Ισαάκ Νεύτων η Έρευνά του Περί Θεού
Η ΛΑΪΚΗ παράδοσις λέγει ότι η πτώσις ενός μήλου άνοιξε για τον Σερ Ισαάκ Νεύτωνα τον δρόμο για την ανακάλυψι του παγκοσμίου νόμου της βαρύτητος. Οποιαδήποτε και αν είναι η αλήθεια αυτής της παραδόσεως, δεν υπάρχει καμμιά αμφισβήτησις για τις αξιοσημείωτες δυνάμεις λογικεύσεως του Νεύτωνος. Σχετικά με το περίφημο επιστημονικό σύγγραμμα του Principia μάς λέγονται τα εξής: «Η όλη εξέλιξις της σύγχρονης επιστήμης αρχίζει απ’ αυτό το μεγάλο σύγγραμμα. Επί διακόσια χρόνια και πλέον αυτό το βιβλίο επικρατούσε ως αυθεντία.»1
Όσο περίφημες κι αν ήσαν οι επιστημονικές ανακαλύψεις του Νεύτωνος, αυτός ο ίδιος ταπεινά ωμολόγησε τους ανθρωπίνους περιορισμούς του. Ήταν μετριόφρων. Λίγο πριν από τον θάνατό του, το έτος 1727, είπε για τον εαυτό του: «Δεν ξέρω πώς μπορεί να με θεωρή ο κόσμος, αλλ’ εγώ θεωρώ τον εαυτό μου σαν ένα μικρό παιδί που παίζει στην ακρογιαλιά, και χαίρεται καθώς βρίσκει κάθε τόσο ένα λείο βότσαλο ή ένα πιο κομψό θαλασσινό όστρακο από τα συνηθισμένα, ενώ ο μεγάλος ωκεανός της αληθείας μένει εντελώς ανεξερεύνητος ενώπιόν μου.»2
Ο Νεύτων κατενόησε ότι ο Θεός είναι η Πηγή κάθε αληθείας, και, σύμφωνα με τον βαθύ σεβασμό που είχε για τον Δημιουργό του, φαίνεται ότι είχε δαπανήσει περισσότερο χρόνο ερευνώντας για τον αληθινό Θεό παρά ερευνώντας για επιστημονικές αλήθειες. Μια ανάλυσις όλων όσα έγραψε ο Νεύτων αποκαλύπτει ότι από τα 3.600.000 λέξεις περίπου μόνο το 1.000.000 αφιερώθηκε στις επιστήμες, ενώ 1.400.000 περίπου αφιερώθηκαν σε θρησκευτικά θέματα.3
Ο ΝΕΥΤΩΝ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Στα συγγράμματά του ο Νεύτων ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη δοξασία της Τριάδος. Μια πολύ εξέχουσα συμβολή του στις Βιβλικές μελέτες της εποχής ήταν το σύγγραμμα του Μια Ιστορική Αφήγησις Δύο Σημαντικών Διαστροφών της Γραφής, που εξεδόθη πρώτη φορά το έτος 1754, είκοσι επτά χρόνια μετά τον θάνατό του. Εκεί εγίνετο ανασκόπησις όλων των διαθεσίμων αποδείξεων από εδάφια που είχαν ληφθή από αρχαίες πηγές σχετικά με δύο Γραφικά εδάφια, το εδάφιο 1 Ιωάννου 5:7 και 1 Τιμόθεον 3:16.
Στη Μετάφρασι Βασιλέως Ιακώβου της Αγίας Γραφής, το εδάφιο 1 Ιωάννου 5:7 λέγει:
«Διότι τρεις είναι οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα· και ούτοι οι τρεις είναι έν.»
Χρησιμοποιώντας τους συγγραφείς της Εκκλησίας των αρχαίων χρόνων, τα Ελληνικά και τα Λατινικά χειρόγραφα και τη μαρτυρία των πρώτων μεταφράσεων της Βίβλου, ο Νεύτων απέδειξε ότι οι λέξεις «εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα· και ούτοι οι τρεις είναι έν» που υποστηρίζουν την δοξασία της Τριάδος, δεν υπήρχαν στις πρωτότυπες Θεόπνευστες Ελληνικές Γραφές. Κατόπιν ανεζήτησε να βρη τον τρόπο με τον οποίο εισεχώρησε η νόθος διατύπωσις τόσο στις Λατινικές μεταφράσεις, στην αρχή ως περιθωριακή σημείωσις, και κατόπιν μέσα στο ίδιο το κείμενο. Έδειξε ότι αυτό το εδάφιο εμφανίσθηκε για πρώτη φορά μέσα σ’ ένα Ελληνικό κείμενο του έτους 1515 από τον Καρδινάλιο Ξιμένη με βάσι ένα μεταγενέστερο Ελληνικό χειρόγραφο που είχε διορθωθή από το Λατινικό. Τελικά, ο Νεύτων εξήτασε το νόημα και τα συμφραζόμενα του εδαφίου και συνεπέρανε, «Έτσι η έννοια είναι απλή και φυσική, και το επιχείρημα είναι πλήρες και ισχυρό αλλά αν παρενθέσετε τη μαρτυρία ‘των Τριών εν τω Ουρανώ’ την διακόπτετε και την καταστρέφετε.»4
Το βραχύτερο μέρος αυτής της διατριβής εσχετίζετο με το εδάφιο 1 Τιμόθεον 3:16, που λέγει τα εξής: (Μετάφρασις Βασιλέως Ιακώβου)
«Και αναντιρρήτως το μυστήριον της ευσεβείας είναι μέγα· ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν πνεύματι, εφάνη εις αγγέλους, εκηρύχθη εις τον κόσμον, ανελήφθη εν δόξη.»
Ο Νεύτων έδειξε πώς με μια μικρή αλλοίωσι του Ελληνικού κειμένου, η λέξις «Θεός» παρενεβλήθη για να κάνη τη φράσι να διαβάζεται «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί.» Κατέδειξε ότι οι πρώτοι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς όταν ανεφέροντο σ’ αυτό το εδάφιο δεν εγνώριζαν τίποτε γι’ αυτή την αλλοίωσι.a
Ο Νεύτων, συνοψίζοντας τα δύο εδάφια, είπε: «Αν οι αρχαίες εκκλησίες, καθώς συζητούσαν και ελάμβαναν αποφάσεις για τα μεγαλύτερα μυστήρια της θρησκείας, δεν εγνώριζαν τίποτε γι’ αυτά τα δύο εδάφια, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί εμείς πρέπει να τα συζητούμε τόσο πολύ τώρα που έχουν λήξει οι συζητήσεις.»5 Στα διακόσια και πλέον χρόνια αφότου συνετάχθη αυτή η πραγματεία από τον Ισαάκ Νεύτωνα, μόνο λίγες μικρές διορθώσεις εκρίθησαν αναγκαίες για την απόδειξι που αυτός προέβαλε. Εν τούτοις, μόνο στον δέκατον ένατον αιώνα εμφανίσθηκαν Βιβλικές μεταφράσεις που διώρθωσαν αυτά τα εδάφια. Ένα μέρος του αρχικού χειρογράφου του Νεύτωνος γραμμένο με το ίδιο του το χέρι παρατίθεται στην επομένη σελίδα κατά ευγενή παραχώρησι της Βιβλιοθήκης Μποντλέιαν της Οξφόρδης της Αγγλίας.
Γιατί ο Νεύτων δεν εδημοσίευσε αυτές τις διαπιστώσεις που έκανε στη διάρκεια της ζωής του; Ένα βλέμμα στην κατάστασι που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια μπορεί να το εξηγήση αυτό. Εκείνοι που έγραψαν εναντίον της δοξασίας της Τριάδος, υπέκειντο ακόμη σε διωγμό στην Αγγλία. Στο έτος 1698 το Νομοσχέδιο περί Καταργήσεως της Βλασφημίας και της Βεβηλώσεως έκρινεν ως αδίκημα την άρνησι ενός ατόμου να δεχθή ως Θεό έστω και ένα από τα πρόσωπα της Τριάδος, με την ποινή της απωλείας του λειτουργήματος, του δικαιώματος εργασίας και αποκομίσεως κέρδους στην πρώτη περίπτωσι και της φυλακίσεως σε περίπτωσι επαναλήψεως. Ο φίλος του Νεύτωνος, ο Ουίλλιαμ Γουίστον (μεταφραστής των έργων του Ιωσήπου) έχασε τη θέσι του ως καθηγητού στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ γι’ αυτό το λόγο στο έτος 1711. Στο έτος 1693 ένα βιβλιάριο εναντίον της Τριάδος κάηκε κατά διαταγήν της Βουλής των Λόρδων, και το επόμενο έτος ο τυπογράφος και ο συγγραφεύς του διώχθηκαν ποινικώς. Στο έτος 1697 ο Θωμάς Άικενχεντ, ένας φοιτητής δεκαοκτώ ετών που κατηγορήθηκε για άρνησι της Τριάδος, απηγχονίσθηκε στο Εδιμβούργο της Σκωτίας.6, 7, 8
ΓΙΑΤΙ Ο ΝΕΥΤΩΝ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΗΝ ΤΡΙΑΔΑ
Ο Νεύτων, με τις επιστημονικές του μελέτες, κατέληξε να αισθάνεται μεγάλο θαυμασμό για το ‘Βιβλίο της Φύσεως’ και διέκρινε σ’ αυτό την ύπαρξι σχεδίου από τον Θεό, τον Μεγάλο Δημιουργό. Επίστευε επίσης ότι η Αγία Γραφή αποτελούσε την αποκάλυψι του Θεού και ότι βρισκόταν πάντοτε σε αρμονία με τη μαρτυρία της Δημιουργίας.9
Η Αγία Γραφή υπήρξε η λυδία λίθος του Νεύτωνος για τη δοκιμασία των διδασκαλιών και των δοξασιών. Ο Νεύτων, εξετάζοντας τα «σύμβολα πίστεως» της εκκλησίας, διεσαφήνισε πολύ αυτή τη θέσι. Με βάσι το όγδοον από τα Τριάντα εννέα Άρθρα που επραγματεύοντο τα Σύμβολα Πίστεως της Νικαίας, του Αθανασίου και των Αποστόλων, είπε τα εξής για την Εκκλησία της Αγγλίας:
«Αυτή δεν απαιτεί από εμάς να τα παίρναμε [τα σύμβολα πίστεως] κατ’ εντολήν των Γενικών Συνόδων, και πολύ λιγώτερο κατ’ εντολήν των Συνδιασκέψεων, αλλά μόνο επειδή ελήφθησαν από τις Άγιες Γραφές. Επομένως, δεν είμεθα εξουσιοδοτημένοι από την Εκκλησία να τα αντιπαραβάλωμε με τις Γραφές και να διακρίνωμε πώς και με ποια έννοια είναι δυνατόν αυτά να προέρχωνται απ’ εκεί; Και όταν δεν μπορούμε να διακρίνωμε καμμιά Συμφωνία μεταξύ των, δεν πρέπει να βασιζώμεθα στη Δικαιοδοσία των Συμβουλίων και των Συνόδων.»
Το συμπέρασμα του ήταν ακόμη πιο εμφατικό:
«Και οι Γενικές Σύνοδοι ακόμη έσφαλαν και μπορεί να σφάλλουν σε ζητήματα πίστεως, και όσα καθορίζουν ως αναγκαία για την σωτηρία δεν έχουν ισχύ ή κύρος εκτός αν μπορούν ν’ αποδείξουν ότι τα έλαβαν από την Αγία Γραφή.»10
Ο κυριώτερος λόγος για τον οποίον ο Νεύτων απέρριψε την Τριάδα ήταν ότι όταν επεδίωξε να εξακριβώση τις δηλώσεις των συμβόλων πίστεως και των συνόδων δεν βρήκε υποστήριξι των δοξασιών αυτών από την Αγία Γραφή.
Ο Νεύτων, σταθμίζοντας αυτές τις αποδείξεις, ενέμεινε σταθερά στο ότι έπρεπε να χρησιμοποιήται συλλογισμός. Ισχυρίσθηκε ότι τίποτε από τη δημιουργία του Θεού δεν έγινε χωρίς σκοπό και χωρίς λόγο, οι δε διδασκαλίες της Βίβλου θα έπρεπε να υποστηρίζωνται με εφαρμογή τόσο της λογικής όσο και της αιτίας. Ο Νεύτων, μιλώντας για τα συγγράμματα του αποστόλου Ιωάννου, είπε: «Εγώ ανεπιφύλακτα τον σέβομαι, διότι πιστεύω ότι έγραψε με υγιά λογίκευσι· και, επομένως, θεωρώ αυτή τη λογίκευσι ότι είναι δική του, και ότι είναι η καλύτερη.»11 Ως ένα δεύτερο λόγο για την απόρριψι της διδασκαλίας περί Τριάδος, ο Νεύτων εδήλωσε: «Το ομοούσιον [η δοξασία ότι ο Υιός είναι της αυτής ουσίας με τον Πατέρα] είναι ακατανόητο. Δεν κατανοήθηκε στη Σύνοδο της Νικαίας, ούτε σε καμμιά μεταγενέστερη σύνοδο. Εκείνο που δεν μπορεί να κατανοηθή δεν μπορεί να είναι αντικείμενο πίστεως.»12
Ένα χειρόγραφο του Νεύτωνος με τίτλο «Ερωτήματα Σχετικά με τη Λέξι Ομοούσιος,» πραγματεύεται την ίδια αυτή άποψί του περί Τριάδος. Εκεί αποκαλύπτει ένα τρίτο λόγο για τον οποίον αρνείται την Τριάδα. Αυτή η διδασκαλία δεν αποτελούσε μέρος της πρώτης Χριστιανοσύνης. Τα ερωτήματα δώδεκα έως δεκατέσσερα εξαίρουν όλα το γεγονός ότι αυτή η δοξασία δεν έχει τον χαρακτήρα μιας αυθεντικής πρωτοτύπου δοξασίας του πρώτου αιώνος.
«Ερώτημα 12. Γιατί το ζήτημα περί ισότητος των τριών ουσιών δεν ηγέρθη στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουλιανού του Παραβάτου [361-363 μ.Χ.], από τον Αθανάσιο, τον Ιλάριο, κλπ.;
Ερώτημα 13. Γιατί η λατρεία του Αγίου Πνεύματος δεν άρχισε να ισχύη για πρώτη φορά αμέσως μετά τη Σύνοδο της Σαρδίκης (Σόφιας); [343 μ.Χ.]
Ερώτημα 14. Γιατί η Σύνοδος της Σαρδίκης (Σόφιας) δεν ήταν η πρώτη Σύνοδος που ετάχθη υπέρ της δοξασίας της Ομοουσίου Τριάδος;»13
Ο Νεύτων, σ’ ένα άλλο χειρόγραφο, που φυλάσσεται τώρα στην Ιερουσαλήμ, συνώψισε τη μόνη απάντησι σ’ αυτά τα ερωτήματα. «Έχομε εντολή από τον Απόστολο (2 Τιμόθεον 1:13) να εμμένωμε σταθερά στη μορφή των υγιαινόντων λόγων. Η διαμάχη για μια γλώσσα που δεν παραδόθηκε από τους Προφήτας και τους Αποστόλους αποτελεί παράβασι της εντολής και εκείνοι που παραβαίνουν την εντολή είναι επίσης ένοχοι για τις αναστατώσεις και τα σχίσματα που προξενούνται από αυτήν. Δεν είναι αρκετό να λεχθή ότι ένα άρθρο πίστεως μπορεί να εξάγεται από εδάφια της Αγίας Γραφής. Πρέπει να είναι εκπεφρασμένο στην ακριβή μορφή των υγιαινόντων λόγων με τους οποίους παραδόθηκε από τους Αποστόλους.»14
Ο Νεύτων, με βάσι την Αγία Γραφή, τη λογική και την αυθεντική διδασκαλία της πρώτης Χριστιανοσύνης, διεπίστωσε ότι δεν θα μπορούσε να δεχθή τη δοξασία της Τριάδος. Επίστευε ακλόνητα στην υπέρτατη κυριαρχία του Ιεχωβά Θεού, και την κατάλληλη θέσι του Ιησού Χριστού, χωρίς να υποτιμά αυτόν ως τον Υιόν του Θεού ούτε να τον εξυψώνη στη θέσι που κατέχεται από τον Πατέρα του.15 Συζητώντας με τον Ιωάννη Λόκε το εδάφιο Δανιήλ 7:9, έγραψε, «Πόθεν βεβαιώνεσθε ότι ο Παλαιός των Ημερών είναι ο Χριστός; Μήπως ο Χριστός κάθεται σ’ ένα θρόνο;»18 Το δικό του συμπέρασμα εδώ γίνεται φανερό, και η σαφήνεια της σκέψεως του ως προς τη σχέσι του Πατρός με τον Υιόν είναι πάντοτε έκδηλη στα συγγράμματα του Νεύτωνος. Σε άλλο μέρος λοιπόν τονίζει ότι η προσευχή μπορεί να γίνεται «στον Θεό εν ονόματι του Αρνίου, αλλά όχι στο Αρνίον εν ονόματι του Θεού.»17
Ίσως η καλύτερη συνόψισις των Γραφικών επιχειρημάτων του Ισαάκ Νεύτωνος για την απόκρουσι της Τριάδος βρίσκεται στα δεκατέσσερα ‘Επιχειρήματα,’ γραμμένα στη Λατινική, που μνημονεύουν Γραφικές περικοπές για πολλά απ’ αυτά. Οι αριθμοί τέσσερα έως επτά είναι ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος:
«4. Επειδή ο Θεός εγέννησε τον Υιόν κάποτε, ο Υιός δεν υπήρχε από αιωνιότητος. Παροιμίαι 8:23, 25.
5. Επειδή ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος από τον Υιό. Ιωάννης 14:28.
6. Επειδή ο Υιός δεν εγνώριζε την τελευταία του ώρα. Μάρκος 13:32, Ματθ. 24:36, Αποκάλ. 1:1, 5:3.
7. Επειδή ο Υιός έλαβε τα πάντα από τον Πατέρα.»18
Μια προσεκτική ανάγνωσις των θρησκευτικών συγγραμμάτων του Νεύτωνος δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάση τον αναγνώστη με τον εξονυχιστικό τρόπο που εξετάζει τα πράγματα με τον εκτεταμένο και βαθύ του στοχασμό και την πολυμαθή ικανότητα του να συλλαμβάνη νοήματα από τις πρωτότυπες γλώσσες της Αγίας Γραφής. Γι’ αυτό και τα συμπεράσματα του για την Τριάδα είναι άξια του σεβασμού και του ενδιαφέροντός μας έστω και αν αυτός δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να δώση σ’ αυτά δημοσιότητα στη διάρκεια της ζωής του.
Σήμερα, οπότε είναι στη διάθεσί μας πολύ περισσότερες αποδείξεις από εκείνες που μπόρεσε να επιτύχη ο Νεύτων, πρέπει κι εμείς να κάνωμε έρευνα των πεποιθήσεών μας όπως έκανε κι εκείνος, επιζητώντας πάντοτε να σκεπτώμεθα με βάσι τις αποδείξεις του Λόγου του Θεού. Αυτό θ’ αναπτύξη μέσα μας μια ισχυρή πίστι σε πλήρη αρμονία με τη διδασκαλία της πρώτης Χριστιανοσύνης.
Βιβλιογραφία
1. The Encyclopoedia Britannica, 1971 ed., Vol. 16, p. 420.
2. The World Book Encyclopedia, 1973 ed., Vol. 14, p. 308.
3. The Correspondence of Isaac Newton, edited by H. W. Turnbull, F.R.S., Cambridge 1961, Vol. 1, p. XVII.
4. An Historical Account of Two Notable Corruptions of Scripture, by Sir Isaac Newton, Edition of 1830, London, p. 60.
5. Ibid., p. 95.
6. Our Unitarian Heritage, by Earl M. Wilbur, Boston 1925, pp. 289-294.
7. History of English Nonconformity, by Henry W. Clark, London 1913, Vol. II, p. 157.
8. Religious Opinions of Milton, Locke and Newton, by H. McLachlan, Manchester 1941, pp. 146, 147.
9. The Religion of Isaac Newton, by F. E. Manuel, Oxford 1974, p. 48.
10. Sir Isaac Newton Theological Manuscripts, selected and edited by H. McLachlan, Liverpool 1950, pp. 37, 38.
11. An Historical Account of Two Notable Corruptions of Scripture, p. 61.
12. Sir Isaac Newton Theological Manuscripts, p. 17.
13. Ibid., pp. 45, 46
14. The Religion of Isaac Newton, pp. 54, 55. Yahuda Ms. 15.1.fol.11r.
15. The Religion of Isaac Newton, p. 61.
16. The Correspondence of Isaac Newton, Vol. III, Letter 362.
17. The Religion of Isaac Newton, p. 61, Yahuda Ms. 15.4.fol.67v.
18. Isaac Newton, A Biography, p. 642.
[Υποσημειώσεις]
a Έως τα πρόσφατα χρόνια αυτό το εδάφιο επίσης παρετίθετο πολύ για υποστήριξι της διδασκαλίας της Τριάδος, αλλά οι πιο σύγχρονες μεταφράσεις έχουν τώρα αντικαταστήσει, τη λέξι «Θεός» με τη λέξι «Ούτος»· μάλιστα, η Καθολική Βίβλος της Ιερουσαλήμ προσθέτει και μια υποσημείωσι: «Ούτος,» δηλαδή ο Χριστός.»
[Πλαίσιο στη σελίδα 438]
Ανατύπωσις ενός χειρογράφου τμήματος του βιβλίου Νεύτωνος «Μια Ιστορική Αφήγησις» που αντικρούει τη δοξασία της Τριάδος