Ο Αγαπητός Ιωάννης Γράφει για την Αγάπη
Ο ΙΔΙΟΣ ο Ιησούς ως άνθρωπος, «έσπειρε καλόν σπόρον εν τω αγρώ αυτού.» Αλλά καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο Χριστιανικός εκείνος αγρός του σίτου άρχισε να φαίνεται σαν αγρός ζιζανίων. (Ματθ. 13:24-43) Καταπιεστικοί λύκοι εισήρχοντο στο ποίμνιο και προξενούσαν ερήμωσι, υπενθυμίζοντας τα λόγια του Παύλου στις Πράξεις 20:29, 30. Πράγματι όταν ο απόστολος Ιωάννης παρετήρησε γύρω του στα τελευταία χρόνια του πρώτου αιώνος μ.Χ., είδε ότι είχαν ήδη εγερθή πολλοί αντίχριστοι, πράγμα που απεδείκνυε ότι τότε πράγματι ήταν η «εσχάτη ώρα» ως προς την αγνή Χριστιανική οργάνωσι στη γη.—1 Ιωάν. 2:18.
Είχαν περάσει πάνω από πενήντα χρόνια αφότου το άγιο πνεύμα ενέπνευσε πρώτα έναν από τους μαθητάς του Ιησού να γράψη κάποιο βιβλίο της Γραφής. Ο Ιωάννης μπορεί να μην ήταν στην πραγματικότητα συγγραφεύς και ίσως να μη διανοήθηκε, σαν ένας από τους απλούς, όχι εγγράμματους ανθρώπους που μνημονεύονται στις Πράξεις 4:13, ότι θα έγραφε μια μέρα μια ευαγγελική αφήγησι για τη ζωή του Ιησού, όπως έκαμε ο Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς.
Αλλά κατόπιν, ενώ βρισκόταν στη νήσο Πάτμο ως δέσμιος χάριν του Ιησού Χριστού, έλαβε ειδικές οδηγίες να γράψη την Αποκάλυψι. Προφανώς αυτή η άμεση εντολή να γράψη, ενίσχυσε τόσο τον Ιωάννη, ώστε τον υπεκίνησε να γράψη και το Ευαγγέλιο του και τις τρεις επιστολές του.
Το ότι ο Ιωάννης έγραψε την πρώτη απ’ αυτές τις τρεις επιστολές (μολονότι η ίδια η επιστολή δεν το λέγει αυτό) δεν μπορεί να υπάρξη καμμιά αμφιβολία. Από τους αρχαιότερους χρόνους είχε αναγνωρισθή ότι αυτός ήταν εκείνος που την έγραψε. Η εσωτερική απόδειξις είναι ακόμη πιο ισχυρή. Όταν ακούομε μια γνωστή φωνή από το τηλέφωνο δεν είναι ανάγκη να ρωτήσωμε, «Ποιος είναι;» Το ίδιο συμβαίνει και με την πρώτη επιστολή του Ιωάννου. Στο βαθμό που είμεθα εξοικειωμένοι με το Ευαγγέλιο του, στον ίδιο βαθμό μπορούμε να διακρίνωμε και ν’ ακούσωμε τον Ιωάννη σ’ αυτή την επιστολή. Αυτό είχε εφαρμογή και στο γραφικό του ύφος, όπως είναι η σύνταξις των φράσεων και το λεξιλόγιο του και στο θέμα της επιστολής. Παραδείγματος χάριν, μόνο στου Ιωάννου τα συγγράμματα διαπιστώνομε ότι ο Ιησούς αναφέρεται ως «ο Λόγος.»—Ιωάν. 1:1· 1 Ιωάν. 1:1· Αποκάλ. 19:13.
Πότε έγραψε ο Ιωάννης την πρώτη επιστολή του; Εφόσον ομιλεί για πολλούς εναντιουμένους ή αντίχριστους που ηγέρθησαν, ο καιρός αυτός πρέπει να ήταν πολύ μεταγενέστερος. Μας υποβοηθεί σ’ αυτό το ζήτημα και μια συμπαραβολή αυτής της επιστολής με την Αποκάλυψι. Υπάρχουν σημαντικές εμπεριστατωμένες αποδείξεις ότι ο Ιωάννης έγραψε εκείνο το βιβλίο στο έτος 96 μ.Χ. περίπου. Εφόσον φαίνεται ότι απέθανε κατά το έτος 100 μ.Χ., το έτος 98 είναι μια λογική χρονολογία συγγραφής του Ευαγγελίου του και των επιστολών του.
Σε ποιους έγραψε ο Ιωάννης αυτή την πρώτη επιστολή; Δεν γίνεται μνεία για καμμιά συγκεκριμένη ομάδα ή άτομο σ’ όλη την επιστολή. Αλλά το ότι είχε ωρισμένους ανθρώπους υπ’ όψιν φαίνεται από το γεγονός ότι απευθύνει τα λόγια του «προς εσάς, νεανίσκοι,» «προς εσάς παιδία,» «προς εσάς πατέρες.» (1 Ιωάν. 2:13, 14) Επίσης, έξη φορές αποκαλεί ‘Αγαπητούς’ εκείνους στους οποίους γράφει και επτά φορές τους ονομάζει «παιδία,» ή «τεκνία.»a
Μολονότι ο απόστολος Ιωάννης ήταν ο μαθητής στον οποίο ο Ιησούς είχε ιδιαίτερη στοργή, και το θέμα αγάπης παρουσιάζεται πιο εμφανώς στα συγγράμματα του παρά στα συγγράμματα οποιουδήποτε άλλου συγγραφέως της Αγίας Γραφής, θα ήταν σφάλμα να νομισθή ότι ο Ιωάννης ήταν ένας αδύνατος αισθηματίας. Κάθε άλλο! Η φλογερή αγάπη του Ιωάννου για τον Διδάσκαλο του και για τη δικαιοσύνη έκαμε τον Ιησού να τον αποκαλέση «βοανεργές» (Υιόν της Βροντής, Μάρκος 3:17) Από τις δεκαπέντε φορές που συναντάται σε όλη τη Γραφή το έντονο επίθετο «ψεύστης,» εννέα φορές βρίσκεται στα συγγράμματα του Ιωάννου. Έτσι, σ’ αυτή την επιστολή λέγει ότι αν ισχυριζώμεθα ότι δεν αμαρτάνομε, κάνομε τον Θεό ψεύστη· ότι αν λέγωμε ότι γνωρίζομε τον Θεό και εν τούτοις δεν τηρούμε τις εντολές του, είμεθα ψεύσται· εκείνοι που αρνούνται ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός είναι ψεύσται· οποιοσδήποτε διατείνεται ότι αγαπά τον Θεό και ωστόσο μισεί τον αδελφόν του, είναι ψεύστης, και, αν αρνούμεθα να πιστέψωμε στα λόγια του Θεού, κάνομε τον Θεό ψεύστη!—1 Ιωάν. 1:10· 2:4, 22· 4:20· 5:10.
Επειδή ο Ιωάννης αγαπούσε έντονα τη δικαιοσύνη, προειδοποίησε τα «παιδία» του για τον αντίχριστο. «Ταύτα σας έγραψα περί εκείνων, οίτινες σας πλανώσι.» Είχαν υπεισέλθει άνθρωποι που ήσαν φανατικοί λάτρεις της κοσμικής σοφίας και της φιλοσοφίας και ηρνούντο ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού που είχε έλθει εν σαρκί. Αν αυτοί ‘ήσαν εξ ημών, ήθελον μένει μεθ’ ημών αλλά εξήλθον διότι δεν ήσαν εξ ημών.’ Ο Ιωάννης επίσης προειδοποίησε να δοκιμάζωνται τα πνεύματα αν είναι εκ του Θεού, διότι πολλοί ψευδοπροφήται εξήλθαν εις τον κόσμον.—1 Ιωάν. 2:18-26· 4:1-3.
Η αγάπη του Ιωάννου για τη δικαιοσύνη τον έκαμε επίσης να μας διαφωτίση για το πώς ο Θεός θεωρεί την αμαρτία: (α) Όλοι αμαρτάνομε· αν ισχυρισθούμε ότι δεν αμαρτάνομε, κάνομε τον Θεό να είναι ψεύστης· (β) πρέπει να καταπολεμούμε την αμαρτία· (γ) ο Θεός επρομήθευσε τη λυτρωτική θυσία του Χριστού για να λάβωμε άφεσι αμαρτιών, η δε αξία της θυσίας του είναι προς όφελος, όχι μόνο της κεχρισμένης Χριστιανικής εκκλησίας, αλλά και όλου του κόσμου· (δ) υπάρχουν δύο ειδών αμαρτίες: το είδος της αμαρτίας που μπορεί να συγχωρηθή και το εκούσιο, ηθελημένο είδος αμαρτίας, που δεν μπορεί να συγχωρηθή και για το οποίο δεν πρέπει να προσευχηθούμε στον Θεό για κείνους που διαπράττουν τέτοιο αμάρτημα· (ε) εκείνοι που είναι αληθινοί Χριστιανοί δεν διαπράττουν αμαρτία.—1 Ιωάν. 1:8-10· 2:1, 2· 3:4-10· 5:16-18.
«ΑΓΑΠΗ» ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΕ ΑΡΧΕΣ
Φυσικά, το θέμα της αγάπης είναι εκείνο που τονίζει ιδιαίτερα ο Ιωάννης στην επιστολή του. Δύο φορές μας λέγει ότι ο «Θεός είναι αγάπη.» (1 Ιωάν. 4:8, 16) Μας λέγει πώς ο Θεός έδειξε την αγάπη του, επιτρέποντας να πεθάνη ο Υιός του για τις αμαρτίες μας, και κάνοντας προμήθεια για τους ακολούθους του Χριστού να γίνουν τέκνα Θεού. (1 Ιωάν. 3:2. 4:10) Επειδή ο Θεός μάς έδειξε τέτοια αγάπη έχομε υποχρέωσι ν’ αγαπούμε τους αδελφούς μας. (1 Ιωάν. 4:11) Η αγάπη μας για τον Θεό σημαίνει να τηρούμε τις εντολές του. (1 Ιωάν. 2:4· 5:2, 3) Η τέλεια αγάπη του Θεού εκβάλλει το φόβο, «διότι ο φόβος έχει κόλασιν.» (1 Ιωάν. 4:17, 18) Το ν’ αγαπούμε τους αδελφούς μας δεν σημαίνει απλώς ένα ζήτημα λέξεων, αλλά το να κάνωμε κάτι, να τους δίνωμε βοήθεια σε καιρούς ανάγκης. (1 Ιωάν. 3:17, 18) Μιλώντας ακόμη πιο ισχυρά ο Ιωάννης τονίζει ότι δεν μπορούμε ν’ αγαπούμε τον Θεό που δεν είδαμε αν δεν αγαπούμε τα τέκνα του Θεού που μπορούμε να τα δούμε και τα βλέπομε. Οποιοσδήποτε ισχυρίζεται ότι αγαπά τον Θεό και όμως μισεί τον αδελφό του είναι ψεύστης και φονεύς, όπως ο ίδιος ο Διάβολος και όπως ο Κάιν που ήταν ‘εκ του πονηρού.’ (1 Ιωάν. 3:10-16) Τελικά, ο Ιωάννης μάς συμβουλεύει επίσης για το τι δεν πρέπει ν’ αγαπούμε—να μην αγαπούμε τον κόσμο ούτε τα πράγματα του κόσμου, να μην έχωμε την επιθυμία των οφθαλμών και την επιθυμία της σαρκός και την αλαζονεία του βίου.—1 Ιωάν. 2:15-17.
Αληθινά, ο αγαπητός απόστολος Ιωάννης κατανοούσε τη σπουδαιότητα της αγάπης, της ανιδιοτελούς αγάπης που βασίζεται σε αρχές. Όπως και στο Ευαγγέλιο του είχε να πη για την αγάπη πολύ περισσότερα από κάθε άλλο Ευαγγελιστή, έτσι και στην πρώτη επιστολή του λέγει περισσότερα για την αγάπη από οποιαδήποτε άλλη θεόπνευστη επιστολή που περιέχεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές.
Μολονότι τονίζει πολλά ο Ιωάννης για την αγάπη, δεν παραβλέπει και την ιδιότητα που θα λέγαμε ότι έρχεται αμέσως μετά απ’ αυτήν, δηλαδή την πίστι. Γράφει λοιπόν τα εξής: «Και αύτη είναι η εντολή αυτού, το να πιστεύσωμεν εις το όνομα του Υιού αυτού Ιησού Χριστού και να αγαπώμεν αλλήλους.»—1 Ιωάν. 3:23· 5:4, 10.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ Η ΤΡΙΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Η δεύτερη και η τρίτη επιστολή του Ιωάννου είναι οι πιο σύντομες σε όλα τα εξήντα έξη «βιβλία» της Αγίας Γραφής. Ένα φύλλο παπύρου ήταν αρκετό για την κάθε μια. Δεν αποδώθηκαν χωρίς λόγο αυτές οι επιστολές στον απόστολο Ιωάννη, διότι φέρουν όλα τα γνωρίσματα που πιστοποιούν ότι εγράφησαν από τον αγαπητό απόστολο που έγραψε το ευαγγέλιο το οποίο φέρει το όνομά του ως επικεφαλίδα και την πρώτη επιστολή του. Αυτόν πιστοποιούν οι συγκριτικά συχνές εμφανίσεις των λέξεων «αλήθεια» και «αγάπη.» Υπάρχει επίσης κάθε λόγος να πιστεύομε ότι αυτός έγραψε τις δύο αυτές επιστολές περίπου ταυτόχρονα με την πρώτη επιστολή του, δηλαδή, κατά το έτος 98 μ.Χ.· επίσης και ότι ζούσε τότε στην πόλι της Εφέσου.
Η δεύτερη επιστολή εγράφη προς «την εκλεκτή κυρία.» Ποια ήταν αυτή; Σ’ αυτή την ερώτησι δεν μπορεί να δοθή μια δογματική απάντησις. Μπορεί να ήταν μια Χριστιανή γυναίκα την οποία ο Ιωάννης επαινεί για την ανατροφή των τέκνων της με τον τρόπο της αληθείας. Μπορεί να ήταν μια αδελφή με το όνομα Κυρία στην Ελληνική γλώσσα. Έπειτα, ο Ιωάννης μπορεί να χρησιμοποιούσε ένα σχήμα λόγου και μπορεί πραγματικά ν’ ανεφέρετο σε μια Χριστιανική εκκλησία.
Σ’ αυτή την επιστολή ο Ιωάννης τονίζει την αλήθεια και την εντολή που ακούσθηκε από την αρχή, δηλαδή, «να αγαπώμεν αλλήλους.» Όπως έκανε και στην πρώτη επιστολή του, καταφέρεται εναντίον των αντιθέτων αποκαλώντας τους ‘αντιχρίστους.’ (Παράβαλε 2 Ιωάννου 7 με 1 Ιωάννου 4:3) Οι αποστάται εκείνοι που διδάσκουν ψευδείς δοξασίες δεν πρέπει να γίνωνται δεκτοί στα σπίτια μας, ούτε ακόμη και να τους χαιρετούμε. Σ’ αυτή την επιστολή βλέπομε πάλι ότι ο Ιωάννης τονίζει την αγάπη και ταυτόχρονα εκφράζει δίκαιη αγανάκτησι εναντίον των ασεβών.
Ο Ιωάννης απευθύνει την τρίτη επιστολή του στον Γάιο. Ποιος ακριβώς ήταν αυτός ο Γάιος δεν μπορεί να εξακριβωθή με βεβαιότητα. Ο Ιωάννης χαίρει διότι ο Γάιος βαδίζει στην αλήθεια και τον επαινεί για τη φιλοξενία του και την αγάπη που παρέχει στους αδελφούς του, προφανώς σ’ εκείνους που απεστέλλοντο για να εποικοδομήσουν τις διάφορες εκκλησίες. Του δίνει οδηγίες ν’ αποστείλη τους αδελφούς «προπέμψας αξίως του Θεού,» που σημαίνει ασφαλώς να τους εφοδιάση καλά για τις υλικές των ανάγκες. Κι εδώ, επίσης, ο Ιωάννης όχι μόνο τονίζει την πορεία της αγάπης, αλλά και εκφράζει την αγανάκτησί του κατά του Διοτρεφούς, που είναι υπερήφανος, ιδιοτελής και στασιαστικός και τον οποίο ο Ιωάννης θα επιτιμήση όταν έλθη να επισκεφθή τον Γάιο.
Πράγματι, οι επιστολές του Ιωάννου είναι πολύ επίκαιρες στην εποχή μας. Διότι τώρα είναι πιο σπουδαίο από κάθε άλλη φορά να δείξουν οι Χριστιανοί αγάπη προς αλλήλους και συγχρόνως να φυλάγωνται από όλους εκείνους οι οποίοι θα τους απομακρύνουν από την αγνή λατρεία του Ιεχωβά Θεού.
[Υποσημειώσεις]
a Αυτή η έκφρασις «παιδία» θα μπορούσε ελεύθερα να αποδοθή «αγαπητά παιδιά» ή «αγαπημένα παιδιά,» διότι πρόκειται για μια υποκοριστική έκφρασι αγάπης. Έτσι, η λέξις τέκνα σημαίνει «παιδιά,» αλλά τεκνία σημαίνει «μικρά παιδιά» ή «αγαπητά παιδιά.» Η λέξις απαντάται εννέα φορές στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές και χρησιμοποιείται πάντοτε με μια μεταφορική έννοια, μια φορά από τον Ιησού, μια φορά από τον Παύλο και επτά φορές από τον Ιωάννη.