατεία: Επιχείρηση Εύρεσης Σπιτιού. Φαίνεται ότι ο Ιεχωβά ήθελε να συνεχίσουν τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της Παραγουάης να νιώθουν την παρουσία των Μαρτύρων Του. Το μόνο κατάλληλο σπίτι που ήταν διαθέσιμο βρισκόταν δίπλα ακριβώς στο προεδρικό μέγαρο, στο δρόμο όπου υπήρχαν πολλές πρεσβείες.
Όσον αφορά την επανάσταση, ο υπηρέτης τμήματος έγραψε σε ένα γράμμα του, με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1947, τα εξής: «Η κατάσταση εδώ χειροτερεύει ημέρα με την ημέρα. Καθώς σας γράφω, ακούω ένα αεροπλάνο να πετάει μερικά χιλιόμετρα μακριά από εδώ· νομίζω ότι βομβαρδίζει το αεροδρόμιο. Το αεροπλάνο βάλλεται από αντιαεροπορικά πυρά. Υπάρχουν εκατοντάδες στρατιώτες γύρω από το σπίτι του προέδρου, και ο θόρυβος από τα όπλα τους είναι τρομακτικός. Η ατμόσφαιρα έχει πάρει ένα μπλε χρώμα από τον καπνό της πυρίτιδας, και η μυρωδιά της είναι απαίσια. Οι επαναστατικές δυνάμεις βρίσκονται πολύ κοντά στην πόλη· ακούμε το συνεχές κροτάλισμα των όπλων και τις εκρήξεις των βομβών . . . Ημέρα με την ημέρα τα τρόφιμα λιγοστεύουν».
Οι επαναστατικές δυνάμεις έφτασαν σε απόσταση δέκα τετραγώνων από τον ιεραποστολικό οίκο προτού οι κυβερνητικές δυνάμεις αρχίσουν να τις απωθούν. Σε όλο αυτό το διάστημα, οι αδελφοί συνέχισαν να δίνουν μαρτυρία όσο καλύτερα μπορούσαν. Η επανάσταση συνεχίστηκε περίπου έξι μήνες και αποδείχτηκε πραγματική δοκιμασία, ιδιαίτερα για τους ντόπιους αδελφούς. Οι αρχές τούς συμπεριφέρονταν με σκληρότητα επειδή διακρατούσαν Χριστιανική ουδετερότητα.
Δεν Έπαψαν να Συναθροίζονται
Όταν έληξε η επανάσταση, άρχισε να αποκαθίσταται η ομαλότητα στη χώρα, και ορισμένοι οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Αργεντινή επέστρεψαν. Έγιναν σχέδια για να διεξαχθεί μια συνέλευση, η πρώτη στην Παραγουάη, στις 4-6 Ιουνίου 1948. Αλλά ο Διάβολος φρόντισε να προξενήσει αναταραχή. Στις 3 Ιουνίου έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο πρόεδρος και το υπουργικό συμβούλιο συνελήφθησαν. Μεγάλη σύγχυση επικρατούσε στην πρωτεύουσα. Τι θα γινόταν με τη συνέλευση;
Οι προσπάθειες που έγιναν για να νοικιαστεί μια κατάλληλη αίθουσα απέτυχαν, αλλά ο Ιεχωβά έκανε μια άλλη προμήθεια. Ο προηγούμενος ιεραποστολικός οίκος που βρισκόταν απέναντι από το Γενικό Επιτελείο Στρατού ήταν άδειος. Ο ιδιοκτήτης συμφώνησε να τον νοικιάσει στους αδελφούς για τη συνέλευσή τους. Ο χώρος αυτός ήταν μακριά από το κέντρο της πόλης, όπου συνέβαιναν οι ταραχές. Η αυλή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για το πρόγραμμα της συνέλευσης και το κτίριο μπορούσε να στεγάσει τους εκπροσώπους που θα έρχονταν από άλλες πόλεις. Όσοι έρχονταν χαιρετούσαν όλοι ο ένας τον άλλον δια χειραψίας, όπως συνηθίζεται στην Παραγουάη. Πάνω από εκατό άτομα ήρθαν για να ακούσουν την ομιλία «Η Επικείμενη Χαρά Όλων των Ανθρώπων». Τι επίκαιρη ομιλία για το λαό της Παραγουάης!
Η Αστυνομία Απομάκρυνε τον Όχλο
Από την πρώτη στιγμή που οι Μάρτυρες του Ιεχωβά άρχισαν το έργο της Βιβλικής εκπαίδευσης στην Παραγουάη, είχαν συχνά εναντίωση από τον κλήρο. Το 1948, στην κωμόπολη Γιούτι, στο νότιο τμήμα της χώρας, ο επίσκοπος περιοχής σχεδίαζε να εκφωνήσει μια δημόσια ομιλία στο μικρό πάρκο που υπήρχε στο κέντρο της κωμόπολης. Αυτό βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τον Καθολικό ναό. Ο τοπικός ιερέας πρότρεψε τους ανθρώπους να σταματήσουν την ομιλία, διακηρύττοντας ότι οι Μάρτυρες θα διέλυαν την Καθολική εκκλησία και θα εξάλειφαν τη θρησκεία τους. Πριν από την καθορισμένη έναρξη της ομιλίας, ένας μεγάλος όχλος συγκεντρώθηκε μπροστά στο ναό. Βλέποντας τους Μάρτυρες του Ιεχωβά—ήταν οχτώ στον αριθμό—στο πάρκο, απέναντι από το δρόμο, άρχισαν να κραυγάζουν: «Έξω οι Προτεστάντες! Έξω οι Προτεστάντες!» Στο μεταξύ, αρκετοί άνθρωποι περίμεναν να ακούσουν την ομιλία αλλά φοβούνταν να μπουν στο πάρκο εξαιτίας του όχλου.
Οι αστυνομικοί τοποθέτησαν ένα πολυβόλο μπροστά από τον όχλο και τους είπαν ότι θα πυροβολούσαν όποιον περνούσε τη γραμμή. Αυτό κράτησε τον όχλο υπό έλεγχο ώσπου μπόρεσαν οι αδελφοί να φύγουν με ασφάλεια από την περιοχή. Ωστόσο, είχαν διαφημίσει την ομιλία ολόκληρη την εβδομάδα και ήταν αποφασισμένοι να δώσουν στα ενδιαφερόμενα άτομα την ευκαιρία να την ακούσουν. Ένας ντόπιος Μάρτυρας πρόσφερε το σπίτι του. Αφού η ομιλία εκφωνήθηκε μία φορά, ήρθε άλλη μια ομάδα και είπαν ότι ήθελαν και αυτοί να την ακούσουν· έτσι, ο επίσκοπος περιοχής έκανε την ομιλία δύο φορές εκείνη την ημέρα. Εκεί, στη Γιούτι, φάνηκε καθαρά πόσο αντίθετη ήταν η καρποφορία που απέφεραν αυτές οι δύο μορφές λατρείας.
Οι Ιεραπόστολοι Κινδύνεψαν να Απελαθούν
Επίσημα, η Παραγουάη έχει γενικά ένα ιστορικό ανεξιθρησκείας, αν και, μέχρι το 1992, κρατική θρησκεία ήταν ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Οι όποιες δυσκολίες ανέκυπταν εμφανίζονταν συνήθως στις αγροτικές περιοχές και υποκινούνταν από τους τοπικούς ιερείς και τους φανατικούς ακολούθους τους. Ωστόσο, στις αρχές του 1950, έγινε μια επίσημη προσπάθεια να απελαθούν οι ιεραπόστολοι της Σκοπιάς από τη χώρα.
Ένας καινούριος νόμος απαιτούσε να καταχωρηθούν όλοι οι μετανάστες στο Υπουργείο Γεωργίας και να δώσουν αποδείξεις για το επάγγελμά τους. Ωστόσο, όταν οι ιεραπόστολοι προσπάθησαν να καταχωρηθούν, τους είπαν ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο επειδή στην πραγματικότητα βρίσκονταν στη χώρα παράνομα και ως εκ τούτου έπρεπε να συλληφθούν. Φαίνεται ότι είχαν δοθεί στις αρχές εσφαλμένες πληροφορίες σχετικά με τη φύση του έργου τους.
Μερικοί από τους αξιωματούχους έδειξαν κατανόηση, αλλά οι προσπάθειές τους καθώς και εκείνες που έκανε η αμερικανική πρεσβεία φαίνεται πως έπεφταν στο κενό. Στη Λατινική Αμερική, πολλές φορές εκείνο που φέρνει αποτελέσματα δεν είναι το ποιος είσαι αλλά το ποιον γνωρίζεις. Σε αυτή την περίπτωση οι αδελφοί γνώριζαν κάποιον ο οποίος ήταν ευνοϊκά διακείμενος και τύχαινε να εργάζεται στο γραφείο του προέδρου. Μέσω αυτού του ατόμου, προσκάλεσαν τον προσωπικό γραμματέα του προέδρου να δειπνήσει στον ιεραποστολικό οίκο. Η πρόσκληση έγινε δεκτή με ευχαρίστηση.
Έτσι δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσουν την πραγματική φύση του έργου των ιεραποστόλων και τα οφέλη του για τη χώρα. Συζητήθηκε επίσης το πρόβλημα της καταχώρησης, και ο γραμματέας του προέδρου έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Ως αποτέλεσμα, στις 15 Ιουνίου 1950, κατάφερε να καταχωρηθεί ο πρώτος ιεραπόστολος ως μετανάστης με το νομικό δικαίωμα να παραμείνει στη χώρα για να συνεχίσει το έργο της Βιβλικής εκπαίδευσης.
Μια Δύσκολη Ημέρα στην Επαρχία
Εκείνες τις ημέρες το έργο του επισκόπου περιοχής παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες. Αυτές περιλάμβαναν πολύωρα ταξίδια και, σε μερικές περιπτώσεις, βίαιη εναντίωση. Ο Λόιντ Γκούμεσον, απόφοιτος της Σχολής Γαλαάδ, άρχισε να υπηρετεί ολοχρόνια ως επίσκοπος περιοχής το 1952. Αφού δαπάνησε κάποιο χρόνο με μια εκκλησία στα βόρεια της Γιούτι, ανέφερε το τι συνέβη. Επειδή ο γειτονικός τομέας είχε καλυφτεί πρόσφατα, έγιναν σχέδια να δοθεί μαρτυρία σε μια μακρινή κωμόπολη. Η ομάδα, έξι αδελφοί και τέσσερις αδελφές, ξεκίνησε στις 4:00 π.μ. Όλοι τους ήταν πεζοί εκτός από μια αδελφή που είχε μαζί της το ηλικίας ενός έτους μωρό της. Στις 11:00 π.μ. έφτασαν στον τομέα τους, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και πήγαν στο έργο.
“Είχαμε κάνει μόνο μια ώρα έργο και στις 12:00 το μεσημέρι καθόμασταν σε κάποιο σπίτι με αχυρένια σκεπή και δίναμε μαρτυρία σε μια οικογένεια που εκδήλωσε ενδιαφέρον”, είπε ο αδελφός Γκούμεσον, “όταν ο σερίφης και ένας 16χρονος στρατιώτης μπήκαν μέσα με τα όπλα τους στραμμένα πάνω μας. Είπε σταθερά στην οικογένεια να μας επιστρέψει τα έντυπα και κατόπιν μας διέταξε να τους ακολουθήσουμε στο αστυνομικό τμήμα. Όταν φτάσαμε, οι άλλοι ευαγγελιζόμενοι βρίσκονταν ήδη εκεί. Προσπάθησα να λογικέψω το σερίφη αλλά διαπίστωσα ότι μιλούσε μόνο γκουαρανί, καθόλου ισπανικά. Ενώ τα μάτια του πετούσαν φλόγες από το θυμό, μας διέταξε όλους να φύγουμε από την κωμόπολη και μας είπε να μην επιστρέψουμε ποτέ.
”Αφού είχαμε περπατήσει περίπου ένα χιλιόμετρο, καθήσαμε κάτω από ένα δέντρο για να φάμε μεσημεριανό. Εντελώς ξαφνικά όλοι οι αδελφοί σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν να τρέχουν. Κοίταξα γύρω μου και είδα το σερίφη και ένα στρατιώτη να έρχονται καλπάζοντας, κρατώντας μακριά μαστίγια. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να είμαι μαζί με τους άλλους, και έτσι άρχισα και εγώ να τρέχω. Καθώς πήδηξα πάνω από ένα ρυάκι, μου έπεσαν τα γυαλιά ηλίου. Όταν έσκυψα για να τα πιάσω, ακούστηκε ο ξερός κρότος από το μαστίγιο που με χτύπησε στην πλάτη. Στη συνέχεια, ο σερίφης προσπάθησε να με ποδοπατήσει με το άλογό του· αλλά επειδή ήξερα μερικά πράγματα για τα άλογα, κουνούσα την τσάντα με τα έντυπα πέρα-δώθε μπροστά στο άλογο, και αυτό δεν με πλησίαζε.
”Στο μεταξύ, ο σερίφης είχε χτυπήσει τρεις από τους αδελφούς επανειλημμένα με το μαστίγιο, και κατόπιν προσπάθησε να ποδοπατήσει με το άλογό του μια 70χρονη σκαπάνισσα. Τελικά, έφυγαν και γύρισαν στην πόλη, και εμείς συνεχίσαμε το δρόμο μας. Κανένας δεν πληγώθηκε σοβαρά, αν και μερικοί είχαν στην πλάτη τους βαθυκόκκινα σημάδια από το μαστίγωμα. Αλλά κανένας μας δεν ένιωθε πόνο. Επιστρέψαμε στον ιεραποστολικό οίκο στις 8:00 μ.μ.—έπειτα από 16 ώρες πεζοπορία”.
Παρά τα παρόμοια περιστατικά που γίνονταν σε μερικές μικρότερες πόλεις και χωριά, το έργο της διακήρυξης της Βασιλείας συνέχισε να ανθεί.
Μετά την Αλλαγή στην Κυβέρνηση
Το έτος 1954 αποδείχτηκε κρίσιμο για την πολιτική ζωή της χώρας. Η κυβέρνηση του Ντον Φεντερίκο Τσάβες ανατράπηκε. Στις 11 Ιουλίου, ο στρατηγός Αλφρέδο Στράισνερ εξελέγη στην προεδρία. Έτσι άρχισε μια περίοδος στρατιωτικής διακυβέρνησης η οποία διήρκεσε πάνω από 34 χρόνια. Πώς επηρεάστηκε η δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά από αυτήν;
Μια τετραήμερη συνέλευση διευθετήθηκε να διεξαχθεί στις 25-28 Νοεμβρίου εκείνου του έτους. Στην Παραγουάη είχε επιβληθεί στρατιωτικός νόμος και γι’ αυτό έπρεπε να πάρουμε άδεια από την αστυνομία για να διεξαγάγουμε οποιαδήποτε σύναξη. Θα προξενούσε αυτό κάποιο πρόβλημα; Οι αδελφοί είχαν ήδη κανονίσει να νοικιάσουν μια αίθουσα διαλέξεων. Αλλά όταν πήγαν να ζητήσουν άδεια από την αστυνομία για τη συνέλευση, τους είπαν ότι δεν μπορούσαν να τη διεξαγάγουν. Γιατί όχι; Ένας αστυνομικός παραδέχτηκε ότι δέχονταν πιέσεις από τους ιερείς. Έπειτα από πολλές επισκέψεις και αρκετά επιχειρήματα από τους αδελφούς, τελικά τους είπαν ότι, αν και δεν θα τους έδιναν άδεια, οι αστυνομικοί μπορεί να έκαναν τα στραβά μάτια στη διάρκεια της συνέλευσης. Ενεργώντας με διάκριση, οι αδελφοί δεν διαφήμισαν τη συνέλευση μέσω διανομής φυλλαδίων ή μέσω των εφημερίδων. Όλες οι προσκλήσεις ήταν προφορικές. Η συνέλευση διεξάχθηκε χωρίς κανένα πρόβλημα.
Συνεχίζεται η Θρησκευτική Εναντίωση
Ο Καθολικός κλήρος δεν χαλάρωσε τις προσπάθειες που κατέβαλλε για να σταματήσει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Προς το τέλος του 1955, έγιναν διευθετήσεις για τη διεξαγωγή μιας μικρής συνέλευσης περιοχής στο Πιριπεμπουί, 72 χιλιόμετρα ανατολικά της πρωτεύουσας. Μόλις σκοτείνιασε, το πρώτο βράδυ της συνέλευσης, ο τοπικός ιερέας ηγήθηκε ενός όχλου οπλισμένου με ραβδιά και μεγάλα μαχαίρια για να διαλύσει τη συνέλευση. Ένας ντόπιος δάσκαλος παρενέβη, και ο όχλος τραβήχτηκε και παρέμεινε στο δρόμο. Εκεί πέρασαν το βράδυ φωνάζοντας και πετώντας πέτρες και πυροτεχνήματα.
Η θρησκευτική εναντίωση έγινε και πάλι αισθητή την 1η Μαρτίου 1957, στην πόλη Ιτά, νοτιοανατολικά της πρωτεύουσας. Πολύ πριν από αυτή την ημερομηνία οι αδελφοί είχαν κάνει νομικές ενέργειες για να διεξαγάγουν τη συνέλευση της περιοχής τους σε εκείνη την πόλη. Είχαν πάρει νόμιμη άδεια για να διεξαγάγουν τη συνέλευση και από τις δημοτικές αρχές της Ιτά και από την αστυνομία στην πρωτεύουσα. Ωστόσο, καθώς οι αδελφοί άρχισαν να καταφθάνουν στην Ιτά για τη συνέλευση, διέκριναν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η Ιτά έμοιαζε με πόλη-φάντασμα. Οι δρόμοι ήταν άδειοι· τα παντζούρια και οι πόρτες ήταν ερμητικά κλεισμένα. Γιατί;
Ο τοπικός ιερέας είχε ορκιστεί ότι αυτή η συνέλευση δεν επρόκειτο να διεξαχθεί και είχε κάνει το παν για να εκπληρώσει τον όρκο του. Είχε μάλιστα φροντίσει ώστε κάποιο αεροπλάνο να σκορπίσει χιλιάδες φυλλάδια στην ύπαιθρο. Αυτά είχαν το εξής μήνυμα: «Την Παρασκευή 1η Μαρτίου 1957, στις 5:30 μ.μ. θα συγκεντρωθούν μπροστά στην εκκλησία όλοι οι Καθολικοί Χριστιανοί από την πόλη και τα περίχωρα. . . . Στις 6:30 θα γίνει μια τεράστια διαδήλωση Καθολικών για να αποκηρύξουμε τους “(ψευδο-)Μάρτυρες του Ιεχωβά”. Οι Προτεστάντες αιρετικοί δεν έχουν κανένα δικαίωμα να διεξάγουν οποιαδήποτε συνέλευση στην Ιτά».
Όταν οι αδελφοί πληροφορήθηκαν τα σχέδια του ιερέα Αγιάλα, θεώρησαν καλύτερο να διεξαχθεί η συνέλευση στο σπίτι ενός αδελφού και όχι στις σχετικά ανοιχτές εγκαταστάσεις που είχαν νοικιάσει. Το σπίτι θα παρείχε καλύτερη προστασία σε περίπτωση επίθεσης.
Μπορείτε να φανταστείτε τη σκηνή. Στο σπίτι του αδελφού είχαν συγκεντρωθεί γύρω στους 60 ειρηνόφιλους Χριστιανούς για να εξετάσουν το Λόγο του Θεού. Δύο τετράγωνα πιο πέρα ένας όχλος χιλίων και πλέον ατόμων, ο οποίος αυξανόταν λεπτό με το λεπτό, άκουγε τα οργισμένα λόγια του ιερέα ο οποίος τους παρακινούσε σε βία.
Δεν συμφωνούσαν όλοι όσοι βρίσκονταν στον όχλο με τις πράξεις του ιερέα. Ο Σολάνο Γκαμάρα, ανθυπολοχαγός της Πολεμικής Αεροπορίας της Παραγουάης, προσπάθησε να ηρεμήσει τον ιερέα. Μίλησε επίσης στους βοηθούς του ιερέα, αλλά μάταια. Ένας από τους συνιερείς του Αγιάλα ήταν τόσο έξαλλος ώστε χτύπησε τον ανθυπολοχαγό και του έσκισε τα χείλη. Όταν συνέβη αυτό, το πλήθος όρμησαν σαν λύκοι στον ανθυπολοχαγό, τον χτύπησαν και του άνοιξαν το κεφάλι. Κάποιοι από τον όχλο έσκισαν το πουκάμισό του και το κρέμασαν σε μια κολόνα για να το κάψουν. Ο Γκαμάρα έφυγε τρέχοντας για να σωθεί.
Ο αιμοδιψής όχλος στράφηκε τώρα προς τη συνέλευση, ουρλιάζοντας: «Κάτω ο Ιεχωβά!» «Θάνατος στον Ιεχωβά!» Καθώς πλησίαζαν στο σπίτι όπου γινόταν η συνέλευση, η μικρή αστυνομική δύναμη που υπήρχε για προστασία εξαφανίστηκε. Οι αδελφοί αμπάρωσαν την πόρτα του σπιτιού. Ορισμένα άτομα από τον όχλο προσπάθησαν να περάσουν από το οικόπεδο ενός γείτονα για να φτάσουν στην πίσω βεράντα, αλλά ο γείτονας έμεινε σταθερός και δεν τους άφησε να περάσουν. Αυτός δεν είχε ξεχάσει πως, όταν ήταν άρρωστος, ο Μάρτυρας του οποίου το σπίτι δεχόταν επίθεση τώρα του είχε φερθεί με μεγάλη καλοσύνη. Στο μεταξύ, οι αδελφοί, με εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά, συνέχισαν τη συνάθροισή τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Για λόγους ασφαλείας, όλοι διανυκτέρευσαν στο σπίτι. Την επομένη, η αστυνομική διεύθυνση της Ασουνσιόν ειδοποίησε ότι ακυρωνόταν η άδεια για τη διεξαγωγή της συνέλευσης προκειμένου να προστατευτούν οι Μάρτυρες και επειδή η τοπική αστυνομία δεν ήταν σε θέση να τα βγάλει πέρα με τον όχλο. Νοικιάστηκε ένα λεωφορείο, και οι χαρούμενοι εκπρόσωποι, ψέλνοντας ύμνους, ξεκίνησαν για τον ιεραποστολικό οίκο στην Ασουνσιόν με σκοπό να ολοκληρώσουν τη συνέλευσή τους. Είχαν αντιμετωπίσει με επιτυχία μια δοκιμασία της πίστης και αυτό τους έκανε πιο ισχυρούς.
Νομική Αναγνώριση
Μετά την οχλοκρατική ενέργεια στην Ιτά, το γραφείο τμήματος, μιμούμενο τον τρόπο ενέργειας του αποστόλου Παύλου, προέβη σε ορισμένες ενέργειες για τη «νομική εδραίωση των καλών νέων» στην Παραγουάη. (Φιλιπ. 1:7· Πράξ. 16:35-39) Αυτό είχε καλά αποτελέσματα. Αφού έγινε ό,τι απαιτούσε ο νόμος, στις 14 Οκτωβρίου 1957 η Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά αναγνωρίστηκε ως νομικό πρόσωπο, εξουσιοδοτημένο να εκπροσωπεί τους Μάρτυρες του Ιεχωβά σε αυτή τη χώρα. Η είδηση δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες ως προεδρικό διάταγμα. Αυτό αποδείχτηκε πολύ χρήσιμο όταν αγόραζαν οι αδελφοί κάποια οικόπεδα που χρειάζονταν, και έδωσε τη δυνατότητα στους ιεραποστόλους να αποκτήσουν άδεια παραμονής.
Η Πρώτη τους Κινηματογραφική Ταινία
Από το 1954 ως το 1961, η χρήση κινηματογραφικών ταινιών επιτέλεσε μεγάλο καλό εξοικειώνοντας το κοινό με την οργάνωση του Ιεχωβά. Έγιναν διευθετήσεις να προβληθούν οι ταινίες της Εταιρίας σε πολλές περιοχές του ανατολικού τμήματος της χώρας. Στη διάρκεια των πέντε ετών κατά τα οποία καταμετρούνταν οι παρόντες, πάνω από 70.000 άτομα παρακολούθησαν τις προβολές.
Η μεταφορά της γεννήτριας και του υπόλοιπου εξοπλισμού για την προβολή της ταινίας στις αγροτικές περιοχές ήταν πραγματική περιπέτεια. Συνήθως οι αδελφοί επέλεγαν ένα άδειο γήπεδο ποδοσφαίρου. Έστηναν τον εξοπλισμό προτού σκοτεινιάσει. Κατόπιν έκαναν μια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα προσκαλώντας το κοινό. Μερικές φορές, βάνδαλοι πετούσαν πέτρες. Το μέγεθος του ακροατηρίου ποίκιλλε. Στο Χενεράλ Αρτίγας, όπου υπήρχε μια εκκλησία με λιγότερους από 20 ευαγγελιζομένους που συναθροίζονταν 8 χιλιόμετρα έξω από την πόλη, περίπου 1.300 άτομα είδαν την ταινία μέσα σε ένα βράδυ! Δεν ήταν ασυνήθιστο να ακούς τους ανθρώπους να γελάνε με χαρά καθώς εναλλάσσονταν οι σκηνές στα πρώτα λεπτά της ταινίας. Άλλωστε, στις αγροτικές περιοχές συνήθως ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν κάποια κινηματογραφική ταινία.
Οι ταινίες έδιναν στους ντόπιους Μάρτυρες και στο κοινό μια καλύτερη εικόνα για το μέγεθος του έργου που επιτελούσαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά παγκόσμια.
Οι Ιεραπόστολοι Πρόσφεραν Ανεπιφύλακτα τον Εαυτό Τους
Καθώς ο αριθμός των ευαγγελιζομένων μεγάλωνε, οι ιεραπόστολοι έκαναν μια συντονισμένη προσπάθεια να τους βοηθήσουν να προοδεύσουν σε ωριμότητα. Τα καλά αποτελέσματα έγιναν έκδηλα όταν οι ιεραπόστολοι είχαν το προνόμιο να παρακολουθήσουν τη Συνέλευση Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου που διεξάχθηκε στην Πόλη της Νέας Υόρκης το 1953. Ενόσω έλειπαν, ήταν απαραίτητο να αναλάβουν οι ντόπιοι αδελφοί τις ευθύνες επίβλεψης στην Εκκλησία Ασουνσιόν. Σημειώθηκαν νέοι ανώτατοι αριθμοί στις δραστηριότητες της υπηρεσίας αγρού. Οι ντόπιοι αδελφοί τα πήγαν τόσο καλά ώστε όταν επέστρεψαν οι ιεραπόστολοι ζήτησαν από τους ντόπιους αδελφούς να συνεχίσουν να φροντίζουν για τους διορισμούς. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στους ιεραποστόλους να υπηρετήσουν σε άλλα μέρη.
Υπήρχε πολύ έργο να κάνουν. Αφού ο Βέρνερ Απενζέλερ ήταν στη χώρα τέσσερις περίπου μήνες και έμαθε να μιλάει έστω και λίγα ισπανικά, διορίστηκε να φροντίζει την περιοχή γύρω από την Ενκαρνασιόν. Οι περισσότεροι δρόμοι δεν είχαν ασφαλτοστρωθεί ακόμα. Τα ταξίδια γίνονταν συνήθως με τα πόδια ή με άλογα. Υπήρχαν μόνο 100 ευαγγελιζόμενοι σε ολόκληρη την περιοχή, αλλά η ενθάρρυνση και η εκπαίδευση θα τους βοηθούσε να προοδεύσουν πνευματικά. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Λαντισλάου Γκολάσικ, ο οποίος ήταν γιος του Ρομπέρτο Γκολάσικ και προερχόταν από εκείνη την περιοχή, διορίστηκε στο έργο περιοχής.
Στο τέλος του 1961, οι ιεραπόστολοι που είχαν εκπαιδευτεί στη Σχολή Γαλαάδ ήταν ήδη δραστήριοι στην Παραγουάη επί 15 χρόνια. Τότε υπήρχαν 411 Μάρτυρες στη χώρα, οργανωμένοι σε 22 εκκλησίες. Πάνω από 594.000 ώρες είχαν αφιερωθεί στο κήρυγμα των καλών νέων σε αυτή τη χώρα. Εκείνη την εποχή οι ιεραπόστολοι υπηρετούσαν σε πέντε ιεραποστολικούς οίκους. Αυτοί βρίσκονταν στις πόλεις Ασουνσιόν, Ενκαρνασιόν, Βιγιαρίκα, Κορονέλ Οβιέδο και Πέδρο Χουάν Καμπαγέρο. Οι ιεραπόστολοι ξεκινούσαν από αυτά τα αστικά κέντρα και πήγαιναν να κηρύξουν στη γύρω περιοχή. Μέχρι το 1961, 50 ιεραπόστολοι είχαν συμμετάσχει στο έργο στην Παραγουάη. Εξαιτίας ασθένειας ή άλλων λόγων, οι 29 αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Αλλά όλοι τους συνέβαλαν με διάφορους τρόπους στην επέκταση των συμφερόντων της Βασιλείας στην Παραγουάη. Το Δεκέμβριο του 1961, έφτασαν στην Παραγουάη ο Έλμερ και η Μαίρη Πις, απόφοιτοι της πρώτης δεκάμηνης σειράς μαθημάτων της Γαλαάδ.
Οικοδομούν Ιδιόκτητους Χώρους Συναθροίσεων
Τον ίδιο καιρό περίπου, οι αδελφοί στην Ασουνσιόν οικοδόμησαν και έκαναν την αφιέρωση της πρώτης ιδιόκτητης Αίθουσας Βασιλείας στην Παραγουάη. Ήταν ένα όμορφο κτίριο φτιαγμένο με τούβλα και τσιμέντο, το οποίο χωρούσε πάνω από 200 άτομα. Τι μαρτυρία δόθηκε στην περιοχή, καθώς άντρες, γυναίκες και παιδιά έσκαβαν, έφτιαχναν τσιμέντο, γυάλιζαν τα τούβλα, έβαφαν και καθάριζαν! Ήταν εμφανές στους παρατηρητές ότι αυτοί ήταν επιμελείς εργάτες.
Ένας μικρός όμιλος Μαρτύρων, που δεν ήταν ακόμα εκκλησία, είχαν τόσο πολλούς παρόντες στις συναθροίσεις τους στο Βακαού, μια αγροτική περιοχή στα νότια της χώρας, ώστε αποφάσισαν ότι χρειάζονταν και αυτοί μια Αίθουσα Βασιλείας. Αλλά δεν είχαν χρήματα. Τι μπορούσαν να κάνουν; Συμφώνησαν με τον υπεύθυνο μιας ξυλουργικής εταιρίας να καθαρίσουν, ως ομάδα, κάποια έκταση με αντάλλαγμα οικοδομικά υλικά και μερικά χρήματα. Όταν η αίθουσα ολοκληρώθηκε, τέσσερις οικογένειες ενδιαφερομένων οι οποίες ζούσαν μακριά πούλησαν τα αγροκτήματά τους και μετακόμισαν πιο κοντά στην Αίθουσα Βασιλείας για να μη χάνουν τις συναθροίσεις.
Αργότερα, κατασκευάστηκαν επίσης εγκαταστάσεις για συνελεύσεις περιοχής και περιφερείας. Κατά καιρούς, οι αδελφοί είχαν χρησιμοποιήσει τη Λέσχη Μαρτίν Πεσκαδόρ, και για καταλύματα το Εθνικό Πανεπιστήμιο και το Αμερικανικό Σχολείο. Κατόπιν, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, κάποιος πρόσφερε ένα οικόπεδο στο οποίο μπορούσαν να οικοδομήσουν το δικό τους χώρο συνελεύσεων, και αυτός αποπερατώθηκε σταδιακά με το πέρασμα των ετών.
Δημιουργούνται Κατάλληλες Εγκαταστάσεις Τμήματος
Η αυξημένη δράση και η επακόλουθη ευλογία του Ιεχωβά δημιούργησαν την ανάγκη για πιο ικανοποιητικές εγκαταστάσεις τμήματος. Διάφορα σπίτια είχαν νοικιαστεί στο πέρασμα των ετών γι’ αυτόν το σκοπό. Αλλά το 1962, ο Νάθαν Νορ, ο τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, έδωσε την οδηγία να αγοραστεί κάποιο οικόπεδο σε ένα από τα πιο όμορφα μέρη της πόλης, με σκοπό να οικοδομηθεί ένα γραφείο τμήματος στο οποίο θα υπήρχε ιεραποστολικός οίκος και μια Αίθουσα Βασιλείας. Το οικόπεδο βρισκόταν σε μια από τις μεγάλες λεωφόρους της πρωτεύουσας, δύο τετράγωνα μακριά από το μεγαλύτερο αθλητικό στάδιο στην Παραγουάη. Αφού έγιναν τα σχέδια και δόθηκε η έγκριση από την πολεοδομία, άρχισε η οικοδόμηση τον Ιανουάριο του 1965, και το έργο ολοκληρώθηκε μέσα σε δέκα μήνες. Στις αρχές του 1966, οι αδελφοί χάρηκαν που είχαν μαζί τους τον αδελφό Νορ, στη διάρκεια μιας από τις επισκέψεις ζώνης που έκανε, για την αφιέρωση των νέων εγκαταστάσεων.
Λόγω της τοποθεσίας του κτιρίου, η παρουσία των Μαρτύρων του Ιεχωβά γινόταν καθημερινά αισθητή σε πολλές χιλιάδες ανθρώπους στην Ασουνσιόν. Και χιλιάδες περισσότεροι οι οποίοι πήγαιναν να παρακολουθήσουν κάποιο αθλητικό γεγονός αντιλαμβάνονταν ότι ο Ιεχωβά είχε τους Μάρτυρές του στην Παραγουάη.
Νέα Οργανωτική Διευθέτηση
Όπως έγινε στα γραφεία τμήματος της Εταιρίας σε όλο τον κόσμο, την 1η Φεβρουαρίου 1976 άρχισε να λειτουργεί μια Επιτροπή Τμήματος αντικαθιστώντας τη διευθέτηση του να υπάρχει ένας επίσκοπος τμήματος. Τα προηγούμενα 30 χρόνια, ο Άλμπερτ Λανγκ, ο Γουίλιαμ Σίλινγκερ, ο Μαξ Λόιντ, ο Λόιντ Γκούμεσον, ο Χάρι Κέις και ο Έλμερ Πις υπηρέτησαν για διάφορα χρονικά διαστήματα ως επίσκοποι τμήματος. Όλοι τους συνέβαλαν με θαυμάσιο τρόπο στο έργο της Βασιλείας. Τώρα θα άρχιζε να εφαρμόζεται μια νέα διευθέτηση σύμφωνα με την οποία μια επιτροπή ώριμων αντρών θα επέβλεπε τη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε όλη τη χώρα.
Ο Έλμερ Πις διορίστηκε συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος, ενώ ο Τσαρλς Μίλερ και ο Ισαάκ Γκαβιλάν ήταν τα άλλα μέλη. Οι αδελφοί Πις και Μίλερ ήταν και οι δύο απόφοιτοι της Γαλαάδ. Ο αδελφός Γκαβιλάν ήταν Παραγουανός και βρισκόταν στην ολοχρόνια υπηρεσία στην Παραγουάη 13 χρόνια.
Και Άλλο Κύμα Εναντίωσης από τις Αρχές
Όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι ουδέτεροι ως προς τα πολιτικά ζητήματα. Παίρνουν στα σοβαρά την εξής δήλωση του Ιησού στους ακολούθους του: «Δεν είστε μέρος του κόσμου». (Ιωάν. 15:19) Έχοντας κατά νου τη Γραφική συμβουλή που λέει: «Φυλαχτείτε από τα είδωλα», δεν συμμετέχουν επίσης σε εθνικιστικές γιορτές τις οποίες θεωρούν ειδωλολατρικές. (1 Ιωάν. 5:21) Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, η ζωή των οποίων είναι βαθιά αναμειγμένη στο πολιτικό σύστημα και οι οποίοι θεωρούν τον εθνικισμό ως μέσο ενοποίησης του λαού τους, ίσως δυσκολεύονται στην αρχή να καταλάβουν τη στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Γνωρίζουν ότι άλλες θρησκευτικές ομάδες, ακόμα και οι κληρικοί, δεν διστάζουν να συμμετέχουν στην πολιτική και στις εθνικιστικές γιορτές. Ο κλήρος συχνά χρησιμοποιεί αυτή την κατάσταση για να σπείρει ανάμεσα στους κυβερνητικούς αξιωματούχους την καχυποψία σε σχέση με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Σε μια επιστολή με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 1974, ο τότε γενικός διευθυντής του Γραφείου Θρησκευμάτων, Δρ Μανφρέντο Ραμίρες Ρούσο, ζήτησε πληροφορίες σχετικά με τις πεποιθήσεις και την οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Στις 25 Φεβρουαρίου 1976, εκδόθηκε ένα κυβερνητικό διάταγμα το οποίο απαιτούσε «την καθημερινή έπαρση της σημαίας και την απαγγελία του Εθνικού Ύμνου» σε «όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα». Αποσκοπώντας στη δημιουργία εντυπώσεων, το θρησκευτικό έντυπο Το Μονοπάτι (El Sendero) με ημερομηνία 3-17 Σεπτεμβρίου δημοσίευσε ένα δυσφημιστικό ολοσέλιδο άρθρο με τίτλο «Μάρτυρες του Ιεχωβά». Ακολούθησε η επίσημη εφημερίδα του κυβερνώντος κόμματος, η Πάτρια (Patria), με ένα παρόμοιο δυσφημιστικό άρθρο με τίτλο «Φανατισμός», στις 14 Μαρτίου 1977.
Στο μεταξύ, ο γενικός διευθυντής του Γραφείου Θρησκευμάτων κάλεσε εκπροσώπους από τα γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά για να έχουν μια συνάντηση. Ύστερα από αυτή τη συνάντηση, συντάχθηκε μια περίληψη των διδασκαλιών των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αυτή επικεντρωνόταν ιδιαίτερα στη στάση τους σχετικά με τη σημαία, τον εθνικό ύμνο και τη στρατιωτική υπηρεσία. Λίγες ημέρες αργότερα, ένας αξιωματικός της αστυνομίας, ο Ομπντούλιο Αργκουέγιο Μπριτές, πήγε στα γραφεία της Εταιρίας στην Ασουνσιόν και ζήτησε πληροφορίες για τη συνέλευση που είχαν διεξαγάγει οι Μάρτυρες του Ιεχωβά από τις 6 μέχρι τις 9 Ιανουαρίου. Σύντομα έπειτα από αυτό, η υπουργός δικαιοσύνης, Δρ Κλοτίλντ Χιμένες Μπενίτες, συναντήθηκε με εκπροσώπους της Εταιρίας και συζήτησε τα ίδια θέματα που είχαν εξεταστεί προηγουμένως στο Γραφείο Θρησκευμάτων.
Ακολουθώντας αυτή την αλυσίδα γεγονότων, το 1978, τα παιδιά των Μαρτύρων του Ιεχωβά τα οποία δεν έψελναν τον εθνικό ύμνο άρχισαν να αποβάλλονται από το σχολείο, χωρίς τη δυνατότητα εγγραφής σε άλλο σχολείο. Αλλά αυτό δεν ήταν το τέλος.
Απαγόρευση—Τι Σήμαινε
Στις 3 Ιανουαρίου 1979, τελικά έσκασε η «βόμβα». Εκδόθηκε ένα διάταγμα το οποίο ακύρωνε τη νομική υπόσταση της Εταιρίας Σκοπιά που εκπροσωπούσε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Τίτλοι εφημερίδων οι οποίοι ανακοίνωναν την έκδοση του διατάγματος συγκλόνισαν εξίσου Μάρτυρες και μη Μάρτυρες. Σχεδόν όλα τα μέσα ενημέρωσης ασχολήθηκαν με την υπόθεση. Μερικά επιδοκίμασαν αυτή την ενέργεια· άλλα την καταδίκασαν. Η εφημερίδα Έι-Μπι-Σι (ABC) δήλωσε ότι το διάταγμα αποτελούσε «παραβίαση ενός θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
Αμέσως μόλις πληροφορήθηκε για την απαγόρευση, η Επιτροπή του Τμήματος, χωρίς ακόμα να γνωρίζει την έκταση της απαγόρευσης, οργάνωσε τα πράγματα ώστε το έργο που γινόταν στο τμήμα να μπορεί να γίνεται σε άλλα μέρη. «Δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα θρησκευτικού διωγμού», δήλωσε ο Δρ Ραούλ Πένια, ο υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων. Παρ’ όλα αυτά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αναγκάστηκαν να συναθροίζονται σε ολιγομελείς ομάδες σε ιδιωτικά σπίτια. Το έργο κηρύγματος που έκαναν περιορίστηκε, αν και ο ζήλος και το θάρρος της πλειονότητας των αδελφών δεν επηρεάστηκαν. Για ένα διάστημα, προκειμένου να ωφελούνται από τις Χριστιανικές συνελεύσεις, αναγκάζονταν να διευθετούν να παρακολουθούν τέτοιες συνάξεις σε άλλες χώρες.
Πώς άρχισε αυτή η σειρά γεγονότων; Ενήργησε άραγε ο Δρ Μανφρέντο Ραμίρες Ρούσο αποκλειστικά και μόνο με την κυβερνητική του ιδιότητα; Είναι ενδιαφέρον ότι στις 25 Αυγούστου 1981, μια εφημερίδα της Ασουνσιόν, η Ύστατη Ώρα (Ultima Hora), δημοσίευσε μια φωτογραφία του Μανφρέντο Ραμίρες Ρούσο και του «Μονσινιόρου» Χοσέ Μέις να στέκονται φιλικά ο ένας απέναντι στον άλλον. Κάτω από τη φωτογραφία υπήρχε η εξής λεζάντα: «Ο Αποστολικός Νούντσιος της Αυτού Αγιότητάς Του, Μονσινιόρος Χοσέ Μέις, απονέμει στον Μανφρέντο Ραμίρες Ρούσο, διευθυντή του Γραφείου Θρησκευμάτων στο Υπουργείο Παιδείας, το τιμητικό μετάλλιο του “Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου” σε αναγνώριση των υπηρεσιών που έχει προσφέρει στην Καθολική Εκκλησία».
Μετά την επιβολή της απαγόρευσης, άρχισαν οι συλλήψεις Μαρτύρων του Ιεχωβά σε πολλά μέρη. Όταν τους ανακάλυπταν να κάνουν μικρές συναθροίσεις σε ιδιωτικά σπίτια και όταν τους έβρισκαν σε σπίτια να μεταδίδουν το ελπιδοφόρο άγγελμα της Αγίας Γραφής στους άλλους και να διεξάγουν Γραφικές μελέτες με ενδιαφερόμενα άτομα στα σπίτια τους, τους οδηγούσαν στα κρατητήρια.
Από τις 8 ως τις 11 Οκτωβρίου του 1981, εννέα αδελφοί φυλακίστηκαν στην Ενκαρνασιόν. Όταν ο Αντόνιο Περέιρα, ένας τοπικός πρεσβύτερος ο οποίος δεν είχε συλληφθεί, ζήτησε να μιλήσει με τον αρχηγό της αστυνομίας, τον Χούλιο Αντόνιο Μαρτίνες, για να δει αν οι φυλακισμένοι αδελφοί ήταν καλά, ο αρχηγός της αστυνομίας διέταξε να τον συλλάβουν και να τον κλείσουν σε ένα κελί υψίστης ασφαλείας. Στο μεταξύ, ο Γιόζεφ Τσίλνερ, από μια γειτονική εκκλησία, πήγε στο σπίτι της μητέρας του πρώτου από τους φυλακισμένους αδελφούς για να μάθει τι συνέβαινε. Κάποιος πρέπει να ειδοποίησε την αστυνομία, και μέσα σε δέκα λεπτά τον πήγαν στη φυλακή της Ενκαρνασιόν με αστυνομική συνοδεία!
Φουντώνει ο Διωγμός
Λίγα χρόνια μετά την επιβολή της απαγόρευσης, οι συλλήψεις μειώθηκαν. Σιγά σιγά, οι αδελφοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τις Αίθουσες Βασιλείας τους και να διεξάγουν μικρές συνελεύσεις. Ωστόσο, όλα αυτά διακόπηκαν απότομα το 1984 όταν μια τοπική εφημερίδα ανακοίνωσε ότι τέσσερις σπουδαστές, οι οποίοι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά, είχαν αποβληθεί από την Επαγγελματική Τεχνική Σχολή στην Ασουνσιόν επειδή δεν έψελναν τον εθνικό ύμνο. Αυτό υποδαύλισε μια ακόμα μεγαλύτερη εκστρατεία εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Το αποτέλεσμα ήταν να αποβληθούν από τα σχολεία σχεδόν όλα τα παιδιά των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πολλά από αυτά τα παιδιά δεν θα μπορούσαν ποτέ πια να επιστρέψουν στο σχολείο.
Εκείνο το έτος, από τις 2 ως τις 5 Μαΐου, η εφημερίδα Σημερινή (Hoy) δημοσίευσε μια σειρά δυσφημιστικών άρθρων τα οποία είχε γράψει ο Αντόνιο Σολόν, ένας Καθολικός ιερέας. Αργότερα το ίδιο εκείνο έτος, ορκίστηκε καινούριος υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων, αλλά και εκείνος συνέχισε την τακτική του προκατόχου του. Αφού έκανε κάποιες έντονα εθνικιστικές δηλώσεις, τα περισσότερα παιδιά των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν έγιναν δεκτά στο σχολείο το επόμενο έτος. Εκ μέρους μιας ομάδας δέκα μαθητών, έξι από τους οποίους είχαν αποβληθεί και τέσσερις οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί στο σχολείο, έγινε προσφυγή στο δικαστήριο όσον αφορά το δικαίωμα που έχουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά να χρησιμοποιούν το σχολικό σύστημα για την εκπαίδευση των παιδιών τους, χωρίς να αναγκάζονται να απαρνηθούν την πίστη τους ή τις επιταγές της συνείδησής τους. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν υπέρ των Μαρτύρων. Αλλά το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Σε όλη τη διάρκεια του 1985 αυτό το θέμα συνέχισε να βρίσκεται στο φως της επικαιρότητας. Μερικοί αρθρογράφοι υπερασπίστηκαν τη θέση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ενώ εκείνοι που βρίσκονταν στους επίσημους κύκλους συνέχισαν την επίθεση. Στις 23 Ιουλίου 1985, και ενώ η αντιλογία βρισκόταν ακόμα στο αποκορύφωμά της, στάλθηκε μια επιστολή από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στον πρόεδρο της Παραγουάης.
Εφόσον υπήρχε μια ευνοϊκή απόφαση κάποιου κατώτερου δικαστηρίου για την υπόθεση των μαθητών, το γραφείο τμήματος ενθάρρυνε τις εκκλησίες να αρχίσουν να χρησιμοποιούν τις Αίθουσες Βασιλείας τους πιο ελεύθερα για άλλη μια φορά. Αυτό θα ανάγκαζε τις αρχές να πάρουν πιο σταθερή θέση—είτε να μας εναντιωθούν είτε να μας δώσουν μεγαλύτερη ελευθερία.
Στις 21 Μαρτίου 1986, ο συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος κλήθηκε να παρουσιαστεί στην αστυνομική διεύθυνση. «Χρησιμοποιείτε ξανά τους τόπους των συναθροίσεών σας και δεν επιτρέπεται να το κάνετε αυτό», τον προειδοποίησαν. Ο αδελφός Γκαβιλάν απάντησε: «Επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω ότι η συνταγματικότητα της απόφασης που ακύρωσε τη νομική μας αναγνώριση αμφισβητήθηκε. Η συγκεκριμένη ενέργεια εξετάζεται αυτή τη στιγμή από το Ανώτατο Δικαστήριο, και το Δικαστήριο δεν έχει ακόμα αποφανθεί. Επειδή μια αντισυνταγματική πράξη αναστέλλει την ισχύ του διατάγματος, από νομική άποψη έχουμε το δικαίωμα να ασκούμε τις δραστηριότητές μας εφόσον εκκρεμεί η τελική απόφαση του Δικαστηρίου». «Δεν είμαι δικηγόρος», απάντησε ο αστυνομικός, «έτσι δεν μπορώ να το συζητήσω αυτό. Εν πάση περιπτώσει, φέρτε μου έναν κατάλογο με τους τόπους συνάθροισής σας και θα δούμε τι θα γίνει». Αυτό έβαλε τέλος στη συνάντηση. Οι αδελφοί έδωσαν τις πληροφορίες που τους ζήτησαν, μαζί με τη σχετική νομική επιχειρηματολογία. Οι Αίθουσες Βασιλείας δεν σφραγίστηκαν ξανά.
Ωστόσο, στις 26 Φεβρουαρίου 1987, το Ανώτατο Δικαστήριο με πρόεδρο τον Δρ Λουίς Μαρία Αργκανία αποφάνθηκε κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην περίπτωση των μαθητών. Πολλοί διανοούμενοι το θεώρησαν αυτό ως πολιτική απόφαση, και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που την καταδίκασαν. Τι επίδραση είχαν όλα αυτά στο έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά;
Συνεχίζουν να Κηρύττουν τα Καλά Νέα
Το έργο της διακήρυξης της Βασιλείας δεν σταμάτησε κατά τη διάρκεια εκείνων των δύσκολων χρόνων. Τον Ιανουάριο του 1984, το γραφείο τμήματος διεξήγαγε μια εκστρατεία για να καλυφτούν οι απομονωμένοι τομείς από προσωρινούς ειδικούς σκαπανείς. Τριάντα άτομα συμμετείχαν στο πρόγραμμα στη διάρκεια του πρώτου χρόνου. Επισκέφτηκαν 75 πόλεις. Στις 14 από αυτές, οι τοπικές αρχές δεν επέτρεψαν στους αδελφούς να κηρύξουν. Ωστόσο σε άλλα μέρη, όταν εξηγήθηκε στις αρχές η αξία αυτού του πνευματικού έργου, πρόσφεραν προστασία στους αδελφούς μας και, σε μερικές περιπτώσεις, ένα μέρος για να κοιμηθούν μέσα στο ίδιο το αστυνομικό τμήμα!
Αυτή η δραστηριότητα είχε ως αποτέλεσμα να βρεθούν πολλά ενδιαφερόμενα άτομα. Μια γυναίκα η οποία ζούσε περίπου 200 χιλιόμετρα μακριά από την Ασουνσιόν, αφού πήρε από τους σκαπανείς το βιβλίο Μπορείτε να Ζείτε για Πάντα στον Παράδεισο στη Γη, έγραψε στο γραφείο τμήματος για να ζητήσει περαιτέρω βοήθεια. Όταν ένα ζευγάρι Μαρτύρων πήγε εκεί σε απάντηση της παράκλησής της, η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό και, με δάκρυα, ευχαρίστησε τον Ιεχωβά. Παρά την εναντίωση από τους συγγενείς, άρχισε να υπηρετεί πιστά τον Ιεχωβά, δίνοντας μαρτυρία σε γείτονες και συγγενείς.
Νέοι όμιλοι ευαγγελιζομένων και νέες εκκλησίες οργανώθηκαν σε αυτούς τους πρώην απομονωμένους τομείς. Η εκστρατεία με τους προσωρινούς ειδικούς σκαπανείς έγινε ετήσια διευθέτηση και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με θαυμάσια αποτελέσματα.
Η Πίεση Μειώνεται
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι δραστηριότητές τους έγιναν πιο γνωστοί σε επίσημους κύκλους. Οι προσπάθειες που καταβάλλονταν ώστε να αποκτήσουν οι ιθύνοντες σαφέστερη κατανόηση για το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά συνεχίστηκαν μέχρι που τελικά δόθηκε προφορική έγκριση να διεξαχθεί μια δημόσια συνέλευση στις 21 και 22 Μαρτίου 1987, στον ιδιόκτητο χώρο συνελεύσεων των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Τι χαρούμενη ημέρα ήταν αυτή για τους αδελφούς! Οι αδελφοί και οι αδελφές αγκαλιάζονταν με δάκρυα στα μάτια. Έπειτα από εννιά χρόνια πιέσεων, έντασης, αβεβαιότητας και απροκάλυπτου διωγμού, αυτή ήταν η πρώτη ευκαιρία που είχαν να συγκεντρωθούν για να ασκήσουν τη λατρεία τους ελεύθερα στην Παραγουάη. Παρευρέθηκαν εκπρόσωποι από την Αργεντινή, τη Βραζιλία και την Ουρουγουάη, οι οποίοι είχαν προσκληθεί για αυτή την ειδική περίσταση. Εκείνη ήταν η χαριστική βολή στην ισχύ της απαγόρευσης.
Νομική Αναγνώριση και Πάλι
Στην Παραγουάη είχαν αρχίσει να πνέουν άνεμοι αλλαγής. Η πολιτική ένταση κορυφωνόταν. Τελικά, τη νύχτα της 2ας Φεβρουαρίου 1989, ακούστηκε ο ήχος από βαριά όπλα στην Ασουνσιόν. Είχε ξεσπάσει επανάσταση! Η στρατιωτική κυβέρνηση του Αλφρέδο Στράισνερ έπεσε την επομένη.
Αρχίσαμε αμέσως τις προσπάθειες για να αποκτήσουμε και πάλι νομική αναγνώριση. Τελικά, η αίτηση εγκρίθηκε στις 8 Αυγούστου 1991. Τι ευτυχισμένη ημέρα ήταν αυτή για το λαό του Ιεχωβά στην Παραγουάη!
Στις 20 Ιουνίου 1992, τέθηκε σε ισχύ ένα νέο σύνταγμα. Περιλήφθηκαν σημαντικά άρθρα που αφορούσαν ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η ελευθερία της διεξαγωγής συγκεντρώσεων, η ελευθερία της αντίρρησης συνείδησης, η ελευθερία της θρησκείας και της ιδεολογίας και η κατάργηση της κρατικής θρησκείας. Αυτές και άλλες βελτιώσεις έφεραν την πολυπόθητη ανακούφιση.
Το Έργο Συνεχίζεται
Υπήρχε ακόμα πολύ έργο να γίνει όσον αφορά το κήρυγμα των καλών νέων στην Παραγουάη. Το 1979, όταν επιβλήθηκε η απαγόρευση, υπήρχαν 1.541 διαγγελείς της Βασιλείας στην Παραγουάη. Το έτος που αποκαταστάθηκε η νομική αναγνώριση, 3.760 άτομα έδωσαν έκθεση έργου. Τώρα έχουν ξεπεράσει τους 6.200. Αλλά η αναλογία των ευαγγελιζομένων προς τον πληθυσμό εξακολουθεί να είναι 1 σε 817 άτομα. Τι άλλο μπορούν να κάνουν για να πλησιάσουν τους ανθρώπους;
Κάθε χρόνο, στέλνονται τακτικά ειδικοί σκαπανείς να δώσουν μαρτυρία σε πόλεις όπου δεν υπάρχουν εκκλησίες. Αλλά το 49 τοις εκατό του πληθυσμού ζει σε αγροτικές περιοχές. Το 1987, το τμήμα μετέτρεψε ένα φορτηγό σε τροχόσπιτο για τους ειδικούς σκαπανείς, εξοπλίζοντάς το με τα απαραίτητα είδη. Αυτό χρησιμοποιείται εδώ και δέκα χρόνια για να δοθεί μαρτυρία στις αγροτικές περιοχές οι οποίες δεν καλύπτονται από εκκλησίες ή από προσωρινούς ειδικούς σκαπανείς. Με αυτόν τον τρόπο τα νερά της ζωής απλώνονται σε αχανείς εκτάσεις της χώρας.
Επίσης έχει καταβληθεί ειδική προσπάθεια για να δοθεί μαρτυρία στους ανθρώπους που ζουν κατά μήκος των ποταμών. Πολλές φορές, ο μόνος τρόπος επικοινωνίας αυτών των ανθρώπων με τον υπόλοιπο κόσμο είναι με πλοιάρια. Έτσι, το 1992 η Εταιρία κατασκεύασε ένα σκάφος με χώρο για τετραμελές πλήρωμα. Αυτοί άρχισαν μια συστηματική εκστρατεία αναζήτησης προβατοειδών ατόμων που ζουν στις όχθες των ποταμών. Στο σκάφος έχει δοθεί το κατάλληλο όνομα Ο Σκαπανέας (El Pionero).
«Πλέοντας στον ποταμό Παραγουάη», γράφει ο αδελφός που είναι υπεύθυνος της ομάδας, «φτάσαμε στο Πουέρτο Φονσιέρε, 483 χιλιόμετρα μακριά από την Ασουνσιόν, και αρχίσαμε να κηρύττουμε από σπίτι σε σπίτι. Καθώς συζητούσαμε με κάποια ηλικιωμένη γυναίκα, αναφέραμε ότι ο Θεός έχει πει πως θα εξαλείψει κάθε πονηρία, και εμείς, ως Μάρτυρες του Ιεχωβά, ενημερώνουμε τους ανθρώπους ότι ο Θεός θα το κάνει αυτό μέσω της Βασιλείας του. Διακόπτοντας τη συζήτηση, η γυναίκα στράφηκε στην εγγονή της και της είπε να φωνάξει τον παππού της και να του πει ότι είχαν έρθει “οι δικοί του”. Σε λίγο ήρθε ο παππούς, ένας άντρας γύρω στα 70. Ήταν ιδρωμένος, επειδή εργαζόταν στο κτήμα του. Μας χαιρέτησε ένθερμα και, με δακρυσμένα μάτια, ευχαρίστησε τον Θεό για το ότι είχαμε επιτέλους φτάσει. Είπε ότι περίμενε την επίσκεψή μας αρκετό καιρό. Κάπως απορημένοι, του ζητήσαμε να μας εξηγήσει. Αυτός απάντησε ότι κάποιος λοχαγός από το νησί Πένια Ερμόσα τού είχε δώσει μια Αγία Γραφή και το βιβλίο “Πράγματα εις τα Οποία Είναι Αδύνατον να Ψευσθή ο Θεός”. Ο λοχαγός είχε σημειώσει αρκετά Γραφικά εδάφια, όπως τα εδάφια Ψαλμός 37:10, 11 και Ψαλμός 83:18, και του είπε ότι κάποια ημέρα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα έρχονταν στο σπίτι του και θα του έλεγαν περισσότερα για τους σκοπούς του Ιεχωβά. Αρχίσαμε αμέσως Γραφική μελέτη».
Μέχρι σήμερα, το σκάφος έχει καλύψει τουλάχιστον δύο φορές όλο τον τομέα που υπάρχει στις όχθες του ποταμού Παραγουάη, από τα σύνορα με τη Βολιβία στο βορρά μέχρι τα σύνορα με την Αργεντινή στο νότο—συνολική απόσταση περίπου 1.260 χιλιομέτρων.
Ζηλωτές Εργάτες Συμμετέχουν στο Θερισμό
Όταν ο Ιησούς έδωσε οδηγίες στους μαθητές του τον πρώτο αιώνα, τους πρότρεψε: «Παρακαλέστε τον Κύριο του θερισμού να στείλει εργάτες στο θερισμό του». (Ματθ. 9:38) Οι σύγχρονοι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν πάρει αυτή την προτροπή στα σοβαρά, και ο Κύριος έχει πράγματι στείλει πολλούς ζηλωτές εργάτες στον αγρό για να συμμετάσχουν στον πνευματικό θερισμό στην Παραγουάη.
Από το 1945 μέχρι σήμερα, 191 ιεραπόστολοι έχουν υπηρετήσει στην Παραγουάη. Από αυτούς, οι 60 βρίσκονται στη χώρα επί δέκα ή και περισσότερα χρόνια (περιλαμβανομένων και 22 οι οποίοι υπηρετούν ως ιεραπόστολοι αλλά δεν είναι απόφοιτοι της Γαλαάδ), και τώρα υπηρετούν εδώ 84 ιεραπόστολοι. Στις περιοχές όπου έχουν επικεντρώσει τη δράση τους, σε όλο το ανατολικό μέρος της Παραγουάης, υπάρχουν τώρα 61 εκκλησίες που σημειώνουν πρόοδο.
Προκειμένου να βοηθήσουν στην επίδοση μαρτυρίας σε αυτή τη χώρα όπου η αναλογία εξακολουθεί να είναι 1 ευαγγελιζόμενος σε 817 άτομα, τα γειτονικά τμήματα έχουν διορίσει μερικούς ειδικούς σκαπανείς να υπηρετήσουν εδώ. Και άλλοι Μάρτυρες έχουν έρθει να εγκατασταθούν στην Παραγουάη από πολλές χώρες. Έχουν έρθει από χώρες όπως η Αγγλία, η Αργεντινή, η Αυστρία, η Βολιβία, η Βραζιλία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Δανία, η Ελβετία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ισπανία, η Ιταλία, ο Καναδάς, το Λουξεμβούργο, η Ουρουγουάη, η Σουηδία, η Φινλανδία και η Χιλή. Αυτοί χρησιμοποιούν τους πόρους τους και τις ικανότητές τους με πολλούς τρόπους για να προωθήσουν το έργο της διακήρυξης της Βασιλείας. Μερικοί έχουν υπηρετήσει σε αστικές περιοχές· άλλοι επιτελούν τη διακονία τους σε κωμοπόλεις και χωριά όπου οι συνθήκες διαβίωσης είναι αρκετά πρωτόγονες. Η πλειονότητα από αυτούς είναι σκαπανείς. Μερικοί έχουν βοηθήσει στην οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας και των εγκαταστάσεων του τμήματος.
Στο πέρασμα των ετών, η Παραγουάη έχει δεχτεί μετανάστες διαφόρων εθνικοτήτων. Γερμανοί, Πολωνοί, Ρώσοι, Ουκρανοί, Ιάπωνες και Κορεάτες μετανάστες έχουν εγκατασταθεί σε διάφορα μέρη της χώρας. Και αυτοί επίσης λαβαίνουν μαρτυρία από ιεραποστόλους και άλλους Μάρτυρες οι οποίοι έχουν έρθει στην Παραγουάη.
Αλλά τι γίνεται με τους ανθρώπους που μιλάνε τη γλώσσα γκουαρανί; Αυτοί αποτελούν το 90 τοις εκατό του πληθυσμού. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, το 37 τοις εκατό των Παραγουανών μιλάει μόνο γκουαρανί. Οι ντόπιοι Μάρτυρες κάνουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου σε αυτούς τους ανθρώπους, και είναι χαρούμενοι που έχουν ειδικά βιβλιάρια στην γκουαρανί τα οποία τους βοηθούν να το επιτελέσουν.
Ανάμεσα στους ντόπιους Μάρτυρες είναι μερικοί οι οποίοι έχουν αφιερώσει πολλά χρόνια στην ολοχρόνια διακονία. Στη διάρκεια των 36 χρόνων που είναι ειδική σκαπάνισσα, η Εντουλφίνα δε Γίντε έχει βοηθήσει 78 άτομα να φτάσουν στην αφιέρωση και στο βάφτισμα. Αυτή και ο σύζυγός της χαίρονται για το γεγονός ότι υπάρχουν πέντε ακμάζουσες εκκλησίες εκεί όπου έχουν υπηρετήσει. Η Μαρία Τσάβες επίσης έχει βοηθήσει πολλά άτομα στη διάρκεια των 39 χρόνων που υπηρετεί ως ειδική σκαπάνισσα.
Χιλιάδες άλλοι οι οποίοι δεν υπηρετούν ως σκαπανείς εξακολουθούν να είναι ζηλωτές στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Πολλοί από αυτούς διανύουν μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια τόσο για να παρακολουθήσουν συναθροίσεις όσο και για να δώσουν πλήρη μαρτυρία στον αγροτικό τομέα τους. Πολλές φορές φεύγουν από το σπίτι για τον τομέα τους προτού χαράξει, και συνήθως παίρνουν μαζί τους αρκετή «σούπα της Παραγουάης» (ένα είδος ξηράς τροφής) ή ίσως μερικές τορτίγιες ή ρίζες γιούκα. Γύρω στις εφτά, είναι έτοιμοι να αρχίσουν να δίνουν μαρτυρία και συνεχίζουν σχεδόν μέχρι τη δύση του ήλιου. Όταν φτάνουν στο σπίτι, είναι κουρασμένοι αλλά ευτυχισμένοι που έχουν διαθέσει τον εαυτό τους μιλώντας σε άλλους για τον Ιεχωβά και τον υπέροχο σκοπό του.
Οι Διψασμένοι “Παίρνουν Νερό Ζωής Δωρεάν”
Όπως έχει προλεχθεί στις Γραφές, η πρόσκληση απευθύνεται σε όσους θέλουν να “πάρουν νερό ζωής δωρεάν”. (Αποκ. 22:17) Χιλιάδες άτομα τα οποία έχουν αποδεχτεί αυτή την πρόσκληση βρίσκονται στην Παραγουάη.
Ανάμεσά τους είναι η Ερένια. Ανατράφηκε ως Ρωμαιοκαθολική και πίστευε βαθιά στις παραδόσεις της Εκκλησίας και στις θρησκευτικές προλήψεις. Φοβόταν πολύ τους νεκρούς και την πύρινη κόλαση. Πίστευε στους οιωνούς και γέμιζε τρόμο όταν έβλεπε ή άκουγε κάτι που θεωρούσε ότι ήταν κακός οιωνός. Επί 20 χρόνια ζούσε με αυτούς τους φόβους. Κατόπιν, το 1985 άρχισε να μελετάει την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Καθώς η μελέτη προχωρούσε, τα νερά της αλήθειας τής έφεραν μεγάλη αναζωογόνηση και δημιούργησαν μέσα της την επιθυμία να ζήσει για πάντα στον Παράδεισο, ο οποίος έχει προλεχθεί στο Λόγο του Θεού.
Το 1996 κάποια γυναίκα η οποία ονομαζόταν Ιζαμπέλ, στην πόλη Καραπεγκουά, δοκίμασε επίσης το νερό της ζωής. Ωστόσο, αυτά που είδε στο βιβλίο Γνώση που Οδηγεί στην Αιώνια Ζωή δεν συμφωνούσαν με τα πιστεύω της, γι’ αυτό ζήτησε από τους Μάρτυρες να μην την επισκεφτούν ξανά. Αλλά διάβασε το βιβλίο μόνη της, μίλησε στους γείτονές της για αυτό και, όταν τελικά ξαναείδε κάποιον Μάρτυρα, υπήρχαν άνθρωποι από τέσσερα σπιτικά οι οποίοι ανυπομονούσαν να μάθουν περισσότερα. Οι πιο πολλοί από αυτούς έπαψαν να ενδιαφέρονται εξαιτίας της πίεσης που ασκούσε ο Πεντηκοστιανός κήρυκας, αλλά δόθηκε καλή μαρτυρία, και η πρώτη γυναίκα στην οποία είχε μιλήσει η Ιζαμπέλ καθώς και άλλη μια γειτόνισσα εξακολουθούν να ωφελούνται από τις ζωοπάροχες αλήθειες.
Όταν τα νερά της αλήθειας προσφέρθηκαν πρώτη φορά στον Ντιονίσιο και στην Άννα, αυτοί, όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι, συζούσαν, και μάλιστα επί 20 χρόνια. Ο Ντιονίσιο και η μεγαλύτερη κόρη του άρχισαν να μελετούν με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1986· η Άννα και οι άλλες δύο κόρες εναντιώθηκαν. Εκείνη παρακάλεσε τον Μάρτυρα να σταματήσει να μιλάει στον Ντιονίσιο, απείλησε να σκοτώσει τον Μάρτυρα, είπε ότι θα καλούσε την αστυνομία και συμβουλεύτηκε μια Καθολική μοναχή. Κατόπιν η Άννα προσέφυγε στο δικαστήριο ανηλίκων με τη δικαιολογία ότι η μελέτη της Αγίας Γραφής θα έθετε σε κίνδυνο τη μεγαλύτερη κόρη της. Όταν η δικαστής έμαθε ότι ο Ντιονίσιο, στην πραγματικότητα, φρόντιζε δεόντως για τις ανάγκες του σπιτικού του, πρότεινε στην Άννα να ερευνήσει την Αγία Γραφή μαζί με τον Ντιονίσιο. Η Άννα διαμαρτυρήθηκε ότι η φίλη της, η μοναχή, την είχε προειδοποιήσει πως οι Μάρτυρες κάνουν ανήθικα πράγματα στις συναθροίσεις τους. Η δικαστής την καθησύχασε, και έπειτα της είπε: «Εμείς οι Καθολικοί λέμε ότι γνωρίζουμε την Αγία Γραφή, αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τίποτα. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μελετούν την Αγία Γραφή. Θα σου πρότεινα να ερευνήσεις και εσύ την Αγία Γραφή». Στη συνέχεια, η δικαστής συμβούλεψε την Άννα να παντρευτεί τον Ντιονίσιο.
Ξαφνιασμένη, η Άννα επισκέφτηκε ξανά τη μοναχή και της ζήτησε να μελετήσει μαζί τους την Αγία Γραφή. Η μοναχή απάντησε ότι δεν ήταν απαραίτητο κάτι τέτοιο. Επίσης, πρότρεψε την Άννα να μην παντρευτεί τον Ντιονίσιο, αν και στο παρελθόν, όταν ο Ντιονίσιο δεν ήθελε να ακούσει τίποτα για γάμο, η μοναχή έλεγε συχνά στην Άννα ότι έπρεπε να τον παντρευτεί. Λίγο αργότερα, ο πατέρας της Άννας αρρώστησε βαριά. Οι ντόπιοι Μάρτυρες βοήθησαν πολύ την οικογένεια. Αυτό αποδείχτηκε το σημείο στροφής για την Άννα. Άρχισε να μελετάει, και παντρεύτηκε τον Ντιονίσιο. Τώρα, σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, ο Ντιονίσιο είναι πρεσβύτερος και ολόκληρη η οικογένειά του υπηρετεί με ζήλο τον Ιεχωβά.
Η επιμονή που υποκινείται από αγάπη αγγίζει την καρδιά πολλών ανθρώπων στην Παραγουάη. Στην περιοχή Σαν Λορένσο, για παράδειγμα, υπήρχε μόνο μία εκκλησία το 1982. Παρά την απαγόρευση, πολλοί ευαγγελιζόμενοι συμμετείχαν στην υπηρεσία σκαπανέα· ως αποτέλεσμα, ο τομέας της εκκλησίας ο οποίος περιλάμβανε γειτονικές πόλεις άρχισε να καλύπτεται τακτικά. Ο Ιεχωβά ευλόγησε το ζήλο τους. Τώρα υπάρχουν εννιά εκκλησίες σε εκείνη την περιοχή. Ο Βέρνερ Απενζέλερ και η σύζυγός του, η Άλις, νιώθουν ότι η αύξηση που είδαν να σημειώνεται ενώ υπηρετούσαν σε εκείνη την περιοχή είναι η μεγαλύτερη χαρά τους στα 40 χρόνια υπηρεσίας στην Παραγουάη.
Αυτή η αύξηση συνεχίζεται, όχι μόνο σε μία περιοχή, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Το 1996, έγινε η αφιέρωση των θαυμάσιων νέων εγκαταστάσεων τμήματος σε μια τοποθεσία που απέχει περίπου 10 χιλιόμετρα από την Ασουνσιόν. Υπάρχουν Αίθουσες Βασιλείας σε πολλά μέρη της χώρας, στις οποίες διεξάγονται τακτικά συναθροίσεις όπου παρέχεται Γραφική εκπαίδευση. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνεχίζουν να επισκέπτονται τους ανθρώπους στα σπίτια τους και να τους μιλάνε στους δρόμους. Απευθύνουν με ζήλο σε ανθρώπους όλων των ειδών την πρόσκληση να “πάρουν νερό ζωής δωρεάν”.
[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 210]
[Εικόνα στη σελίδα 213]
Ο Χουάν Μιούνιθ ήταν από τους πρώτους που παρουσίασαν το άγγελμα της Βασιλείας στην Παραγουάη
[Εικόνα στη σελίδα 217]
Ο Χουλιάν Χαντάντ, ένας από τους πρώτους που δέχτηκε τη Βιβλική αλήθεια στην Παραγουάη
[Εικόνα στη σελίδα 218]
Η Χόβιτα Μπρισουέλα, βαφτίστηκε το 1946 και είναι ακόμα ειδική σκαπάνισσα
[Εικόνα στη σελίδα 218]
Η Σεμπαστιάνα Βάσκες υπηρετεί τον Ιεχωβά από το 1942
[Εικόνα στη σελίδα 222]
Ο Γουίλιαμ Σίλινγκερ υπηρέτησε στην Παραγουάη ως ιεραπόστολος επί 40 χρόνια, μέχρι το θάνατό του
[Εικόνα στη σελίδα 230]
Ο Βέρνερ Απενζέλερ και η σύζυγός του, η Άλις, ιεραπόστολοι στην Παραγουάη επί 40 χρόνια
[Εικόνα στη σελίδα 233]
Καμαρώνουν για την Αίθουσα Βασιλείας τους (στην Ασουνσιόν) —την πρώτη ιδιόκτητη αίθουσα που οικοδόμησαν οι Μάρτυρες στην Παραγουάη
[Εικόνες στη σελίδα 235]
Χώρος συνελεύσεων των Μαρτύρων του Ιεχωβά
[Εικόνα στη σελίδα 237]
Επίδοση μαρτυρίας σε θεριστή ζαχαροκάλαμου στη Βιγιαρίκα
[Εικόνα στη σελίδα 243]
Αίθουσα Βασιλείας Φερνάντο δε λα Μόρα (Νόρτε)
[Εικόνα στη σελίδα 243]
Αίθουσα Βασιλείας Βίστα Αλέγκρε (Νόρτε), Ασουνσιόν
[Εικόνες στη σελίδα 244, 245]
Ζηλωτές εργάτες από πολλές χώρες έχουν έρθει στην Παραγουάη για να συμμετάσχουν στην επίδοση μαρτυρίας: (1) Καναδάς, (2) Αυστρία, (3) Γαλλία, (4) Βραζιλία, (5) Κορέα, (6) Η.Π.Α., (7) Βέλγιο, (8) Ιαπωνία, (9) Γερμανία
[Εικόνα στη σελίδα 246]
Το σκάφος «Ελ Πιονέρο» στον ποταμό Παραγουάη
[Εικόνες στη σελίδα 251]
Ο Οίκος Μπέθελ και το γραφείο τμήματος της Παραγουάης, κοντά στην Ασουνσιόν, και εκείνοι που υπηρετούν εκεί
[Εικόνες στη σελίδα 252]
Η Επιτροπή του Τμήματος (από επάνω προς τα κάτω): Τσαρλς Μίλερ, Βίλχελμ Κάστεν, Ισαάκ Γκαβιλάν