-
Μια Μέρα από τη Ζωή μου στο Πυκνοκατοικημένο Χονγκ ΚονγκΞύπνα!—1991 | Νοέμβριος 8
-
-
Μια Μέρα από τη Ζωή μου στο Πυκνοκατοικημένο Χονγκ Κονγκ
Το Χονγκ Κονγκ αποτελεί ένα από τα πολυπληθέστερα μέρη του κόσμου. Με 5,8 εκατομμύρια ανθρώπους, οι οποίοι ζουν στα 1.070 τετραγωνικά χιλιόμετρα της χερσαίας έκτασής του, το Χονγκ Κονγκ έχει 5.592 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Εφόσον κατοικείται μόνο το 10 τοις εκατό της έκτασής του, αυτό αντιπροσωπεύει ένα μέσο όρο 54.000 κατοίκων ανά κατοικημένο τετραγωνικό χιλιόμετρο! Ωστόσο, οι ντόπιοι φαίνεται ότι έχουν προσαρμοστεί με αξιοθαύμαστο τρόπο στην κίνηση και στο βουητό μιας πυκνοκατοικημένης μεγαλούπολης, με τον εξαιρετικά περιορισμένο χώρο, τη θορυβώδη κυκλοφορία και τη μόλυνση που τη χαρακτηρίζουν.
ΞΥΠΝΗΣΑ στις 7:30 π.μ. από το διαπεραστικό ήχο που βγάζει το ξυπνητήρι μου, σηκώθηκα από τον καναπέ όπου κοιμάμαι και ντύθηκα στα γρήγορα. Μένω στο μικρό διαμέρισμα με τους γονείς μου και τις τρεις νεότερες αδελφές μου, που όλοι τους εργάζονται. Έτσι, δημιουργείται πάντοτε ουρά έξω από την τουαλέτα και ο χρόνος μας είναι περιορισμένος. Έπειτα από ένα γρήγορο πρόγευμα, αρπάζω το ποδήλατό μου και πηγαίνω στο σταθμό των τρένων. Το καθημερινό μου μαρτύριο έχει αρχίσει. Γίνομαι κι εγώ μέρος του τεράστιου πλήθους που πηγαίνει για δουλειά στο πολύβουο Χονγκ Κονγκ.
Το τρένο με περνάει με ταχύτητα δίπλα από ασφυκτικά γεμάτα διαμερίσματα και υπερπλήρεις ουρανοξύστες. Κατόπιν, αλλάζω συγκοινωνία και παίρνω λεωφορείο για να περάσω στην απέναντι πλευρά του λιμανιού. Περνάμε μέσα από μια σήραγγα στην οποία υπάρχει κυκλοφοριακή συμφόρηση. Τι ανακούφιση νιώθω όταν βγαίνω στο Νησί του Χονγκ Κονγκ όπου βρίσκεται το γραφείο μου, στο κέντρο της οικονομικής περιοχής της πόλης. Ολόκληρη η διαδρομή μπορεί να διαρκέσει από μία ως μιάμιση ώρα, ανάλογα με την κίνηση. Τελικά φτάνω στις 9:30. Αλλά δεν έχω χρόνο να πάρω μια ανάσα—το τηλέφωνο αρχίζει να κουδουνίζει. Είναι ο πρώτος πελάτης της ημέρας. Αυτό συνεχίζεται όλη τη μέρα—το ένα τηλεφώνημα διαδέχεται το άλλο κι εγώ είμαι όλη την ώρα με το ακουστικό στο χέρι. Ακολουθεί ένα σύντομο διάλειμμα για φαγητό.
Τώρα το πρόβλημα είναι να βρεις θέση σ’ ένα από τα πολυάριθμα εστιατόρια της περιοχής. Λες και όλοι προσπαθούν να φάνε την ίδια ώρα στο ίδιο μέρος και συχνά στο ίδιο τραπέζι! Και πάλι μοιράζομαι το τραπέζι μου με ανθρώπους που μου είναι εντελώς άγνωστοι. Αυτή είναι η ζωή στο πυκνοκατοικημένο Χονγκ Κονγκ. Αμέσως μετά το γρήγορο, αλλά θρεπτικό, κινέζικο γεύμα μου επιστρέφω στο γραφείο.
Η κάθε εργάσιμη μέρα μου υποτίθεται ότι τελειώνει στις 5:30, αλλά σπανίως είναι εφικτό κάτι τέτοιο. Όπως ήταν επόμενο, όταν τελικά παίρνω μια ανάσα και κοιτάζω το ρολόι, η ώρα έχει πάει 6:15. Μερικές μέρες μάλιστα φεύγω αρκετά μετά τις εφτά. Και τότε αρχίζει το ταξίδι της επιστροφής.
Πρώτα το λεωφορείο, έπειτα το τρένο. Τελικά, φτάνει στο σταθμό που κατεβαίνω, και κατευθύνομαι προς το ποδήλατό μου. Καθώς γυρίζω με το ποδήλατο στο σπίτι, φέρνω στο νου μου πώς η μικρή μας πόλη έχει μετατραπεί σε πολύβουη, κατάμεστη σύγχρονη μεγαλούπολη. Τα χαμηλά χωριάτικα σπίτια έχουν αντικατασταθεί από κτίρια που ορθώνονται πανύψηλα, σε ύψος 20 ως 30 ορόφων. Μεγάλοι, φαρδείς αυτοκινητόδρομοι έχουν καταλάβει μεγάλο τμήμα του εδάφους, και οι τεράστιες ανισόπεδες διαβάσεις κατακλύζονται από το συνεχές ρεύμα της θορυβώδους κυκλοφορίας. Ο παλιός νωχελικός τρόπος ζωής ανήκει πια στο παρελθόν.
Το σπίτι μας είναι μάλλον μικρό—λιγότερο από 28 τετραγωνικά μέτρα για τα έξι μέλη της οικογένειάς μας, και εγώ δεν έχω δικό μου δωμάτιο. Γι’ αυτό κοιμάμαι σ’ έναν καναπέ στο σαλόνι. Τουλάχιστον οι γονείς μου έχουν δικό τους δωμάτιο και οι τρεις αδελφές μου κοιμούνται σε κουκέτες μέσα στο μικροσκοπικό τους δωμάτιο. Η προσωπική ζωή είναι πολυτέλεια για εμάς.
Παρά το γεγονός ότι είναι μικρό, αποτελεί μεγάλη πρόοδο σε σχέση με ό,τι είχαμε προηγουμένως, όταν όλοι μας ζούσαμε σ’ ένα δωμάτιο κάποιου κρατικού συγκροτήματος σπιτιών. Αλλά πόσο καλύτερο είναι έστω κι αυτό αν συγκριθεί με την κατάσταση των χιλιάδων ατόμων που ζουν στην περιοχή Μονγκ Κοκ, οι οποίοι νοικιάζουν «διαμερίσματα-κλουβιά», τρία μαζί στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, με διαστάσεις 1,8 μέτρα μήκος, 0,8 μέτρα βάθος και 0,8 μέτρα ύψος. Αυτά έχουν χώρο για ένα στρώμα και για λιγοστά προσωπικά αντικείμενα. Δεν υπάρχει καθόλου χώρος για έπιπλα.
Μέχρι τις εννιά έχουν όλοι επιστρέψει στο σπίτι και καθόμαστε στο τραπέζι για το βραδινό φαγητό. Μετά το φαγητό κάποιος ανοίγει την τηλεόραση. Αυτό εξανεμίζει τις ελπίδες μου να διαβάσω και να μελετήσω για λίγο με ησυχία. Περιμένω ως τις 11 που πέφτουν όλοι για ύπνο και τότε έχω το δωμάτιο στη διάθεσή μου και λίγη ηρεμία και ησυχία για να συγκεντρωθώ. Μέχρι να πάει μεσάνυχτα είμαι κι εγώ έτοιμος να πέσω για ύπνο.
Εργάζομαι από τότε που τέλειωσα το σχολείο, πριν από 12 χρόνια περίπου. Θα ήθελα κάποτε να παντρευτώ, αλλά είμαι αναγκασμένος να εργάζομαι τόσο σκληρά για να κερδίζω τα προς το ζην, ώστε δεν έχω καν το χρόνο που απαιτείται για να γνωρίσω καλά μια γυναίκα. Και πιο εύκολο είναι να ανεβείς στον ουρανό, σαν να λέγαμε, παρά να βρεις ένα μέρος για να μείνεις. Αν και έχουμε μάθει να τα βγάζουμε πέρα, αυτό το είδος της πυρετώδους ζωής των μεγαλουπόλεων δεν μου φαίνεται φυσιολογικό. Ωστόσο, αναγνωρίζω ότι εγώ είμαι σε πολύ καλύτερη θέση απ’ αυτή των εκατομμυρίων, και ίσως δισεκατομμυρίων, ανθρώπων που βρίσκονται σε άλλα μέρη του κόσμου και οι οποίοι ζουν χωρίς κανονικά σπίτια, ηλεκτρισμό, τρεχούμενο νερό ή στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής. Ασφαλώς χρειαζόμαστε ένα καλύτερο σύστημα, έναν καλύτερο κόσμο, μια καλύτερη ζωή.—Όπως το αφηγήθηκε ο Κιν Κουρν.
-
-
‘Τα Παιδιά Είναι Πολύτιμα, Αλλά οι Γιοι Είναι Απαραίτητοι’Ξύπνα!—1991 | Νοέμβριος 8
-
-
‘Τα Παιδιά Είναι Πολύτιμα, Αλλά οι Γιοι Είναι Απαραίτητοι’
Με πληθυσμό 850 εκατομμύρια και πλέον και με γεννητικότητα 31 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους, η Ινδία βλέπει να γεννιούνται περίπου 26 εκατομμύρια καινούρια μωρά κάθε χρόνο, αριθμός που ισοδυναμεί με τον πληθυσμό του Καναδά. Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ένα από τα πιο επείγοντα κυβερνητικά προγράμματα είναι να ελεγχθεί η γρήγορη επέκταση του πληθυσμού της χώρας. Πόσο επιτυχημένο είναι αυτό το πρόγραμμα; Ποια είναι μερικά από τα εμπόδια που αντιμετωπίζει;
«ΠΡΙΝ από τα 20, Όχι! Μετά τα 30, Οπωσδήποτε Όχι! Μόνο Δυο Παιδιά—Ωραία!» είναι η συμβουλή την οποία δίνει μια από τις πολύχρωμες αφίσες που κοσμούν σε όλο το μήκος του το διάδρομο στα κέντρα οικογενειακού προγραμματισμού της Βομβάης, στην Ινδία. Μια άλλη αφίσα απεικονίζει μια ταλαιπωρημένη μητέρα, περιστοιχισμένη από πέντε παιδιά. Η αφίσα προειδοποιεί: «Μην το Μετανιώσετε Αργότερα!» Το μήνυμα είναι σαφέστατο: Δυο παιδιά ανά οικογένεια είναι αρκετά. Αλλά, δεν είναι εύκολο να πείσεις τους ανθρώπους να δεχτούν και να ενεργήσουν σύμφωνα με την κυβερνητική υπόδειξη για δυο παιδιά ανά οικογένεια.
«Οι Ινδουιστές θεωρούν ευτυχισμένο έναν άνθρωπο ανάλογα με το πόσα παιδιά έχει. Πράγματι, στις τάξεις τους τα παιδιά θεωρούνται η ευλογία του σπιτικού. Αλλά, όσο πολυμελής κι αν είναι μια οικογένεια, ο άντρας δεν σταματάει να προσεύχεται για την αύξησή της», αναφέρει το βιβλίο Ήθη, Έθιμα και Τελετές των Ινδουιστών (Hindu Manners, Customs and Ceremonies). Ωστόσο, από θρησκευτική άποψη, το αρσενικό παιδί είναι εκείνο που έχει μεγαλύτερη αξία για τον πατριάρχη του σπιτικού. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από το να μην έχει αφήσει πίσω του ένα γιο ή έναν εγγονό ο οποίος θα εκτελέσει τα τελευταία καθήκοντα που σχετίζονται με την κηδεία του», εξηγεί περαιτέρω το βιβλίο. «Η έλλειψη αυτής της δυνατότητας θεωρείται ικανή να εμποδίσει κάθε πρόσβαση σ’ έναν Τόπο Αιώνιας Γαλήνης μετά θάνατον».
Οι γιοι είναι επίσης αναγκαίοι για να εκτελούν την τελετή της λατρείας των προγόνων, ή αλλιώς σράντχα. «Τουλάχιστον ένας γιος ήταν σχεδόν απαραίτητος», γράφει ο Α. Λ. Μπέσαμ στο βιβλίο Το Θαύμα που το Έλεγαν Ινδία (The Wonder That Was India). «Το ανεπτυγμένο οικογενειακό αίσθημα της Ινδουιστικής Ινδίας ενίσχυσε την επιθυμία για γιους, χωρίς τους οποίους η γενεαλογική γραμμή θα εξαφανιζόταν».
Εκτός από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, ένας πολιτιστικός παράγοντας ο οποίος επηρεάζει την επιθυμία για γιους είναι η παραδοσιακή διευθέτηση της διευρυμένης οικογένειας που ισχύει στην Ινδία, σύμφωνα με την οποία οι παντρεμένοι γιοι εξακολουθούν να μένουν με τους γονείς τους. «Οι κόρες παντρεύονται και πηγαίνουν να μείνουν με τα πεθερικά τους, αλλά οι γιοι παραμένουν στο σπίτι μαζί με τους γονείς τους· και οι γονείς αναμένουν από τους γιους τους να τους φροντίσουν στα γηρατειά τους», εξηγεί η Δρ Λαλίτα Σ. Τσόπρα του Τμήματος Υγείας και Οικογενειακής Ευημερίας του Δημοτικού Συμβουλίου της Βομβάης. «Εκεί έγκειται η ασφάλειά τους. Οι γονείς αισθάνονται ασφαλείς όταν έχουν δυο γιους. Λογικά, λοιπόν, αν ένα ζευγάρι έχει φτάσει το προτεινόμενο όριο των δυο παιδιών, και είναι και τα δυο κορίτσια, είναι πολύ πιθανόν ότι θα συνεχίσουν την προσπάθεια για την απόκτηση ενός γιου».
Αν και θεωρητικά όλα τα παιδιά θεωρούνται δώρα από τον Θεό, η πραγματικότητα της καθημερινής ζωής υπαγορεύει κάτι διαφορετικό. «Το ότι τα κορίτσια παραμελούνται από ιατρική άποψη είναι φανερό», αναφέρει το περιοδικό Ίντιαν Εξπρές (Indian Express). «Το αν θα επιβιώσουν ή όχι δεν είναι και πολύ σημαντικό για την επιβίωση της οικογένειας». Το δημοσίευμα παραθέτει μια έρευνα που έγινε στη Βομβάη, η οποία αποκαλύπτει ότι από τα 8.000 έμβρυα που θανατώθηκαν μέσω έκτρωσης έπειτα από εξέταση καθορισμού του φύλου, τα 7.999 ήταν θηλυκά.
Ένας Επίπονος Αγώνας
«Μέσα στην οικογένεια ο άντρας είναι γενικά εκείνος που αποφασίζει πόσα παιδιά θα γεννηθούν και πόσο μεγάλη θα γίνει η οικογένεια», εξηγεί σε μια συνέντευξη ο Δρ Σ. Σ. Σάμπνις, ανώτερος υγειονομικός υπάλληλος του Δημοτικού Συμβουλίου της Βομβάης. Ακόμα κι αν μια γυναίκα θέλει να κανονίσει πότε θα κάνει παιδιά ή να περιορίσει τον αριθμό των μελών της οικογένειάς της, δέχεται πιέσεις από το σύζυγό της ο οποίος μπορεί να αντιτίθεται σε κάτι τέτοιο. «Γι’ αυτόν το λόγο στέλνουμε ομάδες από δυο άτομα, έναν άντρα και μια γυναίκα, σε κάθε σπίτι στις φτωχογειτονιές, με την ελπίδα ότι ο άντρας υγειονομικός υπάλληλος θα μπορέσει να συζητήσει με τον πατέρα του σπιτιού και θα τον ενθαρρύνει να περιορίσει το μέγεθος της οικογένειας, βοηθώντας τον να διακρίνει πως όταν έχει λιγότερα παιδιά μπορεί να τα φροντίσει καλύτερα». Αλλά, όπως είδαμε, τα εμπόδια είναι πολλά.
«Στις τάξεις των φτωχότερων ανθρώπων, το ποσοστό της βρεφικής θνησιμότητας είναι υψηλό εξαιτίας των κακών συνθηκών διαβίωσης», λέει ο Δρ Σάμπνις. «Έτσι, υπάρχει οπωσδήποτε η επιθυμία να αποκτήσουν πολλά παιδιά, γνωρίζοντας ότι μερικά θα πεθάνουν». Ωστόσο, η φροντίδα των παιδιών είναι μηδαμινή. Αυτά περιφέρονται χωρίς επιτήρηση, ζητιανεύουν ή ίσως ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό. Και οι γονείς; «Δεν ξέρουν πού είναι τα παιδιά τους», λέει με θλίψη ο Δρ Σάμπνις.
Οι διαφημίσεις στην Ινδία συχνά απεικονίζουν ένα ευτυχισμένο, ευκατάστατο ζευγάρι το οποίο απολαμβάνει τη ζωή με τα δυο παιδιά του, συνήθως ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που είναι φανερό ότι τα φροντίζουν καλά. Αυτό το τμήμα της κοινωνίας—η μεσαία τάξη—δέχεται ευνοϊκά την ιδέα για την απόκτηση δυο παιδιών. Εντούτοις, αυτή η ιδέα δεν λαβαίνεται καθόλου υπόψη από τους φτωχούς, οι οποίοι κάνουν τον εξής συλλογισμό: ‘Αν οι γονείς μας ή οι παππούδες μας είχαν 10 ή 12 παιδιά, γιατί να μην μπορούμε να έχουμε κι εμείς; Γιατί θα πρέπει να περιοριστούμε στα δυο παιδιά;’ Εδώ, ανάμεσα στην πλειονότητα των πάμφτωχων Ινδών, δίνεται μια επίπονη μάχη στον πόλεμο για τον έλεγχο του πληθυσμού. «Ο πληθυσμός τώρα αποτελείται από νέους που είναι σε ηλικία τεκνοποίησης», συλλογίζεται η Δρ Τσόπρα. «Φαίνεται πως η μάχη είναι χαμένη. Έχουμε τεράστιο όγκο δουλειάς μπροστά μας».
-
-
Πώς Μεγάλωσα σε μια Αφρικανική ΠόληΞύπνα!—1991 | Νοέμβριος 8
-
-
Πώς Μεγάλωσα σε μια Αφρικανική Πόλη
Τα ποσοστά αύξησης του πληθυσμού στις αφρικανικές χώρες που βρίσκονται νότια της Σαχάρας είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο. Εκεί, κατά μέσο όρο, κάθε γυναίκα γεννάει περισσότερα από έξι παιδιά. Η φτώχεια, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η έλλειψη πλουτοπαραγωγικών πόρων απλώς επιδεινώνουν τις άσχημες καταστάσεις. Ακολουθεί μια αφήγηση βασισμένη σε προσωπική εμπειρία που δείχνει πώς είναι η ζωή σ’ αυτό το μέρος του κόσμου.
ΜΕΓΑΛΩΣΑ εδώ, σε μια μεγαλούπολη της Δυτικής Αφρικής. Ήμασταν εφτά παιδιά στην οικογένεια, αλλά τα δυο πέθαναν σε μικρή ηλικία. Το σπίτι που είχαμε νοικιάσει αποτελούνταν από μια κρεβατοκάμαρα και ένα καθιστικό. Η μητέρα και ο πατέρας κοιμούνταν στην κρεβατοκάμαρα κι εμείς τα παιδιά κοιμόμασταν σε στρώματα στο πάτωμα του καθιστικού, τα αγόρια στη μια άκρη του δωματίου και τα κορίτσια στην άλλη.
Όπως συνέβαινε με τους περισσότερους ανθρώπους στη γειτονιά μας, δεν είχαμε πολλά χρήματα και δεν είχαμε πάντοτε όλα όσα χρειαζόμασταν. Μερικές φορές δεν είχαμε ούτε αρκετό φαγητό. Το πρωί, συχνά δεν υπήρχε τίποτα για να φάμε εκτός από ξαναζεσταμένο ρύζι που είχε μείνει από την προηγούμενη μέρα. Μερικές φορές δεν υπήρχε ούτε κι αυτό. Ανόμοια με μερικούς που ισχυρίζονται ότι ο σύζυγος, ως αυτός που κερδίζει τα προς το ζην, πρέπει να παίρνει τη μεγαλύτερη μερίδα, με δεύτερη κατά σειρά τη σύζυγο, και τα παιδιά να παίρνουν ό,τι έχει απομείνει, οι γονείς μας προτιμούσαν να μην τρώνε οι ίδιοι και άφηναν εμάς τα παιδιά να μοιραζόμαστε τη μικρή ποσότητα που υπήρχε. Εκτίμησα τη θυσία που έκαναν.
Όταν Πήγα στο Σχολείο
Μερικοί άνθρωποι στην Αφρική πιστεύουν ότι μόνο τα αγόρια πρέπει να πηγαίνουν στο σχολείο. Έχουν την άποψη ότι δεν είναι απαραίτητο να πηγαίνουν τα κορίτσια στο σχολείο, επειδή αυτά παντρεύονται και τα φροντίζουν οι σύζυγοί τους. Οι γονείς μου δεν είχαν αυτή την άποψη. Μας έστειλαν και τα πέντε παιδιά στο σχολείο. Αλλά αυτό επιβάρυνε τους γονείς μου οικονομικά. Τα χαρτικά και τα μολύβια δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο πρόβλημα, αλλά τα βιβλία ήταν ακριβά, και το ίδιο ακριβές ήταν οι υποχρεωτικές στολές που φορούσαμε στο σχολείο.
Όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο δεν είχα παπούτσια. Ήμουν στη δευτέρα γυμνασίου, σε ηλικία 14 ετών, όταν οι γονείς μου κατάφεραν να μου αγοράσουν ένα ζευγάρι παπούτσια. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως δεν είχα καθόλου παπούτσια. Το μοναδικό ζευγάρι που είχα ήταν για την εκκλησία και δεν μου επέτρεπαν να το φοράω στο σχολείο ή οπουδήποτε αλλού. Ήμουν αναγκασμένος να περπατάω ξυπόλητος. Μερικές φορές ο πατέρας μου κατόρθωνε να εξασφαλίσει κουπόνια για το λεωφορείο, αλλά όταν δεν τα κατάφερνε, ήμασταν αναγκασμένοι να πηγαινοερχόμαστε στο σχολείο με τα πόδια. Κάθε διαδρομή ήταν περίπου τρία χιλιόμετρα.
Η Μέρα της Μπουγάδας και το Κουβάλημα του Νερού
Πλέναμε τα ρούχα μας σ’ ένα ποτάμι. Θυμάμαι ότι πήγαινα εκεί με τη μητέρα μου, η οποία κουβαλούσε έναν κουβά, ένα σαπούνι και τα ρούχα. Όταν φτάναμε στο ποτάμι, γέμιζε τον κουβά με νερό, έβαζε μέσα τα ρούχα και τα έτριβε με το σαπούνι. Κατόπιν, χτυπούσε τα ρούχα πάνω σε λείες πέτρες και τα ξέβγαζε στο ποτάμι. Έπειτα απ’ αυτό, τα άπλωνε σε άλλες πέτρες για να στεγνώσουν επειδή, έτσι καθώς ήταν υγρά, ήταν πολύ βαριά για να τα μεταφέρει στο σπίτι. Εγώ ήμουν μικρός τότε, κι έτσι μου είχαν αναθέσει να φυλάω τα ρούχα που στέγνωναν μήπως τα κλέψει κανείς. Η μητέρα έκανε την περισσότερη δουλειά.
Ελάχιστοι άνθρωποι είχαν δίκτυο παροχής νερού στα σπίτια τους, κι έτσι ένα από τα καθήκοντά μου ήταν να πηγαίνω να φέρνω νερό με τον κουβά από μια εξωτερική βρύση. Το πρόβλημα ήταν ότι, στη διάρκεια της ξηρασίας, πολλές από τις βρύσες κλειδώνονταν για να γίνεται οικονομία στο νερό. Σε μια περίπτωση, περάσαμε ολόκληρη μέρα χωρίς να πιούμε καθόλου νερό. Ούτε σταγόνα! Μερικές φορές ήμουν αναγκασμένος να περπατάω χιλιόμετρα για να γεμίσω τον κουβά με νερό. Επειδή κουβαλούσα το νερό στο κεφάλι μου για τόσο μεγάλες αποστάσεις έπεσαν τα μαλλιά μου στο σημείο όπου στηριζόταν ο κουβάς. Είχα φαλάκρα σε ηλικία δέκα ετών! Ευτυχώς τα μαλλιά μου ξαναφύτρωσαν.
Τα Παιδιά ως Ασφάλιση
Καθώς αναπολώ το παρελθόν, θα μπορούσα να πω ότι η κατάστασή μας ήταν μέτρια, ίσως και πάνω από μέτρια, αν ληφθεί υπόψη το μέρος της Αφρικής στο οποίο ζούσαμε. Γνωρίζω πολλές οικογένειες των οποίων το βιοτικό επίπεδο ήταν κατά πολύ χειρότερο από το δικό μας. Πολλοί από τους φίλους μου στο σχολείο ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν ως πωλητές στην αγορά πριν και μετά το σχολείο προκειμένου να φέρνουν χρήματα στην οικογένειά τους. Άλλοι δεν είχαν τίποτα να φάνε το πρωί πριν πάνε στο σχολείο· έφευγαν από το σπίτι νηστικοί και έμεναν όλη τη μέρα στο σχολείο χωρίς φαγητό. Μπορώ να θυμηθώ πολλές περιπτώσεις που κάποιο απ’ αυτά τα παιδιά ερχόταν και με παρακαλούσε, την ώρα που έτρωγα το ψωμί μου στο σχολείο, να του δώσω λίγο. Έτσι, έκοβα ένα κομμάτι και μοιραζόμουν μαζί του το ψωμί.
Παρ’ όλες αυτές τις άσχημες καταστάσεις και τις δυσκολίες, οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να επιθυμούν μεγάλες οικογένειες. «Ένα παιδί ίσον κανένα», λένε πολλοί άνθρωποι εδώ. «Δύο παιδιά ίσον ένα, τέσσερα ίσον δύο». Αυτό συμβαίνει επειδή το ποσοστό της βρεφικής θνησιμότητας είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο. Οι γονείς γνωρίζουν ότι, αν και μερικά από τα παιδιά τους θα πεθάνουν, κάποια θα ζήσουν, θα μεγαλώσουν, θα βρουν δουλειά και θα φέρουν χρήματα στην οικογένεια. Τότε θα είναι σε θέση να φροντίσουν τους γονείς τους που θα έχουν γεράσει. Για μια χώρα που στερείται τα οφέλη της κοινωνικής ασφάλισης αυτό είναι πολύ σημαντικό.—Όπως το αφηγήθηκε ο Ντόναλντ Βίνσεντ.
-