ΑΤΥΧΗΜΑ
Τα απρόβλεπτα περιστατικά που οφείλονται σε άγνοια, απροσεξία ή αναπόφευκτα γεγονότα και προκαλούν απώλεια ή βλάβη ονομάζονται συνήθως ατυχήματα. Η εβραϊκή λέξη ’ασών προφανώς σημαίνει κατά κυριολεξία «γιατρειά» και χρησιμοποιείται ως ευφημισμός για τον όρο «θανατηφόρο ατύχημα». (Παράβαλε Γε 42:4, υποσ.) Η εβραϊκή λέξη μικρέχ, η οποία παράγεται από μια ρίζα που σημαίνει «έρχομαι να βρω· συμβαίνω» (Γε 44:29· Δευ 25:18), αποδίδεται «τυχαίο [γεγονός]» (1Σα 6:9), καθώς επίσης «κατάληξη» (Εκ 2:14, 15· 3:19) και «έτυχε».—Ρθ 2:3.
Ο Ιακώβ φοβόταν ότι μπορεί να συνέβαινε κάποιο θανατηφόρο ατύχημα στον αγαπημένο του γιο, τον Βενιαμίν, αν τον άφηνε να πάει στην Αίγυπτο μαζί με τους αδελφούς του. (Γε 42:4, 38) Οι Φιλισταίοι επέστρεψαν την κιβωτό του Ιεχωβά για να διαπιστώσουν αν η πληγή των αιμορροΐδων που είχαν υποστεί ήταν πράγματι από τον Ιεχωβά ή ήταν απλώς ένα «τυχαίο» γεγονός. (1Σα 6:9) Ο Σολομών αναγνώρισε ότι οποιοσδήποτε μπορεί να πέσει θύμα απρόβλεπτης περίστασης.—Εκ 9:11.
Ο Μωσαϊκός Νόμος έκανε διάκριση ανάμεσα στα θανατηφόρα και στα μη θανατηφόρα ατυχήματα. (Εξ 21:22-25) Διαχώριζε επίσης τον εκούσιο φόνο από τον ακούσιο φόνο. Για το φόνο εκ προμελέτης, ήταν υποχρεωτική η θανατική ποινή, ενώ για όσους ήταν ένοχοι ανθρωποκτονίας η οποία οφειλόταν σε ατύχημα καθορίστηκαν πόλεις καταφυγίου. (Αρ 35:11-25, 31· βλέπε ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟΥ.) Ο νόμος εφαρμοζόταν εξίσου στον αυτόχθονα Ισραηλίτη και στον πάροικο, και υπήρχαν οδηγίες για τις θυσίες που ήταν απαραίτητες προκειμένου να γίνεται εξιλέωση για τις τυχαίες ή ακούσιες αμαρτίες.—Λευ 4:1-35· 5:14-19· Αρ 15:22-29.